(… γεμάτη από θροΐσματα ευλαβικών ψιθύρων …)
αφού καμιά φωνή ούτε γλώσσα δεν
γίνεται
να συλλαβίσει της απουσίας σου την αλγεινή εγκατάλειψη,
έτσι που ολόκληρο το πάθος μου να
ξεχειλίζει,
ξεσπώντας μάταια, και να
τινάζεται ψηλά
κι όπως ηφαίστειο να κατακαίει τις ίδιες τις πλαγιές του.
Της γης λιθάρια ταπεινά
κι εσείς του στερεώματος απέριττα
κεντίδια, πείτε μου
αυτή η μοναξιά είναι του κόσμου
τούτου·
κι οι κρότοι αυτοί που ακούγονται τις
ώρες της απόγνωσης
λες
και μ’ επιτιμούνε, πείτε μου,
αλίμονο, φτερά τάχα να είναι ή
ξίφη;
Πάθος χωρίς αποδέκτη, έρημη ορμή,
καθώς βουή νερών που σπάζουν κι ακούς,
πλωτός, κύματα αιλουροειδή να πεινούν για ναυάγια
ενώ αδιάφορο το πλοίο κι
άτρωτο ταξιδεύει, τότε
σε νιώθω σαρδόνια να καγχάζεις,
να λες πως είσαι αυτός που μάκρυνε
προτού γευτώ
ό,τι
κι αν αγαπούσα
ώστε να είμαι ο ίδιος εραστής μα
και αγαπημένος·
ό,τι κι αν λάτρεψα είμ’ εγώ, κι όλα
εσύ,
άγνωστε αέρα που σ’ αγγίζω επιτέλους
με αυτιά ιερόσυλα,
μια
και κανένα δεν με παγιδεύει
πια σώμα ή
πεπρωμένο!..
[εισαγωγικό απόσπασμα από τη συλλογή του Στρατή Πασχάλη ΜΙΧΑΗΛ 1996
κι άλλες επιλογές απ’ αυτή τη συλλογή
αντιγραφή και επικόλληση από το
συγκεντρωτικό τόμο: ΣΤΡΑΤΗΣ ΠΑΣΧΑΛΗΣ ΟΙ ΣΤΙΧΟΙ ΕΝΟΣ ΑΛΛΟΥ Ποιήματα 1977 – 2013,
εκδόσεις Μεταίχμιο]
ΣΩΜΑΤΑ
ΕΞΟΣΤΡΑΚΙΣΜΕΝΑ ΚΙ ΑΦΥΛΕΣ ΗΔΟΝΕΣ…
(αποσπάσματα από τη
συλλογή του Στρατή Πασχάλη ΜΙΧΑΗΛ 1996)
… την ώρα που μες στο φως η πέτρα εξαϋλώνεται
και το πιο ταπεινό χάμω λάμπει αμύθητο.
κάτι διάχυτο παντού θαμπώνει
μάτια γαλήνης που αφηνίασε
σ’ αυτό το τοπίο των παράταιρων δένδρων, το χωρίς πατρίδα,
όπου η θάλασσα με τη λαχτάρα της για τα βράχια
πέφτει και κομματιάζεται δίχως πόνο ή
κραυγή
απομένοντας άτμητη·
δεν είναι αυτό ζωή
που γύρω μου ξετυλίγεις,
θάνατος είναι ολόχρυσος,
καθώς με σπρώχνεις
τις μνήμες ν’ απεκδυθώ
και γυμνός απ’ τα πάθη,
αλλ’ ωστόσο θλιμμένος πικρά ως την έκσταση,
χλοερές να τρεμίσω ψυχές,
να φιλήσω παράφορα πέτρες
και στα βάθη ουρανού και νερών να χαθώ,
μια σπιλιάδα, ενώ γύρω
απόκρημνες οι νησίδες
αυστηρά θα εικονίζουν στοιχειά που αιώνια φοβήθηκα.
Ποιος λοιπόν είσαι εσύ
κι αναδεύεις τις κρυφές μου
πτυχές;
Όπου κι αν είμαι ακολουθείς
κι ακούω πίσω μου να ηχούν
μετάλλινα σανδάλια.
Τι άλλο θες; Κατάλαβα
ότι τα πάντα είναι κανείς
κι ο κόσμος ψάχνει ατέλειωτα το φάντασμά του.
Πώς ξάφνου παίρνει όψη
το κενό και φανερώνεται
άγγελος.
όπως αχτίδα που τον
αέρα κάποτε διαπερνά με φως
κι ορατές στο άδειο μυριάδες λαμπυρίδες ακόνης στροβιλίζονται
απότομα - ένα σύμπαν
τάγματα φτερωτά, που
άναυδοι παρατηρούμε εμείς να σχηματίζονται,
καρπός άυλης συνουσίας,
κι ούτε πια λόγια να υπάρχουν για μια φανέρωση όπως αυτή,
που μετέωρη στέκει μέσα στη μαύρη κάμαρη μ’ απόχρωση
γαλάζιου,
κι ούτε εικόνα πια
ή μορφή ν’ αντέχει άλλο
τέτοια εξομολόγηση.
Ω ΕΡΗΜΙΑ ΜΕ
ΦΟΙΝΙΚΙΕΣ ΚΙ ΕΡΕΙΠΙΑ
(… πόσο τέλεια
εικονίζεις την ωραία καταστροφή, εδώ που
δεν υπάρχει μνήμη…)
ρέμβη μόνο υπάρχει
- πέτρα κομματιασμένη
αγέρωχα να υψώνει τη συντριβή της
και πάνω της ψηλά να φτερουγίζει εκείνος
κι ό,τι ανθρώπινο απάνθρωπα να διώκει·
αιμοσταγή χαλάσματα στα βάθη βασιλεύουν,
με τον ίδιο πάντοτε οίστρο που καταυγάζει τα δειλινά
όπως κι αν δύουν οι Εσπερίδες.
Τι κατακόκκινα φτερά
και τι γαλάζια νέφη
απόψε ξεδιπλώνει ο νους -
ο ουρανός που μέθυσε
και φανερώνει τ’ Αποκεί
σέρνοντας την αυλαία.
Θέλει μια νάρκωση βαθιά,
μια ύπνωση γενναία,
να δεις τούτα τα χρώματα
που μόνο απόλυτα η ψυχή μπορεί να τα κοιτάζει.
Βράδυ ωμό, χωρίς καρδιά, μόνο με οράματα.
Γιατί να μοιάζουν οι πνοές προμήνυμα ολέθρου
που μονομιάς θα καταπιεί ό,τι αγαπούν τα μάτια
και νέο νόημα αιφνίδια θα χαρίσει
στην κρυφή της καρδιάς ουτοπία.
κι έτσι το χρέος της να το ’χει κάνει η ομορφιά στο ακέραιο
και να μην ωφελούν για πυξίδα οι αισθήσεις
[από τη συλλογή του Στρατή Πασχάλη ΜΙΧΑΛ 1996]
ΕΙΣΑΙ ΤΟ ΠΥΡΙΝΟ ΣΠΑΘΙ
ΠΟΥ ΕΞΑΓΝΙΖΕΙ, ΑΝΑΙΜΑΚΤΑ, ΠΑΘΗ
ΚΑΙ ΑΜΑΡΤΙΕΣ…
(από τη συλλογή του
Στρατή Πασχάλη ΜΙΧΑΗΛ 1996)
κι ο Έρωτας απρόβλεπτος
και θαυμαστός, αγαπημένη ενότητα
όλων των μαρτυρίων,
ορμή χαράς και
τρόμων η φλόγινη ρομφαία σου
που, ενώ δεν είδαμε
ποτέ, ανακαλούμε
να βγαίνει από τα έγκατα συννεφιασμένου δειλινού
σ’ αυτήν εδώ την εποχή που ’χει ρημάξει.
Ω σώμα,, τ’ ουρανού
η αντεκδίκηση,
θραύσμα φωτιάς με βιαιότητα
πάνω απ’ τις πιο αντίξοες γονυκλισίες,
βήμα που πάντοτε αποδράς
ή ξαφνικά εισβάλλεις
καθώς αέρας πρωινός που νέμεση αναγγέλλει
πώς κυβερνάς την ώρα αυτή
και φαίνεσαι,
και σ’ αντικρίζουμε
και πάλι αθέατο σε νοσταλγούμε
στις βροχερές παλίρροιες,
στα χιονισμένα εδάφη,
στη λάμψη όλων των καλοκαιριών,
τώρα που ο κόσμος στέρεψε
μα τ’ άστρα φέγγουν πιο αδρά,
κι ο κάθε πόνος
κι οδυρμός κατάντησε ευφροσύνη.
Σαν το πολύτιμο πετράδι στ’ άδυτα στρώματα της γης
βρίσκεσαι μέσα μου κρυμμένος·
μα τώρα βγες
και γίνε εμπρός μου αίσθηση,
έστω μια σπίθα μυστική στο μαύρο της αγρύπνιας,
αφού η λαχτάρα πνίγηκε μέσα στην ίδια την ορμή
και τις εικόνες μου,
νωπές, χτυπά η βροχή και
σβήνει
κι εγώ στέκω μετέωρος έξω απ’ την ειμαρμένη.
Κατάλαβα το νόημα που θα ’χε ο σπαραγμός,
όταν δεν θα ’μενε άλλο πια
πικρά να δω το μένος σου,
φωτιά, να κατατρώει
τα πιο χλωρά μου αισθήματα,
πώς ετοιμάζεται ο αγρός για μια γέννα καινούργια.
Όταν σημεία θα φανούν
μα εγώ εγκλωβισμένος στην πιο
αρχέγονη δυσαρμονία
-σώμα πλασμένο με ψυχή – και πάλι θα πορεύομαι εσένα
αποζητώντας
ξύπνα με τότε με κρωξιές ουράνιας υγείας
όσο ακόμα θα’ν’ καιρός
να ιδώ να λιώνουν επιτέλους μένοντας αίμα και
φωτιά
στην πεθαμένη θάλασσα όλες μου οι φρεναπάτες!..
ΟΣΟ ΚΙ ΑΝ ΓΡΑΦΩ Τα’
ΟΝΟΜΑ ΣΟΥ, ΣΒΗΝΕΤΑΙ…
(… αφού εσύ το αφανέρωτο
επιβάλλεις…)
γι’ αυτό και τις στιγμές της φώτισης
όταν η παρουσία σου ασφυκτικά πληθαίνει
χάνεται κάθε τι ορατό
και μόνο ο νους εκστατικός
άναρθρης γλώσσας τότε αρμόζει ρήματα
που όμως σκληρά
και υπαρκτά είναι σαν γη
και πέτρα!..
Πλάσμα λοιπόν του νου
ή της ψυχής να σε φωνάξω,
μια και στα νέφη τώρα αυτό που γράφεται
απ’ τον μελλούμενο καιρό,
χρυσό και γκρίζο,
τούτο μονάχα γίνεται να σε ονοματίσει,
ένα ακαθόριστα θριαμβικό προάγγελμα του ανέμου
που, άυριο αόρατος, θα δούμε ως πέρα να παιδεύει πέλαγα
και να τραντάζει διάπλατα πανιά και
κλώνους.
Κατανικήθηκα τις ώρες της αναμονής
ενώ ποθούσα να ’μουνα ενός κενταύρου ιππέας
κι εσύ απαιτούσες εμμονή
και ρίζωμα στην πίκρα
της πιο βαριάς καθήλωσης
της πιο θλιμμένης προσταγής
της πιο ανόσιας πείνας,
έστω κι αν ξέφυλλος ετούτος ο ρυθμός δεν έλεγε να
προχωρήσει.
Είδα τα ίχνη σου να λάμπουνε στην άμμο,
παντού μυριάδες αστραπές και φλογερά σημάδια,
το κύμα να ’ρχεται σαν άλλου κόσμου ορμή να τ’ απαλείφει
(μην και τα μάτια μου αντιληφθούν την παρουσία)
κι άσβεστα ύστερα ξανά να στραφταλίζουν
σε μιας απέραντης στιγμής φωτοχυσία
-ακαριαία εναλλαγή λάμψης
και σκότους.
Στις παρυφές αέρινων πραγμάτων σ’ ανιχνεύω
εκεί που μοιάζει η αίσθηση μ’ ένα ιστό αράχνης
-μια παραπάνω κίνηση λίγο πιο έντονος χρωματισμός ή
κρότος
κι ο κόσμος σου ραγίζεται
και καταρρέει.
Α!.. Πέταλα ρυτιδωμένου μεταξιού που τρεμουλιάζει η αύρα
να ’μαι νεκρός ή
ζωντανός
και νιώθω εκείνη τη χροιά που όλο περνά και
γυροφέρνει μες στο Ανάμεσα
μια αδιόρατη απόχρωση των ουρανών
που μάτι δεν κατόρθωσε ακόμα να την παγιδέψει.
[από τη συλλογή του Στρατή
Πασχάλη ΜΙΧΑΛ 1996]
Ω ΡΕΥΜΑ ΕΣΥ ΑΚΙΝΗΤΟ ΜΕΣ
ΣΤΩΝ ΘΟΛΩΝ ΤΗ ΝΥΧΤΑ…
(… πετρωμένη πηγή,
χρυσοκέντητη εσθήτα, μεγαλόπρεπο σπάραγμα…)
που σαν κάτι ολοζώντανο φωσφορίζεις
εκεί στη βαθιά του ναού ερημία, εωσότου τα μάτια
μου να σφαλίσουν για πάντα κι
όλων των οραμάτων μου να είναι οι τάφοι, ιαχές θα αναδύονται στα κενά των
θραυσμάτων, ρωγμή από φως θ’ ανοίγει
εμπρός μου καλώντας με να εισβάλω για να γίνω δροσιά, αιώνια γύρω θα φεγγοβολούν οι κόσμοι κι εγώ
θα συντρίβομαι, αλλά παίρνοντας πάντα
μαζί μου λίγο χώμα στεριάς. παρά να
κάθομαι σκυφτός, άσπρα χαρτιά
μαυρίζοντας για να σ’ απεικονίσω, κι εσύ πάντα να βρίσκεσαι στο μέρος
πάνω τ’ άγραφο άπιαστος και κρυφός. καλύτερα ο αγράμματος να ήμουν χωρικός κι εμπρός μου ολόσαρκος μια μέρα να
παρουσιαστείς και παίρνοντας με απ’ το χέρι να με πας σε χώμα
δύσβατο απόμερου ελαιώνα όπου θα πρέπει να σκαλίσω για να βρω τα
κόκαλα και το νερό
και την εικόνα ώστε κατάματα να δω πόσο μπορεί απτή μα και
ολοφάνερη να είναι η Αϋλότητα, κι έτσι
να φύγει από τα μάτια μου για πάντα
κάθε εφιάλτης σαγηνευτικός
και μάταιη του νου
ονειροφαντασία!.. Εσύ μου αποκάλυψες ότι
κρυφά ενέδρευε στην ευλογία ο φόβος
κάτω απ’ αυτές τις καρυδιές
και τα βαθιά πλατάνια όπου φυσώντας η δροσιά υπονοούσε
ατέρμονα το πέρασμα μιας οπτασίας!.. Όμως,
όταν στρεφόμουνα ψηλά για να σε δω
κι ήταν κενός ο αιθέρας, η παρουσία σου ορατή μέσα στην
εξαφάνιση, μια επουράνια ριπή, έφευγε αστραπιαία για κει όπου όλα είναι χρυσάφι και
πύρινος ωκεανός. Αναίτια μιλά η
φωνή έτσι όπως περιστρέφεσαι γύρω απ’ το νου σαν άστρο και μαλακά υποχωρούν, καθώς οι λάμψεις του βραδιού, μάταιοι οι λογισμοί μου, κι οι
ποθοί μου αποδημούν σε πιο ψυχρούς αιθέρες,
όραση δεν υπάρχει πια κι έχει η ψυχή μου σβήσει, όχι στον ύπνο να χαθεί, αλλά καράβι άβουλο που σπρώχνουν οι
ωκεανοί σε μιαν ακτή ανύπαρκτη να πάει
να ναυαγήσει… [αποσπάσματα από τη
συλλογή του Στρατή Πασχάλη ΜΙΧΑΗΛ 1996, εδώ αντιγραφή και επικόλληση από το
συγκεντρωτικό τόμο ΣΤΙΧΟΙ ΕΝΟΣ ΑΛΛΟΥ, Ποιήματα 1977 – 2013, εκδόσεις ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ
2003]
Δευτέρα, 12 Φεβρουαρίου 2024
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου