(… αναγνωρίζοντας με ανεπαίσθητο θρόισμα ρούχου και ματιού
τα κυπαρίσσια και τα σιωπηλά πορτρέτα…)
Αίμα της ήταν και μαζί του έφευγε!..
Και ποιον δε θα μάγευε!..
Τα γεμάτα χείλη μισάνοιχτα
τα βουερά φωτισμένα της μάτια
το πρόσωπο πάνω στο χώμα
ώστε κανένας άλλος να μην μπορεί να
μπει.
Ας πεθάνει λοιπόν, ας πεθάνει
ας της λύσει απ’ τους ώμους τη σάρκα
ο έρωτας
να ξαπλώσω επιτέλους πάνω στ’ άσπρα της κόκαλα!..
Σηκώνει το φαρδύ μανίκι της δαγκώνει ελαφρά το κιμονό της
ύστερα πιάνει τη βεντάλια της
και την ανοίγει ακριβώς κάτω απ’ τα
μάτια!..
Τη βοηθούν να περάσει το χτένι στον
κότσο της
αυτή χαμογελάει στον καθρέφτη
της βάζουν τα πινέλα στα μικρά της
δάχτυλα
αυτή σκουραίνει τα βλέφαρα!..
Τώρα θα κάνει τρία βήματα δεξιά
σιγά – σιγά θα λυγίσει το πόδι
η βάρκα ξαφνικά θα φύγει προς τα
μπρος
η ώρα του θρήνου θα έρθει αργότερα!..
Οι χειριστές πρέπει να συντονίζουν
την αναπνοή τους·
η κούκλα είναι και το πρόσωπο του
δράματος
και ένα λυγερό κομμάτι ξύλο!..
Κι ακόμα σιωπηλές
γι’ αυτό κρατήσου μακριά από το τρυφερό χλωμό τους φως
καθώς κοιτάζουν ή
φορούν το δαχτυλίδι τους
πριν βγουν το βράδυ στο μπαλκόνι
κρατώντας σε εξαίσια περισυλλογή μια
κίτρινη βεντάλια
ή
περπατούν στη γέφυρα
στον ήχο μαγεμένου αυλού και στις λεπτές ομίχλες
έτοιμες να προδώσουν μυστικά, να
καταδώσουν ή
μόλις να γείρουν απ’ την κουπαστή
και να καθρεφτιστούν στα καταχθόνια νερά
ύστερα με τριανταφυλλένια μάγουλα
να διασχίσουν την αλέα και τις
αίθουσες
αναγνωρίζοντας με ανεπαίσθητο θρόισμα ρούχου και ματιού
τα κυπαρίσσια και τα σιωπηλά
πορτρέτα!..
[ΑΙΜΑ ΤΗΣ ΗΤΑΝ ΚΑΙ ΜΑΖΙ ΤΟΥ
ΕΦΕΥΓΕ και ΜΠΟΥΝΡΑΚΟΥ, δυο ποιήματα από τις ΜΑΓΙΣΣΕΣ, δεύτερη ενότητα στη συλλογή
της Μαρίας Λαϊνά ΡΟΔΙΝΟΣ ΦΟΒΟΣ 2002.
Ανθολογούνται αποσπάσματα και από τα
ΤΑΞΙΔΙΑ, τρίτη ενότητα αυτής της
συλλογής, εδώ αντιγραφή και επικόλληση από τη συγκεντρωτική έκδοση: ΜΑΡΙΑ ΛΑΪΝΑ
ΣΕ ΤΟΠΟ ΞΕΡΟ Ποιήματα 1970 – 2012, εκδόσεις Πατάκη 2015]
ΧΗΘΚΛΙΦ
(από τη συλλογή της Μαρίας Λαϊνά ΡΟΔΙΝΟΣ ΦΟΒΟΣ 2002)
Πόσο μάλλον λοιπόν ανοίγοντας
την πόρτα του κήπου
χωρίς ν’ αλλάξει τίποτα απ’ τη
μονοτονία της ζωής του
και η ξαφνική της είσοδος μέσα
στο πλέγμα των φυτών
τον βρει να κόβει μόνος του το
μελαγχολικό του πάθος
όχι αναγκαστικά πολύ αργά
όχι σε σιωπηλή ονειροπόληση.
Πόσο μάλλον λοιπόν αν ο κήπος
δεν έχει λουλούδια
ούτε κι αυτός ιδιαίτερα μια φθινοπωρινή ημέρα
γέρνει στον νου του ίσκιους
που ανάμεσα στα δένδρα
φυσούν την ίδια παγερή πνοή
που αναδίνει το κορμί αμέσως
μόλις εξαντλήσει την ψυχή του
κι έτσι εκείνη αλωνίζει τη
σκεπή ξετρελαμένη
προσέχοντας με το μανίκι της
και τα κυρτά της δάχτυλα τη φλόγα
παραμερίζοντας υπερηφάνεια,
φόβο και ντροπή
-α, η φρικτή της ζήλεια.
Πόσο μάλλον λοιπόν
αν δεν υπάρχει κήπος ούτε
στάλα φθινοπώρου
χρονιά που δεν προμήνυε νύχτες
απόλαυσης ή μέρες θλίψης
κι αυτός δεν σκέφτεται να
ξεφυλλίσει παραμύθια κι όνειρα
απλώς ανοίγει ένα οποιοδήποτε
βιβλίο
κι ανησυχώντας τη στιγμή
εκείνη για την ψύχρα, δεν ανησυχεί
καθώς αμίλητη βγαίνει μπροστά
του
μήπως και φτάσει πια στο τέλος
της ζωής του.
Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΘΕΙΑΣ
Ναι, μάλλον είμαι. Ναι, είμαι τώρα!..
Το σούρσιμο της φούστας
μου το ψάθινο καπέλο
στο άνοιγμά της πόρτας το
γυμνό κεφάλι.
Υπάρχουν λοιπόν τόσα πράγματα
πράγματα που μου δίνουν τη
χαρά του τόπου
εκεί που ήταν χρόνος
για χάρη τους αφήνω τα μαλλιά
μου και πετώ τις νύχτες
πράγματα ντροπαλά, που
κοκκινίζουν
φεύγοντας απ’ τη λύπη και
πηγαίνοντας στη δόξα.
Ναι, χαμογέλασε η Θεοδώρα·
τα χέρια μου είναι ξερά αλλά τ’ αγγίζω όλα!..
σαν να μην είμαι
σαν να μην είμαι πια εγώ εσύ
να με θυμάσαι
όταν μες στο λεπτό νερό του
φεγγαριού
του κήπου η παγόδα θα
γλιστράει
αγαπημένε μου Λι – πο
αγαπημένο μου αρσενικό ελάφι –
τ’ άλλα να τα ξεχάσεις·
αν θες να με κρατήσεις πάλι
αγκαλιά!..
Ο ΕΧΘΡΟΣ ΤΟΥ ΠΟΙΗΤΗ
Κατεβαίνω σιγά
γελάω ξαφνικά, χωρίς να το
θέλω
πάντα γελάω
μπαίνω αριστερά, στην άδεια
κουζίνα
ανοίγω το τετράφυλλο παράθυρο
προς την ανατολή
κάθομαι στο τραπέζι με τα
σκόρπια μήλα
ξεχνιέμαι μονάχη.
Μονάχη χαίρομαι τις ώρες της
αυγής.
Σε τόπο ξερό απλώνω τον κήπο μου
έως ότου γεμίσει το στόμα μου
γέλιο
[από τη συλλογή της Μαρίας Λαϊνά
ΡΟΔΙΝΟΣ ΦΟΒΟΣ 2002]
ΜΕ ΤΟΝ ΤΡΟΠΟ ΤΟΥ ΠΟΙΗΤΗ
(… που δεν ξέρει να γράφει παρ’ αλλάζει μορφή
έρποντας με τα πολλά του στόματα πάνω στο φύλλο…)
Το θυμάμαι μόνη
κανείς άλλος δεν βλέπει το ίδιο τοπίο
εγώ κι αυτή η άλλη μέσα μου
που κάθεται κοντά μου
γιατί κι εγώ μένω ακίνητη και δεν μιλάω.
Το φτέρωμα της φοινικιάς σταχτί και πράσινο
τον άντρα με τα γυναικεία γόνατα
τη ζαφορένια κελεμπία
τον ξερό άνεμο!..
Μικρά μπιλιέτα
γραμμένα στις αρχές του περασμένου αιώνα
ταιριάζουν απολύτως υποθέτω
στη συντομία και την αυστηρότητα μιας είδησης
απ’ όσο μακριά κι αν φτάνει
με τα άλογα που σταματήσαν μόνο για να πιουν νερό·
αυτό το χρώμα κι η ποιότητα χαρτιού
ευγενικά εξιστορούν την έκβαση της ιστορίας
χωρίς το βλέμμα ν’ αποστρέφεται
και ν’ αποφεύγει τις εικόνες
ή το γλυκό χαμόγελο που δεν θα γίνει
μάταιος θρήνος αλλά ψάθινο κουτί
-δεν είναι και πολλά τα πράγματα για κάποιον που γελώντας
μες στα άνθη
θα παραπλανηθεί χωρίς αλλοτινές χαρές
κι αυτό το ομολογώ γιατί αν και δεν θα ’πρεπε να φέρομαι
μ’ αυτό τον τρόπο
ζηλεύω τρομερά το μέρος που διαλέξατε να ζείτε
κι όπου αθόρυβα και μεταξένια ηρανθή
ανοίγουν μ’ όλο που δεν είναι ακόμη νύχτα
πάνω στη λίμνη του σπιτιού.
[ΑΣΟΥΑΝ από τη συλλογή της Μαρίας Λαϊνά
ΡΟΔΙΝΟΣ ΦΟΒΟΣ 2002]
ΝΑΥΣΙΚΑ
(από τη συλλογή της Μαρίας Λαϊνα ΡΟΔΙΝΟΣ ΦΟΒΟΣ 2002)
Είχε σταθεί εκεί απείραχτο
η μυρωδιά της καμφοράς
εμπόδιζε
να απομακρυνθεί όχι μονάχα η
ευλάβεια
αλλά κι ο έρωτας
αν και δεν ξέρουμε ποτέ τι θα
συνέβαινε
μια ήσυχη βραδιά με σιγανή
βροχή
όπου η ερωμένη του θα
αισθανόταν τη γλυκιά αδημονία
να τον κρατήσει απ’ το χέρι
και το χειρότερο
να του φιλήσει την καρδιά όπως
τα χείλη.
Αλίμονο λοιπόν
αν καταλήξουμε απρόσεκτα στο
θλιβερό συμπέρασμα
ότι πρέπει ν’ ανάβει μόνος του
κανείς φωτιά από πεσμένα φύλλα
αφού καλύτερα, καλύτερα
η πρωινή αμφίβολη ακινησία
και τα γυμνά κλαριά που μ’ ένα
χτύπημα του πινελιού
θα φτάσουν στο αρχοντικό του
Χαϊκόσου
και ως το ταξίδι σε βάρκες
χλωμές
εικόνες που σκύβουν να πιάσουν
τη χτένα τους
και πέφτουν στο νερό και
λιώνουν
γυναίκες βουβές και άνδρες αμίλητοι
και ω το νερό που σηκώνει τα
φύλλα
και τα σκαλώνει στριφογυριστά
στις όχθες
θαμπές ψυχές με κίτρινα
σιρίτια
στριφτό τραγούδι σιγανό πλεχτό
και ω το τραγούδι που ανεβαίνει με σμιχτά πλευρά
γεμάτο κάποτε νησιά και κύματα
φουστάνια που φυσάνε τον καιρό
χορτάρι που ξαπλώνει ήσυχο
στον βράχο.
[ΒΡΟΧΗ]
Κατέβηκε από την υδρορροή
φορώντας τα αλαφριά της ξυλοπάπουτσα
ΣΙΓΑΝΗ ΒΡΟΧΗ
Από τότε ζω μόνος·
καμιά ευγενική γυναίκα δεν με
φροντίζει.
Ζεσταίνω το τσάι μου μόνος√
σηκώνω το κερί και διαβάζω
όχι ποιήματα όχι
τον πράσινο αχνό των δένδρων
έξω απ’ το παράθυρό μου.
Θυμάμαι ωστόσο δυο στίχους από
μια συλλογή του Σουντό Μόρι:
«Ζέστη από τον κόρφο θαυμάσιου
κοριτσιού».
αλλά προσεύχομαι ακόμα σε άσπρα σύννεφα
σε κοντινές ήσυχες απειλές
και επιτέλους
αυτό το νερό που κυλά
είναι ο θάνατος
το δάσος του παιδιού.
[από τη συλλογή της Μαρίας Λαϊνά
ΡΟΔΙΝΟΣ ΦΟΒΟΣ 2002]
ΛΟΥΞΟΡ
(… καθώς «η
ομορφιά δεν είναι τίποτα αιώνιο»
λόγια που τ’ άκουσα από τη μητέρα μου…)
Φτάσαμε με το βραδινό τρένο
κολλημένοι ο ένας στον άλλο
άγρυπνοι ολόκληρη τη ζεστή
νύχτα.
Κάποια στιγμή μας πήρε ο ύπνος·
μετά ξημέρωνε
και το λεπτό νερό ανέβαινε
στους λόφους.
Σμήνη χρωμάτων μας σημαδεύαν
απ’ τα κλαδιά των δένδρων
και σε μιαν αρυτίδωτη νησίδα
άμμου
περπάταγε μια γαλατένια ίβις.
Κανείς ξανά δεν θα ’βλεπε αυτό
το μέρος έτσι·
σκεφτόμουνα τον χρόνο σαν ψηλή
κουκίδα
ακίνητη, καθώς εμείς
γλιστρούσαμε.
Ας το δούμε γι’ αυτό που είναι
είπα
για τ’ όνομα του Θεού
ας το δούμε για πάντα
ΣΑΡΝΑΘ
(ας περιγράψουμε τώρα την πόλη όπου ο ποιητής έχει
ξανά την ευκαιρία να γίνει ποιητής)
Αυτή λοιπόν είναι η γη της Σάρναθ
εδώ είδαν τη μέρα αδηφάγα
όνειρα κι ασύστολες μορφές
κι εδώ ασπρίζουν τώρα
ξεχασμένα κόκαλα
που κάποτε η σάρκα τους τραγούδησε
με δυνατή φωνή
εκείνες οι πλαγιές κατέβαιναν
καλλίσφυρες στη θάλασσα
κι άμα φυσούσε σείονταν
βαθύσκιωτα τα δάση
φαντάσου δάση από σάνταμο κι
αλόη
εδώ φτερούγιζαν απάνεμα
πουλιά, κι εδώ
κελάρυζε ο ποταμός που ο βυθός
του ρόδιζε κοράλλι
δες που κρατούν οι δρόμοι κάτι
απ’ τη φυσική τους αρχοντιά
περπάτησε τις αίθουσες, τα
υπερώα, τις στοές
το κράτημα του πέλματος στο
μάρμαρο
μείνε ώσπου ν’ ακούσεις τη
γλυκιά διέγερση του ανέμου
και μύρισε την καλοτάξιδη ιτιά
και το φορτίο της
μπαχαρικά, μεταξωτό και
κεχριμπάρι
κοίταξε πόσο απαλά πυκνώνουν
όλα στον ορίζοντα
ξανθά και μωβ και πράσινα και
μπλε
θυμήσου λέξεις που το φως τις
έσβησε
θυμήσου τα ονόματα εκείνων που
περνούσαν και σου μίλαγαν
ακούμπησε ρούχα λινά που
γδύθηκαν
φιλί κι αγκάλη
έλα από δω, σήκωσε τα καλάθια
με τα σύκα και τις φράουλες
πιες λίγο από αυτό το ήμερο
κρασί
κρασί της Σάρναθ που αρμένισε
καιρούς
χωρίς το φόβο του θανάτου από
άσπρο κύμα
ή σαστισμένο κόκκινο ουρανό
άμοιρη και τρισάμοιρη αυτή
η όμορφη, η γεννημένη
γλαυκοπράσινη
να πλέει τώρα σαν χαρτί, σαν
μάτι άβουλο
που έλα πιο κοντά να δει ω έλα πιο κοντά να δεις
την ψίχα της ψυχής τη μαύρη.
ΒΑΡΑΝΑΣΙ
(… το θέλγητρο της φρίκης
αν όχι πάντοτε καθολικό ισχύει οπωσδήποτε….)
και ήταν αρκετή
παρόλο που αυτή η ιστορία
δεν οδηγούσε πουθενά,
Η άσκοπή διέγερση της φαντασίας
έπαιρνε χρυσαφένιο χρώμα
και μούδιαζε σιγά – σιγά
ρέοντας απ’ το ένα χέρι προς το άλλο.
Άφησε χάμω το κανάτι πλάι στο ποτάμι
και τα θυμήθηκε όλα
τριξίματα και ψίθυρους που αλλάζαν χρώμα γύρω απ’ τα σπίτια
βαθιά κοντά στον ουρανό
αλλά δεν έφευγε
γιατί η ιστορία του είχε πεθάνει!..
Ο Αύγουστος ήταν πολύ ζεστός
λέγοντας χρόνο εννοούμε κάτι που συμβαίνει.
[ αποσπάσματα
από τα ΤΑΞΙΔΙΑ, τελευταία ενότητα στη συλλογή της Μαρίας Λαϊνά ΡΟΔΙΝΟΣ ΦΟΒΟΣ
2002]
ΟΔΟΣ ΟΖΕΪΓ
(από τη συλλογή της Μαρίας Λαϊνα
ΡΟΔΙΝΟΣ ΦΟΒΟΣ 2002)
α
Μαύρισε και φαγώθηκε απ’ τον καπνό
ποτέ πουλιά δεν την πλησίασαν
στο βιολετί λυκόφως·
την άνοιξη κάθιζε στις μαρκίζες της
σγουρή λειχήνα
μια μυρουδιά
κι η αίσθηση μιας παρουσίας με τρομαχτική επιμονή
η μελαγχολική της ομορφιά
η ξαπλωμένη μελαγχολική της ομορφιά.
Και πέρα απ’ όλα αυτά –
υπάρχουν πράγματα που δεν υποπτευόμαστε
και επιζούν μετά τον θάνατο
παράλογες καμπύλες κι επιφάνειες
και μια ελαφριά αμφιβολία
αν όλα αυτά συμβαίνουν πράγματι
ή είναι αποτέλεσμα μιας φαντασίας οργιαστικής
που αργότερα θα πάρει λογοτεχνική μορφή
β
Ας συνοψίσουμε:
πατώντας στη στενή προεξοχή του κιγκλιδώματος
στην εξωτερική πλευρά του τοίχου
προχώρησε ώσπου να φτάσει στο κενό.
Κανείς δεν τον εμπόδισε
κι αυτός πώς δεν θυμόταν
μισόλογα και ήχους απ’ την παιδική του ηλικία
να μη μετακινήσουν πράγματα που έπρεπε να μείνουν
σκυμμένα μες στη σκοτεινή τους άβυσσο.
Προχώρησε λοιπόν μέχρι να φτάσει στο κενό –
η μελαγχολική της ομορφιά
η ξαπλωμένη μελαγχολική της ομορφιά.
Τότε ακούστηκε η πρώτη φρενιασμένη νότα·
τον χτύπησε στο πρόσωπο
στη δυτική πλευρά
κι ύστερα ακούστηκε η φούγκα
που ορθωνόταν πάνω απ’ τα καμπαναριά της πόλης.
γ
Ανάμεσα στα θαύματα θα ζήσω, σκέφτηκε
εκεί όπου τα δένδρα γέρνουν επικίνδυνα.
Θα ρυτιδώνω κάτω απ’ τον ήλιο
ή προς την ευτυχία μέσα στα νερά.
δ
Δεν ήταν όσο αδύναμος είχαμε φανταστεί
δεν του ’λειπε η λογική συνάφεια
κι εκεί που άνοιξαν τα μάτια του
η πέτρα διατηρήθηκε ζεστή για μέρες.
Δεν έβγαλε κανέναν ήχο
δεν διαπιστώθηκε η φύση του.
ε
Σε περιπτώσεις σαν κι αυτή
διασχίζει μόνος του κανείς το δάσος.
Η ΖΩΗ ΜΑΣ ΕΧΕΙ ΑΛΛΑΞΕΙ ΚΑΠΩΣ…
(… δεν μένουμε μέσα στην πόλη πια αλλά στον δρόμο για τη θάλασσα…)
Τα βράδια μας απασχολούν οι διαδρομές του φεγγαριού
τα φτερουγίσματα στους λόφους
και τ’ άλογα που κατεβαίνουν
στον νερόλακκο.
Αν τελικά αποφασίσεις να
’ρθεις
θα μου κρατάς τη νύχτα
συντροφιά
τώρα που μπαίνει το φθινόπωρο
κι οι μεντεσέδες τρίζουν στο
σκοτάδι.
Θα μάθεις να προσεύχεσαι με δύναμη κι απελπισία
και το παράξενο αυτό
συναίσθημα
θα συνδυάζεται με τις σκληρές
γραμμές της φύσης.
Να φέρεις λίγα ρούχα και
βιβλία
κρατούν αλλιώς εδώ τα ίδια·
και μην ξεχάσεις τα κατάλληλα
παπούτσια
γιατί ο βάλτος είναι πίσω από
το σπίτι
και τον χειμώνα έχουμε πολλές
βροχές.
Σ’ αφήνω τώρα· να προσέχεις
και σ’ αγαπώ πολύ το ξέρεις.
Σε σκέφτομαι στον καναπέ
εκείνον πλάι στο παράθυρο
να σκέφτεσαι τον χρόνο και τα
σώματα όταν γερνούν.
Όλα αυτά είναι της φαντασίας
πράγματα εδώ
δεν έχουμε παρά μια δυνατή και
καθαρή αιωνιότητα
που δεν κουράζει, αλλά μερικές
φορές πονούν τα μάτια σου.
Να κλείσω τώρα το
παράθυρο σηκώθηκε ξανά αέρας!
[Η ΤΑΒΕΡΝΑ ΤΗΣ ΤΖΑΜΑΪΚΑ από τα ΤΑΞΙΔΙΑ,
τελευταία ενότητα στη συλλογή της Μαρίας Λαϊνα ΡΟΔΙΝΟΣ ΦΟΒΟΣ 2002 – αντιγραφή και
επικόλληση από το συγκεντρωτικό τόμο: ΜΑΡΙΑ ΛΑΪΝΑ ΣΕ ΤΟΠΟ ΞΕΡΟ ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1970 –
2012, εκδόσεις ΠΑΤΑΚΗ 2015]
ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΤΟΥ ΠΟΙΗΤΗ
που ΔΕΝ ΚΟΙΜΑΤΑΙ ΟΤΑΝ
ΟΝΕΙΡΕΥΕΤΑΙ
(… δεν έχει άνθη… δεν έχει αγάπη…)
φου κάνει και να δεις
σηκώνεται ο άνεμος προς τον
βορρά
κανείς δεν λέει τ’ όνομά του
δεν μένει τίποτα απ’ τη σκιά
του
πίσω από το γεφυράκι με τις
κερασιές
δεν έχει λύπη για το ασημένιο
κιμονό
για τα μικρά προσεκτικά μου
βήματα
κι εγώ ο Τάι - σου καλά θα κάνω να γυρίσω σπίτι μου!..
ΜΑΡΙΑ ΛΑΪΝΑ, ΣΕ ΤΟΠΟ ΞΕΡΟ… ΑΠΛΩΝΩ ΤΟΝ ΚΗΠΟ ΜΟΥ: Ποιήματα 1970 – 2012 έως ότου γεμίσει το
στόμα μου γέλιο…
Σε άψογα τυπωμένο τόμο τετρακοσίων πέντε σελίδων συγκεντρώνονται
για πρώτη φορά οι εννέα δημοσιευμένες ποιητικές συλλογές της Μαρίας Λαϊνά:
ΕΠΕΚΕΙΝΑ (1968), ΑΛΛΑΓΗ ΤΟΠΙΟΥ (1972), ΣΗΜΕΙΑ ΣΤΙΞΕΩΣ (1979), ΔΙΚΟ ΤΗΣ (1985),
ΡΟΔΙΝΟΣ ΦΟΒΟΣ (1992), ΕΔΩ (2003) Ο ΚΗΠΟΣ ΟΧΙ ΕΓΩ (2005), και ΜΙΚΤΗ ΤΕΧΝΙΚΗ
(2012). Ο τίτλος του τόμου ΣΕ ΤΠΟ ΞΕΡΟ προέκυψε εκ μεταφοράς από το τέλος της
συλλογής ΡΟΔΙΝΟΣ ΦΟΒΟΣ, σε συμφραζόμενα μάλλον ειρωνικά. Αντιγράφω: σε τόπο
ξερό απλώνω τον κήπο μου έως ότου γεμίσει το στόμα μου γέλιο! Που πάει να πει:
ο ΞΕΡΟΣ ΤΟΠΟΣ και ο φιλόγελως ΚΗΠΟΣ μπορούν, ευκαιριακά έστω, να συμπράξουν,
χωρίς όμως να ακυρώνονται οι διαφορές τους. Ο κήπος εμφανίζεται κατά βάση
προαιρετικός και προσωρινός, ο ξερός τόπος υποχρεωτικός και ανυποχώρητος. Η
Μαρία Λαϊνά γεννήθηκε στην Πάτρα το 1947. Απόφοιτος της Νομικής, εργάστηκε σε
διάφορες δουλειές, σε σχέση πάντα με την τέχνη. Έργα της έχουν μεταφραστεί σε
πολλές γλώσσες, αυτοτελή και σε ανθολογίες. Έχει τιμηθεί με το Κρατικό Βραβείο
Ποίησης (1993), το Βραβείο Καβάφη (1996). Τον Δεκέμβριο του 2014 της
απονεμήθηκε από την Ακαδημία Αθηνών το Βραβείο Κώστα και Ελένης Ουράνη για το
σύνολο του ποιητικού της έργου, και το Πανεπιστήμιο της γενέθλιας πόλης της,
της Πάτρας, την τίμησε με διάκριση για τη συμβολή της στα γράμματα και τις
τέχνες. Η μετάφραση στα γερμανικά του ΡΟΔΙΝΟΥ ΦΟΒΟΥ απέσπασε το Βραβείο της
πόλης του Μονάχου… Παρά τα βραβεία και τις διακρίσεις, ελπίζω, γράφει η
Ποιήτρια στο οπισθόφυλλο του τόμου, ότι η Ποίηση θα συνεχίσει να με θεωρεί
αντίπαλό της, όπως κι εγώ εκείνη, και οι δυο εν τέλει, θύματα του χρόνου, που
εγώ, έστω παραστρατημένα απαισιόδοξη, πιστεύω ότι, ανέμελος αυτός, θα μας σαρώσει
όλους…
Παρασκευή,
12 Μαΐου 2023
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου