Κυριακή 24 Σεπτεμβρίου 2023

ΘΥΜΩΝΑ ΜΕ ΤΟΥΣ ΔΡΟΜΟΥΣ ΠΟΥ ΠΡΟΔΙΝΑΝΕ ΤΑ ΜΥΣΤΙΚΑ ΜΟΥ

 (… μα εκείνοι  γνώριζαν τις ανάγκες μου καλύτερα…)


Ήρθες μ’ ένα λουλούδι στο φαρδύ σου χέρι  

τσαλαπατώντας την πίκρα   που έσπερνα στις πιο καλές μας μέρες

ήρθες δρασκελίζοντας ένα χαντάκι χωρισμό,

που το ’σκαβα   όλο και πιο βαθύ   όσο ένιωθα το άδικό μου.

Τ’ αγροτικά σου βήματα βαδίσανε και το δικό μου δρόμο

φέρνοντας στη σκηνή μου ένα μεγάλο δέμα φως από τη Φλώρινα,

γιατί εσύ το ’ξερες πιο καλά   πως ένας εξόριστος

χρειάζεται ένα δέμα,   ένα λουλούδι,    λίγη αγάπη!..

Πώς μ’ άλλαξε το μάθημα της γήινης σιγουριάς σου Στέφανε,

πόσα έβλεπα πίσω από τη νικημένη μου έπαρση…

Έπειτα το λουλούδι το  ξεχάσαμε,

όχι πως ήταν πρόφαση – μα τ’ άλλα ήρθαν σαν ποταμός.

Εκείνο το λουλούδι το  άγνωστο που απόψε,

μεσ’ απ’ τα φρενιασμένα φώτα της Αθήνας,

σε ξαναφέρνει δίπλα μου πελώριο

μ’ ένα πλατάγισμα σκηνής του Αη-Στράτη στον άνεμο

κι  όλο το υπόγειο βουητό των κάμπων σου  και  των χωριών σου!..

(ΓΗΙΝΗ ΣΙΓΟΥΡΙΑ  από τη συλλογή του  Τίτου Πατρίκιου  ΜΑΘΗΤΕΙΑ 1956 – 1959

με τίτλο στην ανάρτηση στίχους από το ποίημα

ΟΙ ΦΙΛΟΙ ΜΟΥ ΟΙ ΔΡΟΜΟΙ    που

Αντίθετα σε προβλέψεις  κι  εντολές

θέλουν να καθορίσουνε το μέλλον!..      καθώς

ένα ΡΟΛΟΪ  χτυπάει πίσω από τα κλειστά παντζούρια…   

 


Σ’ όλους τους δρόμους, πάντως,  βάλαν πινακίδες

που δείχνουν ευκρινώς   

την κατεύθυνση από το μάταιο στο χρήσιμο…

 

ΣΗΜΑΤΟΔΟΤΗΣΗ  σε τοποθεσίες άδενδρες και πετρώδεις… -  

 

Καθώς το ΔΕΙΛΙΝΟ  σχολάγανε τα μαγαζιά  

και γέμιζαν οι δρόμοι φωνές των κοριτσιών

κι η μυρουδιά της σάρκας τους ακινητούσε τον αγέρα

ένιωθες πάλι το κορμί σου να σε ταξιδεύει…

 

Κι άλλες επιλογές από τη ΜΑΘΗΤΕΙΑ του Τίτου Πατρίκιου

 εδώ με αντιγραφή και επικόλληση από τη  Συγκεντρωτική έκδοση:  ΤΙΤΟΣ ΠΑΤΡΙΚΙΟΣ ΠΟΙΗΜΑΤΑ α 1943 -1959, εκδόσεις Κίχλη]

 

ΜΕΡΕΣ

(από τη συλλογήτου Τίτου Πατρίκιου ΜΑΘΗΤΕΙΑ 1956-59):

Μέρες του στρατιωτικού μου βίου

το σκουριασμένο συρματόπλεγμά σας

τρυπάει τα λόγια μου μ’ εναλλασσόμενες λεπτομέρειες

χαώδη οικήματα, βαγόνια με φαντάρους

φανταστικές τοποθεσίες σπιτιών και συναντήσεων

θάλασσα κοντινή κι απρόσιτη,  άμμο καυτή μέσα στα νύχια…

Μέρες βασανισμένες από πρόσωπα  κι  ιδέες

μέρες κυνηγημένες  από μεγάφωνα και προσταγές

μέρες ομαδικών  κι  ατομικών στερήσεων

έπειτα μόνο ατομικών, σκόπιμων και μελετημένων,

κι έπειτα μέρες με την πικρήν απόλαυση στερήσεων

που μόνος μου επέβαλλα  κι  ανοίγαν μια περιοχή ελευθερίας.

Μέρες που ήθελα να κλάψω και δεν έπρεπε

μέρες που θα ’πρεπε  και  δεν μπορούσα

μέρες παρατεταγμένες  μια-μια σε πειθαρχεία

σε προθάλαμους νοσοκομείων, κάτω από αντίσκηνα

πάνω στη λάσπη,  μέρες της απειλής και της νύχτας,

ανέκκλητες, χωρίς αύριο, διεκδικώντας το τέλος μου,

χωρίς τέλος…

Γυμνές μέρες της Κόρινθος

μέρες της Τρίπολης με τρελές ελπίδες

εικοσιτετράωρο της Αθήνας βουβό χωρίς απόκριση

μέρα του Λαύριου οριστική,  μέρες της Μακρόνησος

πολλαπλασιασμένες στο άπειρο,  καρκίνοι της πέτρας,

που έπρεπε να σας ζω χίλιες  φορές και τα μεσάνυχτα

να σας ξεκολλάω από το κορμί μου μ’ ένα κομμάτι σάρκας…

Μέρες δικές μου τελικά που επανέρχεστε αντίδρομα στο χρόνο

και τώρα με βλέπετε αλλιώτικο

με το  σιδερωμένο μου πουκάμισο, με τη γραβάτα μου,

μη μ’ αντικρίζετε ψυχρά, μη νομίσετε πως άλλαξα,

μα δεν μπορώ ούτε σε σας  όλα να τα εξηγήσω!..

Αγκαλιάστε με  και  φιλήστε με ακόμα κι έτσι –

τα τραχιά, σκαμμένα μάγουλά σας

πρέπει να καταλάβουν!..

 

ΑΝΑΜΝΗΣΗ ΑΠΟ ΤΑ ΧΩΡΙΑ ΤΟΥ ΣΠΕΡΧΕΙΟΥ

Η μυρουδιά του στάβλου,  του νοτισμένου χόρτου

η μυρουδιά καπνού από βρεμένα ξύλα

ο αχνός από τα ρούχα μας που στέγνωναν

τα πληγιασμένα πόδια,  οι  ψείρες.

Ο ύπνος μέσα στο σανό

μας έβρισκε πεινασμένους κι αισιόδοξους

ύστερα από ένα ποίημα

ή μια συζήτηση για τη διαφορά

ανάμεσα στα κολχόζ  και  τα  σοβχόζ!..

[από τη συλλογή του Τίτου Πατρίκιου ΜΑΘΗΤΕΙΑ 1956-59]

 

ΜΥΣΤΡΑΣ

(από τη συλλογήτου Τίτου Πατρίκιου ΜΑΘΗΤΕΙΑ 1956-59)

Έτσι γρήγορα και βιαστικά

όπως ορθώθηκε ετούτη η πολιτεία

φτιάχτηκε η ζωή μας.

Χαρακτήρες σβησμένοι κάτω από το χρόνο

βυζαντινοί, αραβικοί και φράγκικοι –

πιο εύκολο να πειστείς

κι εμείς βιαζόμαστε να χτίσουμε

με υλικά κατεδαφίσεων

με κομματιασμένα αγάλματα διαφόρων εποχών

με κόκαλα δίκαιων  και  άδικων σκοτωμένων

βιαζόμαστε να προλάβουμε.

Μυστρά οι εικόνες σου κάπου θα χρειαστούν

κάπου θα πάρουνε τη θέση τους

μα εσύ, επαρκής εν εαυτώ,  το ξέρεις πόσο είναι περιττές

 οι δικές μου προσθέσεις κι αφαιρέσεις.

Κι οι εκκλησίες σαν τεράστια καρκινώματα

στεγνώνουνε τον τόπο.

Πολύ παρελθόν  πολύ μέλλον

πολύ χορτάσαμε σ’ αίσθηση  και γνώση

πολύ μας έλειψε το απρόβλεπτο!..

 

ΠΑΡΑΜΟΝΗ ΠΡΩΤΟΜΑΓΙΑΣ

Μπλεγμένες εξοχικές  διασκεδάσεις  κι ώρες εργασίας

κέντρα κατάφωτα στα τέρματα,  ολοσκότεινες συνοικίες

λάβαρα της επίσημης τελετής,  πλακάτ κρυμμένα για τη διαδήλωση

δρόμοι που καταλήγουν απαραιτήτως κάπου

σπίτια αμέτρητα, δωμάτια χωρισμένα σα κελιά

με κάγκελα με σίδερα, χωρισμένοι άνθρωποι

από τυφλές ανάγκες, αστυνομικές διώξεις

το εργατικό κέντρο σιωπηλό με τη φρουρά του

κι οι προκηρύξεις να γλιστράν κάτω απ’ τις πόρτες

προλετάριοι λένε, ένα αυτοκίνητο σπαθίζει το σκοτάδι,

κάποιος τρέχει,  το βήμα του χαφιές,  προλετάριοι ενωθείτε,

τα βήματα των μεθυσμένων,  πότε χτιστήκαν τόσα σπίτια;

Κρυμμένη γιορτή πίσω από τη μεταμφίεση ανθέων

που περιμένει να την ξαναβρούμε!..

[από τη συλλογή του Τίτου Πατρίκιου ΜΑΘΗΤΕΙΑ 1956-59]

 

ΠΥΡΑ ΔΡΑΚΟΝΤΕΜΕΝΗ

(από τη συλλογήτου Τίτου Πατρίκιου ΜΑΘΗΤΕΙΑ 1956-59)

Ι

Στον τόπο αυτό το αίμα δεν σταμάτησε

σ’ αυτά τα χώματα δεν ξόφλησε η σκλαβιά

κι εδώ σ’ αυτή τη γη πάλι σίδερα και φυλακές

τα παιδιά μεγαλώνουν μέσα στη φοβέρα

ανασταίνονται μες στο αναπόφευκτο της λευτεριάς

τα περασμένα χρόνια δεν καταλαγιάζουν

σφιχτά μας περιζώνουν μην περάσει η λησμονιά

οι νεκροί αναδεύονται στους λάκκους οργισμένοι

από τα ξένα βήματα που ποδοπατούν τον ύπνο τους

οι λαβωματιές τους πονούν ξανά,  δεν κλείνουν

καμιά λαβωματιά δεν κλείνει

τρέφονται όλες απ’ την άβυσσο

που χώρισε στα δυο το  μπράτσο της πατρίδας

με πάντα ολάνοιχτες στην κάθε εγκάρσια κοψιά

τις φλέβες του σχιστόλιθου, του χαλαζία, του χαλκοπυρίτη –

κι ανάμεσα μια μοίρα η θάλασσα

με τ’ άσπρα και τα μαύρα της φιλιά!..

ΙΙ

Ένα φως φτιαγμένο για ληστές σέρνεται στα κατώφλια

σαν κάτι να μυρίζονται οι σκύλοι

οι μανάδες ψάχνουν τ’ άφαντα παιδιά τους

οι μαγαζάτορες κατεβάζουν τα ρολά, σφαλίζουν τα παράθυρα

στους δρόμους σιδερόφραχτοι οι ξένοι στρατιώτες

προχωρούν μ’ ένα αντιβούισμα θανάτου

δεν ξεχωρίζουν πια οι καιροί, οι πολιτείες, τα σπίτια

δεν ξεχωρίζουν οι στολές, τ’ αλλόγλωσσα προστάγματα

ίδιες οι μέρες συνωμοτικές, οι ατέλειωτες του κινδύνου νύχτες

ίδια τα υπόγεια με τα παράταιρα όπλα

με τα εκρηκτικά, με τα κρυφά τυπογραφεία

ίδια η μυρουδιά του δυναμίτη  μετά την ανατίναξη

ίδια τα παλικάρια με πιστόλια και χειροβομβίδες

ίδιοι οι προδότες,  οι πυροβολισμοί,  οι σκοτωμένοι

ίδιες οι σημαίες βαμμένες ξανά στο αίμα

ίδια η Κύπρος,  ίδια η Ελλάδα,  ίδιες οι κραυγές

«Θάνατος στον καταχτητή,  λευτεριά στην Κύπρο»

ΙΙΙ

Οι δρόμοι της Λευκωσίας φαρδαίνουν ξαφνικά

για ν’ ανασαίνει ο κόσμος που τους πλημμυρίζει

κι απρόσμενα αναστατώνονται οι δρόμοι της Αθήνας

η άσφαλτος σαλεύει από το ποδοβολητό

χιλιάδες βήματα ερειπώνουνε το φόβο

μνήμες από οδοφράγματα ξυπνάνε

στις γειτονιές τα σπίτια αδειάζουν

εδώ το Πανεπιστήμιο ερημώνει, εκεί κλείνουν τα σχολεία

η νεολαία στους δρόμους,  γυναίκες και άνδρες στους δρόμους

σκίζοντας παντού το σάβανο της σιωπής

όλοι ξεδιπλώνουν ολόκληρη τη φωνή τους

μπροστά στις σφαίρες βρίσκουν τον εαυτό τους

«Θάνατος στον κατακτητή,  λευτεριά στην Κύπρο»

και  κλαίμε,  κλαίμε οι ζωντανοί μαζί με τους σκοτωμένους

όλοι μας κλαίμε  βλέποντας καινούργιους ανθρώπους κοντινούς

ίδιους με μας στη μιλιά,  στο ανάθρεμμα.  στα όνειρα

να φτιάνουν πάλι δικιά μας  ιστορία μες το χρόνο

 

ΚΡΕΜΑΛΕΣ ΣΤΗ ΛΕΥΚΩΣΙΑ

Στήσανε τις κρεμάλες αποβραδίς

απλώνει ο ίσκιος τους, σκεπάζει το νησί

περνάει τους φράχτες,  καίει τις πορτοκαλιές

πέφτει μες τα πηγάδια,  φαρμακώνει το νερό

γλιστράει κάτω απ’ τις πόρτες, αγριεύει τα σπίτια

ξεστρώνει τα τραπέζια,  κάνει το φαϊ μολύβι

ξίδι το κρασί, αναστατώνει τα κρεβάτια

χωρίς ν’ αφήνει μια στάλα ξενοιασιά,  μια στάλα ύπνο -

κι όμως ανοίγοντας μέσα από τα στεγνά λαρύγγια

περάσματα για τις κραυγές της λευτεριάς.

 

ΗΜΙΩΡΟ

Οι γειτονιές αλλάζουν για λίγο με το σούρουπο

γυρνάν στα σπίτια τους οι κύριοι απ’ τα μαγαζιά,  αδειάζουν οι πλατείες!..

Και τότε βγαίνουν σιγά – σιγά στους δρόμους

κοπέλες με στρεβλωμένα πόδια στα καρότσια τους,

μισοπάλαβα παιδιά, γυναίκες με πρόσωπα καρβουνιασμένα,

άνδρες που οι μηχανές τους μάσησαν τα δάχτυλα…

Για ένα ημίωρο μονάχα ν’ ανασάνουν

σους άδειους δρόμους με τα κατάκλειστα παράθυρα!..

[από τη συλλογή του Τίτου Πατρίκιου ΜΑΘΗΤΕΙΑ 1956-59]

 

ΠΑΛΙ ΣΚΟΤΩΝΟΥΝ ΣΤΟΥΣ ΙΔΙΟΥΣ ΔΡΟΜΟΥΣ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ

(… πάλι η κραυγή για λευτεριά σκεπάζει τους νεκρούς μας - ΔΙΑΔΗΛΩΣΗ)

Προφυλαχθείτε από τον πανικό που πάει ν’ απλώσει   μόλις χυθεί στην άσφαλτο το αίμα   προφυλαχθείτε  από το κλομπ του αστυφύλακα  και  την καταγγελία του χαφιέ   προφυλαχθείτε από τα αδιάφορα πλήθη   που θα ξαναγεμίσουνε τους δρόμους   προφυλαχθείτε από την άνοιξη,  το επερχόμενο καλοκαίρι   τις ταξιδιωτικές ευκολίες  και  τις κλειστές ονειροπολήσεις   προφυλαχθείτε από τους δυο μελλοντικούς συζύγους   που καβγαδίζουν εκεί που πέσαν οι νεκροί   προφυλαχθείτε από τοςυ ποιητές   που σκυλεύουν στίχους στους τάφους των αγνώστων  (ΜΕΤΑ ΤΗ ΔΙΑΔΗΛΩΣΗ: Υποδείξεις με τον τρόπο του Μιχάλη Κατσαρού, από τη συλλογή του Τίτου Πατρίκιου ΜΑΘΗΤΕΙΑ 1956-59]

Δευτέρα, 25 Σεπτεμβρίου 2023

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Ο ΚΟΣΜΟΣ ΕΙΝΑΙ ΠΛΑΝΕΡΟ ΜΑΓΝΑΔΙ…

  (… κεντισμένο   με ρόδα   και   με βάγια   με ήλιους   και   με άστρα που τα απλών’ η Μάγια απάνω στης αλήθειας το σκοτάδι…) Δεν σ...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ