Πέμπτη 6 Ιουλίου 2023

ΜΕ ΜΙΑ ΠΕΤΡΑ ΣΤΗΝ ΠΛΑΤΗ ΣΑΝ ΤΟΝ ΣΙΣΥΦΟ

 (… με μια πέτρα στην ψυχή   σαν τον Σίσυφο…)


Με μια πέτρα ψυχή   Σαν τον Σίσυφο

Ένας Σίσυφος   Πέτρα

Μια πέτρα!..

Β

«Μεγάλωσα με μιαν αλύγιστη ηθική  και  νόμιζα ότι ήμουν από πέτρα    μέχρι που, ξαφνικά ανακάλυψα ότι είμαι  πιο μαλακός κι από μουχλιασμένη ψίχα.  

Κι είναι όλα γύρω μου,  ό,τι αγγίζω,  μουλιασμένα!..

Αυτό το αραιό υγρό, αυτή η ξεπλυμένη σάλτσα που με διαποτίζει είναι,  λένε,  η ελευθερία!..

Εγώ δεν νιώθω ελεύθερος. 

Η ευδαιμονία του χυλού μπορεί να ικανοποιεί άλλους,   εμένα όχι!..

Γι αυτό κι αποφασίζω, τώρα, να βάλω τέρμα σ’ αυτή την υγρασία της ζωής μου,  διαλέγοντας τη σκληρή κι άνυδρη έρημο του θανάτου»  

 

Αυτό το σημείωμα , ανυπόγραφο, βρέθηκε πλακωμένο με μια πέτρα λίγα μέτρα πιο πέρα απ’ το σημείο όπου αυτοπυρπολήθηκε ένα άγνωστο άτομο στις είκοσι δύο Απριλίου χίλια εννιακόσια τόσο!..

Απ’ το κορμί του δεν απόμεινε παρά ένας σωρός στάχτη που κανείς δεν διεκδίκησε και που, τελικά, οι αρχές μην ξέροντας τι να την κάνουν, την άφησαν εκεί κι η βροχή, που έπεσε μετά από λίγο, τη μεταμόρφωσε σε μια γκρίζα λάσπη που κόλλαγε στις σόλες των ανυποψίαστων περαστικών!..

ΣΤ

Έτρωγε τα δόντια του στην πέτρα, τρωκτικό περίεργο.  Έπρεπε να τα τρώει, τον εμπόδιζαν ν’ αρθρώσει τη λέξη αγάπη,  τη λέξη μίσος, τον εμπόδιζαν ν’ αρθρώσει τη ζωή γενικά. Του πλήγωναν τη γλώσσα και τα χείλια, έτσι που αδιάκοπα, μεγάλωναν, του πλήγωναν τις λέξεις, βγαίνανε πουλιά σφαγμένα από το στόμα του·  πώς να μιλήσει με τέτοια νεκρά πουλιά,  πώς να μιλήσει με τέτοια δόντια δολοφονικά; Τα ’τρωγε  πάνω στην πέτρα.  Ήταν Ποιητής!..

Ζ

Είναι αλαφρές οι πέτρες, αλαφρές!..  Δεν έχουν στάλα ξίγκι,  δεν έχουν στάλα νερό.  Είναι στεγνές κι ανάλαφρες, σχεδόν πετούν οι πέτρες. Ακόμα κι όταν στις πετούν, δεν είναι αυτές που σε σκοτώνουν, αλλά των λιθοβολιστών το μίσος.  Έχεις πεθάνει πριν σ’ αγγίξουνε οι πέτρες!..

[αποσπάσματα  από τις ΠΕΤΡΕΣ,  πέμπτη ενότητα στη συλλογή του Αργύρη Χιόνη ΛΕΚΤΙΚΑ ΤΟΠΙΑ 1983

Ακολουθούν κι άλλες ΠΕΤΡΕΣ και αμέσως μετά

ΨΑΡΙΑ    με επιμύθιο ΑΚΟΜΑ ΜΕΡΙΚΕΣ ΠΕΤΡΕΣ

όλα με αντιγραφή και επικόλληση από τη  συγκεντρωτική έκδοση:

ΑΡΓΥΡΗΣ ΧΙΟΝΗΣ Η ΦΩΝΗ ΤΗΣ ΣΙΩΠΗΣ Ποιήματα 1966 – 2000, εκδόσεις Νεφέλη]

 

 


ΝΟΜΙΖΩ ΠΩΣ ΤΟΝ ΛΕΓΑΝ ΣΙΣΥΦΟ,  ΑΛΛΑ ΔΕΝ ΣΚΑΡΦΑΛΩΝΕ ΣΕ ΚΑΜΙΑ ΚΟΡΦΗ…

(τρίτο απόσπασμα από τις ΠΕΤΡΕΣ,  πέμπτη ενότητα στη συλλογή του  Αργύρη Χιόνη ΛΕΚΤΙΚΑ ΤΟΠΙΑ 1983)

Ήτανε μια κοιλάδα με βράχια, μόνο βράχια!.. Κάποιος τα ’χει σπείρει, ήταν σαφές, αλλά γιατί;  Αυτό δεν ήταν διόλου σαφές.  Όπως και να ’χει το πράγμα, αυτά είχαν μεγαλώσει, είχαν στρογγυλέψει τις αιχμές τους, είχαν ωριμάσει.  Κανείς δεν τα θέριζε.  Μέναν εκεί,  αζήτητα και περιφρονημένα.  Μερικά είχανε μάλιστα αρχίσει να σαπίζουν.  Μια έντονη μυρουδιά σάπιας πέτρας έβγαινε απ’ τις ανοιχτές κουφάλες τους.  Δεν ήταν άσχημη μυρουδιά  ή,  τουλάχιστον,  δεν ήταν άσχημη για το μοναχικό οδοιπόρο που διέσχιζε ντάλα μεσημέρι, την κοιλάδα  και ρουφούσε, μ’ ορθάνοιχτα ρουθούνια και με φανερή απόλαυση, αυτή τη μυρουδιά.  Φαίνεται πως ήταν εξοικειωμένος με τέτοια τοπία  και  γενικότερα με την πέτρα.  Μες στην τσέπη του, κρατούσε σφιχτά ένα αιχμηρό χαλίκι!..  Νομίζω πως τον λέγαν Σίσυφο, αλλά δεν σκαρφάλωνε σε καμιά κορφή.  Απλώς διέσχιζε μια κοιλάδα με ώριμα βράχια, απ’ τα οποία μερικά είχαν αρχίσει κιόλας να σαπίζουν!..

Δ

Ξάπλωσε στο μαρμάρινο πεζούλι, στον εξώστη του πύργου. «Είμαι η ωραία κοιμωμένη, η άλιωτη δέσποινα, το στοιχειό του πύργου»,  είπε και,  σταυρώνοντας τα χέρια στο στήθος έμεινε ακίνητη σαν εκμαγείο του εαυτού της.

Γέλασα και κοίταξα πέρα, τον ελαιώνα και πιο πέρα, τον πευκώνα και πιο πέρα ακόμα, τα γαλάζια βουνά που μόλις και ξεχώριζαν, μ’ ένα τόνο πιο βαθύ, απ’ το γαλάζιο του ουρανού.

Όταν ξανάστρεψα το βλέμμα μου σ’ εκείνην, ήταν κάτασπρη.  Θα φταίει το τόσο πράσινο, το τόσο γαλάζιο που μου πλήγωσαν τα μάτια,  σκέφτηκα κι έσκυψα να τη φιλήσω.  Τα χείλια μου άγγιξαν ένα πυρωμένο απ’ τον ήλιο μάρμαρο!..

Ε

Βυθιζόταν στην πέτρα όπως βυθίζεται η βελόνα στο γιαούρτι.  Γέννημα της πέτρας, ήξερε πώς να επιστρέφει μέσα της. Ήξερε πώς να τρέφεται απ’ αυτήν.  Ήξερε πώς ν’ αναπνέει απ’ τους πόρους της.  Κάποτε σκεφτόταν μάλιστα να μην ξαναβγεί, να μείνει μέσα στο σίγουρο, ανάλλαχτο κόσμο της, ένα απολίθωμα  ή,  καλύτερα,  ένα ενλίθωμα, και ν’ αφήσει να κυλάει έξω η ρευστή ζωή  ή,  μάλλον,  αυτή η χλιαρή σούπα που τη λένε ζωή!..

Η

Μιλούσε γλώσσα πέτρινη.  Βγαίναν οι  λέξεις απ’ το στόμα του και κύλαγαν με ήχους ωραίους και δυνατούς που όμως κανείς δεν ένιωθε. Μιλούσε τη μοναχική γλώσσα των βράχων, η μοναδική γλώσσα των βότσαλων, το αγνοημένο έλεγε τραγούδι τους.  Ποιος να σταθεί σε μια εποχή εύκολων ήχων, να δώσει προσοχή σε τέτοια μουσική;  Μόνος του προσευχότανε στον πέτρινο θεό του, στη γλώσσα που μονάχα Εκείνος καταλάβαινε, γιατί Εκείνος ήταν που τον είχε σημαδέψει μ’ αυτή την πέτρινη ομορφιά, την ακατάληπτη!..

 [αποσπάσματα από τις ΠΕΤΡΕΣ, πέμπτη ενότητα  στη συλλογή του Αργύρη Χιόνη ΛΕΚΤΙΚΑ ΤΟΠΙΑ 1983 με αντιγραφή και επικόλληση από τη συγκεντρωτική έκδοση Η ΦΩΝΗ ΤΗΣ ΣΙΩΠΗΣ Ποιήματα 1966 – 2000, εκδόσεις Νεφέλη]

 

ΤΑ ΨΑΡΙΑ ΤΡΑΓΟΥΔΟΥΝ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΠΟΥ ΚΑΝΕΝΑΣ ΔΕΝ ΑΚΟΥΕΙ

(…ούτε τα ψάρια τα ίδια…  )

Α

Ανοίγουνε τα στόματά τους κι η μουσική που πάει να βγει επιστρέφει μέσα τους, σπρωγμένη απ’ το νερό.  Τα ψάρια καταπίνουν το τραγούδι τους αδιάκοπα. Η κοιλιά τους είναι ένας κλειστός, μουσικός θάλαμος. Γι’ αυτό κι όταν τσιμπούν τ’ αγκίστρι δεν είναι από λαιμαργία, όπως πιστεύουνε οι άνθρωποι, αλλά γιατί ελπίζουν ότι θα μπορέσει ν’ ακουστεί, επιτέλους, η φωνή τους έξω απ’ το νερό!..  Αντί γι’ αυτό πεθαίνουν από ασφυξία, σπαρταρώντας. Για όσους όμως ξέρουν, για τους πιο αγνούς ψαράδες, ετούτο το σπαρτάρισμα τους είναι γεμάτο μουσική!..

Β

Ο πόνος των ψαριών είναι βουβός, γι’ αυτό ακόμα και οι πιο ζωόφιλοι δεν διστάζουν να σκοτώσουν ψάρια ή να τα φάνε.

Ακόμα και οι χορτοφάγοι τρώνε ψάρια κάποτε.

Αντίθετα, τα ζώα ουρλιάζουν και θρηνούν και με το κόκκινο ζεστό τους αίμα σε αποθαρρύνουν να τα σκοτώσεις και το νόστιμο, μισοψημένο κρέας τους να φας.

Αχ, πόση βουβή πνιγμένη οδύνη υπάρχει κάτω απ’ τη μαγιονέζα που σκεπάζει τον τραγικά σιωπηρό ροφό.

Γ

Όπως πηδούν τα ψάρια έξω απ’ το δίχτυ του ψαρά – ασημένιες λάμψεις ελευθερίας μέσα στο σκοτάδι – έτσι πηδάει και η ψυχή μου, μια ζωή, έξω απ’ το δίχτυ το θανάσιμο της λογικής και ξαναπέφτει, αστραφτερή κι ελεύθερη, στη θάλασσα της τρέλας.

Δ

Το μεγάλο ψάρι τρώει το μικρό. Το μικρό ψάρι τρώει το μικρότερο. Το μικρότερο τρώει το ελάχιστο  και  το ελάχιστο, κάποτε, τρώει το μεγάλο, νεκρό.

Ε

Τα ζώα με δέχονται, έχουμε το ίδιο ζεστό κόκκινο αίμα, την ίδια ανάγκη για στοργή και αφοσίωση. Τα ψάρια όμως;  Πώς να εισχωρήσω στον κόσμο τους, αυτό το ρευστό, κρύο κρύσταλλο; Αδύνατο να τα ξεγελάσω, παριστάνοντας το αμφίβιο μ’ αυτή τη μάσκα και τούτον το σωλήνα, λώρο που με δένει με τον έξω κόσμο, τον δικό μου. Δεν γίνεσαι ψάρι μόνο επειδή έμαθες να κολυμπάς!..

(ΨΑΡΙΑ, από την έκτη  ενότητα στη συλλογή του Αργύρη Χιόνη ΛΕΚΤΙΚΑ ΤΟΠΙΑ 1983]

 

ΑΚΟΜΑ ΜΕΡΙΚΕΣ ΠΕΤΡΕΣ

(…η πέτρα που κάποιος έριξε πίσω του και κάποιος άλλος μάζεψε για να χτίσει ένα σπίτι… )

Οι πέτρες που αλέθουνε τις νύχτες το μυαλό, που κονιορτοποιούν τα όνειρα κι όταν ξυπνάς  την άλλη μέρα δεν θυμάσαι παρά μιαν άσπρη σκόνη    Η πέτρα θεμέλιο της σιγουριάς   Η πέτρα που σπάει το τζάμι της φρονιμάδας   Η πέτρα ανάμεσα στα δόντια   Η πέτρα στα νεφρά   Η πέτρα στην καρδιά   Η πέτρα με μια καρδιά σκαλισμένη πάνω της   Η αναίσθητη πέτρα που γίνεται κόρη όλο αίσθημα στα χέρια του γλύπτη   Η πέτρα στο λαιμό του απελπισμένου   Η πέτρα στο πόδι του βουτηχτή   Η πέτρα η τετράγωνη για χτίσιμο   Η πέτρα η στρογγυλή για χάδι   Η πέτρα η ά-σχημη για κλότσημα   Η πέτρα κάτω απ’ το λαιμό του Ισαακ   Η πέτρα κάτω απ’ το λαιμό της Ιφιγένειας   Η πέτρα βωμός βαμμένη με αίμα αθώων ανθρώπων  ή  ζώων πιο αθώων ακόμα μια κι έπρεπε αθώους ν’ αντικαταστήσουμε ανθρώπους   Η πέτρα της ενοχής των θεών   Η πέτρα που ρίχνει πρώτος ο αναμάρτητος στο μέτωπό του   Η πέτρα που χτυπάει τον αμαρτωλό κι είναι αυτή που ματώνει   Η πέτρα που πετάς ψηλά και ξαναπέφτει   Η πέτρα που πετάς ψηλά και δεν ξαναπέφτει   Η πέτρα της σφεντόνας που σκοτώνει το πουλί   Η πέτρα της σφεντόνας  που γίνεται πουλί και χάνεται   Η πέτρα στην έρημο   Η πέτρα στον έρημο γιαπωνέζικο κήπο   Η έρημη πέτρα στον πράσινο κήπο   Η πέτρα που πάνω της σκοντάφτει ο κυνηγημένος και πιάνεται από τον κυνηγό   Η πέτρα που πάνω της σκοντάφτει ο κυνηγός   Η πέτρα που πάνω της δεν σκοντάφτει κανένας και βλέπει να περνάνε ο κυνηγημένος και ο κυνηγός   Η πέτρα που ήταν άνθρωπος που πέτρωσε   Η πέτρα που ήταν λάβα που πέτρωσε   Η πέτρα προσφάι των νεκρών   Η πέτρα προσκέφαλο των νεκρών   Η πέτρα κουβέρτα των νεκρών   Η πέτρα διαβρωμένη αργά – αργά απ’ τη βροχή   Η πέτρα θρυμματισμένη ξαφνικά απ’ το φουρνέλο   Η πέτρα στα χείλια του πηγαδιού   Η πέτρα στον πάτο του κόσμου   Η πέτρα που βρήκε κατακούτελα το φεγγάρι κι έχυσε όλο το αίμα του   Οι πέτρες που ακολουθούσαν τον Ορφέα   Οι πέτρες που κυνηγούσαν τον Ορφέα   Οι πολύτιμες πέτρες φυλακισμένες σε χρηματοκιβώτια  ή  δεμένες σε δαχτυλίδια   Οι ευτελείς πέτρες ελεύθερες στους δρόμους   Η πέτρα βουνό κι η αδελφή της η πέτρα κόκκος άμμου   Η πέτρα που πετάς στη λίμνη για να δεις τους κύκλους που θα γράψει στο νερό και τη βυθίζεις για πάντα   Η πέτρα που πρασινίζει απ’ τα μούσκλα κι ονειρεύεται πως έβγαλε ρίζες   Η αλαφρόπετρα που κάνει την πέτρα αλλά επιπλέει   Η πέτρα ανερμήνευτος χρησμός   Η βουβή πέτρα   Η πέτρα που κάποτε μίλησε κανείς δεν την κατάλαβε και δεν ξαναμίλησε…    [ΑΚΟΜΑ ΜΕΡΙΚΕΣ ΠΕΤΡΕΣ,  τελευταία ενότητα στη συλλογή του Αργύρη Χιόνη ΛΕΚΤΙΚΑ ΤΟΠΙΑ 1983 )

Παρασκευή, 7 Ιουλίου 2023

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΠΑΝΤΑ Σ’ ΟΛΟ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΤΡΑΓΟΥΔΟΥΣΑΜΕ…

  (…χωρίς ποτέ κανείς να μας ακούει…) («Γιατί σωπαίνουν τα κοχύλια; Γιατί δεν τραγουδούνε τα παιδιά; Τα ζώα τ’ αφανίσαμε και τα φυ...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ