(… μέσα στο πρωί όλο το φωτεινό
και ζεστό πρωί…)
Ο Γιατρός
Ινεότης είπε με έξαψη.
Σα να έλεγε μια
αθυροστομία είπε ερεθισμένος αυτός
λέγει αφοκρασθήτε
σκύβει με
ανησυχία και λέει στον ακονιστή εμπιστευτικά και ψιθυρίζει
δεν σας ακούω.
Ο Γιατρός Ινεότης κοιτάζει με μοχθηρή
κοροϊδία τον ακονιστή και λέει
είσαι σαν ένας
απεσταλμένος.
Ένιωσε
αποθάρρυνση κι ένα βάρος αλλά θα χρησιμοποιήσει τον ακονιστή.
Που δεν μιλάει
αλλά έχει μια φυσική σωματική εξυπνάδα και μιλά με νεύρο.
Με κινήσεις
ολοζώντανες κι είναι σαν τα λόγια να τρέχουν κάτω από το πετσί του και τα
βλέπεις και θα μιλά στους άλλους με τον ακονιστή.
Ο Γιατρός
Ινεότης φώναξε με αγανάκτηση που η ζωή του βάρυνε από κόπο κι από τώρα άρχιζε η
δύσκολη ζωή.
Ξαφνικά άδειασε
ο κόσμος κι όλοι σώπασαν σαν να άκουσαν.
Έφυγαν απότομα
τον παράτησαν χωρίς να πουν μια λέξη.
Ο Γιατρός
Ινεότης διαισθάνθηκε.
Όλον τον καιρό
τον ετοίμαζαν και με κάποιον έμμεσο τρόπο τον προετοίμαζαν και τον δίδασκαν και
τώρα ήρθε η ώρα να τον εγκαταλείψουν και λυπημένοι τον παρέδιδαν έτοιμο.
Έφευγαν και
γυρνούσαν το κεφάλι τον κοίταζαν με λύπη κι έφυγαν με μα ταπείνωση και πίκρα.
Ταπεινωμένοι από μια αδικία ή μιαν
αχαριστία χλωμοί από τον εξευτελισμό
γράφω το
τελευταίο βιβλίο στον κόσμο
τους φώναξε με
μεγάλη συγκίνηση κι ήταν η πρώτη φορά στην επιδεικτική ζωή του και πρώτη φορά
τους εκμυστηρεύτηκε συναισθηματικά και με συγκινημένη ειλικρίνεια.
Εκείνοι τον
κοίταξαν λίγο με μιαν αγάπη ρημαγμένη κι αμέσως βγήκαν.
Αυτή η ιστορία του τέλους των
ανθρώπων αρχίζει με σιωπή κι ύστερα έμαθαν για το δημόσιο θάνατο και τους
γυρισμούς
θα σας διηγηθώ
πριν
φώναξε
τρομαγμένος ο Γιατρός Ινεότης
ό,τι αξίζει στον
άνθρωπο είναι να έχει να πει μια ιστορία συνταρακτική
κι εκείνοι που
δεν έχουν κι ούτε έχουν καν φανταστεί μια ιστορία. Είναι
χαμένοι για πάντα και δεν θα γυρίσω να τους κοιτάξω
κι όσο και να με
παρακαλούν δεν θα γυρίσω
γιατί έστω ότι
υπάρχει ένα χρέος στον άνθρωπο αυτό είναι να πει μια συνταρακτική κι από ηθικό
χρέος θα σας πω
τρέχει ανάμεσα
στον κόσμο που πάει για να πεθάνει αγωνιά
Μη χάσει τον
ακονιστή όλη του η αγωνία.
Μη χάσει τον
ακονιστή ο ακονιστής αρπάζει τα λόγια του Γιατρού Ινεότης κι από μακριά αρπάζει.
Τα παριστάνει στον κόσμο χάθηκε.
Φάνηκε και ο Γιατρός Ινεότης φωνάζει
αίματα πεύκα
ψάχνει να βρει
τον ακονιστή μέσα στην ανθρωποθάλασσα μόλις τον δει φωνάζει κι ο γύφτος ορμά
στα μπαλκόνια.
Ζωντανεύει με
κινήσεις και πάλι τον κατάπιαν.
Με την ψυχή στο
στόμα τον ψάχνει φωνάζει ο γύφτος τον βλέπει από μακριά και τον καθησυχάζει μ’
ένα χαμόγελο.
Από μακριά καθησύχαζε τον Γιατρό
Ινεότη και μ’ ένα χαμόγελο σχεδόν τρυφερό τον καθησύχαζε πως ανέλαβε αυτός να
τους πει
ορμά σε
σκαλωσιές και χειρονομεί στο πλήθος.
Ματωμένος και
σαν αιματοκυλισμένος και στην πλάτη ο τροχός.
Σέρνεται πέφτει
χάνεται.
Ξαναφαίνεται και
αρπάζει τα λόγια και πάντα καθησύχαζε πριν τον Γιατρό Ινεότη και τον ημέρευε με
τρυφερό χαμόγελο.
Έτσι
κυνηγιούνται ανάμεσα στο πλήθος ο Γιατρός Ινεότης με τον ακονιστή και σα να
προσπαθούσαν οι δυο τους να περικυκλώσουν το πλήθος.
Ο Γιατρός
Ινεότης παρασύρθηκε από το σώμα του γύφτου και φωνάζει με διέγερση δυναμώνει το
βασάνισμα κι ο γύφτος σπαρταρά.
Ο Γιατρός
Ινεότης χαίρεται την παντοδυναμία και από μακριά κομμάτιαζε αλύπητα τον
ακονιστή.
Παραμελεί αυτό
που ήθελε να πει δεν τον ενδιαφέρει πια και με απόλαυση αποδεικνύει τις λέξεις.
Ο γύφτος να
ψυχομαχά αλλά χαμογελάει τρυφερά στον Γιατρό Ινεότη και πάντα πριν αρχίσει τον
καθησύχαζε από μακριά και μ’ ένα πεθαμένο χαμόγελο τον καθησύχαζε πως θα τους
πει κι όλα θα προλάβει να τα πει.
Ξαφνικά ο
Γιατρός Ινεότης γυρνά και δίπλα του στεκόταν ο ακονιστής.
Από ώρα στεκόταν
λυπημένος κι ήρεμος σα σκεφτικός κι ο Γιατρός Ινεότης είδε στη ράχη του
ακονιστή δεν ήταν τροχός αλλά είχαν βγει όρθια κόκκαλα από τη ράχη του σα
κουβάρι σκελετός καμπούρας και σα μια καρέκλα από κόκκαλα και κατάλαβε πόσο θα
υπέφερε και θα πονούσε απ’ αυτό το πράγμα σα μια καρέκλα από χοντρά και ζωντανά
κόκκαλα στις άκρες τους ένα χρυσό λαμπύριζε και κόκκινο μεδούλι.
[κι άλλα αποσπάσματα από το βιβλίο του
Γιώργου Χειμωνά «Ο ΓΙΑΤΡΟΣ ΙΝΕΟΤΗΣ»,
Εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ πρώτη έκδοση 1971]
Ένα μαύρο πλήθος μακριά που
σάλευε και άχνιζε…
… κι εδώ στα πόδια μου ο ακονιστής καθισμένος στο πεζοδρόμιο κι ανάσαινε σα
σκυλί στον ήλιο. Ένας άνδρας πέθαινε εκεί κι από πάνω του μια γυναίκα. Ο Γιατρός
Ινεότης αναγνώρισε τη γυναίκα. Ο άνδρας πολύ νέος και ξαπλωμένος στη μέση του
δρόμου πέθαινε. Από βασανιστήρια και το κορμί του ακίνητο αλλά κουνούσε με ορμή
το κεφάλι. Το κεφάλι του ανασηκωνόταν κι έπεφτε στριφογυρνούσε. Μονάχοι ο
Γιατρός Ινεότης ο γύφτος η γνωστή γυναίκα ο εξαρθρωμένος και μόλις
διακρινόταν μακριά ο κόσμος. Η γυναίκα
ήταν απελπισμένη κι αγριεμένη περπατούσε με φαρδιά βήματα γύρω από τον
εξαρθρωμένο άπλωνε τις παλάμες της. Σαν να τους έκαμνε νόημα να μην πλησιάσουν
και φώναξε στον Γιατρό Ινεότη και στον γύφτο μην έρχεστε. Εδώ θα μείνω αν μείνω
εδώ τίποτα δεν θα πάθω γιατί εδώ ακριβώς και λίγο πριν έρθετε και πάνω από
αυτόν το δυστυχισμένο. Ακριβώς εδώ συνέβησαν δύο ανθρώπινα συναισθήματα. Εδώ
είναι ακόμα σπαρταράν ακόμα στον αέρα ζωντανά. Εδώ ήταν πριν μια γυναίκα
έκλαιγε τον παρακαλούσε να κρατηθεί να μην πεθάνει μέχρι αύριο κι επίσης ένας
άνδρας. Αλλά ο άνδρας φώναζε με θυμό και δεν παρακαλούσε αλλά τον διέταζε να
κρατηθεί και να μην πεθάνει έως αύριο. Εδώ ακριβώς πριν λίγο δυο λύπες. Οι δυο
λύπες φτεροκοπούσαν η μια να παρακαλά η άλλη να βρίζει τις είδα από μακριά.
Σφαγμένες έκλαιγαν δάγκαναν κι ήρθα. Θα σταθώ εδώ. Εδώ έχει ακόμα προστασία
γιατί ακόμα τις αισθάνομαι κι ας φύγαν. Τις λύπες εκείνες σας λέω που μ’
ακουμπάν και τις μυρίζω στον αέρα γιατί η λύπη είναι η χαρακτηριστική. Η πιο
χαρακτηριστική των ανθρώπων και περισσότερο από αυτήν καταλαβαίνεις πως
υπάρχουν παρά από τους ίδιους τους ανθρώπους κι απλώνεται κρατά. Σαν ένα είδος
βαριά καμφορά κι όσο βαστά θα την βαστάξω πάνω μου μέχρι να στεγνώσει. Έσπασε ένα μπουκάλι λύπη εδώ. Θα μείνω
ως το τέλος θα κρυφθώ μέσα σ’ αυτό το αντίσκηνο γιατί σα στασίδι και μέσα σ’
αυτόν τον ανθρώπινο λάκκο γιατί έξω απ’ αυτόν το λάκκο γιατί κανείς δεν μπορεί
να μ’ αγγίξει και να μου κάνει κακό εδώ που είμαι και θα κουρνιάσω μέσα σ’ αυτή
τη γούρνα με τα ανθρώπινα νερά μέχρι να εξατμιστούν στον καταραμένο ήλιο
κοκκινόχωμα κι ίσως τις είχαν σκάψει
εκείνο το πρωί και φαινόταν σαν ένα ποτάμι που το είχαν κατασκευάσει εκείνη τη
μέρα και το νερό σα ξένο μέσα σ’ αυτές τις καινούργιες όχθες. Το πλήθος σαν
αλλαγμένο κι άλλο ποιοι είστε σεις ρώτησε ο Γιατρός Ινεότης. Ένας απάντησε ήρθαμε να δούμε πού θα πεθάνουν. Η φωνή του φανέρωνε καημό
και μοιρολατρία. Ο Γιατρός Ινεότης ξαφνικά έτριξε ο κόσμος και κατάλαβε ένα
άλλο πλήθος! είπε με φόβο και μ’ ένα θαυμασμό. Με μιαν απροσδιόριστη ελπίδα και
παρηγοριά ώστε υπάρχουν. Γιατί υπάρχουν κι άλλοι άνθρωποι κι άφαντοι δεν τους
βλέπει κανένας ζουν μαζί μας και θα πεθάνουν αύριο μαζί μας και την ίδια ώρα.
Από πάντα είχαμε τις ίδιες ώρες αλλά κανένας
ποτέ δεν τους είδε και μόνο εγώ τους είδα. Σαν όνειρο κι είναι σαν να είμαστε διπλοί και σαν να
υπάρχουν δυο ζωές γιατί ο ίδιος λαός ζει και μέσα σε υπόγεια μέσα βαθιά στη γη
σε στοές και οι πόλεις είναι διπλές.
Η μια επάνω κι η άλλη κάτω βαθιά και τα υπόγεια δωμάτια φωτίζονται διαρκώς από
γυμνούς ηλεκτρικούς γλόμπους αλλά υπήρχαν και πολυέλαιοι. Είδα έναν μικρό
χάλκινο άγγελο που τα φτερά του ήταν από βυσσινί κρύσταλλο και κρατούσε ένα
γυμνό ηλεκτρικό γλόμπο κι ήταν και βάζα. Με φτέρες και κόκκινα ξερά φύλλα και
στρογγυλά που τα μάζεψαν σε εκδρομές και στο πάτωμα των δωματίων είναι οι οικογένειες.
Είδα τις γυναίκες έχουν σγουρά μαλλιά σαν από κομμωτήριο και μάλλον είχαν
εκείνες τις παλιές περμανάντ και τα πρόσωπά τους κατακόκκινα από ταραχή και
κόκκινα σαν από φως ανατολής. Φροντίζουν τα παιδιά τους κι έστρωναν σεντόνια
στα κρεβάτια και κάτω από τη γη σε στοές με ηλεκτρικό φως και παντού χοντρά
καλώδια ζει. Ένας όμοιος λαός κι είναι σα να ζούμε εμείς τις ημέρες τους κι
εκείνοι να ζουν τις νύχτες μας. Αλλά είναι μια άνανδρη εξήγηση και δεν ξέρω πώς
είναι δυνατό. Πώς είναι
τα ίδια δωμάτια οι ίδιες οικογένειες στις επάνω και στις κάτω πόλεις. Σαν ένας
αντικατοπτρισμός αλλά δεν υπάρχει συγκοινωνία και καμιά συγκοινωνία μεταξύ τους
δεν μπορώ να εξηγήσω. Να ζούμε έτσι διπλά κι όμως μ’ ένα ανεξήγητο τρόπο
καταλαβαίνω. Ότι είναι αλήθεια και το είδα ο Γιατρός Ινεότης ξαφνικά
ανατρίχιασε από τρόμο γιατί έφερε στο νου εκείνο τον κόσμο στις στοές και
προπαντός έφερε στο νου τα ταραγμένα πρόσωπα των γυναικών εκείνων.
ΑΚΡΙΒΩΣ ΕΔΩ ΣΥΝΕΒΗΣΑΝ ΔΥΟ
ΑΝΘΡΩΠΙΝΑ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΑ ΣΤΟΝ ΑΕΡΑ ΖΩΝΤΑΝΑ ΣΑΝ ΑΝΤΙΚΑΤΟΠΤΡΙΣΜΟΣ:
Είδα έναν μικρό
χάλκινο άγγελο που τα φτερά του ήταν από βυσσινί κρύσταλλο και κρατούσε ένα
γυμνό ηλεκτρικό γλόμπο κι ήταν και βάζα με φτέρες και ξερά φύλλα και στρογγυλά
που τα μάζεψαν σε εκδρομές… Εδώ ακριβώς
φτεροκοπούσαν πριν λίγο και δυο λύπες η μία να παρακαλά η άλλη να βρίζει κι
είναι σα να ζούμε εμείς τις ημέρες τους κι εκείνες να ζουν τις νύχτες μας…
Σφαγμένες έκλαιγαν δάγκαναν κι ήρθα. Θα σταθώ εδώ. Εδώ έχει ακόμα προστασία
γιατί ακόμα τις αισθάνομαι κι ας φύγαν. Τις λύπες εκείνες σας λέω που μ’
ακουμπάν και τις μυρίζω στον αέρα γιατί η λύπη είναι η χαρακτηριστική. Η πιο
χαρακτηριστική των ανθρώπων και περισσότερο από αυτήν καταλαβαίνεις πως
υπάρχουν παρά από τους ίδιους τους ανθρώπους κι απλώνεται κρατά. Σαν ένα είδος
βαριά καμφορά κι όσο βαστά θα την βαστάξω πάνω μου μέχρι να στεγνώσει. Έσπασε
ένα μπουκάλι λύπη εδώ. Θα μείνω ως το τέλος θα κρυφθώ μέσα σ’ αυτό το αντίσκηνο
γιατί σα στασίδι και μέσα σ’ αυτόν τον ανθρώπινο λάκκο γιατί έξω απ’ αυτόν το
λάκκο γιατί κανείς δεν μπορεί να μ’ αγγίξει και να μου κάνει κακό εδώ που είμαι
και θα κουρνιάσω μέσα σ’ αυτή τη γούρνα με τα ανθρώπινα νερά μέχρι να
εξατμιστούν στον καταραμένο ήλιο…
(αποσπάσματα από το βιβλίο του Γιώργου Χειμωνά «Ο ΓΙΑΤΡΟΣ ΙΝΕΟΤΗΣ»,
Εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ 1971
Δευτέρα, 1 Ιουλίου 2024
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου