Δευτέρα 11 Μαρτίου 2024

ΠΙΣΩ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ ΚΟΛΑΣΗ ΤΩΝ ΛΕΞΕΩΝ ΤΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ ΑΝΑΣΑΙΝΟΥΝ ΖΩΝΤΑΝΑ

 (… και το καθάριο τους νόημα καθρεφτίζει παντού μια φανταστική ευτυχία που ποτέ δε θα πυρποληθεί…)


Είμαι ένα ζώο εξόριστο απ’ τη φύση μου!..  Το κορμί μου σε περιέχει  μα το μυαλό μου σε απειλεί  σε συνεχίζει πέρα από το θάνατο…

 

Μόνος μετά από την καταστροφή μέσα στη σκοτεινιά του κόσμου  θυμήθηκα τις ανοιχτές παλάμες σου   αυτές τις μικρές κοιλάδες με τα φωτεινά κέρδη.

 

Χαμένος μες στα σύννεφα της κάμαρας μ’ ένοχες αναμνήσεις  κι  ανομήματα   περπατώντας τυφλός σε μια χώρα γιομάτη νυχτερινές φωταψίες   σπαράζω στο μαρτύριο του ουρανού   διψάω για πέτρες  και  νερά  και  πλήρη ανυπαρξία.

 

Εκείνην την σκαλίσανε οι κριτές   μ’ ένα άλογο κατάμαυρο στην αίθουσα  κι  εμένα μ’ έσυραν δεμένο με σκοινιά μέσα στην πολιτεία.   Την ώρα που το πλήθος μ’ έφτυνε   την είδα ν’ αγκαλιάζει με λαχτάρα τ’ άλογο.   Μες στα μαλλιά της σέρνονταν μια κατακόκκινη φωτιά από φίδια. 

 

Ωστόσο τις νύχτες οι καρποί της φέγγανε σα δυο φανάρια   που μακραίνουν συνεχώς μέσα στο στοιχειωμένο δάσος. 

 

Πίσω από την καθημερινή κόλαση των λέξεων τα πράγματα ανασαίνουν ζωντανά  και  το καθαρό τους νόημα καθρεφτίζει παντού μια φανταστική ευτυχία που ποτέ δεν θα πυρποληθεί!..

 

Όταν σκοτώνουμε τα φίδια στα χωράφια θ’ αλαλάζουμε όρθιοι  κι  ολόγυμνοι μπροστά στην αεικίνητη θάλασσα.

 

Αχ!..μουρμούρισε μου στ’ αυτί τ’ αμετάγνωτα  σφάλματά σου   τα δροσερά σου κατηφορίσματα σε ισκιερές βρωμιές   τώρα που κάτω απ’ τους γοφούς σου αργοκυλάει ένα ποτάμι πένθιμων νεκρών.

 

Ένα μικρό μαχαίρι  πάνω στο τραπέζι μας  κι  αστράφτει σαν κοιμισμένος άγγελος.

 

Το σπίτι μου!..  παλιά φανταστική νεκρόπολη με μια σειρά φανάρια στην αυλή για να τραγουδάει στον ίσκιο τους η κουκουνάρα  και  το θαλασσόχορτο του δάσους  ο οφθαλμός του ποταμιού το ρύγχος.

 

Τα έργα της νύχτας σε τούτο το σπίτι μοιάζουνε με κεριά   που καπνίζουν σ’ ένα δωμάτιο   όπου ψυχορραγούνε γέρικες αφηρημένες υπηρέτριες.

 

Εκεί κάτω απ’ το μάτι τ’ ουρανού  γύρεψα από τους αυστηρούς θεούς  να σου χαρίσουνε τον ύπνο μου   για να γίνεις καθαρότερη απ’ τη βροχή.   Όλη η συγκομιδή την άλλη μέρα θα ’τανε δική σου.

 

Μην αναποδογυρίζεις τα χρόνια σου γυρεύοντας μιαν ανεξερεύνητη νεότητα   όταν το αποψινό φεγγάρι  ξέρει τι νερά στερέψανε μες στην περήφανη ερημιά του στήθους σου!..

 

Να τεντωθεί το καλοκαίρι ως το Δεκέμβριο!..  Ύστερα ο ήλιος ν’ αλυσοδεθεί  στα δένδρα  απόψε που θα γίνει ο ετήσιος εορτασμός του αίματος  κι  ο ίσκιος  μου θα καίγεται σ’ αυτόν τον κολασμένο  κι ακατοίκητο ουρανό.

 

Οι λέξεις τότε μου ’σπασαν το στόμα  κι  όρμησαν απάνω της.   Έφυγε από την πόρτα γρήγορα  κι η στερνή της κίνηση ήταν η νύχτα ανάμεσα σε μια σειρά κεφάλια.

 

Αργά πολύ αργά το θυμηθήκατε πως πίσω από το κρέας μου  κι  από τα κόκαλά μου υπάρχει ένα αγαθό ποτάμι όπου μπορεί κανείς πρώτα να ξεδιψάσει  κι  ύστερα να πλυθεί.

 

Τα σώματά μας είναι μαύρα μέσα στη σιωπή.   Κινούνται συνεχώς κι αντιφάσκουν!..

 [ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΤΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ   από τη συλλογή του Τάκη Σινόπουλου ΤΟ ΑΣΜΑ ΤΗΣ ΙΩΑΝΝΑΣ και του ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ 1961 –

και άλλες επιλογές με αντιγραφή και επικόλληση από τη  συγκεντρωτική έκδοση ΤΑΚΗΣ ΣΙΝΟΠΟΥΛΟΣ ΣΥΛΛΟΓΗ Ι  1951 - 1964 εκδόσεις ΕΡΜΗΣ] 

 

 


Η ΜΟΝΑΞΙΑ ΤΗΣ ΜΑΝΑΣ

(από τη συλλογή του Τάκη Σινόπουλου ΤΟ ΑΣΜΑ ΤΗΣ ΙΩΑΝΝΑΣ  και του ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ 1961)

Υπάρχει ένας παράξενος βυθός για μένα.  Από καιρό

κοιμούμαι στο ενδιάμεσο θανάτου και πραγμάτων

κι ό,τι δικό μου έχω είναι το δικαίωμα να ονειρεύομαι

εκείνο που είχα κάποτε.   Κυρίως μιλώ

για τις μικρές χαρούμενες φωνές στο πάνω πάτωμα

για κείνο το ιδιαίτερο λύγισμα του κλαδιού

στο φράχτη με το φως για το πουλί

που γίνεται άνοιξη  και  μοιάζει  να’ ναι

μέσα στ’ απόντα πράγματα μια άξαφνη παρουσία.

Μιλώ για μένα.  Και  για σας.  Και  τούτο να το μάθει

η Ιωάννα η χελιδών με τα σκιόφωτα στην κίνηση

με το κορμί φωτιά που απομακρύνεται

αφού δεν άκουσε  αφού θ’ ακούσει κάποτε τον ήχο

της ερημιάς στο σπίτι αυτό κοιτάζοντας

στον τοίχο το νεκρό παιδί στο λάκκο εμένα

και τώρα πια δεν έχω πρόσωπο  και δεν υπάρχω

μέσα σ’ εκείνο που έχτισα  και χτίζω ακόμη.

 

Εδώ στο σπίτι η μυρουδιά του ξύλου που αύριο θα καεί.

Η πέτρα που αύριο θα δαγκώσει το ξερό μου κόκαλο.

Πες μου λοιπόν τι περιμένεις

πίσω από τα’ άσπρο σου σεντόνι με τα μάτια ακίνητα

άντρα μου αλλοτινέ σαράντα χρόνια πεθαμένε βασιλιά;

 

ΤΑ ΤΕΤΡΑΔΙΑ ΤΗΣ ΙΩΑΝΝΑΣ

Συ μόνος υπάρχων.

Συ μόνος απών.

 

Απόψε ο δαίμονας θα κόψει τα φτερά του αρχάγγελου.   Κι εγώ γυμνή  γυρεύοντας από τη νύχτα ένα παιδί  

ένα παιδί οπωσδήποτε   έστω κι αν είναι κάτασπρο ξερό σαν κιμωλία.

 

Εκείνο που με παραδίνει ανυπεράσπιστη στον Κωνσταντίνο είναι ένα παρελθόν μ’ αίματα  και  μύθους.

 

Τις Κυριακές η μάνα μου μ’ ένα άσπρο φόρεμα σαν τα δημόσια δένδρα ασβεστωμένα ως το λαιμό.

 

Πένθιμε σύντροφέ μου  αιχμάλωτε της δίψας μου.  Βύθισε ακόμη μια φορά την ανεξάντλητη παρθενιά σου μέσα στο βαθύ στημόνι του έρωτα.  Εκεί θα βρεις απόψε ένα καινούργιο κόμπο από χρησμούς!..

 

Τα πόδια μου είναι στο ποτάμι ακόμα!..

 

Πέτρες της μοναξιάς μου  νύχτες κάτασπρες  ελάχιστες του βίου προνομιούχες.

 

Όσο μιλούσε με το γείτονα το μούτρο ήτανε φριχτό σαν απανθρακωμένη κάμαρα.  Η νύχτα έπεσε μονομιάς μες το γυαλί της λάμπας.

 

Χόρευα πάντα χόρευα.  Κι ήμουν ολότελα γυμνή  σα μια σταγόνα φωτιάς.  Εκείνος έκλαιγε βουτηγμένος στο μελάνι.

 

Άσε λοιπόν τα χέρια σου να κοιμηθούνε μες στα χέρια μου  πώς κοιμάται η πείνα μέσα στο ψωμί την ώρα τούτη που με κατακλύζουνε αναρίθμητες εικόνες λησμονιάς.

 

Έπεφτε μες στον ύπνο σαν νεκρός. Εγώ αγρυπνώντας ήμουν το φέρετρό του!..

 

Άντρα μου τα λουλούδια σου  τα φύλαξα στη σκοτεινιά  τα πότισα αίμα.  Θεριέψανε παράξενα φαρμάκωσαν το σπίτι  και  τις κάμαρες  και  τώρα μοιάζουν με το θάνατο που ακούγεται παντού όπως το απομεσήμερο στο τζάμι η καλοταγισμένη μύγα.

 

Όσο κρατάει το φως μόλις προφταίνουμε να κοιταχτούμε.  Ύστερα η νύχτα σκηνοθετεί αληθινούς βιασμούς.

 

Πρέπει να ξεφλουδίσω τις αισθήσεις μου  προτού η φωτιά σπαράξει φλούδες και πυρήνες.

 

Δε λέω για τα συνηθισμένα φονικά.  Μιλάω για κείνα που στεριώνουν μέσα μας με τον καιρό  και  κρατάνε την ψυχή σαν κίονες.

 

Ένας ήλιος που πέφτει απάνω στο μυαλό την ώρα που σκέφτεται  απανθρακώνει  και  το μυαλό  και  τη σκέψη.

 

Αν θα μπορέσεις να γίνεις γέφυρα ανάμεσα στη μοναξιά μου και τη νύχτα μου  θα βάλω ένα λουλούδι ολόδροσο μες στον κομμένο σου λαιμό.

 

Πρέπει να βγάλω το χέρι μου που ’ναι μαγκωμένο στην πόρτα.  Πρέπει να το βγάλω οπωσδήποτε  κι  αν ακόμη σπάσουνε τα δάχτυλά μου.

 

Πρέπει να φύγω!..

 

Συ μόνος υπάρχων.   Συ μόνος απών!..

 

Ιδού εγώ που μαινομένη στρέφομαι εναντίον του θανάτου με το θάνατο παλεύοντας τώρα που θα ηττηθώ.

 [από τη συλλογή του Τάκη Σινόπουλου ΤΟ ΑΣΜΑ ΤΗΣ ΙΩΑΝΝΑΣ και του ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ 1961)

 

Η ΔΟΚΙΜΑΣΙΑ ΤΗΣ ΝΥΧΤΑΣ

(από τη συλλογή του Τάκη Σινόπουλου ΤΟ ΑΣΜΑ ΤΗΣ ΙΩΑΝΝΑΣ και του ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ 1961)

Ένα ίσιο κομμάτι της νύχτας ανοιχτό από παντού.  Στο βάθος το σπίτι.  Δυο καθίσματα το ’να αντίκρυ στο άλλο.  Νύχτα.  Η Ιωάννα  κι  ο Κωνσταντίνος μπαίνουν και κάθονται.  Τους φωτίζει ο προβολέας.  Ύστερα ο προβολέας στρίβει απάνω  και  δείχνει  τα σώματά ους που κοιμούνται στην κάμαρα.  Ο προβολέας στρίβει ξανά κάτω  και  φωτίζει το πρόσωπο του Κωνσταντίνου με αυξανόμενη ένταση  ώσπου γίνεται άσπρο ξερό σαν από γύψο.  Το πρόσωπο της Ιωάννας μένει ως το τέλος βυθισμένο στο σκοτάδι.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ:  Με σένα θα παλέψω  ή  με τη νύχτα;

ΙΩΑΝΝΑ:  Και με τα δυο

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ:  Τη μέρα πλενόμαστε  τη νύχτα κοιμόμαστε.

ΙΩΑΝΝΑ:  Καβαλάμε τη ράχη της νύχτας  και τα πόδια μας κλοτσάνε την άσπρη της κοιλιά.  Νύχτα γιομάτη ξερά μυστικά τσιρίζοντας  μέσα στην τρύπια σακούλα αγριεύοντας όταν πιάνεις  και  την ανακατώνεις σαν τον άρρωστο που σκαλίζει ανόρεχτος το φαγητό του.

ΚΩΣΝΤΑΝΤΙΝΟΣ:  Η νύχτα δαγκώνει το κεφάλι μου  η σιωπή με τρελαίνει.  Πελώρια πολιτεία του σκοταδιού απάνω στο βαθύ κανάλι του ύπνου. αγαπώ το μαύρο κακό την κακή πράξη την ανάστατη συνείδηση.  Μιλάω σε τόπον ακατάλληλο για ακατάλληλα πράγματα γυρεύοντας  μες στον καρπό την κατοικία του σκούληκα.  Το έλεος τι χρειάζεται;  Κυρά είσαι η νύχτα!..

ΙΩΑΝΝΑ:  Έτσι που μπήκε το σκοτάδι μέσα μου  έτσι που μαύρισα ως το κόκαλο  είμαι στ’ αλήθεια η νύχτα. Μια γούρνα σκοτεινή όπου σκύβεις και πίνεις ό,τι σκέφτομαι  κι  αισθάνομαι την περηφάνια μου  και  την κακομοιριά μου το νερό μου  και  το φαρμάκι μου.  Μονάχη  κι  έρημη σ’ ένα κορμί που πάλιωσε ακούγοντας μεσ’ απ’ τα κόκαλα να δαιμονίζεται το σκλαβωμένο μου αίμα.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ:  Νύχτα φυλάξου από το δόκανο  φυλάξου απ’ την παγίδα. Είπανε πως ο κοιμισμένος είναι ο ερευνητής ενός αγνώστου τόπου.  Όμως τον ύπνο δεν τον αγοράζεις  μήτε τον πουλάς  κι  αλίμονο σε κείνονε  που θα το θυμηθεί σ’ ώραν αμφίβολη που τα ταμεία της νύχτας κλείσανε  κι  ο καταστηματάρχης πήγε να βοσκήσει την ανθρώπινη απόγνωση ανάμεσα στην αγκαλιά  και  τη μύξα.  Κρυώνω.  Είναι φθινόπωρο  κι  οι καρποί βουλιάζουν στα δένδρα  πώς βουλιάζει η καλή πράξη μέσα στην κακιά πράξη.

ΙΩΑΝΝΑ:  Έμπα τώρα στο δάσος.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ:  Τα δάση αγριεύουν όταν τα σπρώχνεις πέρα για να κοιμηθείς.  Κακό στρωσίδι κάνεις δίπλα σ’ ένα δένδρο που τρελαίνεται βυζαίνοντας από τον ουρανό σκοτάδι.  Λοιπόν θα σου μιλήσω απόψε με τα παραμύθια μου που είναι πικρά σαν τα όνειρα του κλέφτη  του σακάτη  και  του παλαβού.

ΙΩΑΝΝΑ:  Άντρα μου γυμνοσάλιαγκα που νιώθεις σιγουριά μονάχα με το σάλιο σου.
[ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ στη σελ. 296 της συγκεντρωτικής έκδοσης  ΤΑΚΗΣ ΣΙΝΟΠΟΥΛΟΣ ΣΥΛΛΟΓΗ Ι  1951 – 1964,  εκδόσεις ΕΡΜΗΣ α976]

 

ΤΟ ΣΠΑΣΜΕΝΟ ΚΟΚΑΛΟ

Εκείνο που ελπίζω να εννοήσετε από μένα δεν είναι η εξιστόρηση του γεγονότος.

 Με νοιάζει πιο πολύ η ουσία  η ιδιαίτερη που κρύβεται στο γεγονός ανάμεσα  όπως το αλάτι στο νερό της θάλασσας  ή  μέσα στις οικοδομές το φως.  Την ώρα εκείνη φυσικά φως δεν υπήρχε.  Περπατούσαμε.  Κι η μάνα ήταν σχεδόν τυφλή.  Πάντα παραπονιόταν πως δεν έβλεπε τη νύχτα.  Της χρησίμευαν έτσι πολύ συχνά τα μάτια μου συχνά κρατιόταν πάνω μου  για να ’χει σιγουριά στο βάδισμα. Όμως το βράδυ εκείνο που γυρίζαμε  κρατιότανε πάρα πού  περσότερο ίσως απ’ την άφωνη σύμβαση των σωμάτων μας.  Με κούραζε.  Τότε τη έσπρωξα!.  Όμως την έσπρωξα;  Ίσως  χαλάρωσα κάπως απότομα το χέρι μου απ’ το σφίξιμο.  ίσως το χέρι της εγύρεψε να στηριχθεί πιο στέρεα κάπου αλλού.  Ίσως την άφησα χωρίς κανένα στήριγμα.  Δεν ξέρω αν έφταιξε μονάχα αυτό.  Ίσως απαίτηση της νύχτας ήταν να ξεφύγω από τα χνώτα της που ερχότανε πάνω στα μούτρα μου.  Ήμουν γεμάτη από συμπάθεια για τη μάνα το τονίζω αυτό.  Μα το κορμί της είχε την ιδιαίτερη οσμή των παλιών γυναικών με τ’ ακίνητα κύτταρα που βασανίζονται από αόριστες παθήσεις.  Ίσως αυτά που ανιστορώ να ’ναι γεννήματα ενός μυαλού που βρίσκεται σε ταραχή  και  να μην αληθεύει τίποτα.  Μονάχα να την έσπρωξα.  Όπως ξυπνάς ένα πρωί  και  σ’ ενοχλεί η γαλήνη γύρω σου κάνεις μια κίνηση θέλω να ειπώ  και  δε φαντάζεσαι πως κάποιος πέφτει από το τρίτο πάτωμα.  Ύστερα ακούγεται η κραυγή.

Το ξέρω δεν την έσπρωξα.  Τουλάχιστο δεν έβαλα τη δύναμή μου  αντίμαχη με τη δική της δύναμη.  Ίσως το χέρι μου κουράστηκε.  Όμως δεν άφησα πάρα πολύ το σώμα της να φύγει από το στήριγμα.   Μπορεί και να ΄τανε δική της θέληση να κρατηθεί πιο λίγο απ’ ό,τι εγώ λογάριασα.  με κοίταξε.  Ο λάκκος πρόσμενε.  Κι η πέτρα κάτω κοφτερή.  Δεν πρόσεξα.  Νόμιζα εξαφορμής  η νύχτα πως συνεχιζόταν το χορτάρι.  Κι έτσι συνέβηκε το γεγονός.  Το πέσιμο ήταν σιγανό.   Σχεδόν δεν ήταν πέσιμο.  Όμως τα κόκαλα από φύση τους είναι ξερά.  Κι η πέτρα εχθρεύεται  το κόκαλο που μέσα στη ζεστή φωλιά του σώματος ξέχασε την καταγωγή του.  Ίσως εκείνη τη στιγμή σκεφτόμουν άλλα.  Ίσως ήταν μια νόμιμη άμυνα μπροστά σε τούτη την οσμή τόσο φριχτή καμιά φορά του ανθρώπινου ιδρώτα.  μα τη φωνή την άκουσα.  Κι απόρησα.  Δεν ήξερα πόσο είναι το κορμί μας ψεύτικο σα θα γεράσει.  Πόνεσα.  Κι αυτό είναι σίγουρο.  Η κραυγή της μάνας μ’ έσφαξε.  Και μόνο όταν την άδραξα γοργά να τη σηκώσω  τότε το είδα  πως το κόκαλο τσακίστηκε στα δυο!..  Στο σπίτι ο Κωνσταντίνος είπε μόνο  μάνα  τρέχοντας!..  μα σίγουρα κατάλαβε λιγότερα απ’ τη μάνα του…

 

Αυτή είχε πια γευτεί τη γοητεία από το σκοτεινό πέρασμα!..

[αποσπάσματα από τη συλλογή του Τάκη Σινόπουλου ΤΟ ΑΣΜΑ ΤΗΣ ΙΩΑΝΝΑΣ και του ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ 1961]

 

ΧΟΡΟΣ ΓΕΙΤΟΝΩΝ

(από τη συλλογή του Τάκη Σινόπουλου ΤΟ ΑΣΜΑ ΤΗΣ ΙΩΑΝΝΑΣ και του ΚΩΣΤΑΝΤΙΝΟΥ 1961 )

Ανοίξτε τώρα το σπίτι.  Ανάψτε το φως

για να ’μπει ο αναμενόμενος.

Από μακριά μονάχος του έρχεται.

Είναι κρύα - κρύα τα χέρια του.

Είναι ήσυχος – ήσυχος.

Είναι αμίλητος πολύ.

Εμείς όλοι τον ξέρουμε.

Τον είδαμε κι άλλες φορές.

Πρώτα μαυρίζουν τα μάτια.

Ύστερα η ακοή δεν ακούει.

Ύστερα δεν πιάνει η αφή

Κάθε φωνή πηγαίνει μέσα.

Μήτε γνωρίζει το μυαλό.

Τότε μπαίνει ο αναμενόμενος

από την πόρτα.

 

Ανάψτε τώρα το φως!..

 

Η ΚΑΡΑΤΟΜΗΣΗ

Όταν ζυγώνω εκείνο το σπασμένο κυπαρίσσι τάχα

θα ιδώ του μαχαιριού τη λάμψη;  Τριανταπέντε με σαράντα βήματα.

Σαράντα βήματα ακριβώς ως το άξαφνο σταμάτημα του τύμπανου.

Και τότε το βαρύ κεφάλι του άντρα μου θα πέσει

πάνω στις πέτρες μπερδεμένο με το φως.  Ψηλά

θα μείνει το κορμί στο πρόχειρο σανίδωμα

που θα μουσκέψει αργά με το αίμα.  Ένα κλαδί

πάνω στο πρόσωπο σαλεύοντας το φως θα σβήσει από τα μάτια.

Πήδα κεφάλι κόκκινο

μαύρο κεφάλι σκίρτα.

Σύρε να βρεις τη λάσπη στο χαντάκι.  Εγώ

την πρόσταξα την καρατόμηση.  Κι όταν θα φτάσω στο

ποτάμι  εκεί θα σκίσω τα φορέματα

και θα ριχτώ γυμνή μες το νερό

να πλύνω τρέμουσα κι αυτόν το φόνο!..

 

 

ΜΟΝΑΧΟΣ ΤΩΡΑ ΜΕ ΤΗ ΣΥΛΛΟΓΗ ΣΤΟ ΜΕΛΑΝΟ ΣΗΜΕΙΟ ΟΠΟΥ ΚΙΝΕΙΤΑΙ ΜΙΑ ΕΙΚΟΝΑ ΔΙΨΑΣΜΕΝΟ ΦΩΣ…

(… σε τούτο το συννεφιασμένο ερημητήριο ακούγοντας φτερούγες στον αιθέρα  οι προπατορικές βροχές χωράφια και χαμόσπιτα να ζώνουν από την οσφύ…… )

Μονάχος πορτοφύλακας σπιτιού επικίνδυνου   της σάρκας τυραννούμενος  και  του ονείρου της σάρκας   μες στην αιφνίδια αύξηση του οράματος   ο συμπαγής της σκοτεινιάς μου Κωνσταντίνος ονομάζομαι   χαμένος σε θαμπές φωνές   ετούτη τη βαθιά   γυναίκα την αγάπησα.    Στο πάνω πάτωμα ο Σταύρος.   Κι εκεί την έσυρα  η μάνα μου άκουγε  τότε έσβησε το φως  ωραία να θρέψει η σάρκα της μια ακόρεστη υψικάμινο.   Κι οι σκοτεινοί γοφοί της βλάσταιναν   απόμεινε ένα φαγωμένο κόκαλο  καθώς  την έγδυνα  από φλούδες δυσανάγνωστες.   Εφύσαγε ο άνεμος τη νύχτα της 10ης Σεπτεμβρίου όλη πυρόχρωμη ήτανε   σαν τώρα να γεννήθηκε απ’ τα σπάραχνα της γης.   Κι όταν ο γείτονας   τότε έσφιξα την αλυσίδα γύρω στο λαιμό με δύναμη   την έσφιξα  έσπασε ο χαλκάς  με χτύπησε   στο πρόσωπο να το σημάδι ακόμα κόκκινο.   Έτσι έφτασα στον ίσκιο του μηδέν.   Κι εκείνη φεύγοντας  στη διφορούμενη ώρα ένα πουλί  για ν’ ανασάνει απλοχωριά θανάτου η χελιδών.   Δεν ήταν πάντα νύχτα το κορμί της κάποτε   γινόταν δάσος ποταμός διχάλα ποταμού.   Κάποτε μέσα από τη μυστική του θύρα σταφυλές  σαλεύανε βαθιά σε βασιλείες άγνωστων αμπελώνων.   Αυλάκια με φωνές  λόγια που φέγγανε  χρόνια με την ακοή   μισοφώτιστες διασταυρώσεις του αίματος με τη σκοτεινιά   ή  ανάμεσα στις όχτες των γονάτων μου ανατέλλοντας   η θύελλα των μαλλιών αθέριστη   μαύρη με χόρτα  και  πυγολαμπίδες ήτανε   του ήλιου ο παράξενος καιρός  και το κεφάλι μεθυσμένο πίσω ζωντανά   τα χείλη παίζοντας με της αυγής τα φύλλα  και  χρυσάφι η μέρα το νερό γυρεύοντας   αμίλητο τη ρίζα σίγουρο  και  το πουλί  στο φράχτη του  άφθαρτο  ουρανός  και  μνήμη.   Έφτανε η νύχτα τότε   σκοτάδια κατακόκκινα  φιλιά  η ανάσα καίγοντας   το χέρι καίγοντας   και  το κορμί  ή  άξαφνα χόρευε  κι  η λάμπα τα σφυρά της λούζοντας  κι  η κάμαρη   μαύρο τοπίο αλλοτινό κινούμενο του αέρα.   Σπίτι μου πένθιμο  παράθυρα της ερημιάς  νεκροταφεία.   Δένδρα γελοία φαντάσματα μιας βλάστησης αφάνταστης.   Φωλιές του χρόνου  σκουπιδότοποι  καθίσματα  και  χώματα   σ’ αυτό το πνιγερό παζάρι των συμβιβασμών   των πτώσεων και  των θριάμβων.   Κι εγώ ένας αλαζών αιχμάλωτος  απάνου στον πικρό χάρτη της νύχτας   εδώ που φτάνει  η ακανόνιστη τελείωση  κομμάτια εικόνες  ράκη από φωνές.   Ανάμεσα   χώρου  κι  ονείρου η σιγανή βροχή λοξεύοντας  ή το  καράβι του ραγισμένου φεγγαριού το βήμα του καιρού   μες στο φεγγάρι θόρυβοι   που πια δε θ’ ακουστούν ποτέ   πεδιάδα του Μαρτίου τάχα θα σε συναντήσω μέσα στα νεκρά σου σύννεφα  κι  εσένα τάχα με στη δίψα  ακατοίκητο ξερό ποτάμι;   Αθέατη φλόγα με τι μάχομαι;  γιατί μιλώ τόσο πολύ  κι  εκμηδενίζω αυτούς που βιάστηκαν για το κακό  και  φύγανε;   Τώρα το σπίτι ταξιδεύει σε φανταστική χαράδρα.   Πέτρες  εκατομμύρια πέτρες σε σωρούς  και  το κουφάρι  της υπηρέτριας ανεβαίνοντας τοκ-  τοκ   την κούφια σκάλα  και  το μάτι αυτό   μέσα στη νύχτα αστραφτερό  καθώς το μάτι του πουλιού   κάτω απ’ τη γέφυρα  κι  ο σκύλος υλακώντας τρέχοντας εκεί.   Νεκροί μο ανεμοδείχτες ευρετήρια του θανάτου  η μάνα μου αράχνη  η βασιλεύουσα πριονισμένη απ’ τον πολύ καιρό  ανεξερεύνητη η γυναίκα μου στο ακέραιο μεσημέρι της   το δροσερό παιδί μου αυθεντικό  κι ατάραχο η ανάσα του ένας μικρός κούφιος θόρυβος.  Αγγίζουν όλοι τους  τον τοίχο κάτω από το φως.   Κι εγώ ένα σκοτεινός υπάλληλος του αίματός μου   της σάρκας τυραννούμενος  και  του κανόνα της σάρκας   τώρα αγγίζοντας με βλέμμα συνεχές   γύρω τα δένδρα θερισμένα   θερισμένους καρπούς  άχρηστα χέρια   σάπια νερά!..     [Η ΦΩΝΗ ΤΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ  από τη συλλογή του Τάκη Σινόπουλου ΤΟ ΑΣΜΑ ΤΗΣ ΙΩΑΝΝΑΣ και του ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ 1961 εδώ αντιγραφή και επικόλληση από τη συγκεντρωτική έκδοση: ΤΑΚΗΣ ΣΙΝΟΠΟΥΛΟΣ ΣΥΛΛΟΓΗ Ι  1951 – 1964, εκδόσεις ΕΡΜΗΣ 1976]

Δευτέρα, 11 Μαρτίου 2024

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΠΑΝΤΑ Σ’ ΟΛΟ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΤΡΑΓΟΥΔΟΥΣΑΜΕ…

  (…χωρίς ποτέ κανείς να μας ακούει…) («Γιατί σωπαίνουν τα κοχύλια; Γιατί δεν τραγουδούνε τα παιδιά; Τα ζώα τ’ αφανίσαμε και τα φυ...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ