(…αέρινο δώμα με μικρά ρεύματα στις κλωστούλες ανάμεσα…)
Τους καθίζω τους
έμορφους στα ελαφρά ανάκλιντρα του κενού,
ενώ εγώ
στρογγυλή στο κέντρο, στέλνω προς τα έξω τις τροφές
σ’ αυτούς που
μπαίνουν.
Φιλοξενώ με δέος
την αβυσσαλέα φλόγα τους,
όπως το πέος
τους σε φυσικό περίγυρο φυλακής, τεντώνεται προς το δίχτυ.
Η βίλα μου είναι
κτισμένη από λευκή ενέργεια του σώματος
κι όλα μου
δείχνουν πως η ερωτική πλεκτάνη μου είναι ακατάλυτη
ενώ οι εφήμερες,
ηδονικές κραυγές τους θα σβήσουν χαμηλά,
εκεί που είχα
αρχίσει να σκαρφαλώνω.
Το τέλος είναι γνωστό:
εξαφάνιση του
παγιδευμένου ερωτικού αντικειμένου
και διαιώνιση
της αχόρταγης αράχνης.
Μα εγώ μέσα στη
τελεσίδικη φρίκη της νίκης μου,
ονειρεύομαι το
άτρωτο αρσενικό που θα με γευματίσει.
Χαμογελώντας
ανέμελα ανάμεσα στα νεκρά ανάσκελα μαμούνια,
τον φαντάζομαι
τον φτερωτό καβαλάρη
με τις κεραίες
περιπτύξεις να με αποσπάει από τις βολικές συνήθειες του φόνου
κι εκεί στην
άκρη του ιστού, σιγά να μ’ αφανίζει.
Με την πέτσα μου
γυαλιστερή απ’ τις εκκρίσεις του ολόσχερου πάθους,
θα δίνω όλο και
περισσότερη υγρή κλωστή
στο στόμα του
απρόσμενου εκμεταλλευτή της σοφής μου σκευωρίας,
όσο να γκρεμιστώ
απ’ την κορφή της αδηφάγας φύσης,
στον ερωτικό
δήμιό μου ολότελα δοσμένη.
[ΟΝΕΙΡΟ ΑΡΑΧΝΗΣ από
τη συλλογή της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ ΕΝΑΝΤΙΟΣ
ΕΡΩΤΑΣ 1982 προοικονομούν
τις επιλογές ποιημάτων απ’ αυτή τη συλλογή:
ΤΑ ΣΠΙΡΤΟΞΥΛΑ Ο Γκιούλιβερ
που ξύπνησε μες τον αγρό…
Η ΠΑΛΙΡΡΟΙΑ Έρωτα
βόρειο νερό…
ΤΟ ΠΕΤΟ ΤΟΥ, ΤΗΝ ΚΑΘΑΡΗ ΔΕΥΤΕΡΑ Το μπλε απ’ τα παραθυρόφυλλα στάζει στη
θάλασσα…
Η ΧΙΟΝΙΣΜΕΝΗ
Πόσους σκεπάζω η χιονισμένη εγώ άλυτους της ζωής μου λαβυρίνθους
Η ΕΛΕΝΗ Το βαθύ
νόημα των ονείρων είναι το σκοτάδι
ΕΠΟΧΗ ΠΤΩΣΗΣ Στην
κάμαρή μας χύθηκε χρυσάφι φθινοπώρου
ΤΑ ΟΝΤΑ ΚΑΙ ΤΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ ΜΟΝΑ Τα όντα, όταν τα’ αφήνουμε μόνα τους πώς
είναι;
Η ΖΩΗ ΜΟΥ ΣΑΝ ΕΝΑ ΠΛΟΙΟ
ο έρωτας η θάλασσα τριγύρω
ΜΟΥΧΡΩΜΑ Το
σκοτάδι τρώει σιγά – σιγά το φως…
ΕΝΝΟΩΝΤΑΣ ΤΗ ΝΕΟΤΗΤΑ
Σαν αφαιρείσαι και κι ακούσιος χρόνος στέκει στο μέτωπό σου…
ΟΙ ΑΚΡΟΤΗΤΕΣ ΤΟΥ ΜΕΛΛΟΝΤΟΣ Εκείνο το καλοκαίρι δεν έλεγε να ’ρθει…
ΣΤΟΝ ΚΟΥΡΕΑ Άσπρο
τριαντάφυλλο…
ΜΕΓΑΛΗ ΤΕΤΑΡΤΗ
Προς την Ακρόπολη μια Μεγάλη Τετάρτη…
ΦΑΙΔΡΟΣ 81
Ολάνθιστοι ευκάλυπτοι αρρωσταίνουν το τοπίο…
ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΑΖΤΕΚΩΝ
Στη νύχτα την υγρή άνοιγα τα πουλιά φτερά…
ΟΤΑΝ ΤΟ ΣΩΜΑ
Υποσχεθεί τον εαυτό του κι εκπληρώσει την υπόσχεσή του..
Ο ΥΠΝΟΣ Τα όνειρα
απλώνονται επάνω μας τη νύχτα και
Η ΕΥΤΑΛΙΤΣΑ Με
τον ήλιο έβγαινε κι η κραυγή της Ευταλίτσας…
Συγκεντρωτική έκδοση: ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΑΓΓΕΛΑΚΗ ΡΟΥΚ ΠΟΙΗΣΗ 1963
-2011, εκδόσεις Καστανιώτη
ΤΑ ΣΠΙΡΤΟΞΥΛΑ
Ο Γκιούλιβερ
που ξύπνησε μες τον αγρό, στο χώμα καρφωμένος σαν τα
κρινάκια,
στερεωμένος όπως τα στάχυα,
βιδωμένος ως κι απ’ τις πιο λεπτές τρίχες της μύτης του,
κολλημένος σαν έντομο στου εντομολόγου το τεφτέρι,
πανικόβλητος
σαν είδε πως ο τεράστιος όγκος του κορμιού του
ήταν το έδαφος για εκατομμύρια μεγαλοφυείς επιχειρήσεις
μικρότατων ανθρώπων
που με σπιρτόξυλα και κλωστές τον είχαν καταδικάσει σε
ακινησία
είμαι εγώ
με τους λιλιπούτειους παράφορους έρωτές μου
που με κρατούν δέσμια της πιο χωμάτινης αντίληψης της
ζωής,
της πιο περιορισμένης κίνησης,
μιας χαμερπέστατης σύλληψης του ωραίου
σαν σώμα που γδύνεται και ξαπλώνεται κι ουδέποτε
ανεβαίνει στους ουρανούς.
Η
ΠΑΛΙΡΡΟΙΑ
(από
τη συλλογή της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ ΕΝΑΝΤΙΟΣ ΕΡΩΤΑΣ 1982)
Έρωτα βόρειο νερό
τη μοναξιά σου αγαπώ
όταν στον ορίζοντα
τραβιέσαι μακριά
και χάσκουν τα έγκατά σου
ακάλυπτα στα επίβουλα αστέρια.
Με μια μονάχα
κίνηση κυκλώνεσαι με χάος
κι είναι η απομάκρυνσή σου φυσική
όπως ένα φιλί από τον άλλο κόσμο.
Άγρια τα σουρουπώματα εδώ·
οι γλάροι με φωνές αυτόχειρα
αναθεματίζουν τη ζωή στα ωραία απλώματα της φύσης.
Ω, καημέ μου, Ωκεανέ μου
με τα τραγικά μπλάβα χυμένα επάνω σου
κάπου βαθιά στο πέλαγος παθαίνεις τον εαυτό σου
μυστικό, ανεξήγητο
πληγωμένο απ’ την ακτή βαριεστημένο απ’ τ’ ανιαρά χάδια της ξηράς
της τρελής γης τα τόσα παρακάλια
κι απειλές της μαύρης λάσπης.
Κι ως να ξανάρθεις
θα ’χουνε περάσει οι ώρες της ανάγκης, της στέρησης
θα ’ναι πρωί και θα γελάς
σκεπάζοντας τους βράχους μου γλυκά με το κορμί σου
σαν να μην έλειψες ποτέ
σαν να ’σουνα δικός μου
με γήινες σκοτούρες με βότσαλα – φιλιά
στ’ ανθρώπινο ακρογιάλι…
Μα εγώ κρυφά σε κοίταγα και σ’ είδα μακριά
πώς άχνιζε η μορφή σου μεσ’ απ΄ την ουράνια γάζα·
ανέμελος ανοιγόσουνα παίζοντας με το άπειρο
που μυστικά σε ξέρει
γιατί γνωρίζει απ’ ομορφιά
την άοπλή της μοναξιά στην άμπωτη του χρόνου!..
ΤΟ ΠΕΤΟ ΤΟΥ, ΤΗΝ
ΚΑΘΑΡΗ ΔΕΥΤΕΡΑ
Το μπλε απ’ τα παραθυρόφυλλα στάζει στη θάλασσα
και διακρίνονται στην πάχνη του ορίζοντα όλοι οι ναυαγοί
μαγεμένοι να τραβάν τα δίχτυα τους στην άλλη παραλία.
Καθαρή Δευτέρα,
οι αλκοολικοί χρόνια γύρω απ’ το ίδιο τραπεζάκι
με τις άσπρες τρίχες της γενειάδας τους να διαφημίζουν το
σκοτάδι.
Ο ταβερνιάρης τα περσινά αστεία πάλι της κτηνοβασίας.
Αργότερα θα εκσπερματώσει πίσω από ένα βαρέλι
ενώ μόλις που ’χε αγγίξει την αθλητική πλάτη
του ανύποπτου Χριστόφορου από τη Νότια Αφρική.
Τσέρκι γύρω απ’ τον ήλιο, λάμπει για όλους η αρρώστια.
Τα σώματα ομόφωνα καταδικάζουν το χρόνο σαν το μόνο
ένοχο.
Ψάχνω στο νου κάτι απλό κι απέριττο για να ξορκίσω το
κακό
που μοιάζει βολεμένο.
Α να, το πέτο του, πώς έστρωνε στο στήθος
κι η μύτη σα λαγωνικό έσκιζε τον αέρα.
Ξανά και ξανά στη μνήμη το σκούρο πέτο
σε ευθεία σχέση με τα σκιερά του μάτια,
υποκινούσε τη φαντασία μου,
ανοιγόμουνα σε άλλους κόσμους άμοιρους αλλά χαριτωμένους,
μες στο αρρωστημένο πάθος της γιορτής.
[από τη συλλογή της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ
ΕΝΑΝΤΙΟΣ ΕΡΩΤΑΣ 1982]
Η
ΧΙΟΝΙΣΜΕΝΗ
(από τη συλλογή της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ ΕΝΑΝΤΙΟΣ
ΕΡΩΤΑΣ 1982)
Πόσους σκεπάζω η χιονισμένη εγώ
άλυτους της ζωής μου λαβυρίνθους!.
Άχαρα, ξερά κλαδιά βγάζω μες το χειμώνα
πράξεις τυφλές
σύννεφα βαριά οι λαχτάρες μου
ακουμπούν στα λερωμένα χιόνια!..
Οι νύχτες είναι ατέλειωτες
εδώ που μαραζώνω ακούγονται οι σειρήνες του κακού
και βγάζει πύο πηχτό η νοσηρή μου σκέψη.
Ναι, θε να ’ρθεις να με δεις
απρόσμενα,
για γούστο
όπως τυχαία η άνοιξη κάποτε καταφθάνει
με πράσινα, μ’ ελάφια, με νερά
κι άλλα τόσα πρόσχαρα εφήμερα
μαμούνια.
Θα μου διαβάζεις φωναχτά των ζώων τα παραμύθια
του βάτραχου, του πόντικα
κι αυτής της ενυδρίδας
χιόνι θα πέφτει έξω πυκνό
και μέσα ο νάρκισσός σου
όλα ευωδιά θα στέκεται εαρινός, ωραίος.
Στα σκέλια μου, στους πάγους μου
ελαφριά θε να γλιστρήσεις
θα λιώσει του χρόνου η παγωνιά μόλις μ’ ακουμπήσεις.
Γιατί όλα μαζί τα ψέματα που οι άνθρωποι μαζεύουν
για να μη βλέπουνε ποτέ το θάνατο στη φύση
τα βρήκα στο κορμί σου
σαν κραταιός κι ακάλυπτος στους κόλπους μου βουτιέσαι
ερωτιδέας άτρωτος
Ερμής της αφθαρσίας
Η ΕΛΕΝΗ
Το βαθύ νόημα των ονείρων είναι το
σκοτάδι·
οι ιδέες τους εκφράζονται με άλλα όνειρα.
Η περιγραφή του ερώμενου είναι κι αυτή μια ερωτική πράξη.
Σκέφτομαι = ζω
μιαν άλλη ζωή παράλληλη.
Ο Έζρα Πάουντ κλείνει τα μάτια
σφιχτά σαν να τον σουβλίζουν.
Μες
της σιωπή του τα ποιήματά του
ξαναρχίζουν τη ζωή τους ανανεωμένα!..
Ο κόσμος που χάσκει ανοιχτός κάτω απ’
τα πόδια σου
περιμένει να του πεις, ναι, ότι τον αγαπάς
πριν σε καταβροχθίσει!..
Φτιάχνεις έναν έρωτα τότε
για να προστατευτείς απ’ το φαρδύ
τοπίο.
Ο Μενέλαος έχει ζήσει κι αυτός το δράμα της εμορφιάς ως χαμένος.
Μες στα άγαρμπα, πορφυρά του
παντελόνια
πλέει το πέος του
σαν ψάρι σε μολυσμένα ύδατα!..
Όχι, όχι καλύτερα να την είχε
φτιάξει αυτός την Ελένη
κι ας ήταν ένα Ποίημα μόνο!..
[από τη συλλογή της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ
ΕΝΑΝΤΙΟΣ ΕΡΩΤΑΣ 1982]
ΕΠΟΧΗ
ΠΤΩΣΗΣ
(από τη συλλογή της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ ΕΝΑΝΤΙΟΣ
ΕΡΩΤΑΣ 1982)
Στην κάμαρή μου χύθηκε χρυσάφι φθινοπώρου
και έτριζε το σώμα σου μέσα μου σαν τα φύλλα
που ’ναι ξερά και τα κλοτσάν παιδιά
απ’ το σχολειό γυρνώντας.
Η φύση συγκεντρώθηκε σ’ ένα δενδράκι μόνο
σαν ετοιμάζει ηρωικά την πορφυρή του πτώση
κι η κίνησή σου έρχεται σαν του ανέμου τα φιλιά
που ξεγυμνώνουν τα κλαριά
απ’ του εγωισμού τα περιττά στολίδια.
Α!.. Δεν είναι ποτέ τόσο θριαμβική
η αναγγελία του τέλους
παρά σαν λίγο ο ήλιος βγει
για ν’ ακουμπήσει μια στιγμή
στις απελπισμένες κορφές των μισόγυμνων δένδρων·
δεν είναι ο έρωτας ποτέ τόσο γλυκός στο στόμα
όσο το άνθος σου βαστώ για πόσο;
Λίγο ακόμα.
Ο όγκος μου σ’ ανάταση μπολιάστηκ’ ασφοδέλους
κι αναίσχυντη πια προκαλώ
σκοτάδι, θάνατο και το κακό του τέλους!..
ΤΑ ΟΝΤΑ ΚΑΙ ΤΑ
ΠΡΑΓΜΑΤΑ ΜΟΝΑ
Τα όντα όταν τ’ αφήνουμε μόνα τους,
πώς είναι;
Τι κάνουν όταν παύουμε να τα
πασπατεύουμε,
να τα γαργαλάμε, να τα δαγκώνουμε;
Όταν είναι μόνα τους μες στη σαπουνάδα
τους ή στις λάσπες της νύχτας;
Τα πράγματα, όταν δεν τα χώνουμε
ανάμεσα στα πόδια,
όταν δεν τ’ ανοίγουμε, δεν τα
κλείνουμε, δεν τα φοράμε και περιμένουμε,
δεν τα γδυνόμαστε και περιμένουμε,
όταν δεν σχεδιάζουμε Σαββατοκύριακο,
βόλτα, όραμα, επίδειξη…
όταν το χιόνι δεν έχει πατηθεί απ’ τν
αγαπημένο σκύλο,
οι γλάστρες με τα παράθυρα της ψυχής
μας κλειστά για πάντα,
πώς είναι;
Πώς είναι ο κόσμος όταν λείπουμε;
[από τη
συλλογή της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ ΕΝΑΝΤΙΟΣ ΕΡΩΤΑΣ 1982]
Η
ΖΩΗ ΜΟΥ ΣΑΝ ΕΝΑ ΠΛΟΙΟ
(από τη συλλογή της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ ΕΝΑΝΤΙΟΣ
ΕΡΩΤΑΣ 1982)
Η ζωή μου σαν ένα πλοίο·
ο έρωτας η θάλασσα τριγύρω.
Εσύ, ακουμπισμένος στην κουπαστή
γέρνεις το βλέμμα ως ο βυθός
να μοιάζει πως πηδά για να σε συναντήσει μες στα μάτια…
Χάνονται στ’ αμπάρι οι παλιές φωνές
όπως το δελφίνι σου απαλό
ολόδροσο στου λόγου τα παιχνίδια
βοηθάει με θείες ψευτιές
τα ιστία που μας πάνε.
Αρμενίζοντας δεν έχω τίποτα να χάσω
ή να κερδίσω
γλιστράω με τον ελάχιστό χρόνο μου
πάνω απ’ τους δαιδάλους με τα φύκια
όπου οι πνιγμένοι σέρνονται σε μεταθανάτιους περιπάτους.
Η ζωή μου σαν ένα πλοίο·
στην κρύα κουβέρτα ώρες κατάμονη
μες στο μυαλό μου
γλείφω τα μέλη σου
ως το πρωί που ξημερώνομαι σε γνωστά λιμάνια:
«Το πρώτο φιλί» «Η άπληστη αγάπη» «Η ανία»
«Ο χωρισμός»
τοπωνύμια με τη λίγη πειστικότητα
που έχει η πείρα όλη.
Ω!,, Μπες μέσα μου και
τράβα με
σ’ όσα ναυάγια σχεδίαζες εψές
γλυκά χαμογελώντας μες στον ύπνο σου
με το ’να χέρι χαμηλά το άλλο στην καρδιά
σαν να μιλούσες τρυφερά προς τα τελώνια.
Κι όπως φωτισμένα τα βραδινά νησιά
καρφώνουν τις πόρπες τους στη νύχτα
θε να με σχίζεις με τα δικά σου τα
κουπιά
θε να με πλέεις για τελευταία φορά
πριν πέσει το σκοτάδι μου
και τα κατράμια δάκρυά μου
χυθούν στο φως σου όλο επάνω.
ΜΟΥΧΡΩΜΑ
Το σκοτάδι τρώει σιγά-σιγά το φως, όπως το σκουλήκι τον
καρπό:
από μέσα.
Πρώτες πέφτουν οι σκιές του «εντός ολίγου»
κι ύστερα η κότα αποζητάει το χθεσινό κλαρί για να
κουρνιάσει.
Με το μικρό μυαλό της λέει πως η ζωή της θα βαστάξει για
πάντα.
Ένα σούρουπο ξεπροβοδίζει τα ορατά
όπως βγαίνουν από την πόρτα του σούρουπου
κι αόρατα πια ξαναμπαίνουν σε λίγο από την ίδια πόρτα
που τώρα τη λένε νύχτα.
Στο γύρισμα του κύκλου,
στην πίσω μεριά του φεγγαριού, στην άλλη όψη του «ξέρω»,
ίσως γίνει πεταλούδα το σκιάχτρο που με παγώνει
κι ίσως μεταμορφωθούν σε μέλη Άδωνη τα κατάσχημα ξύλα.
Κι ο θάνατος με σκούφο κυνηγητικό κι όπλο,
μήπως αρχίσει ν’ αστοχεί μες στα λουλούδια;
Πολιτεύομαι.
Σκέφτομαι δηλαδή το θάνατο καθημερινά
και τον συγκρίνω μ’ ένα άπειρα καλύτερο πολίτευμα: τη
ζωή.
[από τη συλλογή της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ
ΕΝΑΝΤΙΟΣ ΕΡΩΤΑΣ 1982]
ΕΝΝΟΩΝΤΑΣ
ΤΗ ΝΕΟΤΗΤΑ
(από τη συλλογή της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ ΕΝΑΝΤΙΟΣ
ΕΡΩΤΑΣ 1982)
Σαν αφαιρείσαι
κι ακούσιος χρόνος στέκει στο μέτωπό σου
θλίψη με κατέχει για την ολόγιομη νιότη σου
σκοτάδι των καιρών.
Λουλούδια λύπης τα γέλια σου
κι όπως ατενίζεις τον άσπρο τοίχο
αργά σου ’ρχεται η στύση
ένας έξοχος πύργος σηκώνεται
άδειος μέσα στο άδειο.
Κι εγώ εκρήξεις προκαλώ
πίσω απ’ τη γρίλια του θώρακα
για να σπάσω όλη
κομμάτια να κυλήσει το κρέας μου
φαϊ για να σε θρέψει.
Θα μασουλάς αργά στην τρύπα της πίκρας σου
τρωκτικό, εσύ, μιας άχαρης μοίρας
γιατί μεταμορφώνεται σε έγκλημα
η άχρηστή σου ενέργεια
σε δηλητήριο το λαμπερό σου σπέρμα.
Θα με μασάς, θα φτύνεις
τα γερασμένα σπόρια της μήτρας μου
με τη ματιά στυλωμένη
στο παράθυρο ή στην τεράστια τσατσάρα του Μαγκρίτ.
Εκτός εαυτού περιφρονώ τις μέρες μου
ηδονικά καταπίνομαι
την επιβίωσή μου μισώ σαν αρρώστια.
Στον καθρέφτη εξετάζω τα μάτια μου
σκοτάδια που ασπρίζουν
τα δόντια μου ένα – ένα
που ετοιμόρροπα φράζουν τη σπηλιά της ανάσας.
Πόσο, ω πόσο ακόμη μες στο φθαρμένο σκεύος μου
αγάπη θα προσφέρω
τέτοιο φτωχό αντίδωρο στη σιωπή του κόσμου
που σε κυκλώνει μουλωχτή
σαν κάμπια το πευκάκι.
Μόνο πεθαίνοντας θα φτάσω στο ύψος του έρωτά μου
μόνο χάνοντας το κορμί θα σε δεχτώ ολόκληρο
και θα σου δείξω σαν μόνη αποζημίωση
πώς χάνεται ο έρωτας στη φύση
πώς διαλύεται το πάθος μες στο θάνατο.
ΟΙ ΑΚΡΟΤΗΤΕΣ ΤΟΥ
ΜΕΛΛΟΝΤΟΣ
Εκείνο το καλοκαίρι δεν έλεγε να ’ρθει·
κάτι σαν οργασμός που όλο αναβάλλεται μες στη νύχτα.
Η γάτα γέννησε μέσα στο αυτί μου
έτσι όπως ξαπλωμένη ατένιζα το μέλλον στο ταβάνι.
Τα μωρά της κι οι φαντασιώσεις μου έσταζαν αίμα.
Έβλεπα τον έρωτα σαν μεγάλη αγριότητα:
ένα γδαρμένο ζώο και κρεμόταν απ’ το τσιγκέλι.
Ο πόνος κι ηδονή του όλα αναίτια.
Το μέλλον βαστιέται απ’ άλλα κι όχι από κει που δίνουμε
τη ζωή μας όλη.
Για τους Κινέζους το μέλλον βρίσκεται πίσω μας.
Όπως όταν ταξιδεύεις και κάθεσαι πλάτη - πλάτη με τον
οδηγό.
Τότε, το παρελθόν, ο δρόμος που διάνυσες είναι το μόνο
που έχεις μπροστά σου.
Και δεν θα δούμε ποτέ τον οδηγό.
Ποτέ δεν θα ’μαστε πλάι στη ζωή ή μαζί της.
Η πλάτης της μόνο θα μας ζεστάνει την πλάτη για λίγο, όσο
να φτάνουμε.
[από τη συλλογή της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ
ΕΝΑΝΤΙΟΣ ΕΡΩΤΑΣ 1982]
ΣΤΟΝ
ΚΟΥΡΕΑ
(από τη συλλογή της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ ΕΝΑΝΤΙΟΣ
ΕΡΩΤΑΣ 1982)
Άσπρο τριαντάφυλλο
η πετσέτα του κουρέα γύρω απ’ το πρόσωπό σου
που σαν μαμούνι λαμπερό στα πέταλα καρφώθη.
Τούφες – τούφες στο πάτωμα
οι μέρες μου που σ’ αγαπούσα τόσο
ενώ ψαλίδιζε ο πολύλογος
αισθητικός της κεφαλής
ό,τι περιττό φυτρώνει μες το χρόνο.
Αχ!.. και σ’ έκανε ο ασυνείδητος αυτός
ακόμη πιο ωραίο·
γράφτηκε καθαρά η κατηφόρα των φρυδιών
και κάτω απ’ τους νεφρίτες των ματιών
μισάνοιγαν τα άνθη σου, τα χείλια.
Το μαγαζί τυπωνόταν μέσα μου με κάθε λεπτομέρεια
σιγά – σιγά το τίποτα
που θα ’τανε σε λίγο η ζωή μου δίχως σένα
έμπαινε σουρνάμενο στον παρφουμαρισμένο χώρο.
Μες στον καθρέφτη γέλασες
διπλώθηκα στα δύο
που σ’ είχα και θα σ’ έχανα
σαν τη ζωή που σταματάει
κλασική μ’ ένα ψαλίδι,
ΜΕΓΑΛΗ ΤΕΤΑΡΤΗ
Προς την Ακρόπλη μια μεγάλη Τετάρτη…
Να λοιπόν που κέρδιζε έδαφος ο
υποψήφιος θάνατός μου
κι εγώ ανέβαινα με το σαράβαλο
μηχανάκι της καρδιάς μου,
τα ζωώδη ένστικτά μου όλα σ’ ένα κουτί
κλεισμένα.
Έγραφε απέξω ΕΡΩΤΑΣ και το κρατούσα
παραμάσχαλα.
Καμπάνες συμπλήρωναν τη σπαραχτική
εικόνα του τετελεσμένου
κι ο μπλε σκηνοθέτης ψηλά, πάντα
ανικανοποίητος,
φώναζε τους κομπάρσους πόντικες να
ξαναπιάσουν τη σκηνή απ’ την αρχή.
«Ζηλεύω τον Χριστό.
Λάτρεψε τα πάθη του κι ενθουσιασμένος
με τη λύση που βρήκε,
έβαλε τέλος σ’ όλες τις ερωτικές ιστορίες
του με τον κόσμο»,
έλεγα στο συνοδό μου που βάδιζε δίπλα
μου σκυφτός
γιατί τον βάραινε η ευθύνη του ωραίου.
[από τη συλλογή της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ
ΕΝΑΝΤΙΟΣ ΕΡΩΤΑΣ 1982]
ΦΑΙΔΡΟΣ
81
(από τη συλλογή της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ ΕΝΑΝΤΙΟΣ
ΕΡΩΤΑΣ 1982)
Ολάνθιστοι ευκάλυπτοι αρρωσταίνουν το τοπίο·
μυρίζει χειρουργείο
τα φύλλα νυστέρια μυτερά
διαμελίζουν το φως.
Πένης η πολυάθρωπη φύση
σε χόρτα και νερά
αντί για φωλιές αετών ψηλά στους βράχους
τ’ ατσάλινα σπίτια των αστών.
Εδώ σε μιαν Αμερική
φαρμακωμένη απ’ την ύλη
στολίστηκε η μέρα με αρχαίο κάλλος
όπως ανεπάντεχος ένας αντιπρόσωπος του Πλάτωνα
απ’ το καλλίγραμμο σώμα του
απαγγέλει την ψυχή σε μια κουτσή γυναίκα
που απ’ τα αειθαλή διδάχθηκε το πάθος
Έχει μια πανάρχαιη εξήγηση λοιπόν
η ξέφρενη θλίψη του έρωτα
όταν αλαλιασμένη και τυφλή
η ψυχή σπρώχνει της φτερά της να φυτρώσουν.
Τρεμουλιάζουν τα κόκαλα
φουσκώνουν τ’ αέρινα κανάλια απ’ άλλη ουσία·
μια εικόνα ζωγραφίζεται στους ιστούς
κι όσο είναι αυτός εκεί με τα μπράτσα του, τους μηρούς
όσο είναι αυτός εκεί με την κοιλιά του, τα πισινά
ν’ αρχίζουν αρμονία
δυναμώνουν οι ρίζες των φτερών
τα πούπουλα πληθαίνουν
κερδίζει ουρανούς με κάθε νέο φιλί
η αθάνατη μαϊμού του απείρου.
Μα δε θα χαθεί η όραση, η εξοχή
το φως αυτό το ξέχωρο
ούτε οσμή απ’ τη γλυκιά του σάρκα θα μείνει στο χορτάρι
ούτε της φωνής του η σαγήνη.
Της ψυχής μαδάνε τα φτερά
η ανάταση σταματά στο πρώτο άλμα
ματαιώνεται η επιστροφή στο θείο άρμα
κι ατελεύτητο μένει πάντα το έργο της ανάστασης.
Στο τσιμεντόφραχτο πάρκο
η παθιασμένη μέρα αιμορραγεί
κι η μεσόκοπη γυναίκα
με την εικόνα του νεαρού εραστή
νωπή, σκαλισμένη στο στήθος
σκάβει μια καταπαχτή στη γη για να θαφτεί!..
ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΑΤΖΕΚΩΝ
Στη νύχτα την υγρή άνοιγαν τα πουλιά φτερά και οι
μανόλιες.
Στην κορφή της πυραμίδας του φεγγαριού ο βασιλιάς των
Ατζέκων βρήκε
πως όλα ταίριαζαν με τις προφητείες, ακόμη κι η
ημερομηνία.
Ο καινούριος Θεός θα ’ρχόταν απ’ τη θάλασσα και θα ’ταν
ξανθός.
Ήρθε από τη θάλασσα κι ήταν ξανθός
κι έφερνε πράγματα κανόνια και την πανώλη και την
απληστία.
Του προσφέρθηκαν τα πιο φανταχτερά φτερά του παγονιού
δεμένα με λαμπερό νεφρίτη και χρυσάφι.
Δώρο υποταγής στη θεία φύση.
Ερχόταν από τον ορίζοντα όπως εσύ.
Κι όπως εσύ θα πέταξε την τσάντα στο πλακόστρωτο και με
φυσική φωνή:
«σου έλειψα;» θα
’πε.
Ο Κορτέζ ήταν αδιάφορος και κατακτητής.
Έγραψε και ρήμαξε τα ιερά και τα κονάκια των Ατζέκων.
Πάει χάθηκε ο εύπιστος βασιλιάς.
Από χέρι δικών του; Από ξένο;
Μες στον τάφο του κοιμάται με το κρανίο του στεφανωμένο
πράσινες πέτρες.
Σκέφτεται τι ωραίος που ήταν ο εξολοθρευτής.
Κι ακόμη πως θεός είναι αυτός που στο αντίθετο απ’ αυτό
που είσαι σε οδηγεί.
[από τη συλλογή της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ
ΕΝΑΝΤΙΟΣ ΕΡΩΤΑΣ 1982]
ΟΤΑΝ
ΤΟ ΣΩΜΑ
(από τη συλλογή της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ ΕΝΑΝΤΙΟΣ
ΕΡΩΤΑΣ 1982)
Όταν το σώμα υποσχεθεί τον εαυτό του
κι εκπληρώσει την υπόσχεσή του
επιθυμώντας με φωνές που ξεχύνονται στον κήπο
και κολλάν στους κλάδους σαν ρετσίνι
όταν το σώμα εξαρθεί αναγγέλλοντας:
«Υπάρχω απόλυτα στο χάος»
και κάτω από δυνατούς γλόμπους
ανοίξει στα δύο
για να χωθεί μισό στο άλλο μισό του άλλου
όταν ο λόγος του γίνεται
κατακόρυφη γραμμή που το συνδέει με τα ουράνια
όταν το σώμα
φαρμακωθεί απ’ τους χυμούς
φασκιωθεί απ’ τ’ αγγίσματα
φανερωθεί σαν ολομόναχο και
συνεπαρμένο
όταν όσα δίνει καταπίνει
όπου πιέζει ενδίδει
όταν η μετρημένη επιφάνεια του
έχει μετρηθεί άπειρες φορές
με το μάτι, το στόμα το φακό του χρόνου εξονυχιστικό
πάνω στο κάθε σπυρί, πόρο
όταν κουλουριαστούν ξέπνοες οι ωραίες αναλογίες
κι εξαντληθεί το επιχείρημα
«ερωτεύομαι άρα υπάρχω»
οι φωνές ξαναγυρίζουν στις ρίζες των νεφρών
κι ένα πουλί κρυμμένο
αλώβητο στα τόσα σάλια και φιλιά
πετάει, φεύγει πάνω απ’ τον ερημότοπο
σπαρμένο δόντια και μαλλιά
που άφησε πίσω του το σώμα
όταν το σώμα…
Ο
ΥΠΝΟΣ
(από τη συλλογή της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ ΕΝΑΝΤΙΟΣ
ΕΡΩΤΑΣ 1982)
Τα όνειρα απλώνονται επάνω μας τη
νύχτα
μ’ όλο τον τρόμο της ζωής·
με σφίγγεις με φωνάζεις
πνιγμένοι που αγκαλιάζονται στο τελευταίο κύμα.
Φανταχτερή κουρτίνα
η ομορφιά που λατρέψαμε
τραβιέται μες τη νύχτα
απεικονίζεται στο μαύρο
η απειλή γύρω απ’ τα σώματα κι όλες οι πράξεις
π’ αφήσαμε μισές τη μέρα
ξανάρχονται να μας αποτελειώσουν στο σκοτάδι.
Μακαρίζω τους νευρωτικούς τους φοβισμένους
που μι’ αμυχή, μια σκιά, μια υποψία
τους κυριεύει το μυαλό.
Εγώ δεν έχω παρά το θάνατο
απλό, καθαρό, στρογγυλό
μια βεβαιότητα που κάθεται στο στήθος.
Κοιμάσαι δίπλα μου
με το αρυτίδωτό σου πρόσωπο
σαν ανοιξιάτικο πανί που πλέει μες τον ύπνο.
Σε αγγίζω
κι όπως η ανάσα σου δροσερή
χαϊδεύει τη σκέπη του ονείρου
ακόμη λίγο ήλιο παίρνω, λίγο νερό
πριν μες το κώμα αρχίσει
ατέρμονη η επιστροφή στις ρίζες του φθαρτού.
ΞΥΠΝΗΣΕΣ, ΜΟΥ ΖΗΤΗΣΕΣ ΚΑΦΕ, ΕΦΤΑΣΕ Η ΝΕΚΡΟΦΟΡΑ
(… ημέρα καλοκαιρινή!.. «Θα πάμε στη θάλασσα», είπες…)
Με τον ήλιο
έβγαινε κι η κραυγή της Ευταλίτσας!..
«Μάνα μου, που μ’ αφήνεις.δεκατεσσάρω χρονώ στον κόσμο μόνη; Μάνα μου, που τα λόγια σου σαν φυλαχτό θα
’χω… Γλυκιά μου μάνα, πώς το ’κανες
αυτό; Δε σκέφτηκες, διόλου δε
σκέφτηκες την αδελφούλα μου τη μικρή, το
δόλιο μας πατέρα; Μάνα μου, πού πηγαίνεις,
πού;» Ανέβαινε ο θρήνος της, πλήθαινε
το φως της μέρας. Σαν σκιά στην αρχή κι
έπειτα σαν έργο πέτρινο ξεχώριζα την ύπαρξή σου ανάσκελα να χαίρεται την προσωρινή ανυπαρξία
του ύπνου. Της ζωής τέλειος εκπρόσωπος,
τα πάντα υποσχόσουν ακόμη και την αθανασία. Κι όπως η Ευταλίτσα, κορυφαία, εξηγούσε
ακάματη το κενό του θανάτου, στον αέρα της μάμαρας πάλευαν σαν δυο ζώα τα φοβερά και τα φωτεινά του κόσμου τούτου. Γύρισες πλευρό, χαμογέλασες κι ούρλιαξε:
«Μάνα μου»!.. ξανά το κορίτσι.
Υστερική σαν τη στιγμή τέντωσα το
χέρι μου το σώμα σου να πιάσει· κάτι
ήτανε ψέμα από τα δυο, κάπου γελιότανε
το μάτι, το αυτί… Ξύπνησες, μου ζήτησες
καφέ, έφτασε η νεκροφόρα. Ημέρα καλοκαιρινή.
«Θα πάμε στη θάλασσα», είπες!.. [Η ΕΥΤΑΛΙΤΣΑ από τη συλλογή της Κατερίνας
Αγγελάκη – Ρουκ ΕΝΑΝΤΙΟΣ ΕΡΩΤΑΣ 1982 –
συγκεντρωτική έκδοση: ΠΟΙΗΣΗ 1963 – 2011, εκδόσεις Καστανιώτη]
Δευτέρα, 10 Ιουλίου 2023
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου