(… μα η πεταλούδα που νύκτωρ εγεννήθη μας αναγγέλλει την αυγή, σφαδάζουσα στο ράμφος της πρωίας… (2)
Η Ποίησις είναι ανάπτυξι στίλβοντος ποδηλάτου.
Μέσα της όλοι μεγαλώνουμε.
Οι δρόμοι είναι λευκοί.
Τ’ άνθη μιλούν. Από τα πέταλά τους αναδύονται συχνά μικρούτσικες
παιδίσκες.
Η εκδρομή αυτή δεν
έχει τέλος!.. (3)
Μετέωρη στιγμή σαν το φλουρί που μια στιγμή γυαλίζει πριν να
πέσει.
Νόστιμον είναι πως όταν πέσει χάνεται.
Μένουν όμως τα πουλιά, μένει η φωνή τους, και όπου καθήσουν,
σε γυμνά κλαριά ή σε ποτήρια γεμάτα
μαργαρίτες,
φυτρώνει ένα πούπουλο ή ένα πτερό με ρόδινη αιχμή,
καθώς σπονδή στον άνεμο!.. (4)
Τα βήματά μου αντηχούν στη βελουδένια στρώσι της σκιάς μου!.. (7)
Κρυφή μου ελπίδα στα βουνά, καλημερίζω την ηχώ σου. (8)
Της γειτνιάσεως οι συμπληγάδες είναι μαστοί νεάνιδος που
τους θωπεύει ο ποντοπόρος!.. (11)
Ακόμη λίγη θάλασσα, ακόμη λίγο αλάτι.
Έπειτα θα ’θελα να κυλισθώ στην αμμουδιά μαζί σου!.. (12)
Ένα κουμπί στο φως, μια ταραντούλα στο σκοτάδι,
κι ανάμεσα, μια γοερή κραυγή την ώρα που βραδιάζει. (15)
Η δριμύτης της ανοίξεως είναι φιλί που ’χω στο στόμα!.. (21)
Ο άνεμος όταν φυσά, οι καλαμιές γεμίζουν αυλητρίδες… (33)
[επιλεγμένα
αποσπάσματα από την ενότητα Ο ΠΛΟΚΑΜΟΣ ΤΗΣ ΑΛΤΑΜΙΡΑΣ στη συλλογή ΕΝΔΟΧΩΡΑ του
Ανδρέα Εμπειρίκου:
που από το Υπερωκεάνειον του Υπερρεαλισμού του
μας προτείνει συμφέρουσα ανταλλαγή:
Πάρε τη λέξη μου,
δώσε μου το χέρι σου (18)]
ΠΑΡΕ ΤΗ ΛΕΞΗ ΜΟΥ, ΔΩΣΕ ΜΟΥ ΤΟ
ΧΕΡΙ ΣΟΥ (18)
(…ό,τι σαλπίζει δεν βοά και δεν περιτυλίσσεται σαν να ’ταν φίδι – 24)
Τα κούμαρα βαριά σαν
βλέφαρα ηδυπαθείας, στάζουν το μέλι στη σιγή. Ο γδούπος διαρκεί, και από τα
μάτια σου στο στήθος και στο στόμα μου, η έλξις απλώνει την παλίρροια (1)
Η πήξις νεφελώματος είναι
μαστός εντός χοάνης (5)
Η σιωπή λικνίζεται στην
αμμουδιά. Τα πόδια της πατούν στην κυανή, στην άνευ έρματος ακρογιαλιά θαλάσσης
που καθεύδει (6)
Ω δροσερό κοράσιον που κρύβεσαι μες στα μπαμπάκια
των χιονοστιβάδων! Τα κρύσταλλά τους μέλπουν όπισθέν σου, και τα ταχύσκαπτα των
κουναβιών βαθαίνουν κι όλο πλησιάζουν το κύπελλον του φουστανιού σου. Έτσι τ’
αστέρια τανύουν τις χορδές των. Έτσι διαχέεται στο νου σου ο γαλαξίας (9)
Βάμμα νυκτός στα χείλη της, δόσις φωτός στο στήθος
μου, και τα πανέρια της ανοίξεως ανοιχτά, με τα χρωματιστά χαρτιά των φρούτων
κυμαινόμενα (10)
Των αποστάσεων η έλξις προσδιορίζει κάθε βήμα. Η ταξιδιώτις
ξεκουμπώνει το παλτό της. Από το στήθος της πετούν μικρά πουλιά προς την
πολίχνη. Στο υψηλό βουνό της ετοιμάζουν το θερινό κοιτώνα και τα μαλλιά της ήδη
πρασινίζουν (13)
Βαθιά πληγή. Στο λόφο του κρατήρος κραδαίνει την
ανάμνησι, και, έτσι, σιγά σα σύθαμπο που απορροφά μια μέρα που φθίνει, δίνεις,
αγαπητή και δήθεν ξεχασμένη, τον στρόβιλο της λησμονιάς στους πέντε ανέμους –
γιατί πάντοτε, και όταν σβουρίζει η χλαλοή και καταβρέχεται η χλόη, ξεχνάς, και
πάλι αναμιμνήσκεσαι και χωρίς καμίαν
υποχρέωσι, κάποτε θλίβεσαι και κάποτε αγαλλιάς. Είσαι, θαρρώ, φρεγάδα που περνά
απ’ όλα τα λιμάνια, δίχως καλάθια και με ωραίες λείες κουπαστές. (14)
Οι τοίχοι, λεν, έχουν αυτιά – μα οι
ψίθυροι ζουν και πεθαίνουν και στα φύλλα (16)
Αποσκιρτώ μεσ’ στα φυλλώματα. Από μακριά διακρίνω την ελαφρά κοιλάδα. Η
μέρα αυτή είναι σαν πλημμυρίς φωτός. Στις φλέβες και στα φύλλα της ρέει το αίμα
που την ζωντανεύει και απομακρύνει τις τυχάρπαστες σφενδόνες. Ο θόλος της είναι
τόσο διαυγής που σπάζει η στάμνα της γειτονικής επαύλεως και σκάζουν προώρως τα
ρόδα της δενδροστοιχίας. Κάθε σπυρί τους είναι μια στιγμή που πέφτει σε πηγάδι
ηδυπαθείας (17)
Ενατενίζω. Μια καμπάνα τήκεται μπροστά μου (19)
Ράμφος εγώ. Εσύ, ολόκληρη μια νύχτα με αναπαλμούς και φώσφορο μεδούσης. Έπειτα,
αποκοιμήθηκες κι όταν πια ξύπνησες, πάλι με κοίταξες, όπως κοιτάζει ένα παιδί
μια στήλη (20)
Οι άνθρωποι καμιά φορά βαπτίζουνε τα χέρια τους σε μπακιρένιες κολυμπήθρες.
Σε τέτοιες στιγμές τα βρέφη αγαλλιούν και παίζουν με ψάρια κόκκινα πλευστότητος
ελαφροτάτης (22)
Πράξεις των ελεφάντων. Πολύτιμα περίστροφα εξ ελεφαντοστού. Μια γυναίκα
ανάμεσα σε δυο θημωνιές μαζεύει παπαρούνες. Τέλος κάποιος τραβά μια πιστολιά
και τρέπονται εις φυγήν τα ζώα. Το ποδοβολητό τους προχωρεί σαν κύμα που περνά
επάνω απ’ όλα (23)
Η παρόρμησις είναι μια συνοχή εαρινών βλυσμάτων. Μακάριοι αυτοί που πίπτουν
στα νερά της. Τα στήθη της είναι τόσο ωραία που υπερνικούνε όλα τα υφάσματα. Αν
η παρόρμησις υπάρχει, τίποτε δεν μπορεί να την αναχαιτίσει. Η χαίτη της όταν
εφορμά είναι δάσος φλεγόμενον με μύρα (25)
Το αγρόκτημα το σκέπασε η λήθη. Μέσα στις άδειες κάμαρες στάζουν οι
σταλακτίται. και, στη σιγή, μετρούν τις ώρες και τα χρόνια της ανεξήγητης
εγκαταλείψεως. Μπροστά στην πόρτα ένας ληστής κλαίει πικρότατα. Μέσα στα φύλλα
μιας συκιάς αλλάζει χρώμα ο χαμαιλέων (27)
Το δράμα του παραλιακού ξενοδοχείου δεν κατεσβέσθη. Ακόμη καταποντίζεται ο
λυγμός και η φαλαινίς μνήσκει
λαχανιασμένη. Α, πώς κτυπούν τα κύμβαλα οι ανηλεείς σκαφανδροφόροι! Α, πώς πονούν αυτοί που σέρπουνε στην άμμο! (29)
[Ανδρέας
Εμπειρίκος, Ο Πλόκαμος της Αλταμίρας 1936 – 1937]
Η ΤΡΕΛΑ ΜΟΙΑΖΕΙ ΜΕ ΧΑΡΑ ή ΜΕ
ΘΛΙΨΙ…
(… όμως δεν είναι πίθος Δαναΐδων
αλλά ομάς νεανίδων που ορχούνται σε θέατρον του Ορχομενου…)
Καμιά φωνή δεν συνεκλόνισε βαθύτερα τα πλήθη. Καμιά πηγή δεν γέλασε πιο ιλαρά. Κανένα σούρουπο δεν άπλωσε μια βαθυτέρα θλίψι. Ώ κόρη υστερική!.. Το σκίρτημά σου είναι οδός
που οδηγεί στη γέφυρα της καταστάσεώς σου και η κραυγή σου οξύ χλιμίντρισμα που
διαπερά το μάτι του ουρανού (26) Τώρα
που η πόλις μετανάστεψε, καθίζει η μνήμη της πομπής και αναστενάζει εμπρός εις
τους κενούς και ηλιοκαείς τροχιοδρόμους (28)
Εαρινοί καταυλισμοί ονείρων εν εγρηγόρσει
– των κατευθύνσεων οι ώρες σαν σαύρες της αυγής (30) Βρέφος εντός αβράς σιγής. Μόνον η αύρα
μέλπει και η τροφός ρεμβάζουσα προσφέρει το βυζί της στο ευτυχισμένο βρέφος.
Ώρα ηδονής και γάλακτος. Ώρα του γαλαξίου (31)
Κατάρτια μπηγμένα σε γηλόφους άμμου, χαρές παιδιών, χαρές ανδρών και
γυναικών ενώ πλησιάζει το βαπόρι, νέφη λευκά κι ανάλαφρα στον ουρανό, χίλια
αντικείμενα στιλπνά και πολυφίλητα σαν χείλη αιμάσσοντα ή δροσερά, ή σαν μαστοί
εν εγρηγόρσει, κι αίφνης εσύ, ζεστή και δροσερή συνάμα, και ουδέποτε,
μικρόνους, παρ’ όλον ότι έχεις πόδια μικρά και μικρά χέρια. Ίσως γι’ αυτό σε
αγαπώ τόσο πολύ. Ίσως γι’ αυτό σε κράζω και στον ύπνο (32) Στην βουνοκορφή δεσπόζουν τροχαλίαι. Στην
πεδιάδα περιστρέφονται ελαιοτριβεία και η διαρκής παραγωγή των λατομείων,
συγκρίνεται μ’ εκβραχισμούς των σχιστολίθων. Μεσ’ στο λιοπύρι περιϊπτανται
κορυδαλλοί και όσοι κοιτούν τον χάλυβα να λιώνει, μοιάζουν με ιππείς που
ξαφνικά πεζεύουν μπρος σε βρύση (34) Μέσα στα τζένερα εμφωλεύει η σπίθα. Κρωγμοί
αντηχούν κάτω απ’ τα φύλλα και σχίζουν τον άσπιλο χασέ της νύχτας. Μα πριν
ακόμα ξημερώσει, μεσουρανούν οι θρύλοι κι η σπίθα αποκαλύπτεται και λάμπει.
Έπειτα σβήνει μονομιάς – μα ξαφνικά στη θέσι της ο αλέκτωρ αλαλάζει (35) [ΕΠΙΛΟΓΕΣ λυρικών στοχασμών από την ενότητα Ο ΠΛΟΚΑΜΟΣ ΤΗΣ ΑΛΤΑΜΙΡΑΣ 1936
- 1937 - συλλογή ΕΝΔΟΧΩΡΑ Ανδρέα Εμπειρίκου]
Δευτέρα, 11 Δεκεμβρίου
2023
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου