Κυριακή 18 Αυγούστου 2024

ΕΝΑ ΠΟΥΛΙ ΤΡΑΓΟΥΔΟΥΣΕ ΟΠΩΣ ΝΑΝΟΥΡΙΖΟΥΝ ΕΝΑ ΜΩΡΟ…

 

(… κι αυτοί όπου μετρούν τα όνειρά μου   ευλογούσαμε το δαχτυλίδι το χρυσό…)

στη γεύση του ψωμιού της εβδομάδος

εκόβανε σε δύο την κλωστή

-      παιχνίδια έρωτα κι αγάπης;

πόσο μακριά μας να βρίσκονται οι ποταμοί;

 

το σπίτι γερά το ’χουμε φυλαγμένο

με χορταρένια κοντάρια και σπαθιά

και τα πλατάνια των ωραίων καραβιώνε

σαλεύουνε ωσάν φιλιά μεσ’ στο πρωί

 

κι ως είναι Κυριακή ακόμα

στα φεγγαρένια σου μαλλιά: δάση γιασεμιών

το προπατορικό αμάρτημά μας δύει

στης απουσίας τα σαρκάσματα των παρειών

 

το στόμα έχει αυτές τις αντηχήσεις

το αντρίκειο αίμα έχει αυτή τη μυρουδιά

γνώμονας τρυφερότητας το θολό βλέμμα:

έλα να πούμε την αλήθεια στα παιδιά

 

ό,τι ποτέ το χέρι μας αγγίζει

κάτω απ’ άλλης πατρίδας μας τον ουρανό

είναι το στάρι το ευλογημένο και οι θωπείες

που ανοίγουν της αγάπης τον κρουνό

 

είναι η αγάπη:   η αγάπη που την νύχτα παγιδεύει

χύνει τ’ αστέρια όλα στον κόρφο τον κρυφό

που διώχνει μακριά τα βότσαλα   (τα ξερά ξύλα)

μη βρεις ποτέ το δρόμο μακρινό

 

μαζί θα τον διαβούμε με πέρδικες στο πλάι

μ’ ένα τραγούδι σαν τριαντάφυλλο ανοιχτό

πάντα θα έχουμε κοινό το προσκεφάλι

κι από μια χούφτα πάντοτες θα πίνουμε νερό

[ΤΟ ΓΡΑΜΜΑ  από τη συλλογή του Νίκου Εγγονόπουλου ΣΤΗΝ ΚΟΙΛΑΔΑ ΜΕ ΤΟΥΣ ΡΟΔΩΝΕΣ με είκοσι έγχρωμους πίνακες  και  ένα σχέδιο, εκδόσεις ΙΚΑΡΟΣ  1978




Από τη ίδια συλλογή ανθολογούνται:

 Η ΣΗΜΑΙΑ,   μην αψηφάς την αγάπη

Η ΑΡΜΟΝΙΚΑ,  τη μητέρα μου θα τηνέ βλέπω μόνο – και πάντα – νέα και ωραία ως ήτο…

ΑΝΘΗ,  μάτια που πλέον δεν βλέπετε  βλέμματα όπου δεν σας ελκύει πια η μορφή του κόσμου 

ΚΛΕΙΣΕ ΤΑ ΜΑΤΙΑ:  Τότε μπροστά σου θα παρελάση όλη η παληά ζωή…    και

Ο ΥΠΕΡΡΕΑΛΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΑΤΕΡΜΟΝΟΣ ΖΩΗΣ,  η σαρμανίτσα του ποιητού είναι το νεκρικό κιβούρι…

ΕΝΑ ΟΝΕΙΡΟ Η ΖΩΗ,  γύρω από τον κοσμό του ωραίου δένδρου ελίσσεται και χορεύει η ωραία μιγάς…

ΜΕΡΟΠΗ,  είναι των αδυνάτων αδύνατο να νικηθή ο χρόνος…

 

 

Για  τον υπερρεαλισμό μιας ατέρμονος ζωής λοιπόν   γιατί

πλάι απ’ τη σακάτικη τη δικαιοσύνη του ανθρώπου κρύπτεται η Ερινύα

βαθειά μέσα στον ίδιο φταίχτη φωλιασμένη αμείλιχτη ανελέητη

που καλά ρούχα και οφίκια και νομιμοφροσύνες δεν ψηφά

που η καλοπέραση δεν τηνε νοιάζει και τιμωρεί σκληρά

τους άμυαλους και τους δειλούς που κάνουν το κακό…

Και του ποιητή πια μόνη –θεόθεν – σωτηρία λύσις παρηγόρηση μένει

η  κοιλάς με τις τριανταφυλλιές  

 ό εστί μεθερμηνευόμενο η κοιλάδα των ροδώνων!.. 

 

Η ΣΗΜΑΙΑ

(από τη συλλογή του Νίκου Εγγονόπουλου ΣΤΗΝ ΚΟΙΛΑΔΑ ΜΕ ΤΟΥΣ ΡΟΔΩΝΕΣ 1978)

Μην αψηφάς την αγάπη:

δεν είναι έμορφα τα κλαϋμένα μάτια.

Όμως να μην αργήσης:

θα μας ξανάρθης γρήγορα, πάλι δεν είναι;

Εγώ, κάθε φορά που πάει ν’ αποτολμήσω κάτι

έρχεται από το σύννεφο ελπίδων

όλο άσπρες κι απαλά ρόδινες απατηλές νταντέλλες.

Συνετιστήτε:

κάθε μέρα δεν είναι δυνατόν να στήνεται η καρμανιόλα.

Λίγο - λίγο θ’ ασπρίσουν τα μαλλιά σας:

άσπρη σημαία.

Η άσπρη σημαία είναι το σημάδι

πως παραδίδεστε και πως τα κάστρα πια για πάντα καταρρέουν.

 

Η ΑΡΜΟΝΙΚΑ

τη μητέρα μου θα τηνε βλέπω μόνο – και πάντα -

νέα κι ωραία

ως ήτο

 

ψηλή ξανθιά

με το γλυκό

κι απαλά θλιμμένο της

βλέμμα

 

στέκεται μπρος στον ολόσωμο καθρέφτη:

ελέγχει το άψογο της κομψοτάτης

αμφιέσεώς της

καθώς σε λίγο

πρόκειται να βγη

 

(απ’ τα στόρια των παραθύρων

γιομίζει το δωμάτιο

ένα ήρεμο πρωινό φως)

 

πλάι μια παιδική μουσικούλα

χαράς   και   γιορτής

 

ΑΝΘΗ

(από τη συλλογή του Νίκου Εγγονόπουλου ΣΤΗΝ ΚΟΙΛΑΔΑ ΜΕ ΤΟΥΣ ΡΟΔΩΝΕΣ, Ίκαρος 1978)

μάτια που πλέον δεν βλέπετε

βλέμματα όπου δεν

σας ελκύει πια η μορφή του κόσμου

 

είσαστε αστέρια

 

φωτίζετε

 

 

ΚΛΕΙΣΕ ΤΑ ΜΑΤΙΑ:

τότες μπροστά σου θα παρελάσει όλη η παλιά ζωή… [εις Μεμάν Μεσσήνη]

Περνούσα έτσι ανύποπτος, μέσα στην γόνδολα, όταν με φώναξε:

-Έλληνα! Ε, Έλληνα!...

Στέκονταν. όρθιος, πίσω απ’ τη σιδερένια καγκελόπορτα του χορταριασμένου περίβολου, στον αη Γιώργη των Γραικών, πάνω στο κανάλι.

-Βρε! του κάμω, τι ζητάς εδώ;

-Είμαι νεκρός, μου κάμει.

-Καλά, του λέω, ευλογημένε! Συ, ένας Ρωμαίος, εδωπέρα βρήκες να πεθάνεις! Δεν ερχόσουνα ν’ αναπαυθείς κει κάτω, στα χώματα τα δικά μας, τα απαλά!

-Θαν το ’θελα, μ’ απάντησε. Άλλωστε μου το’ χε πει μια νύχτα κι η Ναταλίνα της Λιμνοθάλασσας, την ξέρεις, η απαλή κόρη με τους χρυσούς μαστούς. Με ξεμονάχιασε, παράμερα: «Πάρε με να φύγουμε από δω, μου λέει. Είναι αδύνατον, δεν μπορώ πια να ζήσω με ‘τσοι’ Μουρανέζοι». Η μάνα της, βλέπεις, ήταν Σμυρνιά. Όμως με κράτησε εδώ εκείνη η άλλη, η πουτάνα, η ξανθιά, η έμορφη η «Σ’ Αγαπώ», που εργαζότανε, θα τηνέ θυμάσαι, στα «πεννάκια» (;) στο γουναράδικο της Φρετσερίας. Ως κάθε βράδυ μου ερταγούδαγε θερμά το «μακριά κι αν θα ’σαι», μου γλύκαινε τ’ αχείλι και μου σπάραζε την καρδιά.

 

Ο ΥΠΕΡΡΕΑΛΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΑΤΕΡΜΟΝΟΣ ΖΩΗΣ 

(από την ποιητική συλλογή ΣΤΗΝ ΚΟΙΛΑΔΑ ΜΕ ΤΟΥΣ ΡΟΔΩΝΕΣ – εις Τριστάνο Tzara)

η σαρμανίτσα του ποιητού

είναι το νεκρικό κιβούρι

του

κι η κουδουνίστρα που βάζουνε

στα βρεφικά του χέρια

είναι το κυπαρίσσι

που θα φυτρώσει

πάνω στον τάφο του

 

γιατί

-παρ’ όλες τις πικρίες που τονέ ποτίζουνε-

ο ποιητής την άρνηση του θανάτου φέρνει μαζί του

κι ακόμη

είν’ αυτός τούτος

του θανάτου η άρνηση

 

κι έτσι

το νεκρικό κιβούρι του ποιητού

θα γενή πάλε η σαρμανίτσα του

του τάφου του το κυπαρίσσι

πάλι η κουδουνίστρα

που θα κραδαίνει

στα φωτεινά τα χέρια

του

 

ΕΝΑ ΟΝΕΙΡΟ:  Η ΖΩΗ

γύρω από τον κορμό   του ωραίου δένδρου

ελίσσεται   και  χορεύει

η ωραία   μιγάς,

 

το δένδρο είν’ ολάνθιστο

αλλά και το κορμί της ωραίας μιγάδος

ωσαύτως:

απ’ τα λουλούδια – τις ρώγες - των μαστών της.

τη λαμπρότητα της απαλής κοιλιάς

των σφαιρικών γλουτών

των άψογων μηρών

στο φουντωτό σκοτεινό δάσος της ηβικής χώρας

την πλούσια κόμη

όπου σκορπάει τα βαριά της μύρα

ως κυματίζει ξέπλεκη –ελέυθερα - σπιθοβολώντας μέσα στη νύχτα,

 

το δένδρο είναι μια μαγνόλια

κι η ωραία μιγάς    είναι κι εκείνη μια μαγνόλια

χυμώδης   πλούσια  κι  ηδονική,

 

ποιο είναι ωραιότερο   του ωραίου δένδρου    του ωραίου κορμιού;

 

τ’ ωραίο κορμί

γιατί το δένδρο για πάντα του μνήσκει βουβό

-ούτε κι οι τρελοί άνεμοι δεν ημπορούν να σείσουν

το βαρύ πυκνό φύλλωμα και τα σαρκώδη άνθη –

ενώ τ’ ωραίο το πλούσιο κορμί   πάει κι έρχεται

μεθάει  παράφορα,   κλαδοκορμόριζα

δονείται και στον  παραμικρό τον ψίθυρο του «σ’ αγαπώ»!.. 

 

Ο ΠΟΙΗΤΗΣ ΤΗΝ ΑΡΝΗΣΗ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ ΤΟY ΦΕΡΝΕΙ ΜΑΖΙ ΤΟΥ ΣΠΙΘΟΒΟΛΩΝΤΑΣ ΜΕΣΑ ΣΤΗ ΝΥΧΤΑ: 

Είναι των αδυνάτων αδύνατο να νικηθεί ο χρόνος

 η αγάπη προϋποθέτει αγνότητα

 κι αυτή η φλογισμένη αγάπη που δείξαμε - που επροσφέραμε –

εξελήφθη γι’ αδυναμία κι άλλα!..

 

Τώρα τα χρώματα

 

 το γαλάζιο τ’ ουρανού   το πράσινο των δένδρων

το μουντό των βουνών

 να στοιχεία συνθέσεως

για τον γοητευτικό τον εξαίσιο πίνακα της ζωής…

 

Κλείσε τα μάτια:

τότες μπροστά σου θα παρελάσει όλη η παλιά ζωή…

[ΜΕΡΟΠΗ από τη συλλογή του Νίκου Εγγονόπουλου ΣΤΗΝ ΚΟΙΛΑΔΑ ΜΕ ΤΟΥΣ ΡΟΔΩΝΕΣ με είκοσι έγχρωμους πίνακες και ένα σχέδιο, εκδόσεις ΙΚΑΡΟΣ 1978]

 

ΝΙΚΟΣ ΕΓΓΟΝΟΠΟΥΛΟΣ  ΣΤΗΝ ΚΟΙΛΑΔΑ ΜΕ ΤΟΥΣ ΡΟΔΩΝΕΣ

(είναι τα ποιήματα μιας εικοσαετίας, μαζί με μερικά άλλα…)

Παρουσιάζονται σ’ αυτή την έκδοση με τη χρονολογική σειρά που γράφτηκαν.   Γράφτηκαν, τρόπος του λέγειν,  γιατί δεν υπήρξα ποτέ συστηματικός συγγραφεύς, συστηματικός λογοτέχνης,  litterateur.   Η μεγάλη μου αγάπη στη ζωή είτανε η μόνη ζωγραφική.   Κάθε ώρα, που δεν την αφιερώνω στη ζωγραφική, την θεωρώ ώρα χαμένη.  Αλλά ένας πίνακας δεν απαιτεί βέβαια συνεχώς την απόλυτη αφοσίωση του νου  και  της καρδιάς.   Είναι στιγμές που το χέρι, μπορώ να πω, πηγαίνει μόνο του.   Αλλά το μυαλό πάντα δουλεύει.  Και τότε επωφελούμαι  και στοχάζομαι διάφορα πράγματα   ή   το συνηθέστερο, σκαρώνω τραγούδια.   Μετά την εργασία, αν τα τραγούδια αυτά τα βάλω στο χαρτί,  έχει καλώς,  ειδεμή τα ξεχνάω…  Την ώρα της δουλειάς, καμιά φορά, απαγγέλλω στον εαυτό μου, ποιήματα ελληνικά και ξένα.  Αυτά που μου αρέσουνε πολύ  και τα διάβασα πολλές φορές,  τα έχω πια αποστηθίσει.   Μερικά ξένα τα έφερα, παίζοντας, στη γλώσσα μας.   Απ’ αυτά που βρίσκω σχετικά πετυχημένα,  παρουσιάζω εδώ μερικά…  (απόσπασμα από τις ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ του ποιητή στο επίμετρο της εν λόγω συλλογής)

Δευτέρα, 19 Αυγούστου 2024

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΟΤΑΝ ΜΑΣ ΛΕΓΑΝ ΟΙ ΠΑΛΙΟΙ ΠΙΟ ΛΙΓΟ ΠΑΘΟΣ

Όταν μας λέγαν οι παλιοί   πιο λίγο πάθος.     Είχανε δίκιο. Οι λογικοί    «πιο λίγο βάρος   θα βουλιάξουν τα καράβια», είχαμε,  λέει,  ...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ