Κυριακή 2 Ιουλίου 2023

ΠΟΛΥΤΙΜΟ ΠΡΑΓΜΑ ΕΙΝΑΙ ΕΚΕΙΝΟ ΠΟΥ ΕΧΕΙ ΜΙΑ ΤΡΟΜΕΡΗ ΣΗΜΑΣΙΑ

 (… που δημιουργεί την έπαρση και το πάθος της σιωπής…)


Κανένας ποτέ δε θα μάθει πώς είναι όταν είναι μονάχος

και κανένας δεν μπορεί να έχει μιαν ευχή.

Έχει μιαν αλαζονεία σκληρή σαν κάτοχος κάποιου πολύτιμου πράγματος.

Πολύτιμο πράγμα είναι εκείνο που έχει μια τρομερή σημασία.

Δημιουργεί την αξιοπρέπεια και τον αυτοσεβασμό και τη δυστυχία το έγκλημα.

Την έπαρση και το πάθος της σιωπής και την πικρία της προφητείας κι ένα συναίσθημα φιλοσοφικό.

Μοναδικό τέρας στον κόσμο των ανθρώπων κατακτά κι αγωνίζεται να κρυφτεί λάμπει η αλλόκοτη ανθρωπιά του.

Άγρυπνες νύχτες κατεργάζεται την ζωή του και τον θάνατό του.

Έτσι δυστυχισμένος και επηρμένος.

 Άγρυπνος προπαντός ζει ο Τα και κανένας δεν πρέπει να μάθει τι είναι στην πραγματικότητα.

Γιατί η ζωή είναι οι άλλοι και ζωή είναι όταν οι άλλοι σ’ ακουμπάν κι όταν γυρνούν προς εσένα τα σώματα των ανθρώπων.

Ο Τ ζει μαζί με την Α σ’ ένα μεγάλο σπίτι με καθρέφτες παντού.

Η Α με σιωπή τον ακολουθεί με αγάπη και δεν υπάρχει γι’ αυτήν άλλη χαρά.

Αυτές τις μέρες περιμένουν να πεθάνει το τελευταίο τους παιδί.

Τα παιδιά τους πεθαίνουν όταν φτάνουν δύο χρονών.

Η Α κλαίει κρυφά από τον Τ κι όταν αυτός σηκώνει το κεφάλι.

Όταν πει μια λέξη κι όταν κάνει μια χειρονομία αμέσως μεσολαβεί η Α.

Σαν να τον παρακολουθεί πίσω από τους τοίχους τρέχει και φανερώνεται.

Γιατί η Α αγαπά τον Τ και την ζωή της και ό,τι άλλο θα δώσει γι’ αυτόν και ποτέ δεν παραπονέθηκε για τον θάνατο των παιδιών της.

Ο θάνατος των παιδιών δεν χάλασε τη μεγάλη ευτυχία που είναι ο Τ και η ζωή της κοντά στον Τ είναι η ασύγκριτη ευτυχία της ό,τι κι αν συμβεί κι ό,τι κι αν χαθεί.

Η μητέρα και η αδελφή του Τ είναι δυο βουβές ακίνητες γυναίκες.

Φοβούνται τον Τ και λατρεύουν το παιδί.

Πάντα μαζί τριγυρίζουν στο σπίτι αγκαλιά το παιδί.

Ανεβαίνουν τις σκάλες και περπατούν στους μακριούς διαδρόμους.

Χάνονται στα κλειστά δωμάτια.

Αμίλητες κουβαλούν το παιδί που θα πεθάνει.

Δεν το αφήνουν παρά μονάχα στα χέρια της Α.

Στέκονται δίπλα και δεν φεύγουν περιμένουν να τους δώσει πάλι.

Κρύβουν την λαχτάρα τους και περιμένουν.

Φιλούν τα χέρια της Α με ευγνωμοσύνη που τους το ξαναδίνει και το παίρνουν και φεύγουν στα έρημα πάνω δωμάτια…

[κι άλλα αποσπάσματα από το βιβλίο του Γιώργου Χειμωνά ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ, εκδόσεις Κέδρος 1966]

 



 

ΕΙΜΑΙ ΕΙΚΟΣΙΕΝΝΕΑ ΧΡΟΝΩΝ. ΤΟΝ ΟΚΤΩΒΡΙΟ ΤΟΥ ΕΞΗΝΤΑΠΕΝΤΕ ΕΝΑ ΒΡΑΔΥ ΑΠΟΦΑΣΙΣΑ ΝΑ ΠΕΘΑΝΩ

Τότε έγινε ησυχία. Ακούμπησα το κεφάλι στον κορμό της φιστικιάς κι έγειρα το κεφάλι αναπαυμένος. Οι φανταχτερές καλοκαιριάτικες προκυμαίες. Στις στενές ανηφόρες από χαμηλά με κοίταζαν ακίνητα και σκοτεινά παιδιά. Σε λίγη ώρα θα κλειστώ για να κοιμηθώ. Θα πω να μην έρθουν το πρωί να με ξυπνήσουν. Είχα υποφέρει πολύ τον τελευταίο καιρό. ξαφνικά ήρθαν ο Στέφανος και η Ανθή. Με πήραν και φύγανε. Γύρισα πολύ αργά. Είχε σηκωθεί αέρας. Το χορτάρι γυάλιζε στο φεγγάρι. Περίμενα να φύγουν. Στεκόμουν στην καγκελόπορτα πολύ ώρα. Έσκυψα στην τρύπα δίπλα στο πεζούλι κι έψαξα στα τυφλά. Πριν μήνες είχα φέρει μια μικρή χελώνα από κυνήγι. Το καύκαλό της ήταν μαλακό σα νύχι παιδιού.  Την είχα κρύψει στην τρύπα και τώρα το θυμήθηκα. Άρχισα να κλαίω. Μετά μερικές μέρες σηκώθηκα κι έφυγα στο Παρίσι. Στην Θεσσαλονίκη ήμασταν στις τέσσερις το πρωί και δεν βγήκα από το τρένο. Στο Βελιγράδι φυσούσε ένας άγριος αέρας. Ο Τ έχει μιαν εκπληκτική ομορφιά γοητεύει τους ανθρώπους. Στην πραγματικότητα είναι τέρας. Κανένας δεν το ξέρει γιατί ο Τ. κρύβει την αληθινή του φύση. Όμως κάτι αναβλύζει από την κρυφή ζωή του και σαν χρυσός ιδρώτας στραφταλίζει.

Κανένας ποτέ δεν θα μάθει πώς είναι όταν είναι μονάχος και κανένας δεν μπορεί να έχει μιαν ευχή για τον Τ. Έχει μιαν αλαζονεία σκληρή σαν κάτοχος κάποιου πολύτιμου πράγματος. Πολύτιμο πράγμα είναι εκείνο που έχει μια τρομερή σημασία. Δημιουργεί την αξιοπρέπεια και τον αυτοσεβασμό και τη δυστυχία το έγκλημα. Την έπαρση και το πάθος της σιωπής και την πικρία της προφητείας κι ένα συναίσθημα φιλοσοφικό. Μοναδικό τέρας στον κόσμο των ανθρώπων κατακτά κι αγωνίζεται να κρυφτεί λάμπει η αλλόκοτη ανθρωπιά του. Άγρυπνες νύχτες κατεργάζεται την ζωή του και τον θάνατό του. Έτσι δυστυχισμένος και επηρμένος. Άγρυπνος προπαντός ζει ο Τ. και κανένας δεν πρέπει να μάθει τι είναι στην πραγματικότητα. Γιατί η ζωή είναι οι άλλοι και ζωή είναι όταν οι άλλοι σ’ ακουμπάν κι όταν γυρνούν προς εσένα τα σώματα των ανθρώπων. Ο Τ ζει μαζί με την Α σ’ ένα μεγάλο σπίτι με καθρέφτες παντού. Η Α με σιωπή τον ακολουθεί με αγάπη και δεν υπάρχει γι’ αυτήν άλλη χαρά. Αυτές τις μέρες περιμένουν να πεθάνει το τελευταίο τους παιδί. Τα παιδιά τους πεθαίνουν όταν φτάνουν δύο χρονών. Η Α κλαίει κρυφά από τον Τ κι όταν αυτός σηκώνει το κεφάλι. Όταν πει μια λέξη κι όταν κάνει μια χειρονομία αμέσως μεσολαβεί η Α. Σαν να τον παρακολουθεί πίσω από τους τοίχους τρέχει και φανερώνεται. Γιατί η Α αγαπά τον Τ και την ζωή της και ό,τι άλλο θα δώσει γι’ αυτόν και ποτέ δεν παραπονέθηκε για τον θάνατο των παιδιών της. Ο θάνατος των παιδιών δεν χάλασε τη μεγάλη ευτυχία που είναι ο Τ και η ζωή της κοντά στον Τ είναι η ασύγκριτη ευτυχία της ό,τι κι αν συμβεί κι ό,τι κι αν χαθεί. Η μητέρα και η αδελφή του Τα είναι δυο βουβές ακίνητες γυναίκες. Φοβούνται τον Τ και λατρεύουν το παιδί. Πάντα μαζί τριγυρίζουν στο σπίτι αγκαλιά το παιδί. Ανεβαίνουν τις σκάλες και περπατούν στους μακριούς διαδρόμους. Χάνονται στα κλειστά δωμάτια. Αμίλητες κουβαλούν το παιδί που θα πεθάνει. Δεν το αφήνουν παρά μονάχα στα χέρια της Α. Στέκονται δίπλα και δεν φεύγουν περιμένουν να τους δώσει πάλι. Κρύβουν την λαχτάρα τους και περιμένουν. Φιλούν τα χέρια της Α με ευγνωμοσύνη που τους το ξαναδίνει και το παίρνουν και φεύγουν στα έρημα πάνω δωμάτια.

Η Μαργαρίτα έχει δέος κι έναν πόθο για τον Τ σχεδόν δεν τολμά να τον αγγίξει. Σα να υπάρχει μεταξύ τους μια κοινή ανάμνηση και μάλλον σα να παρευρέθηκαν μαζί μπροστά σε κάτι φοβερό και σα να ξεκίνησαν κι ήρθαν μαζί από μια ξένη χώρα. Απόψε ήρθε ο Γ. Χτύπησε η πόρτα. Στο πάνω δωμάτιο η γριά μάνα σήκωσε απότομα το κεφάλι.  Κοιτάζει τα παράθυρα και την πόρτα και αφουγκράζεται σαν τρομαγμένη σκύλα. Άνοιξε ό ίδιος ο Τ. Με κακό προαίσθημα ο Τ είδε τον ξένο. Ο Γ τον κοίταξε χωρίς να μιλά. Σα να τον περιεργαζόταν και προσπαθούσε από κάποια σημάδια να τον αναγνωρίσει κι ίσως από κάποια περιγραφή. Μπαίνει στο σπίτι. Είναι αδύνατος και χλωμός με μαύρα μάτια και πορφυρά χείλια. Κοιτάζει τον Τ χωρίς να μιλά. Το πρόσωπό του σκόρπιζε και ξαναφτιάχνονταν γύρω από τα ακίνητα μάτια. Ο Τ τον δέχτηκε ευγενικά. Ο Τ κλείστηκε στο δωμάτιο του κι απόμεινε στο σκοτάδι έτρεμε από το φόβο. Είπε ο μεσσίας! ήθελε να μπει πιο μέσα στο σκοτάδι. Είχε καταλάβει πως ήρθε το τέλος κι είχε καταλάβει πως ο ξένος γνώριζε ότι στην πραγματικότητα είναι τέρας κι ήρθε εδώ οδηγημένος ή έστω είναι προορισμένος. Η μάνα όρθια και τρέμει σαν το φύλλο και κάνει βόλτα στο δωμάτιο με προσεκτικά κι αθόρυβα βήματα η κόρη της την παρακολουθεί.  Περιμένει παρόλο που έχει αρχίσει να καταλαβαίνει. Η μάνα κοιτάζει την πόρτα άσπρη σαν το κερί τρελή. Είσαι τρελή φώναξε η κόρη της με απελπισία ρίχθηκε πάνω στο παιδί. Η μάνα βγαίνει από το δωμάτιο και τρέχει στην Α. Την βρήκε να πλέκει ένα πουλόβερ για το παιδί. Η Α έκρυψε το πλεχτό με κάποια ντροπή. Όλο ετοίμαζε κι αγόραζε ρούχα για το παιδί και γέμιζε τις ντουλάπες. Κι όλα τα ετοίμαζε μεγάλα για πέντε χρονών και για δέκα και για είκοσι και για όλα τα χρόνια μιας πολλής ζωής.

 

Κόρη μου φωνάζει η γριά. Ποιος είναι αυτός που ήρθε. Τι είναι. Από πού ήρθε. Θα πάω να του προσπέσω και να του πω. Να φιλήσω τα πόδια του. Κύριέ μου μη μου κάνετε κακό. Το ξέρω ποιος είστε και γιατί ήρθατε. Όμως μην μου κάνετε κακό. Σκοτώστε καλύτερα εμένα. Όμως μην μου κάνετε τέτοιο κακό. Κι εσύ κόρη μου λυπήσου με μην μου κάνεις κακό. Ποιον να παρακαλέσω και ποιον να βρω. Και σ’ αυτόν ακόμα εκεί. Σ’ αυτόν το γιο μου θα πάω να πέσω στα πόδια του να τον παρακαλέσω. Γιε μου μην μου κάνεις κακό. Θα βγω έξω στον κόσμο να παρακαλώ τον καθέναν. Λυπηθείτε με όχι αυτό το κακό. Ας πεθάνω πια.

 

Ο Τ ανεβαίνει επάνω. Η Α έτρεξε και τον πρόλαβε στην σκάλα. Η Α λέει χτες τη νύχτα το γύμνωσα και το έβλεπα όλη τη νύχτα έβλεπα τα γόνατά του με τις βαθουλές λακουβίτσες τα έβλεπα τα έβλεπα ο Τ πηγαίνει στο δωμάτιο που είναι η αδελφή του με το παιδί. Η αδελφή του βγαίνει από το δωμάτιο αλλά δεν φεύγει. Έμεινε μπροστά στην κλειστή πόρτα κρατά την αναπνοή της. Ο Τ σκύβει πάνω στο παιδί που κοιμάται πάει και πάει ο μικρός βασιλιάς πολύς δρόμος. Εκεί που πάει ένα ποτάμι βαθύ. Στον βυθό τρεις πνιγμένοι σα να συζητούν ο ένας απέναντι στον άλλο. Όρθιοι κι απαλά μπλέκουν τα χέρια τους και σκεπασμένοι με το πράσινο ζωντανό χνούδι του βυθού οι τρεις αγαπημένοι πνιγμένοι φίλοι. Και πάει - πάει και συναντά μια ψηλή γυναίκα και γύρω της πολλά μικρά παιδιά. Η γυναίκα έφτιαχνε ένα περιδέραιο με χοντρές χάντρες τα παιδιά γύρω της. Οι χάντρες σαν μικρά κρεμμύδια. Πλησιάζει και βλέπει. Βολβοί ματιών οι χάντρες. Τα παιδάκια με τρύπια πρόσωπα η γυναίκα περνούσε στην κλωστή μάτια τα παιδάκια μείνανε χωρίς μάτια. Ο Τ κρατά μια μακριά βελόνα. Σηκώνει το απαλό ματόφυλλο Γαλάζιος ήλιος έλαμπε πάνω από τα αχνά βουνά της αυγής. Μπήγει βαθιά τη βελόνα στην κόγχη και βαθιά και βαθιά. Η αδελφή έβαλε τις φωνές έξω ένα α ατέλειωτο. Ακούγεται αγκομαχητό και ποδοβολητό στην σκάλα. Μάνα και κόρη ορμάν μέσα. Μαρμάρωσαν εκεί μπροστά στο τραπέζι που είναι στη μέση.

 

ΑΥΤΟ ΕΔΩ ΤΟ ΕΓΚΛΗΜΑ ΠΟΙΟΣ ΘΑ ΤΟ ΠΛΗΡΩΣΕΙ: Φωνάξτε διατάζει φωνάξτε

Από το δωμάτιο άρχισαν να ουρλιάζουν. Ο Τ κατεβαίνει και κάτω τον περίμενε ο ξένος. Ο Τ τον προσπερνά και πάει προς το δωμάτιο του. Αισθάνεται ασφαλισμένος και έχει άνεση και υπεροχή. Ο άλλος τον ακολουθεί. Ο Τ γυρνάει ξαφνικά και του λέει απότομα και με μίσος ήρθατε σε άσχημη ώρα. Ξαφνικά πιάνεται από τον τοίχο πέφτει δάκρυα τρέχουν από τα κλειστά του μάτια. Έπεσε αναίσθητος. Ο Γ σκύβει και του χαϊδεύει το πρόσωπο σκύβει και τον φιλά στο στόμα. Η Μαργαρίτα σπρώχνει τον ξένο με ορμή φύγετε. Εγώ. Ετοιμάζονται όλοι για την κηδεία. Βάφονται στο πρόσωπο ο Τ η Α η μάνα και η αδελφή ο Γ η Μαργαρίτα. Με επιμέλεια βάφουν λευκό το πρόσωπο μαύρα τα φρύδια μπλε τα βλέφαρα βάφουν τα χείλια κόκκινα και ξεκινάν. Στο δρόμο πήραν το τραμ. Αργεί να ξεκινήσει μένει στην στάση πολλή ώρα. Ο Γ έχει ένα πάθος για τον Τ. Στο δωμάτιό του κρύβει το πρόσωπο στις παλάμες. Χτυπάει τις γροθιές στον τοίχο και θέλει να τον δει αλλά ο Τ πενθεί. Η εικόνα του Τ δεν φεύγει από το μυαλό του. Συνέχεια καπνίζει και πίνει κονιάκ κι επινοεί διαλόγους με τον Τ μέχρι να αποκάμει και τότε αρχινά να κλαίει με παράπονο. Άγρυπνος όλη τη νύχτα και το ξημέρωμα φώναξε αυτό το έγκλημα εδώ αυτό το έγκλημα που γίνεται μέσα σ’ αυτό το δωμάτιο αυτό το έγκλημα που βαστά όλες αυτές τις ώρες. Αυτό εδώ το έγκλημα ποιος θα το πληρώσει. Ο Γ παραμονεύει την Μαργαρίτα και την καλεί στο δωμάτιο του. Εκείνη μπαίνει αλύγιστη και τον κοιτάζει με ψυχρότητα χωρίς έκπληξη. Είναι όμορφη γυναίκα με κατάμαυρα μαλλιά που τα μαζεύει πίσω. Φοράει πάντα μαύρα και μαύρες χοντρές κάλτσες και φαίνονται μονάχα το λείο της πρόσωπο και τα δάχτυλά της. Τα δάχτυλά της είναι ασυνήθιστα χοντρά και δυνατά. Δυσκολεύεσαι να καταλάβεις τι σκέφτεται και είναι απλησίαστη με κάποια επιθετικότητα. Κοιτάζει τον Γ και δεν τον ρωτάει. Το πρόσωπο του Γ έγινε κατακόκκινο και τα μάτια του έγιναν θολά. Πείτε γι’ αυτόν. Σας παρακαλώ πείτε γι’ αυτόν μιλάει στην Μαργαρίτα με φανερή ντροπή λες και της ζητάει πράγματα ακατανόμαστα και την παρακαλεί γρήγορα με δυνατή φωνή.

Σα να είναι πολύς κόσμος που σε λίγο θα ορμήσουν μέσα στο δωμάτιο. Η Μαργαρίτα στέκεται όρθια κι εξακολουθεί να κοιτάζει τον Γ χωρίς να μιλά. Θα σας πω γι’ αυτόν λέει ύστερα. Θα σας πω ό,τι ξέρω αν και είναι πολύ λίγα. Μάλλον είναι ειδικά. Η Μαργαρίτα ξαφνικά γέλασε λύνει τα μαλλιά της και φαίνεται πόσο νέα και όμορφη είναι. Είμαι ερωμένη του. Το έχετε καταλάβει; Κανένας δεν το έχει καταλάβει. Θα σας περιγράψω πώς είναι το σώμα του γυμνό. Η σάρκα του είναι ελαστική κι όχι σκληρή έχει μια θηλυκή σφιχτή σάρκα. Φαρδιά μεγάλα στήθια και λίγο πλαδαρά. Ο Γ ρωτάει λαχανιασμένος οι θηλές. Ρόδινες και μικρές με μικρά σπυράκια γύρω κι ανάμεσα σε σγουρές μαυρόξανθες τρίχες. Τις δαγκώνω μαλακά χώνω το χέρι στη μουσκεμένη τριχωτή μασχάλη. Τα δάχτυλα των ποδιών και τα νύχια ρωτάει ο Γ. Σαν συσπασμένα και λίγο τετράγωνα και τα νύχια λεπτά και κοντά. Η κοιλιά του και τα σκέλια του φωνάζει ο Γ. Η καμάρα των μηρών και οι μαρμάρινες κλειδώσεις οι τένοντες λυγερές βέργες και κοπάδια αίλουροι σκαρφαλώνουν. Το πρόσωπο βρεγμένο από τα φύκια βυζαίνω τον μακρύ σταλακτίτη την πελώρια κρεμαστή καρδιά ρουφώ το αίμα της το καταπίνω. Η Μαργαρίτα είναι ιδρωμένη και το πρόσωπό της σαν πρησμένο κι έχει παραμορφωθεί.  Στο διάδρομο ένα χέρι άρπαξε την Μαργαρίτα. Τι του είπες ρωτάει ο Τ. Η Μαργαρίτα δεν απαντά τα μάτια της φεγγοβολάν. Δώσε μου το χέρι σου λέει με ορμή. Αυτό. Που μ’ έπιασε και με έσφιξε. Πνίγεται αρπάζει το χέρι του το ακουμπά με δύναμη πάνω στο μέτωπό της το φιλάει το τρίβει στο ένα μάγουλο και στο άλλο στα κλεισμένα της μάτια. Με ευγνωμοσύνη η Μαργαρίτα κρατά το χέρι του Τ. Ο Τ φοβάται την αποκάλυψη και όχι την γνώση όσο μένει μυστική. Είναι εύκολο να εξολοθρέψει τον ξένο αλλά δεν μπορεί γιατί ο Γ τον παραλύει κι είναι ένα πρόσωπο ιερό. Η Α κοιτάζει τον Τ με τα ήσυχα μάτια της. Θέλω να σε ρωτήσω. Γιατί σου προξενεί ταραχή αυτός ο άνθρωπος. Ποιος είναι. Έχω μια πικρία. Τίποτε δεν πρέπει να σε ταράζει αφού σε αγαπώ.

Ο Τ γέρνει με κούραση έκανα ένα παραμύθι για τη Θεσσαλονίκη. Είναι μια απέραντη πικρή πόλη και τώρα δεν υπάρχει πια. Έκρυβα κάτι στην Θεσσαλονίκη και ένας εχθρός ξεκίνησε να ’ρθει. Οι εχθροί αναβοσβήνουν από μακριά καρφωμένοι σαν άστρα καραδοκούν και γνωρίζουν. Μπορεί να αργήσουν να φανούν και μπορεί να μην έρθουν ποτέ. Γιατί οι εχθροί ενεργούν με μια δική τους λογική κι απρόβλεπτη. Όμως για να προστατέψεις κάτι μέσα στην πόλη πρέπει να προστατέψεις ολόκληρη την πόλη κι έβαλα κι έχτισαν ένα θεόρατο τείχος γύρω από τη Θεσσαλονίκη. Την έθαψα μέσα στον βράχο. Έκτοτε κανένας δεν έμαθε τι έγινε μέσα στο τείχος τι σπαραγμός έγινε και μονάχα κάθε χάραμα ακούγονται μέχρι μακριά ακούγονται οι φωνές των παγωνιών της.

ΑΥΤΟ ΕΔΩ ΤΟ ΕΓΚΛΗΜΑ ΠΟΥ ΓΙΝΕΤΑΙ ΤΟΣΕΣ ΩΡΕΣ ΠΟΙΟΣ ΘΑ ΤΟ ΠΛΗΡΩΣΕΙ

(αποσπάσματα από το βιβλίο του Γιώργου Χειμωνά ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ 1966)

Φωνάξτε λέει ο Τ. και στέκεται από την άλλη μεριά του τραπεζιού αντίκρυ τους. Οι δυο γυναίκες πιάνονταν από το χέρι και το άλλο το ακρινό τινάζεται πάνω κάτω εξαρθρωμένο. Πάνε μια από δω μια από κει γύρω από το τραπέζι άφωνες και με ανοιχτό το στρώμα. Ο Τ τις πλησιάζει φωνάξτε. Διατάζει φωνάξτε. Φωνάξτε. Οι γυναίκες πάνε γύρω από το τραπέζι να φτάνουν το μικρό κρεβάτι. Φωνάξτε τις κόβει ο Τ και τις πλησιάζει φωνάξτε. Οι γυναίκες πάνε από την άλλη μεριά του τραπεζιού. Ο Τ τις προλαβαίνει και από κει. Φωνάξτε λέει. Έτσι κυνηγιούνται γύρω από το τραπέζι. Σαν να είναι αυτές άγριες μεγάλες γάτες κι ο Τ που τις δαμάζει. Το φωνάξτε που διατάζει είναι σαν ένα μη. Ο Τ φεύγει από το δωμάτιο και κατεβαίνει. Η Α είναι ακόμα στη σκάλα και κάθεται ακίνητη στο χαλί χωρίς καμιά φωνή

Δευτέρα, 3 Ιουλίου 2023

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΠΑΝΤΑ Σ’ ΟΛΟ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΤΡΑΓΟΥΔΟΥΣΑΜΕ…

  (…χωρίς ποτέ κανείς να μας ακούει…) («Γιατί σωπαίνουν τα κοχύλια; Γιατί δεν τραγουδούνε τα παιδιά; Τα ζώα τ’ αφανίσαμε και τα φυ...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ