(… αλλά χειροπιαστή πραγματικότης…
σαν φόρμιγξ δονούμενη σε βουνό
που στις πλαγιές του βόσκουν κορασίδες…)
Θα πούμε το τραγούδι του που ξεκινά απ’ τον ήλιο
Με την απόκρημνη λαλιά του τηλεβόα
Ολκάδος που συνήντησε τον νεαρό τιτάνα
Με ρίγανη στα χείλη του κι ολόκληρη την χώρα
Μέσα στο στήθος του!..
Το ρήμα κρυσταλλώθηκε και φέγγει
Κι ακόμα τρέχουν τα κορίτσια
Μεσ’ τα πλατειά φουστάνια τους
Στις δροσερές μαρμαρυγές της άσπιλης ημέρας
Μέσα σε ρίγος που γελά καθώς ξανθή γοργόνα
Σ’ ένα καράβι ορθόπλωρο που πλέχει
Στον ουρανό της θάλασσας με τα μεγάλα μάτια.
Φωνές θερμές γλυκειές παιδίσκες των ερώτων
Πάνω στη γη κι επί των χόρτων ή στα φύλλα
Βιβλίου γιομάτου δένδρα πράσινα σαν παραθύρια
Που βλέπουν προς την άνοιξι
Χωρίς απροσδιόριστη φενάκη μα με πλήθος
Πολύχρωμων παλμών μεταξωτής αιώρας
Σε κάστρο δόξας μυρμηκιάς με πλούσια ζώνη
Σφιγμένη δυνατά στη μέση της ημέρας.
Πλατειά τα στέρνα μας και τα πουλιά μας τρέχουν στον αέρα!..
[ΘΕΟΦΙΛΟΣ
ΧΑΤΖΗΜΙΧΑΗΛ από την ενότητα ΤΟ ΣΩΜΑ ΤΗΣ ΠΡΩΙΑΣ στη συλλογή του Ανδρέα
Εμπειρίκου ΕΝΔΟΧΩΡΑ –στίχοι από το ποίημα ΑΡΣΙΣ ΝΕΦΕΛΗΣ στον τίτλο της
ανάρτησης κι άλλα ποιήματα που γράφτηκαν από το 1934 ως το 1937 και
τυπώθηκαν σε συλλογή το 1945 σε 470
αριθμημένα αντίτυπα από τις εκδόσεις του περιοδικού ΤΕΤΡΑΔΙΟ!..]
Ακολουθούν
επιλογές από την ως άνω ενότητα, εδώ από
τη συγκεντρωτική έκδοση του ΓΑΛΑΞΙΑ: Ανδρέα Εμπειρίκου Ποιήματα: Υψικάμινος και
Ενδοχώρα 1969
ΠΟΙΗΜΑΤΑ που
ανθολογούνται – ΤΙΤΛΟΙ και πρώτοι στίχοι:
ΑΡΣΙΣ ΝΕΦΕΛΗΣ Φάτνη
αποκοιμίζει τα θηρία
ΑΥΞΗΣΙ Καμιά φορά συμβαίνει να φιλεί κανείς το χέρι
μιας πρωινής ανταύγειας
ΕΠΑΛΗΘΕΥΣΙΣ Γραμματικέ με το χαρτί και με το καλαμάρι…
ΥΨΙΠΕΔΟΝ ΤΗΣ
ΔΙΕΛΕΥΣΕΩΣ Πουλιά στον αέρα και τρωκτικά
στις τζέπες του καιρού…
ΤΟ ΓΑΛΑ ΤΟΥ
ΑΙΓΙΑΛΟΥ Στην χώρα που ανθούν στις αμμουδιές
οι κόρες… και
ΣΤΡΟΦΕΣ
ΣΤΡΟΦΑΛΩΝ Ω Υπερωκεάνειον τραγουδάς και
πλέχεις…
ΑΡΣΙΣ
ΝΕΦΕΛΗΣ
(από την ΕΝΔΟΧΩΡΑ
Ανδρέα Εμπειρίκου, ενότητα ΤΟ ΣΩΜΑ ΤΗΣ ΠΡΩΙΑΣ)
Η φάτνη αποκοιμίζει τα θηρία
Που μετανάστεψαν και τώρα
παραμένουν
Γαλήνιοι παγετώνες στη σιγή τους
Στην κορυφή τους σκαρφαλώνουν
κάθε μέρα
Ερευνηταί και κυνηγοί
κρυστάλλων
Τα ρόδα της σπουδής των
εκκολάπτονται
Καθώς υψώνονται και προσπαθούν
να σπάσουν
Τον θόλο του στερεώματος
Με τα βαριά κτυπήματα των
αξινών τους.
Και τίποτε σε αυτόν τον κόσμο
Δεν είναι πλέον χίμαιρα
Αλλά χειροπιαστή πραγματικότης
Σαν φόρμιγξ δονούμενη στο
βουνό
Που στις πλαγιές του βόσκουν
κορασίδες.
Ιδού ο βοσκός
Και ιδού που δέχεται την
μάστιγα του ανέμου
Δαφνοστεφής ιχνηλατών τους
θρόμβους
Και δρέπων τους γυμνούς
καρπούς των κορασίδων
Πρώτος αυτός και πίσω του το
πλήθος
Στην πιο φαεινή στην πιο καλή
στιγμή
Που την ζυγίζουν με την στάθμη
νέου κόσμου
Οι προεστοί την ώρα που
αλαλάζουν
Τ’ άνθη των κήπων κι οι
κραυγές των εορταζόντων.
ΑΥΞΗΣΙ
Καμιά φορά συμβαίνει να φιλεί
κανείς
Το χέρι μιας πρωινής
ανταύγειας
Στην σιωπή του πανοράματος
Που ακινητεί με στόμα
σφραγισμένο
Πριν να ξυπνήσει η πόλις με τα
χίλια σιντριβάνια
Και τις αδέσμευτες λουόμενες
φωνές
Που εκπέμπουν αίφνης στον
αιφνίδιο ήλιο
Οι πρωινοί καθαρισταί των
δρόμων.
Έτσι λοιπόν οι κόποι μας δεν
πήγανε χαμένοι
Σηκώνουνε τους πέπλους των και
δείχνουν
Τα δυνατά τους μπράτσα
εξογκωμένα
Ν’ απλώνονται προς την καρδιά
της πόλεως
Σαν μάγοι της ανατολής και να
σηκώνουν
Τα δάχτυλα των κοιμισμένων ένα
- ένα
Προς την γιομάτη μυρωδιές
αλληλουχία
Των καϊκιών που πλέχουν μεσ’
τους δρόμους
με θησαυρούς και τρόφιμα
Μεμακρυσμένων τόπων σαν το
βλέμμα
Μιας ρεμβαζούσης γυναικός!..
(από την ενότητα ΤΟ
ΣΩΜΑ ΤΗΣ ΠΡΩΙΑΣ - συλλογή ΕΝΔΟΧΩΡΑ του Ανδρέα Εμπειρίκου)
ΕΠΑΛΗΘΕΥΣΙΣ
(από την ΕΝΔΟΧΩΡΑ
Ανδρέα Εμπειρίκου, ενότητα ΤΟ ΣΩΜΑ ΤΗΣ ΠΡΩΙΑΣ)
Γραμματικέ με το χαρτί και με το καλαμάρι
Πότε θα στείλεις την ευχή της κόρης
Μ’ ένα παλμό του στήθους της μ’ ένα λουλούδι
Που το κρατούσε ανάμεσα στα χείλη
Πριν να το βάλει μες το γράμμα της για να το στείλει
Στον άνδρα που τον σκέπτεται στα ξένα.
Καιροί καλοί σαν μήλα του Σεπτέμβρη
Στους εραστάς πηγαίνουνε τα φρούτα
Των κήπων και των ασπασμών
Της ανδρικής και της γυναικείας συσχετίσεως
Πάσης μορφής του έρωτος.
Τα χλιμιντρίσματα μεταβιβάζουν τις δονήσεις
Λεπτών χαδιών μέσα σε χρώματα ποικίλα
Πιο δυνατά κι απ’ τα αρώματα
Πιο εκφραστικά κι από τα μύρα
Της μοίρας με τ’ απίστευτα στολίδια
Που λάμπουν καθώς λάμπουνε και τ’ άστρα
Ενώ γλυκύ πλατάγισμα κυμάτων
Σπρώχνει τη βάρκα της διαβάσεως μιας λίμνης
Πλήθος πλωτές καλύβες την καλύπτουν
Και μοιάζουν με πολίχνες των φιλιών
Που δίνουν στους περάτες οι μανάδες
Με τα κορίτσια τους κρυμμένα
Στο βελουδένιο φως της τρυφεράς σαρκός των.
ΥΨΙΠΕΔΟΝ
ΤΗΣ ΔΙΕΛΕΥΣΕΩΣ
Πουλιά
στον αέρα
Και
τρωκτικά στις τζέπες του καιρού
Κάθε
καρδιά χτυπά στα στήθη
Καθώς
σφυρί που τραγουδά
Περιστροφές
αιλούρων κι ερωτευμένων γυναικών
Στην
χλόη και στις όχθες
Των
ποταμών με τα σταχτιά βαπόρια.
Όλα
στη γη θέλουν αγάπη και στοργή
Τα
πάντα μοιάζουν στη βαθύτερη πηγή τους
Τα
κύτταρά μας τα επισκέπτονται οι μέλισσες
Τα
ονείρατά μας κατοικούν μεσ’ στις ψυχές μας
Και
λούονται μεσ’ στα ποτάμια
με
πληθυσμούς και με αγέλες
Όλα
στη γη θέλουν αγάπη και στοργή
Είμαστε
κλώνοι με πεφτάστερα μπλεγμένα μεσ’ τα φύλλα
Της
λεωφόρου που μας έρχεται και κατευθύνει
Τα
γάργαρα συμπλέγματα των πανηγύρεων
Σε
κάθε στροφή του δρόμου μεσ’ στο δάσος
Με
τα πολύχρωμα πουλιά και τα μαμούνια
Που
φτερουγίζουν μεσ’ στα γέλια των παιδιών
Και
τα τζιτζίκια που αγάλλονται στη ζέστη
Και
προκαλούνε στύσεις στους πατέρες
Και
προκαλούνε στύσεις στους υιούς
Μπροστά
στις εξαδέλφες και τις φίλες
Μέσα
στα σμήνη των παλμών των οδοιπόρων
Πόθοι
αγοριών και πόθοι κορασίδων
Πόθοι
ανδρών και πόθοι γυναικών
Τρούλοι
ψηλοί και ουρανομήκεις καπνοδόχοι
Ζητωκραυγάζουν
την ανάγκη των ερώτων
Μέσα
στις πόλεις και τους κάμπους
Μέσα
στα δάση και τα όρη
Μέσα
στους βάτους και τις πέτρες
Πίδακες
της ανέμποδης αναπηδήσεως
Και
πύραυλοι που δεν μαραίνει ο χρόνος την αλκή τους
Ζητωκραυγές
κι ακατανόητα τραγούδια
Κραυγάζουν
την ανάγκη των ερώτων
Με
τα κουτιά τους ανοιγμένα
Με
τα κόκκινα χείλη τους βρεγμένα
Με
τα γαλάζια βλέφαρα ανοιχτά
Προς
τα πελάγη και τον γαλαξία
Του
στήθους και του σπέρματος που αναβλύζει.
(από την ενότητα ΤΟ
ΣΩΜΑ ΤΗΣ ΠΡΩΙΑΣ - συλλογή ΕΝΔΟΧΩΡΑ του Ανδρέα Εμπειρίκου)
ΤΟ
ΓΑΛΑ ΤΟΥ ΑΙΓΙΑΛΟΥ
(από την ΕΝΔΟΧΩΡΑ
Ανδρέα Εμπειρίκου, ενότητα ΤΟ ΣΩΜΑ ΤΗΣ ΠΡΩΙΑΣ)
Στην
χώρα που ανθούν στις αμμουδιές οι κόρες
Τάστρα
ξυπνούν και φέγγουν άναυδα την νύχτα
Στιλπνά
σαν μουσαμάδες των ψαράδων
Ενώ
τ’ αστέρια της θαλάσσης πλησιάζουν
Πρώτα
λευκά και σχεδόν άχρωμα
Έπειτα
κόκκινα και ζωηρά
Με
τα πλοκάμια των σφαδάζοντα
Για
το εφηβαίον και για τα στήθη
Των
νεανίδων
Οι
αμμουδιές είναι διάστικτες από κογχύλια
Μ’
ένα φιλί λησμονημένο μεσ’ στα βότσαλα
Μ’
ένα πουλί που κούρνιασε στα στήθη
Κόρης
γλυκειάς που του μιλάει και λέγει
Πουλί
καλό πουλί χρυσό πουλί λαμπρό μαντάτο
Χαϊδεύοντας
το στα βυζιά της με λαχτάρα
Σαν
χαϊμαλί της ηδονής ή σαν αγόρι.
Ο
ουρανός είναι διάστικτος από πετράδια
Βάρκες
με δίχτυα και ψαράδες πλησιάζουν
Για
να ψαρέψουν πριν ο ήλιος τους προφτάσει
Τις
κόρες της Ανατολής και της Ευρώπης
Άσπρα
κορίτσια ή μελαψά
Κορίτσια
έτοιμα για τα ταξίδια.
Κορίτσια
έτοιμα για τους λωτούς
Κορίτσια
έτοιμα για τις παλάμες
Και
για τα βέλη των ανδρών
Και
για τα βέλη του ηλίου
Τώρα
που αρχίζει κι ανατέλλει
Ροδίζοντας
τα κορφοβούνια
Χρυσίζοντας
τις αμμουδιές
Ενώ
βουίζουν οι σπηλιάδες
Κι
η θάλασσα βαθιά στενάζει
Και
ψιθυρίζουνε τα φύλλα
Και
τιτιβίζουν οι κορυδαλλοί
Ραμφίζοντας
μαστούς και ρώγες
Τώρα
που ο ήλιος ξεπροβάλλει
Και
ντύνει τις κόρες μ’ άσπρα ρίγη
Τώρα
που αρχίζουν τα τζιτζίκια
Και
γδύνονται οι λογισμοί
Και
βάφονται όλα τα λουλούδια
Με
πράσινο με κρεμεζί
ΚΥΝΗΓΗΤΕΣ ΤΗΣ ΓΟΗΤΕΙΑΣ ΤΩΝ ΟΝΕΙΡΩΝ…
(… του προορισμού που πάει μα δεν στέκει
όπως δεν στέκουν τα κύματα μήτε και τα τραγούδια
μας
για τις γυναίκες που αγαπάμε…)
Ω υπερωκεάνειον τραγουδάς και πλέχεις
Άσπρο στο σώμα σου και κίτρινο στις τσιμινιέρες Διότι βαρέθηκες τα βρωμερά νερά των αγκυροβολίων Εσύ που αγάπησες τις μακρινές σποράδες Εσύ που σήκωσες τα πιο ψηλά μπαϊράκια Εσύ που πλέχεις ξέθαρρα στις πιο επικίνδυνες
σπηλιάδες Χαίρε που αφέθηκες να
γοητευθής απ’ τις σειρήνες Χαίρε που
δεν φοβήθηκες ποτέ τις συμπληγάδες. Ω
υπερωκεάνειον τραγουδάς και πλέχεις Στο
σέλας της θαλάσσης με τους γλάρους
Κ’ είμαι σε μια καμπίνα σου όπως εσύ μέσ’ στην καρδιά μου. Ω υπερωκεάνειον τραγουδάς και πλέχεις Οι αύρες μάς εγνώρισαν και λύνουν τα μαλλιά τους Προστρέχουν κι αυτές και πλαταγίζουν οι
πτυχές τους Λευκές οι μεν και πορφυρές
οι δε Πτυχές κτυποκαρδιών πτυχές χαράς Των μελλονύμφων και των παντρεμένων. Ω υπερωκεάνειον τραγουδάς και πλέχεις Φωνές εδώ και φάλαινες στο πέρασμά σου πάρα
κάτω Από τα ύφαλά σου αντλούνε τα
παιδιά την μακαριότητα Από το πρόσωπό
σου την ομοιότητα με σένα Και μοιάζεις
με αυτούς που εσύ κ’ εγώ γνωρίζουμε Αφού
γνωρίζουμε τι θα πη φάλαινα
Και πώς ιχνηλατούν οι αλιείς τα ψάρια. Ω
υπερωκεάνειον τραγουδάς και πλέχεις Φυγομαχούν
όσοι κρυφά σε μυκτηρίζουν Όσοι πουλούν
τα δίχτυα σου και τρώνε λίπος Ενώ
διασχίζεις τις θαλάσσιες πραιρίες Και
φθάνεις στα λιμάνια με τα πούπουλα Και
τα κοσμήματα της όμορφης γοργόνας Πούχει
στο στήθος της ακόμη τα φιλιά σου. Ω
υπερωκεάνειον τραγουδάς και πλέχεις Είναι
ο καπνός σου πλόκαμος της ειμαρμένης Που
ξετυλίγεται μέσ’ στην αιθρία κι ανεβαίνει
Σαν μαύρη κόμη ηδυπαθούς παρθένας ουρανίας Σαν λυρική κραυγή του μουεζίνη Όταν αστράφτει η πλώρη σου στο κύμα Όπως ο λόγος του Αλλάχ στα χείλη του Προφήτη Κι όπως στο χέρι του η στιλπνή κι αλάνθαστή
του σπάθα. Ω υπερωκεάνειον τραγουδάς
και πλέχεις Στις τροχιές των βαθυπτύχων
οργωμάτων Που λάμπουν στο κατόπι σου
σαν τροχιές θριάμβου Αύλακες
διακορεύσεως χνάρια ηδονής που ασπαίρουν
Μέσ’ στο λιοπύρι και στο φως ή κάτω από τ’ αστέρια Όταν οι στρόφαλοι γυρνούν πιο γρήγορα και
σπέρνεις Αφρό δεξιά κι αφρό ζερβά στο
ρίγος των υδάτων. Ω υπερωκεάνειον
τραγουδάς και πλέχεις Θαρρώ πως τα
ταξίδια μας συμπίπτουν Νομίζω πως σου
μοιάζω και μου μοιάζεις Οι κύκλοι μας
ανήκουνε στην οικουμένη Πρόγονοι εμείς
των γενεών που εκκολάπτονται ακόμη Πλέχουμε
προχωρούμε δίχως τύψεις Κλωστήρια κ’
εργοστάσια εμείς Πεδιάδες και πελάγη κ’
εντευκτήρια Όπου συνέρχονται με τις
νεάνιδες τα παλληκάρια Κ’ έπειτα
γράφουνε στον ουρανό τις λέξεις
Άρμαλα Πόρανα και Βέλμα. Ω υπερωκεάνιον
τραγουδάς και πλέχεις Ανθούνε πάντα
στην καρδιά μας οι μηλιές Με τους
γλυκείς χυμούς και την σκιά Εις την
οποίαν έρχονται το μεσημέρι τα κορίτσια
Για να γευθούν τον έρωτα μαζί μας
Και για να δουν κατόπι τα λιμάνια
Με τα ψηλά καμπαναριά και με τους πύργους Όπου ανεβαίνουν κάποτε για να στεγνώσουν Οι στεριανές κοπέλες τα μαλλιά τους. Ω υπερωκεάνιον τραγουδάς και πλέχεις Αχούν οι φόρμιγγες της άπλετης χαράς μας Με τα σφυρίγματα του ανέμου πρύμα-πλώρα Με τα πουλιά στα σύρματα των καταρτιών Με την ηχώ των αναμνήσεων σαν κιανοκιάλια Που τα κρατώ στα μάτια μου και βλέπω Να πλησιάζουν τα νησιά και τα πελάγη Να φεύγουν τα δελφίνια και τα ορτύκια Κυνηγητές
εμείς της γοητείας των ονείρων Του
προορισμού που πάει και πάει μα δεν στέκει
Όπως δεν στέκουν τα χαράματα Όπως
δεν στέκουν και τα ρίγη Όπως δεν
στέκουν και τα κύματα
Όπως δεν στέκουν κ’ οι αφροί των βαποριών
Μήτε και τα τραγούδια μας για τις γυναίκες που αγαπάμε. (ΣΤΡΟΦΕΣ ΣΤΡΟΦΑΛΩΝ από την ενότητα ΤΟ ΣΩΜΑ
ΤΗΣ ΠΡΩΙΑΣ - συλλογή ΕΝΔΟΧΩΡΑ του Ανδρέα Εμπειρίκου)
Δευτέρα, 17 Απριλίου 2023
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου