Σάββατο 31 Αυγούστου 2024

ΟΤΑΝ ΤΟ ΣΩΜΑ καιόμενη βάτος αναγαλλιάζει και ΦΛΕΓΕΤΑΙ…

  (… στο κάτω-κάτω της γραφής ΠΑΡΑΜΥΘΟΛΟΓΙΕΣ υπερρεαλισμού ΑΝΔΡΕΑ ΕΜΠΕΙΡΙΚΟΥ
με καλό συμβολικό τέλος ή και χωρίς…)
Όταν το σώμα της σιγής γοργά σαλεύει,
σαν γυναικός που ηδονίζεται στον ύπνο,
όπως σε μια πυρέσσουσα ερωτική αγκάλη 
ή  όπως το σώμα νεάνιδος που ιερά μανία την κατέχει
και  πάει να γίνει και η πιο βαθιά σιγή πηγή· 
 όταν εις τα καλά καθούμενα μια κορασίς υψώνει,
τελείως ανέλπιστα, εμπρός το φόρεμά της
και φανερώνει σε όλους το τρυφερόν βερύκοκον της ηβικής της χώρας, 
εις όλην την άτριχην και φουντωτή του χάρη
χωρίς αιδώ, χωρίς ντροπή· 
 όταν μία μαθήτρια αίφνης εις το θρανίον της ανέρχεται μπροστά στη διδασκάλισσα της 
και, μέσα στην άναυδη κατάπληξη της τάξεώς της,
πασιφανώς ασπαίρουσα με λόγια εξαίσια χρησμοδοτεί·
όταν σε πλήρη νηνεμίαν σφοδρώς θροϊζουν τα φυλλώματα των δένδρων
ωσάν να μαίνεται αέρας δυνατός·  
όταν μη ρητινούχα δένδρα πυκνόν οπόν από τους κορμούς των βγάζουν
και αστραπιαίως ωριμάζουν οι νεαροί λωτοί·
όταν χωρίς καθόλου να έχει βρέξει,
τα χώματα τριγύρω μας μουσκεύουν,
ωσάν να επίκειται ξεπήδημα φουντάνας,
ή  αν ξαφνικά, ένας κρατήρας ανοίγοντας μπροστά μας
μας δείχνει ως μέσα - μέσα τα κόκκινα έγκατα της γης· 
και ακόμη, αν είναι νύχτα και τριπλοσελαγίζουν στον θόλο του ουρανού τα αστέρια
και οι στήμονες όρθιοι πάρα πολύ δονούνται
και όλα τα πέταλα των λουλουδιών,
ακόμη και των μπουμπουκιών διάπλατα διαμιάς ανοίγουν·  
αν όλη η πλάση γύρω μας αναγαλλιάζει και φλέγονται
χωρίς να καίγονται ορισμένοι βάτοι –
τότε ω τότε από τα πέρατα του κόσμου, από τα πέρατα της οικουμένης,
μήνυμα σαν το «Χριστός γεννάται»,
μήνυμα φτάνει μέγα, μήνυμα φτάνει σε όλους:   
«Ψυχές,   κορμιά,   χαρείτε! Έρως ανίκατε μάχαν!..  
Άδης ενικήθη!..  
Απόψε θείον γεννάται βρέφος!
Απόψε μέγας γεννιέται ποιητής!
[ΟΤΑΝ ΤΟ ΣΩΜΑ ΤΗΣ ΣΙΓΗΣ ΓΟΡΓΑ ΣΑΛΕΥΕΙ από τη συλλογή του Ανδρέα Εμπειρίκου ΟΚΤΑΝΑ, ΙΚΑΡΟΣ εκδοτική εταιρία 1980]  
Από την ίδια συλλογή ανθολογούνται παρακάτω:  
ΟΙ ΕΠΟΧΕΣ,  Τοπία βροχερά του φθινοπώρου, με απώλειαν των νηπενθών ανθέων, με ακαριαίας πτώσεις φύλλων και βαθμιαίαν σβέσιν των φωνών του υψηλού καλοκαιριού…   

ΑΡΧΑΓΓΕΛΟΣ ΤΟΝ ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΝ ΒΟΩΝ ΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΠΛΑΣΙ,  γιατί όποια κι αν είναι η εποχή, ο πόθος είναι πάντα θέρος…

ΚΙ ΟΜΩΣ, ΤΕΡΜΑ, ΟΡΙΣΤΙΚΟΝ ΚΑΝΕΝΑ ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ…

όπως και νόμος απόλυτος κανείς…  Όταν ο Πόθος μέσα μας υπερισχύει και ο ευλογημένος άνθρωπος στο εν τούτω νίκα» του έρωτος ομνύει…

BEAT, BEAT, BEATITUDE AND LOVE AND CLORY 

(He was BEAT – the root,  the soul of beatific   JACK KEROYAC  On the road)     

ΟΙ ΧΑΡΤΑΕΤΟΙ.  Σε ορισμένους τόπους ονομάζουν τα χέρια χέρες… 

Η ΠΟΡΤΑ,  Άνοιξε η πόρτα κι έκλεισε μετά πατάγου…

Ο ΚΟΡΥΔΑΛΟΣ,   Γλυκά θροΐζουν γύρω μου τα δένδρα.  Τι υψηλός και αίθριος που είναι ο ουρανός!.. Μες στην ψυχή μου το ουράνιον τόξον και στην καρδιά μου μέσα – στιλπνός, πασίχαρος κορυδαλλός  -  λαλεί ο μικρός μου γιος!..

και επιμύθιο

Ο ΦΩΤΟΦΡΑΧΤΗΣ,  Οι ώρες μέσα απ’ τους ιριδισμούς και τα παιχνίδια ρεόυν,  όπως ανάμεσα στα πολυτρίχια τα διαυγή νερά…

 

 


ΟΙ ΕΠΟΧΕΣ  - στην ΟΚΤΑΝΑ του Ανδρέα Εμπειρίκου 

(… τοπία βροχερά του φθινοπώρου, με απώλειαν των νηπενθών ανθέων,  με ακαριαίας πτώσεις φύλλων  και βαθμιαίαν σβέσιν των φωνών του υψηλού καλοκαιριου…)

… εις παραλίας και αιγιαλούς, όπου το κύμα, ηπίως επελαύνον, εδρόσιζε τα σώματα με ιριδίζοντας αφρούς, πριν χαμηλώσει η εποχή πάσης ευθαλασσίας, πριν πέσει εις την αφάνειαν ο ύψιστος του θέρους μην.

Δρόμοι ασφάλτου που οδηγούν εις πόλεις του χειμώνος, με λεωφόρους οιμωγών και αποτροπαίων φόνων, για την τιμή του αδελφού, για το κρασί που εχύθη, για κάτι χωρίς όνομα που δεν το σκεπάζει η λήθη, με άσπρες και μαύρες συμφορές που τρίζουν στα δοκάρια, σαν τα σχοινιά των κρεμασμένων, όταν ο άνεμος κινεί τα αιωρούμενα κουφάρια – τούτα τα αδιάβλητα, τεράστια εκκρεμή της μοίρας των λυπομανών.

Χειμών βαρύς που επέρχεται σαν αμαξοστοιχία, κάτω από θόλον χαμηλόν νεφώσεως πυκνής – ταχεία που σπεύδει όπου θαρρούν τινές ότι ροδίζει, εκεί, μια τηλαυγής αφετηρία και άλλοι, ότι το τέρμα σφύζει εκεί, ατμού καπνός.

Κι όμως, τέρμα, οριστικόν κανένα δεν υπάρχει, όπως και νόμος απόλυτος κανείς. Καμιά φορά μεσ’ στου χειμώνος την καρδιά η άνοιξις ανθίζει και μέσα στου θέρους την ακμή βρίσκει κανείς χειμώνα.

Ωστόσο, για να ξηρανθεί η άνοιξις μεσ’ στον βαρύ χειμώνα, πρέπει να είναι μπορετό να γίνει κάποτε μεσ’ στην καρδιά του ανθρώπου αιθρία σαν ποίημα επιθαλάμιον γλυκύ, πρέπει να μην υψώνονται επ άπειρον μεσ’ την ψυχήν σωρείται, σωρείται βαρείς και αποκλειστικοί όπως στο μέγα ποίημα «Χαούλ» του Γκίνσμπεργκ όπως στου Κόρσο το «Αλκατράζ».

Και ιδού που μολονότι διάβασα ξανά αυτά τα δύο ποιήματα, στο τέλος- τέλος του Σεπτέμβρη, εδώ στη θερινή και ηδονική Γλυφάδα, τώρα που τέλειωσε το καλοκαίρι, τώρα που μπαίνει ο μην Οκτώβρης, σαν αυτοκράτωρ με πορφύρα, και πέφτουν οι βροχές του φθινοπώρου, και αντηχούν επάνω από τις στέγες οι κυλιόμενες βροντές των αεροπλάνων, και αναπνέω τις μυρωδιές της μουσκεμένης Γης, σκεπτόμενος:  «Μα βρίσκομαι στην Αττική ή στην υγρή μυστηριακή κοσμόπολη της Λόντρας», τώρα που μεσ’ στον κήπο μας απόμειναν λίγα, ελάχιστα λουλούδια και πέφτει στη βεράντα μας το σούρουπο νωρίς, εδώ, που ακόμη προ μηνός επάλλοντο στο φλογερό τους οίστρο τα τζιτζίκια και τώρα, και τώρα πίπτουν κεραυνοί και ουρλιάζουνε, την νύχτα, στις αυλές, αβάτευτοι οι δέσμιοι σκύλοι, απόψε, που πάλι διάβασα στις βραδινές εφημερίδες και των μεγάλων και μικρών ειδήσεων τις συμφορές: (Μια γυναίκα ηυτοκτόνησε βάζοντας φωτιά στα ρούχα της – Ο Κ.Π., με ένα φυσίγγιο δυναμίτιδος στο στόμα, έθεσε τέρμα στη ζωή του) παρόλα ταύτα ή μάλλον, ακριβώς για όλα αυτά, ιδού, που τούτη τη βραδιά του φθινοπώρου, που ίσως να προμηνά βαρύ χειμώνα, και μολονότι ξαναδιάβασα τον Γκίνσμπέργκ και τον Κόρσο (που και οι δυο με συγκινούν πολύ) δεν μου ’ρχονται στο νου, ούτε του ενός ούτε του άλλου οι στίχοι, μα επάνω από τους ουρλιαχτούς, τους ολολύζοντας του «Χάουλ» ανέμους, τις οιμωγές της οικουμένης και τις κραυγές του Αλκατράζ, σε τούτη τη βραδιά του φθινοπώρου, όχι των άλλων ποιητών, μα του αρχαγγέλου Persy Bysshe οι πτερωτοί, κορυδαλλένιοι στίχοι:

……………………………………………………………

Be through my lips to unawakened earth

the trumpet of a prophecy! O, Wind,

if Winter comes, can spring be far behind?

 

ΑΡΧΑΓΓΕΛΟΣ ΤΟΝ ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΝ ΒΟΩΝ ΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΠΛΑΣΙ:

Τις μέρες τις γλυκιές του Σεπτεμβρίου,

όταν δεν έχει ακόμα βρέξει και είναι το άκουσμα των ήχων πιο αραιό

και η γεύση των ωρών και από του θέρους πιο πυκνή,

όταν στους κήπους σκάνε τα ρόδια

και πάλλονται υψιτενείς οι στήμονες των λουλουδιών

και σφύζουν στις πορφύρες των φλεγόμενοι οι ιβίσκοι,

όλοι σαν υπερβέβαιοι γαμβροί που στων νυμφών χτυπούν τις θύρες,

τότε, σαν να ’ναι πάντα καλοκαίρι

(γιατί όποια κι αν είναι η εποχή, ο πόθος είναι πάντα θέρος)

αναγαλλιάζουν οι ψυχές

και ο Έρωτας, ο πιο ξανθός αρχάγγελος του Παραδείσου,

βοά και λέγει στο κάθε που άγγιξε κορμί:

 

Τα ρούχα πέτα, γδύσου,

Τίποτα μην φοβάσαι,

Έαρ, Χειμώνα, Θέρος –

όπου κι αν είσαι –

είναι η ρομφαία μου μαζί σου!

 

ΚΙ ΟΜΩΣ, ΤΕΡΜΑ, ΟΡΙΣΤΙΚΟΝ ΚΑΝΕΝΑ ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ…

όπως και νόμος απόλυτος κανείς.

Καμιά φορά μεσ’ στου χειμώνος την καρδιά η άνοιξις ανθίζει

και μέσα στου θέρους την ακμή βρίσκει κανείς χειμώνα.

Ωστόσο, για να ξηρανθεί η άνοιξις μεσ’ στον βαρύ χειμώνα,

πρέπει να είναι μπορετό

να γίνει κάποτε μεσ’ στην καρδιά του ανθρώπου αιθρία

σαν ποίημα επιθαλάμιον γλυκύ…

 

Όταν ο Πόθος μέσα μας υπερισχύει και ο ευλογημένος άνθρωπος στο εν τούτω νίκα» του έρωτος ομνύει

…πιστεύοντας εις τον Θεόν με τις αισθήσεις, πίσω του σέρνοντας ένα χορό που την υδρόγειο ζώνει, έναν χορό εφήβων και νεανίδων λυσικόμων, στα ανθεστήρια των πραιριών, στα αναστενάρια των ηδονών…

 

BEAT, BEAT, BEATITUDE AND LOVE AND CLORY 

(He was BEAT – the root,  the soul of beatific   JACK KEROYAC  On the road)

Ανοίξτε τα παράθυρα, ανοίξτε τις ψυχές -  ο Kerouac διαβαίνει Μουσηγέτης, Διόνυσος μαζί και Απόλλωνας μεσ’ στο στενό του παντελόνι, αξύριστος πολλές φορές και πάντοτε ωραίος, ουδόλως φοβούμενος την παρακμή που τον εξέθρεψε, διότι μες την ψυχή του και ανάμεσα στα σκέλη του μιας νέας ακμής το σπέρμα φέρνει.

Ανοίξτε τα παράθυρα, ανοίξτε τις ψυχές -  φωτοστεφής ο Κερουάκ διαβαίνει, πίνοντας το νέκταρ της καθημερινής ζωής παντού όπου το βρίσκει, πίνοντας και προσφέροντας το νέκταρ που περισσότερο κι απ’ το Νιαγάρα ρέει, όταν ο πόθος μέσα μας υπερισχύει και ο ευλογημένος άνθρωπος στο «εν τούτω νίκα» του έρωτος ομνύει.

Ανοίξτε τα παράθυρα, ανοίξτε τις ψυχές -  ο μέγας Τζακ –για ’δέστε τον – διαβαίνει, με bus, με τραίνα διασχίζοντας τις Ηνωμένες Πολιτείες (Missouri, Pacific, Union Pacific, Great Northern Railroad, Rock Island Line) εκεί που ο βίσων έβοσκε και των Ινδιάνων, άλλοτε, σφυρίζανε τα βέλη, με τραίνα κι αυτοκίνητα της τύχης (Dodge, Hundson, Cadillac, Ford-Galaxy, Ford Thunderbird και ακόμη θα πω, με μια συγκίνηση βαθύτερη –μικρή, φτωχιά, γλυκύτατη, προφητική τενεκεδένια Λίζυ) ο μέγας Τζακ διαβαίνει, απ’ τις ακτές του Ατλαντικού ως τις ακτές του Ειρηνικού, μέσα από πόλεις κι ερημιές (Denver, New York, Los Angeles, Chicago, San Francisco) με καλοσύνες μελιχρές ή όταν μανίζει η θύελλα στην ανοιχτή σαβάνα, μεγάλα ποτάμια δρασκελώντας (Μιζούρι, Ποτόμακ, Σοσκουεχάνα) ο Κερουάκ διαβαίνει μ’ ένα μαντίλι στο λαιμό. με χαμηλά τη ζώνη του δεμένη, ο ισαπόστολος ποιητής του «On the Road», ο ποιητής των «Subterraneans», ο μέγας Τζακ διαβαίνει, με κάτι του William Cody στη θωριά και στα γερά του σκέλη, με το δικό του τρόπο τραγουδώντας άσματα πλήρη, αδαμικά, άσματα συγγενικά στο βάθος του νοήματός των με του Walt Whitman τα άσματα, που πάντα περιέχουν όλο τον οίστρο της ζωής και την δροσιά της χλόης.

Ναι, ναι, ανοίχτε τα παράθυρα, ανοίξτε τις ψυχές -  ο Κερουάκ διαβαίνει Μουσηγέτης, στη λέξη «Hitchhiking» δίνοντας την πιο ιερή της σημασία, πιστεύοντας εις τον Θεόν με τις αισθήσεις, πίσω του σέρνοντας έναν χορό που την υδρόγειο ζώνει, έναν χορό εφήβων και νεανίδων λυσικόμων, στα ανθεστήρια των πραιριών, στα αναστενάρια των ηδονών, στα αναστενάρια των υπεργείων και υπογείων λαγνουργείων (με hop, με twist, με rockn roll, με τις φωνές των νέγρων) κι έτσι, καθώς διαβαίνει –ανοίξτε τα παράθυρα, ανοίχτε τις ψυχές – από τα έγκατα της γης και από τα χείλη της νεότητος της Οικουμένης ξεπετιέται και ως την Εδέμ ακούεται και ως την Εδέμ πηγαίνει, σαν ιαχή και προσευχή, σαν οργασμού που επέρχεται γιγάντιο χτυποκάρδι, μία διάτορος, μία παντάνασσα κραυγή:

«beat, beat, beatitude and love and glory»


ΟΙ ΧΑΡΤΑΕΤΟΙ

(από τη συλλογή του Ανδρέα Εμπειρίκου ΟΚΤΑΝΑ 1980)

Σε ορισμένους τόπους ονομάζουν τα χέρια χέρες.  Στα Ακροκεραύνια πετούν γυπαετοί.  Στις πανωσιές σουρώνει η θάλασσα  και  αναγαλλιάζει.  Στις ανοιχτές πλατείες τα παιδιά πετούν τον Μάρτη χρωματιστούς αετούς από χαρτί.

Κόκκινοι,  πράσινοι, κίτρινοι  και  κάποτε γαλάζιοι, οι χάρτινοι αετοί λυσίκομοι  και με μακριές ουρές, πετούν επάνω από την πόλι,  όπως επάνω από την φτέρη των υψηλών βουνών οι αετοί.

Εκστατικά υψώνουν τα παιδιά τα χέρια.  Δείχνουν τους χάρτινους κομήτες με τις μακριές ουρές. Ουράνιοι δράκοι πιο ψηλά τα αεροπλάνα, βροντούν και γράφουν στο στερέωμα με άσπρους καπνούς τις λέξεις:

ΚΑΛΑ  ΛΕΟΝΑ  ΝΟΛΑ ΠΥ.

Είναι η ώρα κάτασπρη·  η έκστασις γαλάζια.  Η πόλις αχνίζει από ηδονή.  Κουνούν τις χέρες τα παιδιά και,  ακόμα,  από τα στόματά των πηδούν σαν πίδακες οι λέξεις:   

ΚΑΛΑ  ΛΕΟΝΑ  ΝΟΛΑ ΠΥ.

 

Η ΠΟΡΤΑ

Άνοιξε η πόρτα και έκλεισε μετά πατάγου.  Οι εντός του οικίσκου εφώναζαν  «Ποιος είναι;»  Βλέποντας δε ότι ουδείς είχε εισέλθει  και  ότι απάντησις καμία δεν ήρχετο,  οι εντός του δωματίου συνεπέραναν:  ο αέρας θα βρόντηξε την πόρτα.

Και όμως, η άπνοια ήτο απόλυτος. Θα έλεγε κανείς ότι ο χρόνος είχε σταματήσει.  Παρ’ όλον τούτο, πίσω απ’ το κλειστό παράθυρο το παραπέτασμα εσάλευε σαν πέπλος που ταλαντεύεται από ριπάς ανέμου.   Εις το δωμάτιον κάτι ανεκύκλιζε τον μέχρι προ ολίγου στάσιμον αέρα – σαν να χτυπούσαν, τώρα, εκεί, πτερά πελώριου πελαργού, σαν να πτερούγιζε εκεί ένας λευκός αρχάγγελος το φέγγος των ουρανών  εις το κλειστόν δωμάτιον επί αιχμής ρομφαίας κομίζων.

Η οικοκυρά εκοίταζε εμβρόντητος τους άλλους.  Έπειτα όλοι εκοίταζαν μαζί το ανθογυάλι, που ευρίσκετο επί μικράς κονσόλας  και  έμειναν όλοι άναυδοι…  Τα χάρτινα λουλούδια που περιείχε το δοχείον μεγάλωναν ακαριαίως σαν άνθη κήπου αληθινά και ο ταπεινός ο χώρος ευωδίαζε εντόνως, σαν τόπος αγιότητος, σαν τόπος αγιωσύνης.

 

Ο ΚΟΡΥΔΑΛΛΟΣ

Γλυκά θροϊζουν γύρω μου τα δένδρα  

Τι υψηλός και αίθριος που είναι ο ουρανός!

Μες στην ψυχή μου το ουράνιον τόξον και στην καρδιά μου μέσα – στιλπνός, πασίχαρος κορυδαλλός –

λαλεί ο μικρός μου γιος.

[από τη συλλογή του Ανδρέα Εμπειρίκου ΟΚΤΑΝΑ 1980]

 

ΕΝΑΣ ΦΑΚΟΣ ΜΕ ΑΠΙΣΤΕΥΤΟΝ ΦΩΤΟΦΡΑΚΤΗ

(…αρπάζει την πιο γοργή στιγμή  και  την απλώνει στην επιφάνεια μιας πλάκας λείας, ευαισθησίας εξαισίας…)

Οι ώρες μέσα απ’ τους ιριδισμούς  και  τα παιχνίδια ρέουν,  όπως ανάμεσα στα πολυτρίχια τα διαυγή νερά.   Και ο ρεμβασμός με τα κλειδιά του ανοίγει τους ορίζοντας,  που απλώνουν  και  αδιακόπως μεγαλώνουν,  σαν κύκλοι πέτρας που έπεσε σε επιφάνειαν αδιατάρακτη από πράξεις φθαρτές και νόθες.   Όρθιος η ώρα η πρώτη.   Πίσω της, η λαγαρή πρωία, με δείκτες ρόδινους που γρήγορα  (θα πω, ανέλπιστα σχεδόν)  γυρίζουν και χρυσίζουν.   Ένας φακός με απίστευτον φωτογράκτη αρπάζει την πιο γοργή στιγμή  και  την απλώνει στην επιφάνεια μιας πλάκας λείας, ευαισθησίας εξαισίας.   Και τώρα που άνοιξε  και  έκλεισε ο φωτοφράκτης σαν μάτι αδέκαστο  και  συνελήφθη ο χρόνος,  ο ρεμβασμός αυξάνει την ζωή  και δίδει στην κάθε εικόνα  την κίνηση και την ευελιξία που φέρνει από τα βάθη μιας πηγής  (της ιδικής του)  ζεστό το πιο κυφό της νόημα.   Και ιδού που μεταλλάσσει πλήρως την εικόνα·   από μια στατική στιγμή  (ας πούμε καρφωμένη)  την μετατρέπει σε πολυκύμαντον χορόν ωρών  και  πλαστικών σωμάτων ευρυθμίας,  σε οντοποίησιν απτήν  και  ασπαίρουσαν παντός οράματος,  πάσης επιθυμίας!..    [ΟΦΩΤΟΦΡΑΚΤΗΣ από τη συλλογή του Ανδρέα Εμπειρίκου ΟΚΤΑΝΑ, Ικαρος 1980]

Κυριακή, 1 Σεπτεμβρίου 2024

ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ ΕΧΩ ΣΗΜΑΔΕΨΕΙ ΕΝΑ ΝΗΣΙ ΑΠΑΡΑΛΛΑΧΤΟ ΕΣΥ…

 

… κι ένα σπίτι στη θάλασσα    

 

Με κρεβάτι μεγάλο και πόρτα μικρή

Έχω ρίξει μες στ’ άπατα μιαν ηχώ

Να κοιτάζομαι κάθε πρωί που ξυπνώ

 

Να σε βλέπω μισή να περνάς στο νερό

Και μισή να σε κλαίω μες στον Παράδεισο    (VII)

 

Θα πενθώ πάντα – μ’ ακούς; - για σένα,

μόνος, στον Παράδεισο  

 

       -I-

Θα γυρίσει αλλού τις χαρακιές

Της παλάμης, η Μοίρα, σαν κλειδούχος

Μια στιγμή θα συγκατατεθεί  ο Καιρός

 

Πώς αλλιώς, αφού αγαπιούνται οι άνθρωποι

 

Θα παραστήσει ο ουρανός τα σωθικά μας

Και θα χτυπήσει τον κόσμο η αθωότητα

Με το δριμύ του μαύρου του θανάτου.

 

       -IΙ-

Πενθώ τον ήλιο και πενθώ τα χρόνια που έρχονται
Χωρίς εμάς και τραγουδώ τ’ άλλα που πέρασαν

Εάν είναι αλήθεια

 


(συνημμένη εικόνα)   ΜΙΛΗΜΕΝΑ ΤΑ ΣΩΜΑΤΑ ΚΑΙ ΟΙ ΒΑΡΚΕΣ  ΠΟΥ ΕΚΡΟΥΣΑΝ ΓΛΥΚΑ…  

Οι κιθάρες που αναβόσβησαν κάτω απ’ τα νερά

Τα   «πίστεψέ με»  και τα  «μη»

Μια στον αέρα, μια στη μουσική

 

ΛΕΖΑΝΤΑ

Τα δυο μικρά ζώα, τα χέρια μας

Που γύρευαν ν’ ανέβουνε κρυφά το ένα στο άλλο

Η γλάστρα με το δροσαχί στις ανοιχτές αυλόπορτες

Και τα κομμάτια οι θάλασσες  που ερχόντουσαν μαζί

Πάνω απ’ τις ξερολιθιές, πίσω από τους φράχτες

Την ανεμώνα που κάθισε στο χέρι σου

Κι έτρεμε τρεις φορές το μοβ τρεις μέρες πάνω απ’ τους καταρράχτες

 

Εάν αυτά είναι αλήθεια τραγουδώ

Το ξύλινο δοκάρι και το τετράγωνο φαντό

Στον τοίχο, τη Γοργόνα με τα ξέπλεκα μαλλιά

Τη γάτα που μας κοίταξε μέσα στα σκοτεινά

Παιδί με το λιβάνι και με τον κόκκινο σταυρό

Την ώρα που βραδιάζει στων βράχων το απλησίαστο

Πενθώ το ρούχο που άγγιξα και μου ήρθε ο κόσμος.

 

       -IΙΙ-

Έτσι μιλώ για σένα και για μένα

 

Επειδή σ’ αγαπώ και στην αγάπη ξέρω

Να μπαίνω σαν Πανσέληνος

Από παντού, για το μικρό το πόδι σου μεσ’ στ’ αχανή σεντόνια

Να μαδάω γιασεμιά – κι έχω τη δύναμη

Αποκοιμισμένη, να φυσώ να σε πηγαίνω

Μεσ’ από φεγγερά περάσματα  και κρυφές της θάλασσας στοές

Υπνωτισμένα δένδρα με αράχνες που ασημίζουνε…

 

ΑΚΟΥΣΤΑ Σ’ ΕΧΟΥΝ ΤΑ ΚΥΜΑΤΑ   ΠΩΣ ΦΙΛΑΣ   

(…πώς λες ψιθυριστά  το  «τι»  και το  «ε»… 

Τριγύρω  στο λαιμό  στον όρμο

Πάντα εμείς το φως κι η σκιά… )

[συνέχεια τρίτης ενότητας από ΤΟ ΜΟΝΟΓΡΑΜΜΑ του Οδυσσέα Ελύτη από την πρώτη έκδοσή του ΙΚΑΡΟΣ 1971]

 

       -IΙΙ-    συνέχεια

Πάντα εσύ το αστεράκι και πάντα εγώ το σκοτεινό πλεούμενο

Πάντα εσύ το λιμάνι κι εγώ το φανάρι το δεξιά

Το βρεμένο μουράγιο κι η λάμψη πάνω στα κουπιά

Ψηλά στο σπίτι με τις κληματίδες

Τα δετά τριαντάφυλλα, το νερό που κρυώνει

Πάντα εσύ το πέτρινο άγαλμα και πάντα εγώ η σκιά που μεγαλώνει

Το γερτό παντζούρι εσύ, ο αέρας που το ανοίγει εγώ

Επειδή σ’ αγαπώ και σ’ αγαπώ

Πάντα εσύ το νόμισμα κι εγώ η λατρεία που το εξαργυρώνει:

 

Τόσο η νύχτα, τόσο η βοή στον άνεμο

Τόσο η στάλα στον αέρα, τόσο η σιγαλιά

Τριγύρω η θάλασσα η δεσποτική

Καμάρα τ’ ουρανού με τ’ άστρα

Τόσο η ελάχιστή σου η αναπνοή

 

Που πια δεν έχω τίποτε άλλο

Μες στους τέσσερις τοίχους, το ταβάνι, το πάτωμα

Να φωνάξω από σένα και να με χτυπά η φωνή μου

Να μυρίζω από σένα και ν’ αγριεύουν οι άνθρωποι

Επειδή το αδοκίμαστο και το απ’ αλλού φερμένο

Δεν το αντέχουν οι άνθρωποι κι είναι νωρίς μες στον κόσμο αυτόν αγάπη μου

 

Να μιλώ για σένα και για μένα

 

       -IV-

Είναι νωρίς ακόμη μες στον κόσμο αυτόν,   μ’ ακούς

Δεν έχουν εξημερωθεί τα τέρατα,    μ’ ακούς

Το χαμένο μου αίμα και το μυτερό,    μ’ ακούς

Μαχαίρι

Σαν κριάρι που τρέχει μεσ’ τους ουρανούς

Και των άστρων τους κλώνους τσακίζει,   μ’ ακούς

Είμ’ εγώ,    μ’ ακούς

Σ’ αγαπώ,    μ’ ακούς

Σε κρατώ και σε πάω και σου φορώ

Το λευκό νυφικό της Οφηλίας,   μ’ ακούς

Πού μ’ αφήνεις, πού πας και ποιος,   μ’ ακούς

 

Σου κρατεί το χέρι πάνω απ’ τους κατακλυσμούς

 

Οι πελώριες λιάνες και των ηφαιστείων οι λάβες

Θα ’ρθει μια μέρα,    μ’ ακούς

Να μας θάψουν, κι οι χιλιάδες ύστερα χρόνοι

Λαμπερά θα μας κάνουν πετρώματα,   μ’ ακούς

Να γυαλίσει επάνω τους η απονιά,   μ’ ακούς

Των ανθρώπων

Και χιλιάδες κομμάτια να μας ρίξει,   μ’ ακούς

Στο νερό ένα - ένα,    μ’ ακούς

Τα πικρά μου βότσαλα μετρώ,    μ’ ακούς

Όπου κάποτε οι φιγούρες,   μ’ ακούς

Των Αγίων

Βγάζουν δάκρυ αληθινό,   μ’ ακούς

Ένα πέρασμα βαθύ να περάσω

Περιμένουν οι άγγελοι με κεριά και νεκρώσιμους ψαλμούς

Πουθενά δεν πάω.   μ’ ακούς

Ή κανείς ή κι οι δυο μαζί,   μ’ ακούς

 

Το λουλούδι αυτό της καταιγίδας και,   μ’ ακούς

Της αγάπης

Μια για πάντα το κόψαμε,   μ’ ακούς

Και δεν γίνεται ν’ ανθίσει αλλιώς,   μ’ ακούς

Σ’ άλλη γη, σ’ άλλο αστέρι,   μ’ ακούς

Δεν υπάρχει το χώμα, δεν υπάρχει ο αέρας

Που αγγίξαμε, ο ίδιος,   μ’ ακούς

 

Και κανείς κηπουρός δεν ευτύχησε σ’ άλλους καιρούς

 

Από τόσον χειμώνα κι από τόσους βοριάδες,   μ’ ακούς

Να τινάξει λουλούδι, μόνο εμείς,   μ’ ακούς

Μες στη μέση της θάλασσας

Από μόνο το θέλημα της αγάπης,   μ’ ακούς

Ανεβάσαμε ολόκληρο νησί,    μ’ ακούς

Με σπηλιές και με κάβους κι ανθισμένους γκρεμούς

Άκου,   άκου

Ποιος μιλεί στα νερά και ποιος κλαίει  – ακούς;

Ποιος γυρεύει τον άλλο, ποιος φωνάζει  – ακούς;

Είμ’ εγώ που φωνάζω κι είμ’ εγώ που κλαίω,   μ’ ακούς

Σ’ αγαπώ, σ’ αγαπώ,   μ’ ακούς.

 

       -V-

Για σένα έχω μιλήσει σε καιρούς παλιούς

Με σοφές παραμάνες και μ’ αντάρτες απόμαχους

Από τι να ’ναι που έχεις τη θλίψη του αγριμιού

Την ανταύγεια στο πρόσωπο του νερού του τρεμάμενου

Και γιατί, λέει, να μέλλει κοντά σου να ’ρθω

Που δεν θέλω αγάπη αλλά θέλω τον άνεμο

Αλλά θέλω της ξέσκεπης όρθιας θάλασσας τον καλπασμό

 

Και για σένα κανείς δεν έχει ακούσει

Για σένα ούτε το δίκταμο ούτε το μανιτάρι

Στα μέρη τ’ αψηλά της Κρήτης τίποτα

Για σένα μόνο δέχθηκε ο Θεός να ου οδηγεί το χέρι

 

Πιο δω, πιο κει, προσεκτικά σ’ όλο το γύρο

Του γιαλού, του προσώπου, τους κόλπους, τα μαλλιά

Στο λόφο κυματίζοντας αριστερά

 

Το σώμα σου στη στάση του πεύκου του μοναχικού

Μάτια της περηφάνιας και του διάφανου

Βυθού, μέσα στο σπίτι με το σκρίνιο το παλιό

Τις κίτρινες νταντέλες και το κυπαρισσόξυλο

Μόνος να περιμένω πού θα πρωτοφανείς

Ψηλά στο δώμα ή πίσω στις πλάκες της αυλής

Με τ’ άλογο του Αγίου και το αυγό της Ανάστασης

 

Σαν από μια τοιχογραφία καταστραμμένη

Μεγάλη όσο σε θέλησε μικρή η ζωή

Να χωράς στο κεράκι τη στεντόρεια λάμψη την ηφαιστειακή

 

Που κανείς να μην έχει δει και ακούσει

Τίποτα μες στις ερημιές τα ερειπωμένα σπίτια

Ούτε ο θαμμένος πρόγονος άκρη-άκρη στον αυλόγυρο

Για σένα, ούτε η γερόντισσα μ’ όλα της τα βότανα

 

Για σένα μόνο εγώ, μπορεί και η μουσική

Που διώχνω μέσα μου αλλ’ αυτή γυρίζει δυνατότερη

Για σένα το ασχημάτιστο στήθος των δώδεκα χρονώ

Το στραμμένο στο μέλλον με τον κρατήρα κόκκινο

Για σένα σαν καρφίτσα η μυρωδιά η πικρή

Που βρίσκει μεσ’ στο σώμα και που τρυπάει τη θύμηση

Και να το χώμα, να τα περιστέρια, να η αρχαία μας γη.

[Οδυσσέας Ελύτης,  ΤΟ ΜΟΝΟΓΡΑΜΜΑ, πρώτη έκδοση ΙΚΑΡΟΣ 1971]

 

ΕΧΩ ΔΕΙ ΠΟΛΛΑ  ΚΑΙ  Η ΓΗ ΜΕΣ’ ΑΠ’ ΤΟ ΝΟΥ ΜΟΥ ΦΑΙΝΕΤΑΙ ΩΡΑΙΟΤΕΡΗ…  

(6η και 7η ενότητα από το ΜΟΝΟΓΡΑΜΜΑ του Οδυσσέα Ελύτη, Ίκαρος 1971)

… Ωραιότερη μες στους χρυσούς ατμούς   Η πέτρα η κοφτερή, ωραιοτέρα   Τα μπλάβα των ισθμών και οι στέγες μες τα κύματα   Ωραιότερες οι αχτίδες όπου δίχως να πατείς περνάς   Αήττητη όπως η θεά της Σαμοθράκης πάνω απ’ τα βουνά της θάλασσας   Έτσι σ’ έχω κοιτάξει που μου αρκεί   Να ’χει ο χρόνος όλος αθωωθεί   Μες στο αυλάκι που το πέρασμά σου αφήνει   Σαν δελφίνι πρωτόπειρο ν’ ακολουθεί   Και να παίζει με τ’ άσπρο και το κυανό η ψυχή μου!   Νίκη, νίκη όπου έχω νικηθεί    Πριν από την αγάπη και μαζί   Για τη ρολογιά και για το γκιουλ – μπρισίμι   Πήγαινε, πήγαινε και ας έχω εγώ χαθεί   Μόνος, κι ας είναι ο ήλιος που κρατείς ένα παιδί νεογέννητο   Μόνος, και ας ειμ’ εγώ η πατρίδα που πενθεί   Ας είναι ο λόγος που σου έστειλα να σου κρατεί δαφνόφυλλο   Μόνος, ο αέρας δυνατός και μόνος τ’ ολοστρόγγυλο   Βότσαλο στο βλεφάρισμα του σκοτεινού βυθού   Ο ψαράς που ανέβασε κι έριξε πάλι πίσω στους καιρούς τον Παράδεισο!..  (VI)     Στον Παράδεισο  έχω σημαδέψει ένα νησί    Απαράλλαχτο εσύ  κι  ένα σπίτι στη θάλασσα   Με κρεβάτι μεγάλο   και πόρτα μικρή   Έχω ρίξει μέσα στ’ άπατα μιαν ηχώ   Να κοιτάζομαι κάθε πρωί που ξυπνώ  Να σε βλέπω μισή να περνάς στο νερό   Και μισή να σε κλαίω στον Παράδεισο  (VII)

Ακουστά σ’ έχουν τα κύματα πώς χαϊδεύεις, πώς φιλάς,

πώς λες ψιθυριστά το «τι» και το «ε»

Το μονόγραμμα του Οδ. Ελύτη με φόντο το adagio του Μίκη Θεοδωράκη (Α μέρος): http://youtu.be/pjN5mRqszHg

Η ΤΡΙΚΥΜΙΑ ΕΙΝΑΙ Τ’ ΑΝΘΙΣΜΑ ΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΑΣ

  (… κι ονειρευότανε στην άκαρπη γύμνια του τη φιλήδονη τους γκρεμισμένους έρωτες τους τόσο πεθαμένους…) Γέροντας πια και πρώην καπν...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ