(Οδυσσέας Ελύτης Το Μονόγραμμα)
-I-
Θα γυρίσει αλλού τις χαρακιές
Της παλάμης, η Μοίρα, σαν κλειδούχος
Μια στιγμή θα συγκατατεθεί ο Καιρός
Πώς αλλιώς, αφού αγαπιούνται οι άνθρωποι
Θα παραστήσει ο ουρανός τα σωθικά μας
Και θα χτυπήσει τον κόσμο η αθωότητα
Με το δριμύ του μαύρου του θανάτου.
-IΙ-
Πενθώ τον ήλιο και πενθώ τα χρόνια που έρχονται
Χωρίς εμάς και τραγουδώ τ’ άλλα που πέρασαν
Εάν είναι αλήθεια
Μιλημένα τα σώματα και οι βάρκες που έκρουσαν γλυκά
Οι κιθάρες που αναβόσβησαν κάτω απ’ τα νερά
Τα «πίστεψέ με» και τα «μη»
Μια στον αέρα, μια στη μουσική
Τα δυο μικρά ζώα, τα χέρια μας
Που γύρευαν ν’ ανέβουνε κρυφά το ένα στο άλλο
Η γλάστρα με το δροσαχί στις ανοιχτές αυλόπορτες
Και τα κομμάτια οι θάλασσες που ερχόντουσαν μαζί
Πάνω απ’ τις ξερολιθιές, πίσω από τους φράχτες
Την ανεμώνα που κάθισε στο χέρι σου
Κι έτρεμε τρεις φορές το μοβ τρεις μέρες πάνω απ’ τους
καταρράχτες
Εάν αυτά είναι αλήθεια τραγουδώ
Το ξύλινο δοκάρι και το τετράγωνο φαντό
Στον τοίχο, τη Γοργόνα με τα ξέπλεκα μαλλιά
Τη γάτα που μας κοίταξε μέσα στα σκοτεινά
Παιδί με το λιβάνι και με τον κόκκινο σταυρό
Την ώρα που βραδιάζει στων βράχων το απλησίαστο
Πενθώ το ρούχο που άγγιξα και μου ήρθε ο κόσμος.
-VII-
Στον Παράδεισο έχω σημαδέψει ένα νησί
Απαράλλαχτο εσύ κι ένα σπίτι στη θάλασσα
Με κρεβάτι μεγάλο και πόρτα μικρή
Έχω ρίξει μες στ’ άπατα μιαν ηχώ
Να κοιτάζομαι κάθε πρωί που ξυπνώ
Να σε βλέπω μισή να περνάς στο νερό
Και μισή να σε κλαίω μες στον Παράδεισο.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ:
ΜΟΝΟΓΡΑΜΜΑ είναι ένα γράμμα ή ο συνδυασμός δύο ή περισσότερων γραμμάτων,
συνήθως τα αρχικά ονόματος, για τη δημιουργία μιας σφραγίδας. Μπορούμε οπότε να
σκεφτούμε το ΜΟΝΟΓΡΑΜΜΑ ως τα αρχικά του ονόματος της αγαπημένης του ποιητή ή
το συνδυασμό των αρχικών γραμμάτων από τα ονόματά τους, σε μια σφραγίδα που
φτιάχνει ο έρωτας, φέρνοντας του δύο αγαπημένους για πάντα μαζί.
ΤΟ ΜΟΝΟΓΡΑΜΜΑ, λοιπόν,
αυτό τον ερωτικό ύμνο που είναι γεμάτος
νεανικότητα και πάθος, το εμπνεύστηκε και τον έγραψε ο Ελύτης όταν ήταν 60
χρονών. Αξιοσημείωτες οι δύο βασικές
ιδέες του ποιήματος:
Α) στο πρόσωπο της αγαπημένης του ο ερωτευμένος βρίσκει το απολύτως
αναγκαίο συμπλήρωμα του εαυτού του, το άλλο του μισό, και
Β) ο κόσμος δεν είναι ακόμη έτοιμος να δεχτεί έναν έρωτα τέτοιας έντασης
και αγνότητας, γ’ αυτό ο ποιητής μιλά στην εσώτατη προσδοκία κάθε ανθρώπου που
επιθυμεί να βρει το ιδανικό του ταίρι για να ζήσει έναν έρωτα ανέλπιστα
μοναδικό, έναν έρωτα πρωτόφαντο.
Η πρώτη έκδοση του
βιβλίου έγινε την άνοιξη του 1971 στις Βρυξέλλες, από φωτοτυπωμένο χειρόγραφο
του ποιητή για λογαριασμό του εκδοτικού οίκου «L’ oiseau», Famagusta, Chypre, σε περιορισμένο αριθμό αντιτύπων. Η δεύτερη έκδοση,
πρώτη στην Ελλάδα, έγινε το φθινόπωρο του 1972 στο Αθηναϊκό Κέντρο Εκδόσεων,
για λογαριασμό της Εκδοτικής Εταιρίας ΙΚΑΡΟΣ
«Έτσι μιλώ για σένα και
για μένα Επειδή σ’ αγαπώ και στην αγάπη
ξέρω να μπαίνω σαν πανσέληνος…»
ΟΔΥΣΣΕΑ
ΕΛΥΤΗ, ΤΟ ΜΟΝΟΓΡΑΜΜΑ (η συνέχεια)
-IΙΙ-
Έτσι μιλώ για σένα και για
μένα
Επειδή σ’ αγαπώ και στην
αγάπη ξέρω
Να μπαίνω σαν Πανσέληνος
Από παντού, για το μικρό
το πόδι σου μεσ’ στ’ αχανή σεντόνια
Να μαδάω γιασεμιά – κι έχω
τη δύναμη
Αποκοιμισμένη, να φυσώ να
σε πηγαίνω
Μεσ’ από φεγγερά περάσματα
και κρυφές της θάλασσας στοές
Υπνωτισμένα δένδρα με
αράχνες που ασημίζουνε
Ακουστά σ’ έχουν τα κύματα
Πώς χαϊδεύεις, πώς φιλάς
Πώς λες ψιθυριστά το «τι»
και το «ε»
Τριγύρω στο λαιμό στον
όρμο
Πάντα εμείς το φως κι η
σκιά
Πάντα εσύ το αστεράκι και
πάντα εγώ το σκοτεινό πλεούμενο
Πάντα εσύ το λιμάνι κι εγώ
το φανάρι το δεξιά
Το βρεμένο μουράγιο κι η
λάμψη πάνω στα κουπιά
Ψηλά στο σπίτι με τις
κληματίδες
Τα δετά τριαντάφυλλα, το
νερό που κρυώνει
Πάντα εσύ το πέτρινο
άγαλμα και πάντα εγώ η σκιά που μεγαλώνει
Το γερτό παντζούρι εσύ, ο
αέρας που το ανοίγει εγώ
Επειδή σ’ αγαπώ και σ’
αγαπώ
Πάντα εσύ το νόμισμα κι εγώ
η λατρεία που το εξαργυρώνει:
Τόσο η νύχτα, τόσο η βοή
στον άνεμο
Τόσο η στάλα στον αέρα,
τόσο η σιγαλιά
Τριγύρω η θάλασσα η
δεσποτική
Καμάρα τ’ ουρανού μ τ’
άστρα
Τόσο η ελάχιστή σου η
αναπνοή
Που πια δεν έχω τίποτε
άλλο
Μες στους τέσσερις τοίχους,
το ταβάνι, το πάτωμα
Να φωνάξω από σένα και να
με χτυπά η φωνή μου
Να μυρίζω από σένα και ν’
αγριεύουν οι άνθρωποι
Επειδή το αδοκίμαστο και
το απ’ αλλού φερμένο
Δεν το αντέχουν οι
άνθρωποι κι είναι νωρίς μες στον κόσμο αυτόν αγάπη μου
Να μιλώ για σένα και για
μένα
-IV-
Είναι νωρίς ακόμη μες στον
κόσμο αυτόν, μ’ ακούς
Δεν έχουν εξημερωθεί τα
τέρατα, μ’ ακούς
Το χαμένο μου αίμα και το
μυτερό, μ’ ακούς
Μαχαίρι
Σαν κριάρι που τρέχει μεσ’ τους ουρανούς
Και των άστρων τους
κλώνους τσακίζει, μ’ ακούς
Είμ’ εγώ, μ’ ακούς
Σ’ αγαπώ, μ’ ακούς
Σε κρατώ και σε πάω και
σου φορώ
Το λευκό νυφικό της
Οφηλίας, μ’ ακούς
Πού μ’ αφήνεις, πού πας
και ποιος, μ’ ακούς
Σου κρατεί το χέρι πάνω
απ’ τους κατακλυσμούς
Οι πελώριες λιάνες και των
ηφαιστείων οι λάβες
Θα ’ρθει μια μέρα, μ’
ακούς
Να μας θάψουν, κι οι
χιλιάδες ύστερα χρόνοι
Λαμπερά θα μας κάνουν
πετρώματα, μ’ ακούς
Να γυαλίσει επάνω τους η
απονιά, μ’ ακούς
Των ανθρώπων
Και χιλιάδες κομμάτια να
μας ρίξει, μ’ ακούς
Στο νερό ένα-ένα, μ’ ακούς
Τα πικρά μου βότσαλα
μετρώ, μ’ ακούς
Όπου κάποτε οι φιγούρες,
μ’ ακούς
Των Αγίων
Βγάζουν δάκρυ αληθινό, μ’
ακούς
Ένα πέρασμα βαθύ να περάσω
Περιμένουν οι άγγλοι με
κεριά και νεκρώσιμους ψαλμούς
Πουθενά δεν πάω. μ’ ακούς
Ή κανείς ή κι οι δυο μαζί,
μ’ ακούς
Το λουλούδι αυτό της
καταιγίδας και, μ’ ακούς
Της αγάπης
Μια για πάντα το κόψαμε,
μ’ ακούς
Και δεν γίνεται ν’ ανθίσει
αλλιώς, μ’ ακούς
Σ’ άλλη γη, σ’ άλλο
αστέρι, μ’ ακούς
Δεν υπάρχει το χώμα, δεν
υπάρχει ο αέρας
Που αγγίξαμε, ο ίδιος, μ’
ακούς
Και κανείς κηπουρός δεν
ευτύχησε σ’ άλλους καιρούς
Από τόσον χειμώνα κι από
τόσους βοριάδες, μ’ ακούς
Να τινάξει λουλούδι, μόνο
εμείς, μ’ ακούς
Μες στη μέση της θάλασσας
Από μόνο το θέλημα της
αγάπης, μ’ ακούς
Ανεβάσαμε ολόκληρο νησί,
μ’ ακούς
Με σπηλιές και με κάβους
κι ανθισμένους γκρεμούς
Άκου, άκου
Ποιος μιλεί στα νερά και
ποιος κλαίει –ακούς;
Ποιος γυρεύει τον άλλο,
ποιος φωνάζει –ακούς;
Είμ’ εγώ που φωνάζω κι
είμ’ εγώ που κλαίω, μ’ ακούς
Σ’ αγαπώ, σ’ αγαπώ, μ’
ακούς.
-V-
Για σένα έχω μιλήσει
σε καιρούς παλιούς
Με σοφές παραμάνες και
μ’ αντάρτες απόμαχους
Από τι να ’ναι που
έχεις τη θλίψη του αγριμιού
Την ανταύγεια στο
πρόσωπο του νερού του τρεμάμενου
Και γιατί, λέει, να
μέλλει κοντά σου να ’ρθω
Που δεν θέλω αγάπη
αλλά θέλω τον άνεμο
Αλλά θέλω της ξέσκεπης
όρθιας θάλασσας τον καλπασμό
Και για σένα κανείς
δεν έχει ακούσει
Για σένα ούτε το δίκταμο
ούτε το μανιτάρι
Στα μέρη τ’ αψηλά της
Κρήτης τίποτα
Για σένα μόνο δέχθηκε
ο Θεός να ου οδηγεί το χέρι
Πιο δω, πιο κει,
προσεκτικά σ’ όλο το γύρο
Του γιαλού, του
προσώπου, τους κόλπους, τα μαλλιά
Στο λόφο κυματίζοντας
αριστερά
Το σώμα σου στη στάση
του πεύκου του μοναχικού
Μάτια της περηφάνιας
και του διάφανου
Βυθού, μέσα στο σπίτι
με το σκρίνιο το παλιό
Τις κίτρινες νταντέλες
και το κυπαρισσόξυλο
Μόνος να περιμένω πού
θα πρωτοφανείς
Ψηλά στο δώμα ή πίσω στις
πλάκες της αυλής
Με τ’ άλογο του Αγίου
και το αυγό της Ανάστασης
Σαν από μια
τοιχογραφία καταστραμμένη
Μεγάλη όσο σε θέλησε
μικρή η ζωή
Να χωράς στο κεράκι τη
στεντόρεια λάμψη την ηφαιστειακή
Που κανείς να μην έχει
δει και ακούσει
Τίποτα μες στις ερημιές
τα ερειπωμένα σπίτια
Ούτε ο θαμμένος
πρόγονος άκρη-άκρη στον αυλόγυρο
Για σένα, ούτε η
γερόντισσα μ’ όλα της τα βότανα
Για σένα μόνο εγώ,
μπορεί και η μουσική
Που διώχνω μέσα μου
αλλ’ αυτή γυρίζει δυνατότερη
Για σένα το
ασχημάτιστο στήθος των δώδεκα χρονώ
Το στραμμένο στο
μέλλον με τον κρατήρα κόκκινο
Για σένα σαν καρφίτσα
η μυρωδιά η πικρή
Που βρίσκει μεσ’ στο
σώμα και που τρυπάει τη θύμηση
Και να το χώμα, να τα
περιστέρια, να η αρχαία μας γη.
-VI-
Έχω δει πολλά και η γη
μεσ’ απ’ το νου μου φαίνεται ωραιότερη
Ωραιότερη μες στους
χρυσούς ατμούς
Η πέτρα η κοφτερή,
ωραιοτέρα
Τα μπλάβα των ισθμών και
οι στέγες μες τα κύματα
Ωραιότερες οι αχτίδες όπου
δίχως να πατείς περνάς
Αήττητη όπως η θεά της
Σαμοθράκης πάνω απ’ τα βουνά της θάλασσας
Έτσι σ’ έχω κοιτάξει που
μου αρκεί
Να ’χει ο χρόνος όλος
αθωωθεί
Μες στο αυλάκι που το
πέρασμά σου αφήνει
Σαν δελφίνι πρωτόπειρο ν’
ακολουθεί
Και να παίζει με τ’ άσπρο
και το κυανό η ψυχή μου!
Νίκη, νίκη όπου έχω
νικηθεί
Πριν από την αγάπη και μαζί
Για τη ρολογιά και για το
γκιουλ-μπρισίμι
Πήγαινε, πήγαινε και ας
έχω εγώ χαθεί
Μόνος, κι ας είναι ο ήλιος
που κρατείς ένα παιδί νεογέννητο
Μόνος, και ας ειμ’ εγώ η
πατρίδα που πενθεί
Ας είναι ο λόγος που σου
έστειλα να σου κρατεί δαφνόφυλλο
Μόνος, ο αέρας δυνατός και
μόνος τ’ ολοστρόγγυλο
Βότσαλο στο βλεφάρισμα του
σκοτεινού βυθού
Ο ψαράς που ανέβασε κι
έριξε πάλι πίσω στους καιρούς
τον Παράδεισο!
-VII-
Στον Παράδεισο έχω
σημαδέψει ένα νησί
Απαράλλαχτο εσύ κι ένα
σπίτι στη θάλασσα
Με κρεβάτι μεγάλο και
πόρτα μικρή
Έχω ρίξει μες στ’ άπατα
μιαν ηχώ
Να κοιτάζομαι κάθε πρωί
που ξυπνώ
Να σε βλέπω μισή να περνάς
στο νερό
Και μισή να σε κλαίω μες
στον Παράδεισο.
ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΟΘΕΣΗ ΤΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΟΣ:
Ο Ελύτης δημιουργεί εδώ μια σύγχρονη ερωτική τραγωδία, με ελλειπτική
όμως αποτύπωση του μύθου, ώστε ο κάθε αναγνώστης να μπορεί να βρει τις δικές
του προεκτάσεις και να ταυτιστεί με ποικίλους τρόπους με το ερωτευμένο ζευγάρι.
Τα βασικά σημεία, πάντως, είναι πως οι δύο ερωτευμένοι αντιμετωπίζουν μια
σφοδρή εναντίωση στον έρωτά τους από τους άλλους ανθρώπους, σε σημείο που η
κοπέλα, μη αντέχοντας προφανώς την κατακραυγή, αυτοκτονεί. Ο τρόπος που
πεθαίνει η κοπέλα υπονοείται στο ποίημα με τη διακειμενική αναφορά στην Οφηλία,
ενισχύοντας έτσι τη σύνδεση του ποιήματος με τις ερωτικές τραγωδίες, όπου το
πρωταγωνιστικό ζευγάρι καλείται ν’ αντιμετωπίσει τις έντονες αντιρρήσεις της
οικογένειας και του γενικότερου κοινωνικού περιβάλλοντος. Ο ποιητής αφήνει
ασαφή τα περισσότερα στοιχεία του μύθου, όπως για παράδειγμα το λόγο για τον
οποίο ο έρωτάς τους δε γίνεται αποδεκτός, ώστε το ποίημα να είναι ανοιχτό σε
ποικίλες ερμηνευτικές προσεγγίσεις. Εκείνο, άλλωστε, που κυρίως ενδιαφέρει τον
ποιητή είναι η απόδοση της αγάπης, είναι ο θρήνος για την ιδανική αγάπη, για το
μοναδικό αυτό έρωτα που όμοιός του δεν έχει βιωθεί ποτέ πριν. Ό,τι επομένως
προσδίδει στο ποίημα την απαιτούμενη τραγική διάσταση και φέρνει την
εξιδανίκευση του ερωτικού συναισθήματος, είναι ο χαμός της αγαπημένης. Με το
ποιητικό υποκείμενο να περνά στο θρήνο του από την άρνηση, όπου εμφανίζεται να
βιώνει ως ευλογημένο παρόν τη συνύπαρξη με την αγαπημένη, μέχρι την τελική
συνειδητοποίηση της μεγάλης απώλειας.
Ακουστά
σ’ έχουν τα κύματα πώς χαϊδεύεις, πώς φιλάς, πώς λες ψιθυριστά το «τι» και το
«ε»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου