Τρίτη 18 Ιουλίου 2023

ΟΤΑΝ ΤΑ ΔΕΝΔΡΑ ΜΙΣΗΣΟΥΝ ΤΗΝ ΑΧΑΡΙΣΤΙΑ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΩΝ

 (…η ΕΠΟΧΗ αυτή θα ονομαστεί εποχή του ΑΡΟΥΡΑΙΟΥ ανθρώπου 

ή ΕΠΟΧΗ…  «Άχθος  Αρούρης»… 

δηλαδή  ΚΟΛΑΣΗ  που κανείς δεν προφήτεψε ακόμη…)


Θα ’ρθει η μέρα που και τα δένδρα θα μισήσουν την αχαριστία των ανθρώπων και θα σταματήσουν να παράγουν ίσκιο,  θροΐσματα  και  οξυγόνο!.. 

Θα πάρουνε τις ρίζες τους και θα φύγουν!.. 

Μεγάλες τρύπες θα μείνουνε στη γη εκεί που ήταν πριν τα δένδρα… 

Όταν οι άνθρωποι καταλάβουνε τι έχασαν, θα πάνε και θα κλάψουνε πικρά πάνω  απ’ αυτές τις τρύπες. 

Πολλοί θα πέσουνε μέσα.  Τα χώματα θα τους σκεπάσουν.

Κανείς δεν θα φυτρώσει!..

 

Θα ’ρθει μια μέρα που οι άνθρωποι θα ’χουν ανασάνει όλο τ’ οξυγόνο, 

θα ’χουνε φάει όλους τους καρπούς της γης, 

θα ’χουνε δει όλο το φως!..

Θα σκάψουν τότε μεγάλες στοές μες στο χώμα και θα οικοδομήσουν υποχθόνιες πολιτείες. 

Εκεί, σερνάμενοι και τυφλοί, θα γεννιόνται και θα πεθαίνουν μες στον τάφο τους…

 

Θα ’ρθει μια μέρα που απ’ την πολλή απουσία αγάπης θα παγώσει το αίμα των ανθρώπων

κι οι γλώσσες τους, μοιρασμένες στην αλήθεια και το ψέμα,

διχαλωτές θα γίνουν σαν τις γλώσσες των φιδιών

κι απ’ το πολύ να ξεγλιστρούν απ’ τη δικαιοσύνη

φολιδωτά θα γίνουν τα κορμιά τους. 

Θα σέρνονται τότε συρίζοντας τη σιωπή της ψυχής τους

κι από το ίδιο το φαρμάκι τους θα πεθαίνουν!..

 

Θα ’ρθει  μια μέρα που οι άνθρωποι θα μισήσουν τόσο τον εαυτό τους,

ώστε θα σφίγγουν με τα χέρια το λαιμό τους

και θα στραγγαλίζονται μονάχοι τους. 

Λίγο πριν απ’ το τέλος θα παραλύουν και θα λύνονται τα χέρια τους.

Θα συνέρχονται και θα ξαναρχίζουν.

Αυτό θα γίνεται επ’ άπειρον και θα ’ναι η κόλαση που κανείς δεν προφήτεψε ακόμη…   (τότε… )

[ΠΡΟΦΗΤΕΙΕΣ,  τελευταία  ενότητα στη συλλογή του Αργύρη Χιόνη ΛΕΚΤΙΚΑ ΤΟΠΙΑ 1983

Ακολουθούν επιλογές από τη συλλογή:

ΣΑΝ ΤΟΝ ΤΥΦΛΟ ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΤΟΝ ΚΑΘΡΕΦΤΗ 1986

όλα με αντιγραφή και επικόλληση από τη  συγκεντρωτική έκδοση:

ΑΡΓΥΡΗΣ ΧΙΟΝΗΣ Η ΦΩΝΗ ΤΗΣ ΣΙΩΠΗΣ Ποιήματα 1966 – 2000, εκδόσεις Νεφέλη]

 



ΣΑΝ ΤΟΝ ΤΥΦΛΟ ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΤΟΝ ΚΑΘΡΕΦΤΗ

Α

Μπρος στον καθρέφτη,  εγώ.

Και μέσα στον καθρέφτη, ποιος είναι αυτός που μου γυρνάει την πλάτη μέσα στον καθρέφτη, που αρνείται να είναι το είδωλό μου;

Ποιος είναι αυτός που τον φωνάζω και δεν στρέφεται, που όσο πιο πολύ τον πλησιάζω τόσο αυτός απομακρύνεται στο βάθος του γιαλού,

προς μια προοπτική απεριόριστη, άσχετη με τις περιορισμένες διαστάσεις του δωματίου μου;

Ή μήπως και δεν είναι το δωμάτιό μου αυτό,

αλλά το άυλο σκηνικό ενός ονείρου όπου μέσα του κινούμαι,

πρόσωπο ανύπαρχτο, σύμβολο αξεδιάλυτο αυτού του ονείρου

που κάποιος άλλος βλέπει και θα σβήσω μόλις αυτός ξυπνήσει;

 

Β

Μες στα ποιήματά του έδυε συχνά ένας ήλιος,

σε κάποια γωνιά τους έπεφτε, ακόμα και το καλοκαίρι, ένα πικρό πυκνό χιόνι,

σε κάποια άλλη έβρεχε αδιάκοπα.

Άνθρωποι περνούσαν άκρη – άκρη, σχεδόν απαρατήρητοι,

σκυφτοί και εύθραυστοι σαν κελύφη, κούφιοι απ’ το σαράκι του ανέκφραστου.

Παντού βασίλευε σιωπή κι οι λέξεις βρίσκονταν εκεί μονάχα για να την υπογραμμίζουν.

Πολλές φορές προσπάθησε να φωτίσει τα τοπία του, να τα στεγνώσει,

να σηκώσει το κεφάλι των ανθρώπων του προς τον ουρανό,

να φουσκώσει τους θώρακές τους με κάποιο τραγούδι.

Μάταια.

Πάντα σε κάποια γωνιά επέμενε το χιόνι, σε κάποια άλλη η βροχή

και η σιωπή ήταν το ίδιο πάντα μαλακό και γκρίζο χώμα

όπου βαδίζανε αθόρυβα οι λέξεις του.

 

Γ

Η σιωπή ποτέ δεν τελειώνει, ο ήχος ατέλειωτα.

Η σιωπή είναι δρόμος, ο μόνος δρόμος.

Ο ήχος, διαβάτης που περνάει από κει,

ηχούν για λίγο τα βήματά του κι εξαφανίζεται.

Ο δρόμος μένει.

Η σιωπή είναι αιωνιότητα.

Είναι η σκηνή όπου η εφήμερη φλυαρία υποδύεται τον αθάνατο λόγο,

μέχρι να σβήσει και το τελευταίο της σύμφωνο.

Η σκηνή μένει.

Όποιος βαθιά έχει κατανοήσει την ιδιότητα ετούτη της σιωπής

μπουκώνει το στόμα με χώμα, βουλώνει με πηλό τ’ αυτιά,

κόβει τους χτύπους της καρδιάς,

αδιαμαρτύρητα εγκαταλείπεται στην αθόρυβη λαιμαργία των ριζών.

 

Δ

Από μακριά φάνηκε κιόλας της σιωπής το δάχτυλο.

Σ’ έναν ορίζοντα που αδιάκοπα στενεύει, πρόβαλε ο κατακόρυφος δείχτης της σιωπής.

Δεν είναι απρόσμενος, ήξερα πάντα ότι από πάντα ήταν εκεί, κρυμμένος πίσω απ’ την απόσταση που λιγοστεύει αδιάκοπα, κάνοντας ορατό το αόρατο.

Δεν είναι απρόσμενα απειλιτικός·

ήξερα πάντα ότι από πάντα σφράγιζε τα χείλη της αιωνιότητας,

μέχρι που να ’ρθει η στιγμή και τα δικά μου να σφραγίσει.

Παρ’ όλα αυτά πανικοβάλλομαι.

Δεν έχω ακόμα καταφέρει και πρέπει τώρα να προλάβω να αρθρώσω την ψυχή μου,

να την πω, ελάχιστη αλήθεια που δεν πρέπει ωστόσο να πνιγεί.

Αντί γι’ αυτό, τραυλίζω μερικές καθημερινές ανάγκες, κάτι αγωνίες επιούσιες,

ενώ από μακριά φάνηκε κιόλας  της σιωπής το δάχτυλο,

ο κατακόρυφος δείχτης της, το τρομερό θαυμαστικό

που θα τελειώσει μια πρόταση κοινή κι ασήμαντη.


ΣΤ

Μα τι γυρεύω τόσα χρόνια στο κέλυφος αυτό, μέσα σε τούτο το άχρηστο κουκούλι;  

Δεμένος μ’ έντερα, πίσω από πλέγματα οστών,

πίσω από τοίχους αλλεπάλληλους σάρκας και λίπους,

τι γυρεύω μέσα σ’ αυτή τη φυλακή;

Αφού δεν ήτανε γραμμένο να ’μαι χρυσαλλίς, νύμφη φωτός,

ψυχή που σκίζει το μετάξι και περά,

ας ήμουνα τουλάχιστον νερό σ’ ένα σταμνί, σ’ ένα οποιοδήποτε δοχείο, έστω πλαστικό…

ας ήτανε τουλάχιστο γραμμένο να χυθώ,

να εξατμιστώ, να γίνω αέρας!..

 

Ζ

Κατέβηκα στο πηγάδι χωρίς σκοινί, χωρίς ασφάλεια καμιά,

έτσι, όπως ταιριάζει στους γενναίους,   

πέτρα την πέτρα ακροπατώντας, κατέβηκα στου πηγαδιού το βάθος!..

Ήταν το πάθος που μ’ οδηγούσε,

ήταν το πρόσωπό μου στον καθρέφτη του νερού που με καλούσε.

Τώρα, που μ’ εγκατέλειψαν και πάθος και δυνάμεις,

μάταια κοιτάω προς του πηγαδιού τα χείλη για ένα κάλεσμα!..

 

Η

Τι πάθος παράλογο κι ο θάνατος!..

Πλήθη ολόκληρα τον αποζητούν ξετρελαμένα,

απ’ τη στιγμή που αρχίζουν να καταλαβαίνουνε τον κόσμο τον αποζητούν,

λαχανιασμένα τρέχουν όλη τη ζωή τους πίσω του!..

Πολλοί,   οι περισσότεροι,  νιώθουν,  ότι προδίνουνε το πάθος τους αυτό,

προσφέροντάς του μόνο τον εαυτό τους,

γι’ αυτό και κάνουνε παιδιά, πολλά παιδιά, για να συνεχιστεί η θυσία!..

Άλλοι ιδροκοπώντας, με νύχια και με δόντια

σκαρφαλώνουνε σε κλίμακες ιεραρχίας,  σε πυραμίδες δόξας,

ξεσκίζοντας ψυχή και σάρκα,

σκαρφαλώνουνε ως την κορυφή μόνο και μόνο

για να βουτήξουν στο κενό με το κεφάλι προς τα κάτω…

Τι πάθος αλήθεια παράλογο…

Τυφλοί παραδέρνουμε μέσα του,

σταματάμε σαν νυχτερίδες, χτυπημένες ξαφνικά από τον ήλιο του καταμεσήμερου,

σαν μύγες πιασμένες στον ιστό της αράχνης,

ηδονικά σπαρταράμε,  ερωτικά,  πιασμένοι στο δίχτυ της.

Μα επιτέλους,

κανείς εδώ κάτω δεν πλάστηκε για την αθανασία;

 

Θ

Δεν έχουμε άλλη χώρα έξω απ’ την ενδοχώρα πατρίδα άλλη δεν έχουμε!..

Οπουδήποτ’ αλλού, ξένοι, αντίγραφα ενός διαβατηρίου, μιας ταυτότητας!..

Μόνον εντός μας εαυτοί.

Μόνον εντός μας ο ακέραιος λόγος, η καίρια πράξη.

Εκτός μας, αδέξιο τραύλισμα της ψυχής,

άκαιρες, ακρωτηριασμένες χειρονομίες!..

Κι αν είναι υψηλά και περήφανα τα μέτωπά μας,

είναι επειδή νικηφόρα υπερασπίσαμε τα ενδότερα εδάφη.

Κι αν είναι βαθιά χαραγμένα τα πρόσωπά μας,

είναι γιατί ποτέ δεν στρέψαμε  τη ράχη στις μέσα μας θύελλες.

Κι αν είμαστε απόκρημνοι κι απλησίαστοι,

είναι επειδή συχνά ακροβατήσαμε στο χείλος του μέσα μας γκρεμού!..

Κι ας έρθουν τώρα να μας κρίνουν οι κάτοικοι οδών, συνοικιών και πόλεων!..

Ας έρθουν τώρα να μας κρίνουν οι νομοταγείς πολίτες της ανυπαρξίας!..

Ας έρθουν οι ακατοίκητοι άνθρωποι!..

 

ΟΠΩΣ ΠΕΡΝΟΥΝ ΤΑ ΧΡΟΝΙΑ…

(…η ΑΝΟΙΞΗ  δεν είναι πια μουσική του Βιβάλντι ούτε ερωτική φλυαρία μελισσών με τα λουλούδια…

αλλά θλιβερή υπόμνηση ενός χαμένου παραδείσου… )

… και το ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ  δεν είναι πια μουσική του Βιβάλντι   ούτε κορμιά χρυσά  που προκαλούνε με τη λάμψη τους τον ήλιο   αλλά φρικτή επιβεβαίωση  ότι και το χρυσάφι ακόμα σκουριάζει    και το ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ  δεν είναι πια μουσική του Βιβάλντι   ούτε γλυκιά ρέμβη κοιτώντας τη βροχή πίσω απ’ το τζάμι   και θα κατακλύσει αμετάκλητα τα πάντα   και ο ΧΕΙΜΩΝΑΣ δεν είναι πια μουσική του Βιβάλντι   ούτε γαστέρα όπου κυοφορούνται νέες μέλισσες, νέα λουλούδια,   αλλά ένα σπασμένο τζάμι απ’ όπου έχει περάσει η βροχή  και  κατακλυζει κιόλας τα πάντα,   όπως περνούν τα χρόνια  και  δεν υπάρχει  παρά η μουσική του Βιβάλντι   που επιμένει να μιλάει για εναλλαγή εποχών   σ’ ένα δωμάτιο κατακλυσμένο πια για πάντα απ’ το ΧΕΙΜΩΝΑ    [αποσπάσματα από τη συλλογή του Αργύρη Χιόνη ΣΑΝ ΤΟΝ ΤΥΦΛΟ ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΤΟΝ ΚΑΘΡΕΦΤΗ 1986 )

Τετάρτη, 19 Ιουλίου 2023

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΠΑΝΤΑ Σ’ ΟΛΟ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΤΡΑΓΟΥΔΟΥΣΑΜΕ…

  (…χωρίς ποτέ κανείς να μας ακούει…) («Γιατί σωπαίνουν τα κοχύλια; Γιατί δεν τραγουδούνε τα παιδιά; Τα ζώα τ’ αφανίσαμε και τα φυ...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ