Κυριακή 30 Ιουνίου 2024

ΕΝΑ ΝΕΟ ΕΙΔΟΣ ΑΝΘΡΩΠΩΝ, ΞΑΦΝΙΚΟ, ΜΙΑ ΡΑΤΣΑ ΜΕ ΑΦΑΝΤΑΣΤΗ ΤΕΛΕΙΟΤΗΤΑ

 

Ι.

Πρόκειται να έρθει το νέο είδος ανθρώπων, ένα άλλο είδος ξαφνικό.   

Μια νέα ράτσα κι απόλυτοι   θα έχουν μια αφάνταστη τελειότητα.  

Οι παλιοί άνθρωποι κι αυτός ο τρομαγμένος λαός πρέπει να  εξαφανιστούν.   

Κανονίστηκε να πεθάνουν σε μιαν ορισμένη μέρα.   

Αλλά πρέπει να γυρίσουν ο καθένας στον τόπο του κι εκεί θα πεθάνει.   

Ο Γιατρός Ινεότης βγαίνει και πηγαίνει κι αυτός με τον κόσμο.  

Έχει σύντροφο ένα γύφτο που ακόνιζε μαχαίρια.  

Όταν ήρθε η ώρα να πεθάνουν έμαθαν πως δεν θα πεθάνουν με φυσικό θάνατο και χωρίς να πονέσουν όπως τους είχαν πει.

Αλλά με υπολογισμένο και βασανιστικό θάνατο σα να τους τιμωρούσαν!..

[η εισαγωγική πρώτη παράγραφος από το βιβλίο του Γιώργου Χειμωνά  «Ο ΓΙΑΤΡΟΣ ΙΝΕΟΤΗΣ», Εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ πρώτη έκδοση 1971]

 


ΙΙ.

Το πρωί οι άνθρωποι ξεκίνησαν να παν να πεθάνουν όπως τους είπαν:

Τους διέταξαν να γυρίσουν να πεθάνουν στις πόλεις και στα βροχερά χωριά που ήταν γραμμένοι. Σαν μια απογραφή ή κάτι δημόσιο θα πέθαιναν όλοι σε μια μέρα αλλά στον τόπο τους. Η Ελλάδα ξεσηκώθηκε. Αλλά χωρίς θρήνο κι ούτε οργή. Αλλά με φόβο και άθλια βουβαμάρα. Οι οικογένειες βγήκαν στους δρόμους και πήγαιναν. Ο Γιατρός Ινεότης είδε σε μια στιγμή κι είδε στην άκρη του δρόμου ξανθές ακαθαρσίες μικρών παιδιών. Τον έπιασε κλάμα γιατί φαντάστηκε τα εντόσθια και τα αστραφτερά εντόσθια των παιδιών να έχουν γίνει πέτσες ξερές στον ακίνητο ήλιο κι ύστερα είπε

είμαι πολύ συναισθηματικός και έτσι ή αλλιώς δεν μπορούσα να ζήσω άλλο κι έτσι ή αλλιώς έπρεπε να πεθάνω το γρηγορότερο

κι ύστερα φώναξε στο πλήθος και σα μανιακός προφήτης τους φώναξε

πως δεν είναι αδικία κι ο θάνατός μας είναι απαραίτητος αφού το νέο είδος. Περπατά και χορεύει βγήκε και πήγε με τον κόσμο και μαζί του ο ακονιστής μαχαιρών. Ένας γύφτος γειτονιάς που κουβαλά στην πλάτη του τον τροχό συνοδεύει τον Γιατρό Ινεότη κι αυτοί οι δύο που παν πάντα μαζί. Ο δρόμος κράτησε μια μέρα και μια νύχτα. Εκείνη την ημερομηνία που είχε οριστεί χάραγμα έφτασαν οι άνθρωποι στον τόπο του θανάτου. Έστησαν σκηνές κι άναψαν μικρές φωτιές άσπρες κι ο ουρανός άσπρος σαν λαιμός κι οι άνθρωποι περίμεναν. Ύστερα ήρθε η είδηση και κατάλαβαν πως τους γέλασαν και τους παγίδεψαν. Δεν θα πέθαιναν όπως τους είχαν υποσχεθεί με φυσικό τρόπο σαν ύπνος αλλά με τρομαχτικό τρόπο. Λυσσασμένοι τρελοί θα τους κατασπάραζαν και θα τους έκαιγαν ζωντανούς θα τους ξεκοίλιαζαν με σκουριασμένα σίδερα από εκείνα τα άγρια που σωριάζουν στους κλεισμένους σιδηροδρομικούς σταθμούς. Τρομερή αλλά δίκαιη τιμωρία. Γύρισαν όλοι και κοίταξαν με τρόπο και προπαντός με παράπονο γύρισαν και κοίταξαν με παράπονο τον Γιατρό Ινεότη.

 

ΙΙΙ.

Επί πέντε ώρες ο Γιατρός Ινεότης δεν σήκωσε το κεφάλι και κοιτάζει τα χέρια του:

Απότομα σήκωσε το κεφάλι. Οι άγγελοι μαζεμένοι στην ανοιχτή πόρτα να τον κοιτάζουν. Άγγελοι είναι όλα εκείνα που δεν θα πει και δεν θα βρει και δεν θα τα γνωρίσει δεν χωρούν σ’ ολόκληρη τη βασανισμένη του ζωή και δεν θα τελειώναν. Δεν θα γίνονταν παρόλο που ήταν ετοιμασμένα από ανυπολόγιστο χρόνο και συνωστίζονταν στο διάδρομο έφραζαν τα παράθυρα. Γέμιζαν τη σκάλα και το άδειο νοσοκομείο κι έφταναν μέχρι το επταπύργιο. Τα φτερά τους ανατριχιασμένα αλλά ασάλευτα λερωμένα από σκόνη και ασβέστη. Οι άγγελοι δεν είναι

αλλά άγγελοι είναι   σκοτεινοί αλλά νεαροί πατέρες

 

πάνω από τους άσπρους με τους άσπρους και καμένα με καμένα πάνω από τους άσπρους λάκκους με καμένα μάτια παρακολουθεί με απελπισία αλλά και προκλητικά παρακολουθεί τους ανθρώπους. Κανένας άνθρωπος δεν μου αξίζει. Άνθρωποι είναι ανθρώπινα κομμάτια. Κρεμασμένα που περιστρέφονται πολύ αργά με μια κρούστα χοντρό λίπος από άγνωστο ψάρι να τους προφυλάει από το αβάσταχτο κρύο και πολύχρωμα από ένα φως. Τη νύχτα κρύωσε κι ονειρεύτηκε μια φωτιά κι άρπαξε τη φωτιά την βάζει πάνω στο κεφάλι του και στην κοιλιά στο πρόσωπο με παγωμένες στάχτες κυκλοφορεί τη νύχτα που σκάζουν μία ή δύο ώρες μετά τα μεσάνυχτα κι από παλιά αρρώστια ανοίγουν και τρέχουν εκείνοι οι αδένες σπάζουν πρησμένα σπυριά και σα να τον πιάνει η επιληψία τεντώνεται με αφρούς και αίμα ακουμπά στα γύρω χαμηλά βουνά τρέχει στους θάμνους και στα εκδικητικά κλαδιά τους τούφες από το τρομαχτικό γελαστό κεφάλι του τρεχάτου θεού προς τα κει κι όλη του η ζωή προς τα κει ο Γιατρός Ινεότης φορά πάντα μαύρα και μια αλυσίδα από ασήμι κι ο ακονιστής γύφτος μαυριδερός χαρούμενος αλλά μουγγός. Είδε τον κόσμο που παν να πεθάνουν αλλά πώς να τους μιλήσει και να αναγγείλει αφού οι μεγάλες γνώσεις είναι σαν ξένες ψυχές. Όμως χαρούμενος και με κάποια πονηριά μπήκε στο πλήθος που έφευγε. Δίπλα του ο ακονιστής. Προχωρούσαν μέσα στον ήλιο και θυμήθηκε ένα παλιό περιστατικό που έγινε σ’ ένα απέραντο κι έρημο αεροδρόμιο. Τότε του είχε κάνει συγκλονιστική εντύπωση κι αρρώστησε και το θυμήθηκε εξαιτίας του ήλιου. Εκεί ήταν ένα τρακτέρ σκαρφάλωσαν και ξεκίνησαν. Αυτός έμεινε στο δρόμο κι εκείνοι πάνω στο τρακτέρ έφευγαν μέσα στο αεροδρόμιο. Ξεφώνιζαν και ο ήλιος έκαιγε και τύφλωνε. Η μία κοπέλα ήταν κουτσή και μικρόσωμη σα ραχιτική και φορούσε μεγάλα σκουλαρίκια κρεμαστά γαλάζια αστραφτοκοπούσαν στον ήλιο. Χόρευε πάνω στο τρακτέρ κι οι άλλοι τη φώναζαν Έρρικα. Απομακρύνονταν προς το κέντρο του αεροδρομίου και τυλίχθηκαν στον βαρύ ήλιο και χάθηκαν εκατό μέτρα μακριά του έμεινε στο σύνορο του αεροδρομίου. Έτρεμε κι ένιωσε βαθιά αυτόν τον αφανισμό μέσα στον ήλιο όπως θα τον είχαν νιώσει κι εκείνοι στο τρακτέρ την ώρα που χάνονταν και σαν να άκουσε και το ρούφηγμα.

 

Μια ιστορία φοβερής αγάπης με μια γυναίκα που ερωτεύτηκε κάποιον:

Οι ίριδες της σαν κόκκινες είχε έρθει από τη Βυρηττό. Την είχαν διώξει για μια ιστορία βασκανίας. Τον αγάπησε και τον ρούφηξε όπως εκείνος ο ήλιος κι όσο κι αν σπάραξε αυτός κι ό,τι κι αν έκανε δεν μπορούσε να ξεφύγει και τον κατάπιε σαν λαμπερή τρύπα κι όχι με πάθος αλλά ακίνητη κι αμίλητη και με αβάσταχτο πόνο σαν ήλιος από μακριά τον έκαψαν τα κόκκινα μάτια της. Πάνω στο δρόμο ένας νέος πέθανε από έναν άγνωστο λόγο κι ο Γιατρός Ινεότης έσκυψε μια γυναίκα έκλαιγε κι έλεγε

μη αγόρι μου αύριο μέχρι αύριο μη ως αύριο

ξαφνικά ένας άνδρας ορμά. Αρπάζει με μανία τον νέο και τον σέρνει από τα πόδια τον έσερνε στο δρόμο και φώναζε με μανία και με δάκρυα και με παράφορο μίσος φώναξε

είναι για αύριο όχι σήμερα σήκω.

Ύστερα τον παράτησε και βγήκε από το δρόμο έτρεχε μέχρι που έπεσε καταγής. Ο Γιατρός Ινεότης έσκυψε πάνω στο νέο που πέθαινε και του είπε με ενθουσιασμό και φανατισμένα

αυτοί δεν θα είναι σαν εμάς έγινε μια τρομερή αλλαγή κι ακόμα και στο σώμα μπορεί να διαφέρουν

σκέφτηκε ο Γιατρός Ινεότης και μια μελαγχολία σα λιποθυμία του πλάκωσε την καρδιά κι ένας κοφτερός πανικός γιατί συναισθάνθηκε πόσο οριστικό θα ήταν το τέλος του ανεπανόρθωτο.

Μια αλλαγή που λέγεται κοσμοϊβηρική

λέει ο Γιατρός Ινεότης με κακία στον νέο σα μνησικακία και σαν αυτό το όνομα να είχε μια αποκαλυπτική σημασία και μια σημασία σκοτεινής απανθρωπιάς. Κατά το βράδυ έφτασαν σ’ ένα ποταμό κι εκεί πέρασαν τη νύχτα.  Ξαφνικά από το ακίνητο νερό άρχισε ξαφνικά να βγαίνει πολύς κόσμος και πλημμύρισαν οι όχθες. Ο άνδρας ήταν ένας λυπημένος στρατιώτης αλλά η γυναίκα είχε μια ευθυμία. Η ευθυμία της έλαμπε κάτω από τη σιωπή της. Στην κανονική ζωή της θα ήταν από κείνες τις νεαρές γυναίκες που είναι πάντα ζωηρές κι ευχαριστημένες και γελάν με το παραμικρό και πειράζουν όλο τον κόσμο. Ξεκαρδίζονται κι ακουμπούν στην πόρτα από το γέλιο και τραβιούνται από το παράθυρο κρύβοντας στις ανοιχτές παλάμες το φωτεινό τους πρόσωπο. Ο Γιατρός Ινεότης ταράχθηκε. Κάπου στη νύχτα άστραψε η Τενάγκνε κι αμέσως έσβησε. Η Τενάγκνε είναι μια γυμνή κάτασπρη γυναίκα με μακριά μαύρα μαλλιά  Είναι πολύ όμορφη και κάθεται πάντα γονατιστή στις φτέρνες με ανοιχτούς μηρούς και το κεφάλι γυρτό προς τα πίσω. Περίπου η νύχτα τελείωνε όταν ξεκίνησαν πάλι και το ξημέρωμα έφτασαν στον καθορισμένο τόπο. Αποθαρρυμένοι και τα πρόσωπά τους σταχτιά και τσιριχτές φωνές τσάκιζαν εδώ κι εκεί και τινάζονταν θρόμβοι λάβας και τρομαγμένες ακρίδες κι όλα τα σκέπαζε ένα πλατύ θρόισμα από χόρτα σπασμένων αναπνοών κι άκουγες τον ήλιο να ξεκολλά σαν όστρακο από τους βράχους του ουρανού οι άνθρωποι στο έλεος της αυγής

η ώρα! η ώρα!

ούρλιαξε με ενθουσιασμό ο Γιατρός Ινεότης που εννοούσε το θαύμα και τη δικαιοσύνη κι ο ακονιστής γέλασε όμως ήρθε το νέο. Πως δεν θα πέθαιναν απλά όμως τους είχαν πει και χωρίς να καταλάβουν τίποτα αλλά με απερίγραπτο κι οργιαστικό θάνατο θα τελείωνε η άδικη και άθλια ζωή τους. Όλα μαρμάρωσαν. Πριν απλωθεί χέρι και πριν λυγίσει γόνατο πριν ο φόβος σπάσει τα σφιχτά δαχτυλίδια του κεφαλιού και της κοιλιάς και γεμίσει ο τόπος φωνές δάκρυα ούρα σκατά.

 

IV

Η παιδική ζωή του Γιατρού Ινεότη και δυο λάμπες πετρελαίου 

Ήταν πόλεμος και τις πήγαιναν από δωμάτιο σε δωμάτιο. Καθόταν στο σκοτάδι και περίμενε να ξανάρθουν. Τα σπίτια ήταν μακριά το ένα από το άλλο στο Ντεπό. Το σπίτι ήταν βουλιαγμένο. Έπρεπε ν’ ανέβεις κι έρποντας ανέβαινες στη χλόη της γης κι έβλεπες τον απογευματινό ήλιο. Ένα βράδυ ήρθε κρυφά ένας και έκλαιγε. Έγειρε πάνω από το μαγκάλι κι εκεί έμεινε όλη τη νύχτα με το παλτό του κι έκλαιγε πάνω από το μαγκάλι. Η παιδική ηλικία ήταν αυτό το βουλιαγμένο σπίτι και κάθε φορά ο ήλιος κυλούσε πάνω στη γλιστερή χλόη κι έφευγε. Κυρίως ήταν η αδελφή του. Ήταν μεγαλύτερη δώδεκα χρονών κι άλλος κανείς. Η χλόη ήταν ένα πλατύ ζώο κι αποκρουστικό πράσινο σαλάχι κυμάτιζε αργά. Σα να είχε ανοίξει ένα μυαλό και χύθηκε εκεί η σκέψη κι ακόμα ζούσε. Μια μέρα σα να τεντώθηκαν οι τοίχοι και μπήκε η αδελφή ήρθε απ’ έξω και τα μάτια της φεγγοβολούσαν.  Είπε πως έμαθε ένα πράγμα που θα του άρεσε πολύ. Αν την πλήρωνε θα του το έλεγε. Της έδωσε. Τότε η αδελφή τραγούδησε ένα ωραίο κι άγνωστο τραγούδι. Αυτό είχε μάθει έξω. Πρώτη φορά που άκουγε μουσική και ταράχθηκε ήθελε να ξανακούσει. Η αδελφή ζήτησε κι άλλη πληρωμή και κάθε φορά ζητούσε. Της έδινε ό,τι είχε και δεν είχε κι άκουγε. Μερικές νύχτες ξυπνούσε από τα ορμητικά και τα λυπητερά αγκαλιάσματα της αδελφής. Ήταν ένα άδειο δωμάτιο βαμμένο σιέλ λαδομπογιά και μαύρα χρυσάνθεμα και μονάχα μια ψάθινη καρέκλα. Εκεί καθόταν η αδελφή κι αυτός στο πάτωμα αλλά μακριά της γιατί τη φοβόταν όταν τραγουδούσε. Όταν του τέλειωσαν ό,τι είχε και δεν είχα παρακαλούσε κι έκλαιγε να του πει το τραγούδι δωρεάν. Όμως η αδελφή αρνιόταν και ποτέ δεν του έκανε αυτή τη χάρη.

Τότε αυτός άρχισε να βγαίνει έξω και σκαρφάλωνε στη χλόη κι έψαχνε να βρει πράγματα γυαλιστερά και χρωματιστά να πληρώσει. Όταν έφερνε τιποτένια πράγματα η αδελφή του τραγουδούσε λίγα λόγια κι επίτηδες σταματούσα απότομα κι έλεγε δεν έχει άλλο τραγούδι μέχρι εδώ πλήρωσες. Μια φορά του ζήτησε πληρωμή να γδυθεί κι εκείνη κατακόκκινη έπαιξε με το πράμα του και ξεκαρδισμένη στα γέλια κι ύστερα του είπε να τη χαϊδέψει εκεί. Κι όλα τα έκαμνε αυτός κι όλα τα έδινε κι άκουγε το τραγούδι. Μετά η αδελφή βαρέθηκε και δεν τραγουδούσε πια ό,τι κι αν της έδινε κι ό,τι κι αν της έταζε. Τότε αυτός με κλάμα. Επειδή είχε δει που πατούσαν μια ψόφια όρνιθα και γελώντας πατούσαν την κοιλιά της κι έβγαινε ένα κακάρισμα όπως όταν ήταν ζωντανή. Πήρε ένα σίδερο το καρφώνει στο λαιμό της η αδελφή γέρνει από την καρέκλα κι έπεσε κάτω. Με μισάνοιχτο στόμα πεθαμένη. Ανέβηκε πάνω της έκλαιγε πατούσε την κοιλιά της το στήθος της κι από την τρύπα του λαιμού έβγαινε αίμα κι ένα γλουγλούκισμα αλλά όχι το τραγούδι…

 

ΕΚΕΙΝΟΙ ΠΟΥ ΔΕΝ ΕΧΟΥΝ ΝΑ ΠΟΥΝ ΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ ΣΥΝΤΑΡΑΚΤΙΚΗ ΕΙΝΑΙ ΧΑΜΕΝΟΙ ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ…

Ο Γιατρός Ινεότης διαισθάνθηκε.   Όλον τον καιρό τον ετοίμαζαν και με κάποιον έμμεσο τρόπο τον προετοίμαζαν και τον δίδασκαν και τώρα ήρθε η ώρα να τον εγκαταλείψουν και λυπημένοι τον παρέδιδαν έτοιμο.   Έφευγαν και γυρνούσαν το κεφάλι τον κοίταζαν με λύπη κι έφυγαν με μα ταπείνωση και πίκρα. Ταπεινωμένοι από μια αδικία ή μιαν αχαριστία χλωμοί από τον εξευτελισμό   γράφω το τελευταίο βιβλίο στον κόσμο   τους φώναξε με μεγάλη συγκίνηση κι ήταν η πρώτη φορά στην επιδεικτική ζωή του  και  πρώτη φορά τους εκμυστηρεύτηκε συναισθηματικά και με συγκινημένη ειλικρίνεια.   Εκείνοι τον κοίταξαν λίγο με μιαν αγάπη ρημαγμένη κι αμέσως βγήκαν.   Αυτή η ιστορία του τέλους αρχίζει με σιωπή κι ύστερα έμαθαν για το δημόσιο θάνατο και τους γυρισμούς θα σας διηγηθώ πριν φώναξε τρομαγμένος ο Γιατρός Ινεότης    ό,τι αξίζει στον άνθρωπο είναι να έχει να πει μια ιστορία συνταρακτική κι εκείνοι που δεν έχουν κι ούτε έχουν καν φανταστεί μια ιστορία.    Είναι χαμένοι για πάντα και δεν θα γυρίσω να τους κοιτάξω κι όσο και να με παρακαλούν δεν θα γυρίσω γιατί… (κι άλλα αποσπάσματα από το βιβλίο του Γιώργου Χειμωνά «Ο ΓΙΑΤΡΟΣ ΙΝΕΟΤΗΣ», Εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ 1971 )

Δευτέρα, 1 Ιουλίου 2024

Πέμπτη 27 Ιουνίου 2024

Η ΜΝΗΜΗ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΖΕΙ ΑΣΠΡΟΜΑΥΡΑ

 (… τεχνολογία πρωτόγονα σοφή  που αυτόματα  λιχνίζει κάθε περιττό των οφθαλμών…)


Δε λένε ψέματα οι παλιές φωτογραφίες.

Ψεύτικος είναι ο πακτωλός τόσων χρωμάτων

Σήμερα

Που επί χάρτου υποδύονται μοιραίες διαφορές

Και τονικότητες   Για τους εύπιστους.

Το ουσιώδες το συνέλαβε η πρωτόγονα σοφή

Τεχνολογία του επέκεινα:

Μαύρο, λευκό  και  γκρι αρκούν

Με ακρίβεια

Να μεταφράσουν της ευφράδεια μιας   στιγμής.

 

Μαύρο πυκνό

(Δεν υπαινίσσεται απλώς –

Μπορεί μονότονα   Μα καθαρά να λέει το μάθημά του)

Γκρι αρκετό

(Σε όλα πάντα περισσεύει    ο δισταγμός, το ξέρουμε)

Και μόνο λίγες αστραπές του άσπρου

Ως να φωτίζεται

Μέσα σε δάση νοσταγίας η ατραπός

Που αργά  ή  γρήγορα  Κι εσύ  Θα περπατήσεις.

 

Τεχνολογία πρωτόγονα σοφή.  Που αυτόματα

Λιχνίζει κάθε περιττό των οφθαλμιών

Και ακέραιη

Φωτογραφίζει πριν ακόμα γεννηθεί

Τη μνήμη

 [από τη συλλογή του Αντώνη Φωστιέρη ΠΟΛΥΤΙΜΗ ΛΗΘΗ 2003 - συγκεντρωτική έκδοση ΑΝΤΩΝΗΣ ΦΩΣΤΙΕΡΗΣ ΠΟΙΗΣΗ 1970 – 2005, εκδόσεις Καστανιώτη 2008] 

 

 


 

ΕΠΙΣΚΕΨΗ ΣΚΕΨΗΣ

(από τη συλλογή του Αντώνη Φωστιέρη  ΠΟΛΥΤΙΜΗ ΛΗΘΗ 2003)

Τρεις ώρες τώρα προσπαθώ να κοιμηθώ.

Ζέστη Αυγούστου

Και ιδρώτας του μυαλού που ολόγυρα

Σαν τα κουνούπια οι σκέψεις    Το λογχίζουν.

Τι έπαθα;  Στο φως της μέρας

Σπάνια μ’ επισκέπτονται.  Και νιώθω βέβαια ευτυχής.

Ή για να γίνω πιο ακριβής:

Απαγορεύω τέτοιες επισκέψεις.  Αφού λαθραία

Έτσι και τύχει και τρυπώσει σκέψη, αργότερα

Η μια την άλλη προκαλεί,  ότι τάχαμου

Για λίγο μόνο, μια μικρή φιλοξενία – τα ξέρετε –

Οπότε ιδού,  μπουκάρουν καραβάνια ολόκληρα

Με βλέψεις μόνιμης μετοικεσίας

Οι συνειρμοί.  Να λείπει.

 

Κλείνω λοιπόν ερμητικά τα σύνορα – και τέρμα.

 

Γιατί δεν είμαι εγώ Αμερική.  Ούτε τα εδάφη μου

Μπορούν να θρέψουν τόσους μετανάστες.

 

 ΚΟΙΝΟΣ  ΚΑΙ  ΑΝΩΦΕΛΗΣ

Τρεις ώρες τώρα προσπαθώ να κοιμηθώ.

Ζέστη Αυγούστου

Μα επιπλέον σαν έμμονη   σκέψη ανώφελα κοινή

Μες στ’ αυτί στριγγλίζοντας

Ένα κουνούπι

Ανωφελές;   Κοινό;   Δεν γνωρίζω.

Επίμονο -  μην πω εμμανές.

Τι να ’κανα… Το ’διωξα οχτώ, δέκα φορές

Στο τέλος πλέον τω κρούοντι

Και τω αιτούντι   (αλίμονο· 

πώς αβαντάρει τους θρασείς   ως κι η θρησκεία της φύσης)

Είπα να ενδώσω.  Ελπίζοντας

Μ’ εθελουσία  αιμοδοσία πως θα εξαργύρωνα

Ρανίδες ύπνου.

Αφέθηκα.

 

Προσεδαφίστηκε απαλά

Στο ελικοδρόμιο του λοβού.  Κι όταν σηκώθηκε

Θα πρέπει να ’τανε

Τουλάχιστον μισό από το βάρος του

Δικό μου αίμα.

Ωραία εξαλλαγή:

Εγώ,  μισο εγώ ενός κώνωπα!..

 

Σχεδόν το διασκέδαζα.  Και πώς να κοιμηθώ

Κατόπιν τούτου.  Αφού το αίμα μου

Πρώτη φορά που απέκτησε φτερά

Και πάει σφυρίζοντας

Στα δυσθεώρητα ιλίγγου που αναντίρρητα

Τον είχε στερηθεί.  Σαν πούπουλο

Θα φύγει μεσ’ από τις γρίλιες για χιλιόμετρα

Όλη την πόλη να ρουφήξει απ’ τα ψηλά

Ως το ξημέρωμα.

 

Ως το ξημέρωμα

Τον είχα ολότελα ξεχάσει.  Μου τον θύμισε

Η αμελητέα φιγούρα του πλάι στο κρεβάτι:

Κοκαλωμένος ορειβάτης που έμεινε

Στο χιονισμένο απόκρημνο ενός τοίχου.

 

Ώστε αυτό ήτανε λοιπό,.

Τόσος αγώνας, τόσο αίμα

Τόση ένταση

Για να πετάξει μισό μέτρο παρακεί!..

 

Ανωφελής εντέλει  και  κοινότατος!..

 

Όχι μισός

Μα ολόκληρος εγώ, σας λέω!..

[από τη συλλογή του Αντώνη Φωστιέρη ΠΟΛΥΤΙΜΗ ΛΗΘΗ 2003]  

 

 

Η ΜΥΓΑ

(από τη συλλογή του Αντώνη Φωστιέρη ΠΟΛΥΤΙΜΗ ΛΗΘΗ  2003)

Μια μύγα πάνω στο χαρτί

Με τα φτερά κλειστά

Τώρα που γράφω.  Ανίδεη

Στη λέξη μύγα σα να καθρεφτίζεται.

Κοιτάει, μα πού να φανταστεί

Τι να ’ναι μύγα.  Μόνο ανησυχεί.

Τρίβει τις δυο κεραίες αμήχανα

Κάνει τρεκλίζοντας

Γελοίους βηματισμούς.

 

Δεν έχω δει ποτέ μου άλμπατρος

Όμως φαντάζομαι

Μεσ’ απ’ τη λέξη άλμπατρος

Πώς να ’ναι.

 

Και δεν τολμάω

Καραμπόλα παρομοιώσεων.

 

Ούτε υπαινίσσομαι

Ακραίους συσχετισμούς!.

 

 

Ο ΨΕΥΤΗΣ ΒΟΣΚΟΣ

Αλήθεια λέει.

                                        

Ακούει στον ύπνο του υλακές

Προβάτων.  Και άλλοτε

Βλέπει το σκύλο του

Να ξημερώνει λύκος.

(Φτηνούς  αναγραμματισμούς

Σκαρφίζεται   Ο φόβος).

 

Λοιπόν,  φωνάζει.  Αλίμονο

Ποιος άλλος δε θα φώναζε

Αν συκοφάντης μύθος

Του έσφιγγε θηλιά;

 

Αλήθεια λέει.

 

Μην τον πιστεύετε!..

[από τη συλλογή του Αντώνη Φωστιέρη ΠΟΛΥΤΙΜΗ ΛΗΘΗ 2003]  

 

 

 

ΣΑΡΚΟΒΟΡΑ ΔΩΜΑΤΙΟΥ 

(από τη συλλογή του Αντώνη Φωστιέρη ΟΛΥΤΙΜΗ ΛΗΘΗ 2003)

Απ’ την αυλή   Ακούω το γάβγισμα

Του λύκου

Στα μαλακά του καναπέ

Την τίγρη

Γουργουρίζοντας.

Κι όπως βραδιάζει γρήγορα

Σαύρες κροκόδειλοι

Ως το ταβάνι αναρριχώνται

Σαμιαμίδια.

 

Γι’ αυτό χτυπάει

Συναγερμό

Στο στήθος   Το ταμ – ταμ:

Να θυμηθώ   Πως κάποτε

Τ’ αρχαίο τους αίμα

Μ’ ένα νέο βρυχηθμό

Θα μας ξεσκίσει.

 

Κούτσουρα έχει.  Ασ’ τη να καίει

Την τηλεόραση ως αργά

 

Και πριν προλάβουν

Να μας βρουν

Πάμε τρεχάτοι

Να κρυφτούμε

Στη σπηλιά   των σκεπασμάτων!..

 

ΣΤΟΜΑ ΣΤΟ ΜΑΣΤΟ

Λευκό σγουρό σκοτάδι όλο βελάσματα

Πίσω και πίσω από ραχούλες γενεών

Τυφλό το    στόμα στο μαστό

(Που ανάστροφα   Με πλημμυρίδα  ή  άμπωτη

Το ίδιο πάλι:   στο – μα – στο – μα – στο)

Αλλά ο μύθος θα δηλοί την αθωότητα

Καθώς το ρύγχος του θηρίου όπως φωτίζεται

Κόκκινο πάντα μες το βούρκο

Ασάλευτο

Εκεί θα υπήρχε απ’ την αρχή.

Έτσι φαντάζονται. 

 

Ο αμνός πώς να ’ξερε  αν είναι σαρκοβόρο;

 

Για το χορτάρι ωστόσο σαρκοβόρο είναι.

Ανήλεο λιανίζει κόκαλα δροσιάς

Και αμέριμνο

Αναχαράζοντας τις πράσινες κραυγές 

Του μακελειού του.

 

Α, το χορτάρι.  Το άχραντο.

Με κολλημένο το μικρό δικό του  στόμα στο μαστό

Κοίτα το μπήγει ρίζες νύχια

Όλο στραγγίζοντας

Και στραγγαλίζοντας πατάει   Επί χωμάτων.

 

Μην πας πιο κάτω.

Μα όσο αν πήγαινες

Γοερά – τι θύμα   τι νεογνό –

Θα τ’ άκουγες:

Στο στήθος κιόλας

Κρεμασμένα στο μαστό

Με θηλασμό

Αποστηθίζουνε   Τον φόνο.

 [από τη  συλλογή του Αντώνη Φωστιέρη ΠΟΛΥΤΙΜΗ ΛΗΘΗ 2003 ]

 

 

Ο ΠΑΤΕΡΑΣ ΝΕΟΣ 

(από τη συλλογή του Αντώνη Φωστιέρη ΠΛΥΤΙΜΗ ΛΗΘΗ 2003)

Σαφώς μικρότερός μου  αλλά σεβάσμιος

Αφού το μέλλον που ατενίζει

Με το μάτι γελαστό

Ήδη το έζησα εν μέρει.  Το ανάλωσα

Μαζί μ’ εκείνον και τον τρόμο του επικείμενου

Να μπαινοβγαίνει ως κατοικίδιο

Στο σκοτάδι.

 

Πόσα μπορεί να οσμιστεί

Μια νεαρή φωτογραφία που ναρκισσεύεται;

Σας λέω ελάχιστα. Ούτε τη μύτη της δεν βλέπει

Όχι ένα ποίημα

Που να δακρύζει απάνω της

Σ’ εξήντα χρόνια δρόμο.

(Αλλά  σκεφτείτε το:

Αν είναι αλήθεια δυνατόν

Εξήντα χρόνια αργότερα να υπάρχουνε

Ακόμη δάκρυα  και  ποιήματα!..  Ε όχι)

Φωτογραφία στιγμής,  πώς επωμίσθηκε

Δεκαετίες ολόκληρες βλεμμάτων,  Κι αν διασώθηκε

Το γελαστό δικό του βλέμμα μιας στιγμής

Γιατί να υπέθετα

Πως ήταν σίγουρα για μένα;   Υπεκφυγή

Κι αμηχανία μπρος στη φάκα του φακού

Πιο σίγουρα   Στη φάκα   του φακόυ!..

 

Σαν ποίημα·

Που όλο γλιστράει

Στην άκρη των δακρύων.

 

 

ΜΟΡΣΙΜΟΝ

Όλο ευκρινέστερος   Όλο πυκνότερος

Ακούω τους χτύπους.

Κροτάλισμα μυδράλιου ψηλά οι αφύλαχτες

Στροφές του ύπνου  ή  άλλοτε

Ψιλο τακούνι βιαστικό

Πάνω στις πλάκες:

 

Τηλέγραφος

Που δε σηκώνει αντίρρηση.

Αυτό που λέει δεν το ξελέει.

Τελεία   Και   Παύλα!..

 

Με ροκανίζει ωστόσο η περιέργεια.

 

Τόσο ακριβή χτυπήματα

Σήματα μορς

Και τόσο επίμονα

Τι μήνυμα κρυφό

Να μεταφέρουν.

 

Σήματα, ναι!..  Αλλά  μ ο ρ ς;

 

Δεν ξέρω σήματα καθόλου.

Μόνο ελάχιστα  -  κι αυτά λειψά –

Λατινικά.

 

Που αχρείαστα…

 [από τη συλλογή του Αντώνη Φωστιέρη ΠΟΛΥΤΙΜΗ ΛΗΘΗ 2003]

 

 

ΑΚΕΦΑΛΟ  και ΦΡΕΝΙΑΣΜΕΝΟ ΤΡΕΧΟΝΤΑΣ

(από τη συλλογή του Αντώνη Φωστιέρη ΠΛΥΤΙΜΗ ΛΗΘΗ 2003)

Να φτερουγάει το αίμα του

Πάνω στις πέτρες.

 

Ήμουν μικρός δεν ήξερα

Χωρίς τον ήχο πώς ακούγεται η οιμωγή

Χωρίς την όραση

Πώς καταργείται ακέραιο

Το σκοτάδι.

 

Πώς κικιρίκου

Εφιάλτης σε ξυπνάει μιαν αυγή

Χωρίς κεφάλι.

 

 

ΤΑ ΓΡΑΠΤΑ ΠΕΤΟΥΝ   ΤΑ ΛΟΓΙΑ ΜΕΝΟΥΝ

(…πτερόεντα είναι,  αφελή,  τι να σκεφτούν…)

Ο αναμάρτητος πρώτος βαλέτω.  Αυτός   Που δεν πέρασε ποτέ απ’ το νου   Πως τα πτερόεντα πετούν κουρνιάζουνε   Σαν τρομαγμένα πάνω στα γραπτά   Μήπως και βρούνε τρόπο κάπου να τρυπώσουνε   Να μείνουν όπως μένουν τα αιώνια όλα:  Στον αιώνα!..  Πτερόεντα είναι, αφελή, τι να σκεφτούν…  Όμως ετούτα εδώ τα αιώνια,   Δεν ξέρουνε   Για πόσο θάλλει μια αιωνιότης;   Και αγάλλονται   Τ’ ονοματάκι τους  χαράζοντας βαθιά   Στην πιο πολύτιμη   Άπεφθη   Λυδία των πάντων   Λήθη!..  Χτες διάβασα ξανά τα ποιήματά μου   Κι έμεινα   Πραγματικά ενεός!..  Κυρίως με κλόνισε   Η πλησμονή του έρωτα – Που απουσιάζει ολότελα.   Εγώ είμαι αυτός;   Που αν με ρωτούσαν, θα ΄λεγα   Πως θα ’πρεπε  λιγότερο προσωπικά να ’χα μιλήσει.   Ποια αισχυντηλή  Λογοκρισία χωρίς ντροπή αποφάσιζε   Μ’ άλλα φορέματα κάθε φορά   Να ντύνει τα γεγυμνωμένα  και  άλλαζε   Τον ρουν στην κοίτη;   Έμεινα!,,  Πραγματικά ενεός!..  Δεν ξέρω τι θ’ αποφανθούν  (αν,  όποτε…)  Οι αυθέντες  οι αυθεντικοί ετάζοντες   Καρδίες  και  όργανα λοιπά·  Ίσως προσάψουν ερεβώδη σαρκασμό   Τη μεταμφίεση του ελεγείου σε σάτιρα   Τη λέξη που διστάζει αμφίσημη   Σε σκοινί τρόμου – Ανάρμοστο   Να υποθέσω εδώ τι ενδέχεται  Να υποθέσουν άλλοι.   Το μόνο που με ανησυχεί  (καθόλου δε με ανησυχεί, αστειεύομαι)   Είναι που απ’ όσα έγραψα   Από εκεί μονάχα θα με νιώσουν.   Στίχος γνωστός, καβαφικός.   Και αξίωμα!..  Μα περισσότερο αντικλείδι για ν’ ανοίγουνε   Τα πιο ανοιχτά συρτάρια εξιχνιάζοντας   Φέρνοντας άνετα στο φως οι κρίνοντες   Τα φανερά.   Συνθήκες βίου προσωπικού,  Τους περιβάλλοντος,  της εποχής.   Πράξεις  και  Λόγια που έφυγαν   Μένουν για πάντα, ως φαίνεται·  να μας θυμίζουν.   Ποιες πράξεις απ’ τις τόσες άραγε.  ποια λόγια;   Το μόνο που μ’ ανησυχεί!..  Αλλά ίσως δεν αξίζει να καταβληθεί   Τόση φροντίς  και  τόσος κόπος να με μάθουν.   Δεν αστειεύομαι!..    [κι άλλες επιλογές  από τη συλλογή του Αντώνη Φωστιέρη ΠΟΛΥΤΙΜΗ ΛΗΘΗ 2003 συγκεντρωτική έκδοση ΠΟΙΗΣΗ 1970 – 2005, εκδόσεις ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ]

Παρασκευή, 28 Ιουνίου 2024

Κυριακή 23 Ιουνίου 2024

ΕΚΕΙ ΠΟΥ ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΕΧΕΙ ΜΑΤΙΑ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΓΝΕΦΟ ΦΩΝΗ…

 

(… τάχα τις νύχτες τι κάνουν τα πουλιά…  Παύλος  ή  τα πουλιά…)

Παρήχηση του λάμδα  και  του πι.  Τα κύτταρα τους 5  ή  6. 

Όχι μονάχα που περνούσε απ’ το πλευρό του Παύλου μια φτερούγα πόνου 

και  βογκούσε  κι ονομάτιζε με την ανάσταση των ημερών του

πείνα τα πουλιά,  με την ηχώ των καθαρών  κι αγαπημένων του πραγμάτων: 

πέτρα,  χέρι,  χόρτο  και νερό.

Αλλά προπάντων που ύστερα εισχωρούσε πιο βαθιά στην αίσθηση,  αλαφρύς, 

εκεί που το όνειρο έχει μάτια  και  το σύγνεφο φωνή, 

που καλαηδάει ως το πρωί το δένδρο, 

ή  το μικρό γαλάζιο ψάρι ανακλαδίζεται ήσυχο στα δροσερά σεντόνια, 

δίχως πυρετό  και  παραισθήσεις.

 

Εν τέλει  τι είναι τα πουλιά; 

 

Ρωτούσε.  Και θυμόταν μια αναδίπλωση του μαύρου σε λευκό,

τη βούληση του ανείδωτου θεού να πλουτίσει τα δωμάτια των δένδρων  με κάτι ακόμα που δεν θάτανε καρποί.

Γιατί όλα τα πουλιά δεν είναι πράσινο,

 γεννούνε,  αλλάζουν θέση  ή  μεταφέρουν τη ζωή με τα μικρά τους όργανα σ’ άλλον τομέα

κι η φωνή τους μια σειρά σταλαματιές μες στην ακοή.

 

Μλι, τίου –τιού, τιρ –λιρ, τιρ.

Τάχα τις νύχτες τι κάνουν τα πουλιά;

 

Διπλώνουν τα φτερούγια τους στο μάτι,

γιατί οσμίζονται έναν κίντυνο που υπάρχει πριν να κοιμηθούν,

κι όταν ξυπνήσουν,  να ο ψηλός προστάτης ο ήλιος,

έτσι βγαίνοντας από τα σπάραχνα του απέναντι βουνού. 

 

Σγόρτσαρα – σγόρτσαρα.

Και τι στολίδι, θεέ μου!..

Εγώ τυφλός και  μάτια μου έχω τα πουλιά.

 

Του το είπα!..  Παύλε, μην αγγίζεις με τα χέρια σου την κόψη της φτερούγας – πού ν’ ακούσει!.. 

Παύλε, στα μάτια η λάμψη του κακού, παραμονεύοντας μες  απ’ τα στίφη των κλαδιών,

ωστόσο μίλησέ τους,

πέτρα  χέρι  χόρτο  και  νερό,

θα κυματίσει  ως τη φωλιά τους η φωνή,

πουλιά  και  Παύλος μέσα στην ηχώ,

θα σκύψουν  θα συγκατανέψουν,  μα την άνοιξη πάλι θα γεννηθούν,

εκεί που ο θάνατος ταιριάζει σ’ όποιον σπέρνει δόκανα στο δάσος.

Παύλε, που κοιμάσαι ανάσκελα μέσα σε πύρινα βουνά,

πόσο είσαι διάφανος,  όταν ξυπνάς με μια ζεστή καταχνιά πουλιών στη τσέπη σου

και πορεύεσαι γυρεύοντας ολοένα ποτάμια,

 να δροσίσεις το πόδι σου,  καμένο στον πόλεμο.

 

Παύλε,  γητευτή των πουλιών.

Παρήχηση του λάμδα  και  του πι!..

 

 [ΠΑΥΛΟ  ή  ΤΑ ΠΟΥΛΙΑ   από τη συλλογή του Τάκη Σινόπουλου ΔΡΟΜΟΔΕΙΧΤΕΣ 1960 – 1980

και άλλες επιλογές με αντιγραφή και επικόλληση από τη  συγκεντρωτική έκδοση ΤΑΚΗΣ ΣΙΝΟΠΟΥΛΟΣ ΣΥΛΛΟΓΗ ΙΙ 1965 – 1980  εκδόσεις ΕΡΜΗΣ 1997] 

 

 


Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΚΑΙ ΤΟ ΠΟΥΛΙ

(από τη συλλογή του Τάκη Σινόπουλου ΔΡΟΜΟΔΕΙΧΤΕΣ 1960 - 1980)

Πίσω απ’ τον γήινο φράχτη, ανήσυχο βραδιάζει ένα βαθύ μάτι γυναίκας.  Και μέσα εκεί ουρανός,  φεγγάρι,  φύλλο,  μισοφέγγαρο,  καίγοντας με χρυσάφι μια άυπνη παρέα κλαδιά.

 

Αλλού σε μισοσκότεινη αίθουσα, η γυναίκα η άγνωστη στην αίσθηση,  κρατώντας την ομπρέλα μαύρη  για να προστατέψει το πουλί,  μνήμη και μάτι μυοσοτίδας.

 

Πουλί γλυκό. Να το πιστέψεις σ’ ό,τι σου λαλεί μέρα και νύχτα, Φιλομήλα κι ουρανό.  Λοιπόν γλυκιά γυναίκα, αρράγιστη,  κι όταν ακόμα σου φωνάζει απ’ το σκοτάδι του νερού, με το γαλάζιο του λαρύγγι μλι.

 

Ξάφνου σκιρτάει, ανέρχεται, χτενίζει με το ράμφος τα φτερά.

 

Και πάλι μάτια,  μάτια,  μάτια.   Μες στην ανάμνηση, στον ύπνο και ψηλά.  Καμπύλη σύμφωνη της ομορφιάς που νύχτσε κάπου κρυφά  και βιάζεται να φύγει.

 

Μονάχη!..

 

Η άγνωστη στην αίσθηση, φωνή και μάτι μυοσοτίδας.

 

Πουλιά,  πουλιά,  πουλιά!..  Περιστέρες  και  τρυγόνες.   Σπουργίτια  και κορυδαλλοί.   Κοτσύφια,  μπεγκανότα,  ορτύκια  και  φραγκόκοττες.  Και τρυποφράχτες.  Κι άλλα.

 

Ψηλά απ’ το γήινο φράχτη, ο άγραφος, μ’ ένα σγουρό της άνοιξης,  φεγγάρι,  φύλλο,  μισοφέγγαρο,  κλαδί,  ουρανός.  Κι απάνου η Φιλομήλα.

 

Νύχτα, στη γη του Πάσχα κείτομαι  και  με σκεπάζουν για να κοιμηθώ  φτερούγες  όνειρα  ή  πουλιά!..

 

Η ΑΝΑΠΑΥΣΗ ΤΗΣ ΕΛΕΝΗΣ

Εκείνα τα λουλούδια σου   που είπες

θ’ ανθίσουν κάποτε

θα βγούνε από τους άμμους.

Οι μέρες τώρα λάμπουν ακίνητες

Οι ένδοξες μέρες λάμπουν

Σωροί από κόκαλα   σωροί αλυσίδες

Είναι ένα φως   μαύρο χορτάρι πάνω από τη θάλασσα

Μαύρα πουλιά μετακομίζουνε τον ουρανό

Οι αρμοί του τρίζουν

Αυτό το ακόντιο στο παράθυρο   η ματωμένη ασπίδα

Λάμπει ο παλιός καιρός

Οι ένδοξες μέρες λάμπουν

κι εσύ   γοργόνα ζωντανή

που βάφει τα νύχια της από κούραση κόκκινα.

 

ΣΟΥΝΙΟ, ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ 1965

Η θάλασσα στον ήλιο της

Πάνω ψηλά πάνω στις πέτρες

Η θάλασσα γεμάτη ελάσματα

Στεφανωμένη φως υπέρτερη

Δόξα πολέμων και νεκρών

Η θάλασσα στο φοβερό μισόφωτο

Μαύρη μες στα μνημεία.

 

ΙΣΤΟΡΙΑ, 1951

Τη φιλούσα στο πρόσωπο παραμιλώντας

Απορούσα που δεν είχε φτερά

Θάρθει ο ήλιος σε λίγο της έλεγα

Με τον ήλιο θαρθούνε πουλιά

Μια Πέμπτη πολύ πρωί

Την άκουγα που κρύωνε

Σ’ εκείνο το παραθαλάσσιο καφενείο

Φωνές απ’ την επίγεια κίνηση – η ζωή

Αυτό το ανυπολόγιστο μηδέν

Θα φύγουμε – όλοι φεύγουν της έλεγα

Χελιδόνια του αέρα γυρισμένα σε τύψεις

Κι είναι ακόμη Πέμπτη πρωί

Τη φιλούσα στα χέρια

Τη φιλούσα στο πρόσωπο παραμιλώντας

Ο ίσκιος μου χανόταν στον ίσκιο της

Η θάλασσα κατάπινε όλο το τοπίο.

[από τη συλλογή του Τάκη Σινόπουλου ΔΡΟΜΟΔΕΙΧΤΕΣ 1960]

 

ΨΙΧΟΥΛΑ ΓΙΑ ΤΗ ΜΑΡΙΑ

(από τη συλλογή του Τάκη Σινόπουλου ΔΡΟΜΟΔΕΙΧΤΕΣ 1960 - 1980)

Νυχτώνει η νύχτα κάθεται στο κάθισμα

Και στ’ άλλο κάθισμα η Μαρία

Θάρθουν οι φίλοι σου απ’ τη φυλακή

Θάρθει ο φαντάρος απ’ το γήπεδο

Θα ψάχνει να σε βρει φωνάζοντα

Σκοτάδι το κορμί που σούλαχε

Το πρόσωπο σκοτάδι

Η νύχτα νύχτωσε παντού

Ο Γιάννης είναι αμίλητος

Ο Πέτρος είναι αμίλητος

Μονάχη περπατάς στην κάμαρα

Φέτος ο χρόνος είναι κάτασπρος

Το χιόνι έθαψε τα Χριστούγεννα

Στο τέλος ήρθε ένα χαρτί

που ο Γιάννης εσκοτώθηκε

που ο Πέτρος τον εσκότωσαν

Η νύχτα  -  νύχτα  η κάμαρη   το κάθισμα

Μήτε ο φαντάρος απ’ το γήπεδο

Μονάχη περπατάς στον ουρανό

μαύρη Μαρία.

 

ΜΙΚΡΟ ΦΟΡΤΗΓΟ ΝΕΚΡΟΤΑΦΕΙΟ

Μια μέρα ο ξάδερφός μου ο Γιάννης φωτογράφος τότε που πολέμαγα Κοζάνη – Λάρισα δεν έλεγε να σταματήσει μήνες η βροχή  και  στο ξενοδοχείο όπως ανέβηκα τη σκάλα τρίζοντας

 

μέσα απ’ τα χόρτα της αυλής

εβγήκε με τα νυχτικά του αξούριστος

ο ξάδερφός μου ο Γιάννης

 

ΤΑ ΦΩΤΑ ΤΩΝ ΠΕΡΙΣΤΕΡΙΩΝ

Ο χρόνος είχε φάει το μισό από μένα.  Ο άλλος μισός ετοιμαζόμουν να χωθώ στο λάκκο μου,  όταν άνοιξες με δύναμη την πόρτα.  Φύγε, σου φώναξα,  δεν έφυγες.  Και το κακό ξανάρχισε ανάμεσα στους τενεκέδες  και τα σκουπίδια της νύχτας,

 

Έτσι ανεβήκαμε σκαλί – σκαλί τον ουρανό, λαμπερή και μαύρη όπως ήσουν.  Πολλές φορές κιντύνεψα  να γκρεμιστώ μα μούριχνες ένα σκοινί λο ερχόσουν ύστερα να μου σφουγγίσεις ματωμένο το πρόσωπο.  Στο μεταξύ κοιμόμουν κι ωστόσο καταλάβαινα   η φωτιά από τις άλλες εποχές σιγά – σιγά με ροκάνιζε.

 

Την άλλη μέρα ήμουν νεκρός  ή  έτσι ονειρευόμουν.  Εσύ μιλούσες ήσυχα, μα το εσωτερικό της κάμαρας κι απάνω η στέγη είχε γιομίσει  αέρα  κι από τα φώτα των περιστεριών – αναρίθμητα φτερουγίσματα.

[από τη συλλογή του Τάκη Σινόπουλου ΔΡΟΜΟΔΕΙΧΤΕΣ 1960]

 

 

ΤΟ ΦΤΕΡΟ  

(από τη συλλογή του Τάκη Σινόπουλου ΔΡΟΜΟΔΕΙΧΤΕΣ 1960 - 1980)

Νύχτα συναντηθήκαμε στη γέφυρα του παγωμένου ποταμιού,  κι  αέρας το κορμί της έτρεμε,  νόμιζες τώρα θα πετάξει.

 

Είπανε να ιδωθούν την άλλη μέρα,  όμως εκείνος δε θυμόταν πια το μέρος που θα την περίμενε,  στη μισοφώτιστη εκκλησιά  ή  στο ξέφωτο,  στο δάσος.

 

Μες το μυαλό του μοναχά συλλογιζόταν ένα σκουπιδότοπο.  τ’ απόγευμα ψιλόβρεχε καθώς περπάταγε αποφεύγοντας τα ξύλα  και  τα σύρματα που ξεχαστήκανε απ’ τον πόλεμο.

 

Τώρα κοιμόταν.

Και είδε, πως εκείνο το οικόπεδο δεν υπήρχε πια, όλα είχανε μεταμορφωθεί, χτίστηκαν σπίτια με κήπους τριγύρω,  το πράσινο,  το μπλε,  τ’ άσπρο  και  το μενεξελί τρεμόσβηναν από τη σιγανή βροχή  κι  ήταν ο τόπος που είχε γεννηθεί  κι απ’ το παράθυρο ένας άνθρωπος με πολύ κόκκινο πουκάμισο.  δια χειρός του έδειχνε,  πέρα μακριά στη γέφυρα,  γειτονεύοντας με τον αέρα, ένα μικρό μαύρο φτερό,  ένα μικρό μαύρο σημάδι.

 

Κι εκεί, είπε,  θα ήταν ο θάνατός του !..

 

ΜΕΘΟΔΟΣ ΥΠΝΟΥ

Κάθε νύχτα αφήνω τη Μαρία να κοιμηθεί νωρίτερα από μένα.

Ύστερα το ζωντανό της κορμί, τόνα μέρος μισοφωτισμένο απ’ το φεγγάρι,

καταποντίζεται στις σκιές που αφήνει το κορμί μου,

μπαίνοντας ανάμεσα στα όνειρά της και το φεγγάρι.

[από τη συλλογή του Τάκη Σινόπουλου ΔΡΟΜΟΔΕΙΧΤΕΣ 1960]

 

ΚΑΘΕ ΦΟΡΑ ΠΟΥ ΘΑ ΠΕΡΑΣΕΙΣ ΤΟ ΠΟΤΑΜΙ, ΘΑΝΑΙ ΒΑΘΥΤΕΡΑ ΝΕΡΑ,  ΒΑΘΥΤΕΡΟ ΠΟΤΑΜΙ…

(… έτσι είπε ο Φίλιππος…)

Είχε ένα πρόσωπο γεμάτο από χαραματιές.   Οι πέτρες στην κάτω μεριά λοξά βουλιαγμένες,  φύτρωνε λίγο χορτάρι.   Εκείνο το απομεσήμερο ανεβήκαμε στη μάντρα.   Σκύβοντας απ’ το χαμηλό μπαλκόνι η Φωτεινή η ξαδέρφη μου,   κοίταζε τ’ άσπρα πόδια μου,   έλεγε στο Φίλιππο,   κοίταξε τα πουλιά μου,   στη Ρωξάνη.   Ήτανε πολλά περιστέρια πετρωμένα στον τοίχο του σπιτιού.   Τι κάνει ο κόπος σου;   είπε στον άγνωστο ο πατέρας.   Τι κάνει ο κόπος σου Ρωξάνη,  στο ποτάμι;   Ο ήλιος εχρύσωσε το σκούρο ποτάμι.   Ακούστε,  είπε ο Φίλιππος,  ενύχτωσε,  δε θα προλάβουμε τη γιορτή.   Το μονοπάτι σέρνονταν αθέατο ανάμεσα στις φτέρες.   Κάτω στην όχθη φορτώνανε το φορτηγό με τα πυροτεχνήματα,   λαχάνιαζε η μηχανή του στους άμμους.   Η νύχτα ελόξευε  κι έφευγε το ποτάμι   καθαρό   μακρινό   διπλωμένο τη σκοτεινιά   του μεγάλου θεού!..  [ΤΟ ΠΟΤΑΜΙ από τη συλλογή του Τάκη Σινόπουλου ΔΡΟΜΟΔΕΙΧΤΕΣ 1960 εδώ αντιγραφή και επικόλληση από τη συγκεντρωτική έκδοση: ΤΑΚΗΣ ΣΙΝΟΠΟΥΛΟΣ ΣΥΛΛΟΓΗ ΙΙ  1965 – 1980, εκδόσεις ΕΡΜΗΣ 1997 ]

Κυριακή, 23 Ιουνίου 2024

ΠΡΟΚΕΙΤΑΙ ΒΕΒΑΙΑ ΓΙΑ ΤΟ ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΣΥΧΝΟΤΗΣ

  (…δηλαδή το ρήμα   εμπίπρημι    τρία κορίτσια και η αλληγορία τους.…) Σερνικός βραχίονας τυλιγμένος στην οσφύ τους όπως τ’ απόγιομ...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ