Κυριακή 11 Αυγούστου 2024

ΣΤΗ ΒΑΘΙΑ ΜΑΚΡΙΝΗ ΑΛΛΑΓΗ ΜΟΥ ΠΗΓΑΙΝΩ

 

(… ετοιμάζω  μεγάλο ταξίδι με τις ίδιες κινήσεις που κάνει κανείς όταν μένει…)

Τι συμβαίνει;
Και τι προαιώνια έχθρα το χωρίζει   από αυτό που δεν συμβαίνει;
Ασφυκτικά άδειο το ακροατήριο.
Κανείς δεν θ’ απαντήσει;
 
Ετοιμάζω μεγάλο ταξίδι.
Με τις ίδιες κινήσεις που κάνει κανείς    όταν μένει.
Στη βαθειά μακρινή αλλαγή μου πηγαίνω.
 
Τι συμβαίνει;
Ποιος φόβος κλαίει κι είναι έτσι γλιστερό ό,τι αλλάζει;
Είχα τόσα ζευγάρια μάτια    για μακριά για κοντά
για μέσα για έξω    για έτσι για αλλιώς
για τούτο για κείνο   για ψηλά για χαμηλά
για τις εκλείψεις των προσώπων
τη χάση και τη φέξη γενικά των φαινομένων,
τόσα ζευγάρια μάτια
και ποια ωριμότητα κλεπτομανής τα πήρε
αφήνοντάς μου μόνο ένα ζευγάρι
να βλέπω τι μου κλέβεται.
Ετοιμάζουν μεγάλο αμφορέα  οι στάχτες.
 
Ετοιμάζω μεγάλο ταξίδι.
Με τις ίδιες κινήσεις που κάνει κανείς   όταν μένει.
Στη βαθειά μακρινή αλλαγή μου πηγαίνω.
 
Τι συμβαίνει;
Ποια νεκρή στάση ζωής    τιμούν τόσες ομοβροντίες σιωπών;
Τα μάτια ποιου Τελειωμένου έχουν κλάψει
κι είναι έτσι γλιστερό ό,τι αλλάζει;
Ποιο Τέλος άντεξε κατάμουτρα να πει στην Αρχή   δεν σε γνωρίζω;
Ετοιμάζουν μεγάλο αμφορέα οι στάχτες.
 
Ετοιμάζω μεγάλο ταξίδι.
Με τις ίδιες κινήσεις που κάνει κανείς   όταν μένει,
όπως μένει κανείς με τις ίδιες κινήσεις
που κάνει όταν φεύγει.
Στη βαθειά μακρινή αλλαγή μου πηγαίνω.
 
Τι συμβαίνει;
Μια καθυστέρηση ερωτεύτηκε το Έγκαιρο   
κι εκείνο την απόδιωξε:
άσε με ήσυχο παλιόγρια.
Βρωμόπαιδο  Έγκαιρο,   μαμόθρεφτε Χρόνε.
 
Θα προφτάσω να φτάσω έγκαιρα στη μακρινή αλλαγή μου;
Ποιος φόβος κλαίει
κι είναι το πόσο απέχω και πού πάω
βρεμένα ως το κόκκαλο;
Κι όταν φτάσω εκεί   πόσα θα χρειαστεί ακόμα να πεθάνουν,
τι ομοβροντίες τιμητικές σιωπών   κι άλλες θα ξανακούσω
και πόσο θα μου μέλεται    
πάλι να ξεκινάω    διαρκώς να ταξιδεύω
σε όλο και βαθύτερη και μακρινότερη αλλαγή μου;
 
Τελείωσα.
Βγάζω το μοναδικό ζευγάρι μάτια που έχω
και υποκλίνομαι.
Το ασφυκτικά άδειο ακροατήριο κλαίει.
Τι παν-κλάμα!
[ΠΑΝ-ΚΛΑΜΑ, κι άλλα ποιήματα από τη συλλογή της Κικής Δημουλά ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΣΩΜΑ ΜΟΥ, εκδόσεις ΣΤΙΓΜΓ 1981)

 



ΕΛΑΝΘΑΝΕ

(από τη συλλογή της Κικής Δημουλά ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΣΩΜΑ ΜΟΥ 1981)

Ότι ήμουνα ένας άνθρωπος

που όλο με σκυμμένο το κεφάλι

με περπατάγανε οι δρόμοι,

αυτό πράχθηκε φανερά σας.

Σας το αφήνω. Απάνω του λοιπόν,   αποκεφαλίστε το,

μοιράστε το σ’ όσες υποτιμήσεις θέλετε

-πως γην και ύδωρ έδωσα σε φόβους

και σήκωσε κεφάλι η ηττοπάθεια -,

ρίξτε το ολόκληρο

σ’ όσες αδιαφορίες σας κι άλλο πεινάνε,

πετάξτε το σε δυο παλιογραμμούλες τύμβο.

 

Όμως πώς σκύβοντας   ατένιζα ουρανό,

αυτό δεν θα τ’ αγγίξετε.

Επράχθηκε κρυφά σας,

το έκρυψα καλά

στην ασφαλή του κεφαλιού μου

τη λιμοκτόνα στάση.

 

Σκύβοντας ουρανό ατένιζα.

Που έφτιαξα από πτώσεις.

Μαζεύοντας σπυρί-σπυρί

ό,τι δεν αφομοίωνε το ύφος.

Έζησα,

τεντωμένο δίχτυ από κάτω,

να συγκρατώ, να περισώζω

λογής - λογής διάττοντες αυτοκτόνους,

τα φωτεινά τους υπολείμματα,

εκεί που όλο και χάνει ύψος,

όλο και πιο πολύ αποχρυσώνεται

της μολυβιάς τους η κραυγή

και λυπηρά απολεπταίνει η αιχμή

της εξαφάνισής τους.

Έζησα,

τεντωμένο δίχτυ από κάτω,

να σώζω λυπηρότητες,   κραυγών αποχρυσώσεις,

αιχμών τα φωτεινά υπολείμματα,

εξαφανίσεων αιχμές.

Έζησα,

συνταιριάζοντας τις πτώσεις

με τις παράταιρες αιτίες τους,

για να μην πάει χαμένο το χαμένο.

 

Αυτό δεν θα τ’ αγγίξετε.

Είναι από εύφλεκτο εγώ,

θα με τινάξει όλη στον αέρα σας.

 

Σ’ εσένα,  ΑΙΦΝΗΣ ΟΝΕΙΡΟΔΙΑΙΤΟ,  τρελά γενναίο,  καλλονό, ΑΠΕΥΘΥΝΟΜΑΙ…

(…νόθο παιδί αγνώστων παραγόντων…)

σ’ εσένα που το Σπάνιο

Σπάνιο το διατηρείς ,

δείχνοντας γρανιτώδη αδιαφορία

στο οδυνηρό,   το λάγνο πάθος

που τρέφει για σένα    η Συχνότητα.

Σπίθα απ’ την επίμονη τριβή

μιας προσμονής και μιας παραίτησης,

που στάμνες και δίψες γεμίζεις

χωρίς τη σύμπραξη κρήνης, πηγής.

Χρόνε Θεοκατέβατε,   μικρόσωμε,

που την τεράστια δύναμή σου συσσωρεύεις

αργοπορία συσσωρεύοντας,

Μεσσία μονολεκτικέ,

σεισμέ που γκρεμίζεις   τα αντισεισμικά μας  Αμετάβλητα,

σ’ εσένα Αίφνης,   κοσμοφόρα Μεσολάβηση,

σπαρακτικά απευθύνομαι

να ’ρθεις να ελευθερώσεις

το τελευταίο σώμα μου εδώ πάνω

το δουλοπάροικο παλμό του   να ελευθερώσεις

από τον πιο σκληρό   τον πιο αιμόφιλο

τον παρανοϊκό που μου ’τυχε αφέντη

τον   «σήκω-κάτσε   σήκω-κάτσε   σήκω-κάτσε…»

[ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΣΩΜΑ ΜΟΥ από την ομότιτλη συλλογή της Κικής Δημουλά, εκδόσεις Στιγμή 1981]

 

ΤΟ ΠΛΗΣΙΕΣΤΕΡΟ

(από τη συλλογή της Κικής Δημουλά ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΣΩΜΑ ΜΟΥ 1981)

Κάτι πρωτόβγαλτα ως φαίνεται

στον κόσμο και στους νόμους του πουλάκια

κι εν τούτοις ήδη κουρασμένα

γιατί δεν είναι τα φτερά

άπτωτη εύνοια και προνόμιο,

ρωτούν εμένα,   ποιον εμένα,

πού είναι το πλησιέστερο κλαδί

για ν’ ακουμπήσουν.

Δεν είμαστε καλά.

Αν ήξερα εγώ    πού είναι το Πλησιέστερο

ότι έχει και βαθμό συγκριτικό

το ανύπαρκτο Πλησίον,

θα ’τρεχα να το πιάσω πρώτη εγώ,

όλο κι ανυποχώρητο,

κι ας ψόφαγαν πουλάκια

δίκια και προτεραιότητες  - κλαδιά σπασμένα το αλληλέγγυο.

Ας πάνε τα πουλάκια

τη μεγάλη Πείρα να ρωτήσουν

ν’ ακούσουν ό,τι είπε και σ’ εμένα

όταν ξεθεωμένη από κούραση άφτερη

τη ρώτησα πού είναι ν’ ακουμπήσω

το πλησιέστερο κλαδί.

 

Δεν είμαστε καλά είχε καγχάσει   η μεγάλη Πείρα:

αν ήξερα εγώ   πού είναι το Πλησιέστερο

θα ’τρεχα να το πιάσω πρώτη,

όλο κι ανυποχώρητο,

κι ας ψόφαγες εσύ

γιατί το πλησιέστερο κλαδί

είναι ο θάνατός σου η ζωή μου.

 

Η ΑΠΟΔΥΝΑΜΩΣΗ

Αεροταραχή επάνω.

Τεράστια κύματα ανέμου αγριεμένου

σηκώνονται και καταπίνουν   των σκουπιδιών την ιεράρχηση.

Σαν αητός ο αέρας

αρπάζει με το ράμφος του   το στερεό έδαφος,

το ανεβάζει ψηλά,   το αφήνει,

πέφτει και σκάζει σαν καρπούζι   το στερεό έδαφος.

Όλα τα έχει προγράψει  μια Αρπαγή:

ξεριζώνει τις ταράτσες,

σκίζει την απλωμένη τάξη

που πλένουν κάθε μέρα

οι κινήσεις των ανθρώπων    οι πλύστρες.

Παλεύει με καρέκλες,

πετάει χάμω την ευστάθεια,

το εδώ μου   και   το εκεί σας

ξέφραγο αμπέλι,   γκρεμισμένος ο αχυρένιος φράχτης,

ο άλλος χώρος ξέφραγο αμπέλι.

 

Πολύ δυνατός αέρας.

Θα ρίξει τη μέρα ολόκληρη    από τη χρονοστήλη

και θα τη σπάσει.

Ξερογλείφεται η θραύση.

Σφοδρός αέρας για έναν κόσμο

που παίρνεται με το παραμικρό,

Τον συγκρατεί το σπαγγάκι μιας γέννησης μόνο

κι ενός θανάτου η κλωστούλα.

Παρτός κόσμος.

Όσα βαρίδια κι αν του βάλαμε,

μέλλον και σθένος

κουδουνίστρες του έρωτα

ορειχάλκινες λέξεις

θεούς επιούσιους

συσκευές τηλεφώνων

ποτιστήρια φωνής

γελωτοποιές αδιαλλαξίες

λήθες ογκολιθικές

μνήμες ανοξείδωτες

πήλινα ενδεχόμενα

πίστη που χαμογελάει  - ίδια απ’ όποιο σημείο

κι αν την κοιτάξεις, σαν τηω Τζοκόντα -

μέτρα και αμετροέπειες  - βαρίδια και τα δύο -

παρτός είναι.

Αετοταραχή και καταπίνει   των παρτών την ιεράρχηση.

Επομένως θα πάρει κι εμένα,   που παρτή είμαι

και δεν με κρατάει κανένα

κρατήσου επάνω μου.

Ας με πάρει.

Παρά να με πάρει ο χρόνος

καλύτερα να με πάρει ο άνεμος.

[από τη συλλογή της Κικής Δημουλά ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΣΩΜΑ ΜΟΥ , εκδόσεις Στιγμή 1981]

 

ΑΚΑΙΡΙΑ

(από τη συλλογή  της Κικής Δημουλά ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΣΩΜΑ ΜΟΥ 1981)

Απερήμωση.

Κανείς δεν είναι εδώ, ούτε εδώ, ούτε εκεί κάτω;

Κανείς;

Κι αυτές τις πολυώροφες ανθρώπινες σχέσεις

ποιος θα τις κατοικήσει;

Φύγατε όλοι, όλα;   Ή ποτέ δεν σας είχα;

Ανεπιβεβαίωτα μένουν τα δυο κυπαρίσσια

στην είσοδο της καλησπέρας που έλεγες.

Έλεγες ή ζωγράφιζα φθόγγους και στόματα

στων βραδινών ωρών τις ξώπορτες;

Ποιες βραδινές ώρες;  Έρχονταν;    Διθέσιες;

 

Ακαιρία.

Ηρεμούν ερημώνοντας όλα.

Δεν κράτησε η διάρκεια το λόγο της,

πέφτουν των παρατάσεων τα φύλλα

από τεράστιους κορμούς καιρών κομμένων  - υλοτόμε.

 

Ακαιρία.

Οι θάλασσες κουλουριαστήκανε στα κάδρα

Κίτρινο αφροδίσιο,   πυώδεις κάμποι ξένου.

 

Ξένο φθινόπωρο βιάζει    εκτάσεις ιερόδουλες.

Πέφτει μια ξένη βροχή   από μια ξένη τάση

κι η τάση για ζωή πέφτει.

Ξένα αυτά ή τα ’χω ξαναφοβηθεί;

Αστράφτει σ’ ένα απόμακρο φυλάκιο τ’ ουρανού,

καίγονται οι ασφάλειες του Θεού,

βραχυκυκλώνεται   το  «σώσον».

Τρομάζει μια μικρή λιποψυχία στο παράθυρο

αφήνει το κουρτινάκι της να πέσει.

 

Απερήμωση.

Και αυτές τις πολυώροφες ανθρώπινες σχέσεις

ποιος τις γκρέμισε;

Κι εγώ πώς μένω εδώ,

πού με οδηγούν κλεισμένη

αυτές οι ξένες ανεξήγητες συνέχειες;

Ξένες ανεξήγητες συνέχειες

ακίνητες, από παντού κλειστές,

να μην μπορείς να βγεις

κι αλλιώς να συνεχίσεις,

και δεν μπορώ να βγω

κι ακόμα μέσα είμαι

μέσα σ’ αυτό το ξένο μέσα συνεχίζομαι

ακόμα και τώρα που γράφω

αυτό το δικό μου

το μόνο δικό μου

δικό μου ποίημα

καταδικό μου.

Κατάδικο ποίημα.

 

Ο ΠΡΟ-ΔΗΜΙΟΣ

Όμοια μ’ εκείνο καθώς οι δίδυμοι.

Όμως αυτήν φοβάμαι πιο πολύ

γιατί έρχεται πιο γρήγορα από Εκείνο,

τρέχει κι έρχεται μαρτυριάρα του

ενώ σα μυστικό αμέριμνο βαδίζει ακόμα Εκείνο.

Δεν τη βλέπεις

αλλά περνάει το τρέξιμό της

σιφουνικό από μέσα σου,

κλυδωνισμός,

δεν πέφτεις μα γκρεμίζεσαι,

καπνοί σε ζώνουν πυρκαγιάς

ενώ χλωρό ακόμα είναι το δάσος

και το νερό που έχεις μαζέψει

σε στάμνες και παρασταμνάκια

πιωμένο πριν το πιεις.

Έρχεται μαρτυριάρα του πιο γρήγορα

όχι να σώσει να περισώσει

ούτε και να προετοιμάσει

γιατί κανείς ποτέ

αν και καλά προετοιμασμένος

προετοιμασμένος δεν βρέθηκε

δεν βρέθηκε έτοιμος να χάσει.

Με τον πιο γρήγορο ερχομό της

σαδιστικά προσυμβαίνει

αυτό που είναι να συμβεί.

Λες και δεν χάνεις γευστικά

χάνοντας μια φορά αυτό που χάνεις,

πρέπει και να προ-χάνεις

από το χέρι του προ-δήμιου

της Προαίσθησης

της μαρτυριάρας του Επερχόμενου.

 

ΤΡΕΧΑ ΓΥΡΕΥΕ

Πότε πότε μας θυμάται το μέλλον

όσο μακριά κι αν βρίσκεται,

όλο και κάποιο μήνυμα λαβαίνουμε,

γραμμένο πάντα βιαστικά

γιατί διαρκώς αναχωρεί

για πιο μακριά ακόμα.

Τι να το κάνεις;

Γραφτά που μένουνε αδιάβαστα.

Κανείς δεν ξέρει από μας

να διαβάσει τι γράφει το μέλλον.

Παρεκτός κάτι ελάχιστες

γραμματιζούμενες ελπίδες.

Τρέχα γύρευε.

[από τη συλλογή της Κικής Δημουλά ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΣΩΜΑ ΜΟΥ , εκδόσεις Στιγμή 1981]

 

ΣΕ ΠΑΡΑΓΓΕΙΛΑΝ ΥΠΕΥΘΥΝΑ ΝΕΑ ΚΑΙ ΔΥΝΑΤΗ…

(… κι η σάρκα σου παράδειγμα κανένα  απ’ τη δική μας σάρκα να μην πάρει… )

Απαγορευτική να σμιλευτείς  σε κάθε αλλαγή  και παραμόρφωση,   μια προστασία που δεν δόθηκε από καμία Τέχνη   στη δική μας ανθηρότητα  και  δύναμη.   Το ένα σου χέρι σμιλεύτηκε χτένα  στ’ ανάκατα μαλλιά σου,  ενώ το άλλο  φαίνεται σαν μόνο του να διάλεξε το ρόλο:   ακουμπισμένο χάδι στην κοιλιά,  στην απαγορευμένη γονιμότητα  -  δεν παραιτείται ούτε η πέτρα από τη μήτρα!..   Υπεύθυνα  Άγρυπνη προπάντων σε παράγγειλαν,   ποτέ να μην σε πάρει ο ύπνος,   ποτέ να μην σου μάθει όνειρο   τι δεν πραγματοποιείται.    Άγρυπνη για να επιτηρείς τις ποικιλίες των ρόδων,   μη και τα κόψουν χέρια μισανθή.    Αχ,  αγαλματένια μου επιστάτισσα,   άδικα ξαγρυπνάς  και  δεν κοιμάσαι  και  δεν αφήνεις   να σου μάθει τ’ όνειρο    τι δεν πραγματοποιείται:    δεν βρέθηκε ακόμα επιστάτης,  ούτε πλάνη,    ούτε καν ποιητής που να μπορέσει    τα μισανθή  των φθινοπώρων χέρια να εμποδίσει   τις τόσες ποικιλίες των ρόδων  και  του βίου   μανιακά να αγανίζουν!..   [ΤΑ ΜΙΣΑΝΘΗ ΧΕΡΙΑ,  άγαλμα στον κήπο Λουξεμβούργου – Παρίσι κι άλλα ποιήματα  από τη συλλογή της Κικής Δημουλά ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΣΩΜΑ ΜΟΥ, εκδόσεις στιγμή 1981 εφημερεύουν σήμερα στο ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΟ μου]

Δευτέρα, 12 Αυγούστου 2024

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΤΡΙΚΥΜΙΑ ΕΙΝΑΙ Τ’ ΑΝΘΙΣΜΑ ΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΑΣ

  (… κι ονειρευότανε στην άκαρπη γύμνια του τη φιλήδονη τους γκρεμισμένους έρωτες τους τόσο πεθαμένους…) Γέροντας πια και πρώην καπν...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ