Κυριακή 2 Απριλίου 2023

ΝΙΚΟΛΑΕ ΕΓΓΟΝΟΠΟΥΛΕ, ΔΕΝ ΕΠΡΕΠΕ ΝΑΝ ΤΟ ΚΑΜΗΣ ΑΥΤΟ!..

 (…μια φρουτιέρα με μαραγκιασμένα φρούτα μας θυμίζει τη ματαιότητα κάθε ανθρώπινης προσδοκίας…)


Λύνω τα μαλλιά της, βυθίζω τα χέρια μέσα στους πλούσιους της πλοκάμους

και το γέλιο μου αντηχεί σε βουνά, κοιλάδες ρεματιές, κορφές βουνών με χιόνια αιώνια!..

Η ικεσία των άσπρων ματιών της μου σκεπάζει την καρδιά:

πρέπει πάλι να ξεριζώσω τα δένδρα, πρέπει πάλι ν’ αφήσω το αυλάκι να τρέξη ελεύθερο,

πρέπει εκ νέου οι μελαχρινές ωραίες κόρες να ’ρθουν να ραντίσουν τους μαστούς  τους με τα νερά  του ρόδινου σιντριβανιού.

Πρέπει…   πρέπει…   πρέπει…

Συνθλίβω ανάμεσα στις ευγενικές μου παλάμες το ρόδι της χαράς.

Ανοίγω το κλουβί των πουλιών να πετάξουν, ελεύθερα, μέσα στη νύχτα!..

Από το νεροχύτη ξεπετιέται ένας άγγελος.

Εγώ τον καλωσορίζω, του προσφέρω γραμματόσημα, σύκα, δορές λεόντων, φιλιά!..

Στέκομαι στο κατώφλι της επαύλεως.

Ερευνώ πέρα τον ορίζοντα και, σκύβοντας, προσπαθώ με τα δάχτυλα να καθαρίσω την πλάκα του τάφου, να ’ρθει ν’ ακουμπήσει η σελήνη.

Ξάφνου, φωνή:

Νικόλαε Εγγονόπουλε, δεν έπρεπε ναν το κάμης αυτό…»!..

Καθόμαστε τότε όλοι, και κλαίμε γύρω στο τραπέζι με το κόκκινο σκέπασμα,

 όπου μια φρουτιέρα με μαραγκιασμένα φρούτα

 μας θυμίζει τη ματαιότητα κάθε ανθρώπινης προσδοκίας,

όπως και κάθε ελπίδος!..

[Η ΜΝΗΜΗ από τη συλλογή του Νίκου Εγγονόπουλου ΕΝ ΑΝΘΗΡΩ ΕΛΛΗΝΙ ΛΟΓΩ 1957

εδώ αντιγραφή και επικόλληση από το συγκεντρωτικό τόμο Νίκου Εγγονόπουλου ΠΟΙΗΜΑΤΑ, Ίκαρος εκδοτική Εταιρία, στον οποίο περιλαμβάνονται οι συλλογές:

Μην ομιλείτε εις τον Οδηγόν 1938,

Τα κλειδοκύμβαλα της Σιωπής 1939,    Μπολιβάρ 1944,

 Η Επιστροφή των Πουλιών 1946,

Ελευσίς1948, Ο Ατλαντικός 1954  και

Εν ανθηρώ Έλληνι λόγω 1957]

 


Από αυτή την τελευταία συλλογή, ΕΝ ΑΝΘΗΡΩ ΕΛΛΗΝΙ ΛΟΓΩ,  ανθολογούνται σήμερα τα ποιήματα:

Η ΚΥΡΙΑ ΟΥΡΑΝΙΑ

ΟΡΦΕΥΣ ΞΕΝΟΦΟΒΟΣ

Ο ΕΡΑΣΤΗΣ

ΜΕΡΚΟΥΡΙΟΣ ΜΠΟΥΑΣ

ΑΡΚΕΣΙΛΑΣ

ΠΕΡΙ ΥΨΟΥΣ

ΕΝΟΙΚΙΑΖΕΤΑΙ

ΚΛΕΛΙΑ ή μάλλον ΤΟ ΕΙΔΥΛΛΙΟΝ ΤΗΣ ΛΙΜΝΟΘΑΛΑΣΣΑΣ

ΜΑΡΣΙΝΕΛ

Η ΚΑΛΟΣΥΝΗ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΩΝ και

ΝΕΑ ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ ΤΟΥ ΙΣΠΑΝΟΥ ΠΟΙΗΤΟΥ ΦΕΝΤΕΡΙΚΟ ΓΚΑΡΘΙΑ ΛΟΡΚΑ ΣΤΙΣ 19 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥΤΟΥ 1936 ΣΤΟ ΧΑΝΤΑΚΙΤΟΥ ΚΑΜΙΝΟ ΝΤΕ ΛΑ ΦΟΥΕΝΤΕ

 

Η ΚΥΡΙΑ ΟΥΡΑΝΙΑ

(από τη συλλογή του Νίκου Εγγονόπουλου ΕΝ ΑΝΘΗΡΩ ΕΛΛΗΝΙ ΛΟΓΩ 1957 )

Εκείνη που, φυσικά, ενυπάρχει στο χιονοσκέπαστο ενδιαίτημα του Βυζαντίου, δεν μπορεί να παίζη στα υπαίθρια  σκοπευτήριά μας με τις δεισιδαιμονίες πολυπληθών ταγμάτων Δυτικών μοναχών. Η προοπτική της είναι δυσάρεστη, η πραγματογνωμοσύνη της κακή, το σημείον αυτό των 6.500 μέτρων  του ύφους της έχει φανατικούς οπαδούς, κι όμως για να αντιληφθή κανείς το μέγεθος του χαμού της δεν αρκεί η μαρτυρία των απείρων παιδιών της, οι βεβαιώσεις των αμέτρητων εραστών της,  το συμπέρασμα των «κολχόζ» των ανόμων πόθων της. Οι χειροπέδες της Αγίας Σοφίας, η ελπίδα του έθνους, το «ποτό των πεδιάδων», ιδού στοιχεία λησμονιάς, φθόνου, οργής,  όσον και συγγνώμης, ιδού στοιχεία υπέρ αυτής, πάντη λησμονημένα, τα οποία ημείς θέλουμε κι υπενθυμίζουμε σε μιαν απεγνωσμένη οιονεί προσπάθειαν εξιλέωσης άμα και θαυμασμού. Το όνομά της, Ευτέρπη. Μη μου πήτε τώρα ότι ποτέ δεν άξιζε τα καυτερά δάκρυα που εχύσαμε στην ποδιά της, τον λιβανωτό λατρείας και πόθου που εκαίαμε μπρος στην εικόνα των ματιών της, την αναμμένη λαμπάδα που εστήναμε, εκάστοτε, στην μνήμη των πτερών με τα οποία κοσμούσε τα περίφημα, άλλωστε, καπέλλα της. Όθεν οι φαντασμοί του «άναρχου» δεν έχουν θέσιν εδώ, τούτη τη στιγμή. Η θερμοκρασία της νύχτας δεν αποτολμά τίποτε εναντίον των θανασίμων παγίδων, το ψάρεμα. Πατρίς δε της Δημοκρατίας, η Κιβωτός και το εγκώμιον.

 

ΟΡΦΕΥΣ ΞΕΝΟΦΟΒΟΣ

τα δάκρυα λερώνουν τη ζωή

 

εκλάψατε τόσο πολύ

και τώρα τα μάτια σας εστέρεψαν

γυναίκες

της Ελλάδας

 

εκεί που έπεσαν τα ματόκλαδά σας

φύτρωσαν κυπαρίσσια

με πάντοτε στην κορυφή τους

ένα πουλί

 

Ο ΕΡΑΣΤΗΣ:

(Μιλούσε μιαν άλλη γλώσσα,

την ιδιάζουσα διάλεκτο μιας λησμονημένης, τώρα πλέον, πόλεως,

της οποίας και ήτανε, άλλωστε, ο μόνος νοσταλγός)

 

ΜΕΡΚΟΥΡΙΟΣ ΜΠΟΥΑΣ

(από τη συλλογή του Νίκου Εγγονόπουλου ΕΝ ΑΝΘΗΡΩ ΕΛΛΗΝΙ ΛΟΓΩ 1957 )

Γονατίζει κι ανοίγει την κασσέλα, κι ενώ με το ’να χέρι κρατά το καπάκι, με το άλλο κάτι ψαχουλεύει κι αναδεύει κει μέσα.  

–Τι έχεις αυτού;  τον ρωτώ  

Στρέφεται :  -Lettere damore, μου κάνει.  

Κι ύστερα:  -Δεν σ’ ενδιαφέρουν;  

-Μα φυσικά, ξέρεις, σαν πρόκειται για αγάπες… απαντώ.  

Τότες αρχίζει σιγά – σιγά, με προσεκτικότατες κινήσεις, να βγάζει έξω ένα – ένα διάφορα πράγματα και να μου τα επιδεικνύει.  

Πρώτα ανέσυρε, κι έδειξε, διάφορα βελούδινα υφάσματα, σωρούς – κουβάρια, άλλα πλουμιστά κι άλλα μονόχρωμα.  Ύστερα, ένα σάπιο στρώμα, και τελικά παρατά το καπάκι, βγάζει έξω ένα πτώμα, καλώς διατηρημένο, νεκρού ανδρός, και το αποθέτει χάμω.  Εκείνο που έκαμε όλως ιδιαιτέρα  εντύπωση σ’ αυτό το πτώμα ήταν το στιλπνό κι εκθαμβωτικό λευκό της επιδερμίδος, καθώς κι η ατίθαση κόμη και τα αρειμάνια μακριά μουστάκια η ατί

 

ΑΡΚΕΣΙΛΑΣ

έφυγε

και τονέ βλέπω   ν’ απομακρύνεται

κατά μήκος   της ερήμου λεωφόρου

και κάθε τόσο γυρνάει

και μας χαιρετά

δι’ ανεπαισθήτου κινήσεως των βλεφάρων

ως ότου  - λίγο – λίγο –

το καραντί του

να χαθή   να σβήση

στο βάθος του ορίζοντος

 

έγραψε

 

στο γράμμα του  έλεγε – ανάμεσα σ’ άλλα –

πως αγαπάει   τη βροχή

 

«είμαι Έλλην  - είναι τα λόγια του –

πατρίς μου και μητέρα μου

η   βροχή»

 

«σαν με προλάβη η βροχή

-συνέχιζε –

σαν με προλάνη   ολόγυμνο

στους δρόμους να γυρνώ

με ντύνει  - η βροχή –

μ’ απίστευτης λαμπρότητος

και ποικιλίας    φορεσιές

και στήνει αέναα γύρω μου

ως προχωρώ

μυθώδους πλούτου   σκηνικά

και διακόσμους»

 

τώρα γυρνά στα «τέρματα’

μες στην πολυκοσμία και τις μουσικές και τη λαϊκή χαρά

κι ανακατεύεται  - γίνεται ένα –

με το πλήθος

 

κι αισθάνετ’   άλλοτε

σα βασιλιάς αναμεσίς στους υπηκόους του

κι άλλοτε πάλι

-ίσως την ίδια ακριβώς στιγμή –

σαν   άρχοντας εξόριστος

ανάμεσα   σε ξένους  - κι αγνώστους –

λαούς

[από τη συλλογή του Νίκου Εγγονόπουλου ΕΝ ΑΝΘΗΡΩ ΕΛΛΗΝΙ ΛΟΓΩ 1957]

 

ΠΕΡΙ ΥΨΟΥΣ

(από τη συλλογή του Νίκου Εγγονόπουλου ΕΝ ΑΝΘΗΡΩ ΕΛΛΗΝΙ ΛΟΓΩ 1957 )

Ο ιταλός πυροτεχνουργός έχει εγκαταλείψει το λιτό κι απέριττο, το φτωχικό εργαστήριο του, επί της κορυφής του αττικού λόφου. Εκεί ασχολείται νυχθημερόν με τα άπειρα πειράματά του και την Παρασκευή των διαφόρων προϊόντων του επιτηδεύματός του: βαρελότα, χαλκούνια, και άλλα «μαϊτάπια»!.. Γιατί αυτός είναι που προμηθεύει τους πανηγυριστάς τις παραμονές των μεγάλων εορτών της Ορθοδοξίας, αλλά κι αυτό είναι, πάλι, που, τις νύχτες των εθνικών επετείων, διακοσμεί τους ουρανούς μας με λογής – λογής φανταχτερά λουλούδια, μ’ εκθαμβωτικά πλουμιά και με ταχύτατες ρουκέτες που καταλήγουν σε μυριόχρωμη βροχή από σπίθες. Σπανίως εγκαταλείπει το έργον, όμως, τα βράδια, ενίοτε, περιφέρει τη σακατεμένη κι αλαμπουρνέζικη σιλουέτα του, από καπηλειό σε καπηλειό, χρησιμοποιώντας κατά προτίμηση, τα σκοτεινότερα στενά της αγοράς. Το επάγγελμά του είναι άκρως επικίνδυνο: πυρίτις, κι εσθ’ ότε δυναμίτις, είναι η πρώτη ύλη ων εργοχείρων του. Η παραμικρή απροσεξία αρκεί κι επέρχεται η τρομερά καταστροφή: μέσα σε εκκωφαντικό κρότο τινάζονται στο καθαρό πρωινό και το εργαστήρι κι ο πυροτεχνουργός μαζί, και βλέπουμε να στριφογυρνούν ψηλά στον αέρα, ώρες, κι ο Ιταλός και τα σανίδια της μπαράγκας και πηχτά σύγνεφα σκόνης, ενώ μιαν έντονη μυρωδιά μπαρούτης απλώνεται παντού.

Όμως ποτέ δεν επέρχεται το μοιραίον, γιατί υπάρχει κάτι. Ένα μυστικό. Κι αυτό το μυστικό είναι απλούστατα η σύζυγος που γρηγορεί. Πράγματι, η γυναίκα του, δική μας: ευλαβική κι ορθόδοξος χριστιανή, ξημεροβραδιάζεται στις εκκλησιές, και κάνει βαθιές μετάνοιες, κι όλο προσεύχεται για δαύτονε. Κι έτσι τονέ κρατά στη ζωή.

Μάλιστα, κάτω στην χαράδρα που περιβάλλει τον αττικό λοφίσκο, εκεί, η μαύρη, έχει σπείρει τον κόσμο μ’ αναρίθμητα προσκυνητάρια, τα περισσότερα μαρμάρινα, άλλα ταπεινότερα, όμως όλα με εικόνα Θεοτόκου ή άλλου αγίου, κι όλα με μια θυρίδα, για τα λεφτά. Κάθε τόσο συλλέγει υπομονετικά τα χρήματα, και το μεγαλύτερο μεν μέρος διαθέτει γι’ αγαθοεργούς σκοπούς, ενίσχυση απόρων, ανακούφιση ασθενών, αποπεράτωση εκκλησιών, κι ένα άλλο μέρος το φυλά προσεκτικά, καθώς σκοπεύει μ’ αυτό, εν καιρώ, ν’ ανεγείρη εκκλησία τιμωμένη με τ’ όνομα της Αγίας Αικατερίνης.

(Πιο πέρα στη χαράδρα, κάποιος έχει εγκαταστήσει κυψέλες μελισσών, σ’ ένα χωράφι, και, πιο πέρα ακόμη, μέσα στο περιβόλι, είναι τα ερείπια μισοχτισμένου αρχοντικού)

Αυτή η ιστορία του Ιταλού είναι και η ιστορία η δικιά μας, Ελένη!.. Δεν είμαι εγώ ο πυροτεχνουργός; Τα ποιήματά μου δεν είναι Πασχαλινά χαλκούνια, κι οι πίνακές μου καταπλήσσοντος κάλλους νυχτερινά υπέρλαμπρα μετέωρα του Αττικού ουρανού; Κι όμως, εάν ακόμη δε με κατασπαράξανε αλύπητα, να πετάξουνε τις σάρκες μου στα σκυλιά, αυτό δεν το χρωστάω σ’ εσένα, στη μεγάλη στοργή σου και στην αγάπη σου; Το ξέρω, μη μου το κρύφτεις, το ξέρω σου λέω: προσεύχεσαι για μένα!..

Μάζευε τα λεφτά των προσκυνηταρίων μας και σκόρπαε, με τ’ άγια λευκά σου χέρια, το καλό παντού. Όμως κράτα ένα μέρος, να συγκεντρώσουμε, κι εμείς, λίγο – λίγο ένα ποσό,  για ν’ αναγείρουμε μιαν εκκλησιά αφιερωμένη στην Βασίλισσα που είχε τ’ όνομά σου. Εκεί μέσα, σ’ αυτήν την εκκλησία θε να σε παντρευτώ. Γιατί είσαι ωραία, έχεις την πιο ευγενική κι υπερήφανη ψυχή, και σ’ αγαπώ παράφορα!..

 

ΕΝΟΙΚΑΖΕΤΑΙ

μέσα σ’ αυτό το δωμάτιο

παρέδωσε το πνεύμα

η ωραία αθηναία κόρη

ξαπλωμένη στα μεταξωτά χιράμια

-τα ξανθά μαλλιά ξέπλεκα γύρω στη κερένια κεφαλή –

ενώ απ’ το ανοιχτό παράθυρο

ακούγονταν   οι καμπάνες της Άγια-Σωτήρας

που βάραγαν   εσπερινό

ως την επομένη ξημέρωνε

η εορτή   του προφήτη Σαμουήλ

 

σ’ αυτό μέσα το δωμάτιο

συνουσιάστηκαν τα δυο φοβερά τέρατα

κι ευφραίνονταν

μ’ αγκομαχητά κι άγρια γρυλίσματα   κι αγριοφωνάρες

λε και βουργάροι υλοτόμοι

τα βάλανε με θεόρατα ελάτια

ή μάλλον    (καλύτερο)

να εγκρεμιζόντουσαν    βουνά

 

μέσα σ’ αυτό το δωμάτιο

η γηραιά δέσποινα

πέρασε χρόνια και χρόνια   ανίας:

κουνούσε ανεπαίσθητα τα τρεμάμενα χέρια

προσπαθώντας στο σκοτεινιασμένο   και θολό μυαλό

να ξαναφέρη εικόνας των παλαιών μεγαλείων

ίσαμε με τη μέρα

που με βηματάκια αργά – αργά  

ξεκίνησε  - την εξεκίνησαν –

για το γηροκομείο

 

μέσα εδώ εγεννηθήκαν τρία παιδιά

-γόνοι τιμίας κι ευπολήπτου οικογενείας –

που χάθηκαν  - τόπο δεν έπιασε κανένας τους –

ο ένας πήγε στην Αμερική

ο άλλος πέθανε κακήν κακώς – μπεκρής –

κι ο τρίτος   είναι κάπου ακόμη

φαροφύλακας

 

εδώ – ναι εδώ μέσα: σε τούτο το δωμάτιο –

σκότωσε χέρι άτιμο εκείνο

τον παλληκαρά

«να τιμωρήση – λέει – εν τω προσώπω του την αναρχία»

κι έγειρ’ η λεύκα και σωριάστηκε χαμαί

και κείνη η μουντή κηλίδα   του πατώματος

κει πέρα στη γωνιά

είναι το αίμα που ποτάμι χύνονταν απ’ την πληγή

και τίποτε ποτέ   δεν είταν δυνατό

να τηνέ καθαρίση απ’ τα σανίδια

 

όμως αρκεί ως εδώ:  τι πάω να κάμω;

πόσο δε θάτανε κοπιαστικό

ίσως κι αδύνατο

πάντως ατέλειωτο

και μάταιο ακόμα κι ανιαρό

να σημειώσω τώρα με τόση λεπτομέρεια

την ιστορία   την ατέλειωτη

αυτού του δωματίου

 

(άλλοτε έμπαζαν κρεβάτια   άλλοτε τάβγαζαν

άλλοτε κει ήτανε σκρίνιο

άλλοτε ντουλάπα

έπειτα κασέλα

άλλοτε στα παράθυρα είχανε βαριά παραπετάσματα

άλλοτε τα τζάμια έμειναν γυμνά με μονά τα παντζούρια

σε κείνη τη γωνιά μια είχανε τα εικονίσματα

άλλες φορές παντού κρέμονταν κάντρα)

 

να:  άνθρωποι κι άνθρωποι περάσανε και φύγανε

κι άλλοι – πολλοί – εδώ μέσα γεννηθήκαν

κι άλλους πάλι εδώ μέσα τους βάλανε στην κάσα

και τι δεν άκουσαν οι τοίχοι αυτοί

φωνές οδύνης   και φωνές χαράς

είδανε και βαφτίσια

μουγγές απελπισιές   και   στεφανώματα

 

(θα το ξεχνούσα:  και πιάνο εδώ μέσα αντήχησε παίζοντας αβρά τη Romance du maloAime)

 

έζησα και γω – ο γράφων – μεσ’ σε τούτο το δωμάτιο

χρόνια πολλά – φτωχά – κι ως πάντα

κι εδώ γιομάτος πάθος ασχολήθηκα

με τη ζωγραφική την ποίηση   τη γλυπτική

αλλά και τη φιλοσοφία και τον έρωτα

κι έμεινα ώρες καθισμένος  - να καπνίζω –

σε κει δα το παράθυρο   κυττάζοντας

άλλοτε τον ουρανό   κι άλλοτε το δρόμο

 

και τώρα πρέπει – φευ – κι εγώ να φεύγω

-δεν αποκλείεται άλλωστε να μου μέλλονται καλύτερα –

 

πάλι το ενοικιάζουν το δωμάτιο

[από τη συλλογή του Νίκου Εγγονόπουλου ΕΝ ΑΝΘΗΡΩ ΕΛΛΗΝΙ ΛΟΓΩ 1957]

 

ΚΛΕΛΙΑ  ή μάλλον  ΤΟ ΕΙΔΥΛΛΙΟΝ ΤΗΣ ΛΙΜΝΟΘΑΛΑΣΣΑΣ

(από τη συλλογή του Νίκου Εγγονόπουλου ΕΝ ΑΝΘΗΡΩ ΕΛΛΗΝΙ ΛΟΓΩ 1957 )

Ι

έχεις τα μάτια των ανθρώπων

και τη ζωή   των παιδιών

η λεπτή μέση σου

είναι το άπαν   των ονείρων μου:

μου δίνεις τη χαρά των αητών

 

δεν μετανοιώνεις  - δεν είν’ έτσι; -

δεν μετανοιώνεις   που εφύγαμε

που καταφύγαμε στης λιμνοθάλασσας την πρασινογάλαζη ειρήνη

κύττα – εν όσω είναι ακόμη καιρός –

στην ολονέν απομακρυνόμενη   πλατεία

να σεργιανίζουν

όλος τούτος ο συρφετός των ανθρώπων με τη σκατωμένη βελάδα

-κύκλω οι ασεβείς περιπατούν –

μην μετανοιώνει – λέω –

δεν χάνουμε – δεν χάνεις – απολύτως τίποτε

που φεύγουμε μακριά

 

σ’ αγαπώ και σέρνω τη μακριά μου κόκκινη κόμη

στα λευκά λεπτά σου πόδια

μ’ εμπνέουν οι ρώγες των μαστών σου

κι ορθός   με χέρι σταθερό

οδηγώ την ναυν   προς τα νησιά

όπου πετούν   σωρούς

τα κόκκαλα και τις καυκάλες των νεκρών

 

στην άμμο την ξανθή    της όχθης

μας περιμένει ένα υπέροχο κρεβάτι:

το πλαισιώνουν  τα  σπαθόχορτα

κι οι καλαμιές

 

(και πράγματι

εκεί υπήρξαμε ο ένας για τον άλλονε κρήνη καλλίρειθρος

μόνο που εγώ    επί – προσθέτως

είμουν    γι’ αυτήν

ταυτόχρονα

λάτρης   και τιμωρός)

ΙΙ

μην κλαις  - μην κλαις καλή –

τις μέρες που περάσαν:

είτανε –α το ξέρης – δώρο των θεών

 

η γη σιγά

και πριν ακόμη ο ήλιος που τόσο αγαπάμε σβήση

-και δεν σκοπεύει πια για μας να ξαναβγη –

θε να σε πάρω  - για να προχωρήσουμε –

απ’ το λεπτό χεράκι

 

βλέπεις εκείνο το μνημείο

εκεί πέρα   θ’ ανοίξουμε την πόρτα

και θα μπούμε:

εκεί θε να σε πάρω αγκαλιά

κι αγκαλιασμένοι έτσι μια για πάντα

θα χαθούμε

μεσ’ στης Δευτέρας Παρουσίας

τα πολύχρωμα   γυαλιά

 

ΜΑΡΣΙΝΕΛ

τώρα τα περιστέρια είναι κοιμισμένα

 

κι ο ουραγάν μαίνεται

το τρελό αναμάλλιασμα των δένδρων

ακολουθεί την ύποπτη σιωπή

μακριά ηχούνε βροντές θόρυβοι κανόνια

κι εδώ η βροχή   ραβδίζει τα πάντα

οι φυλλωσιές ουρλιάζουν

τα δένδρα ορθώνονται να φύγουν

και μεσ’ στον αγριεμένο βάτο π’ άνοιξε

ίδια ξεστηθιασμένη γριά

η απότομη λάμψη της αστραπής

αποκαλύπτει

τους δυο σάπιους κορμούς δένδρων

που κοίτονται στη λάσπη

-των εραστών τα κορμιά –

με τα γυμνά κλαριά σα χέρια

να κουνούν  

:φάσκελα   ή κραυγές:

«μάθε να ζης!»;

 

στ’ απάγκιο

να το ψωμί πλάι η γαβάθα π’ αχνίζει

να το μαχαίρι

πάρε το μαχαίρι να κόψης ψωμί

παρ’ το μαχαίρι

παρ’ το μαχαίρι σου λέω εργάτη:

απόψε

να προσέξης απόψε:

τούτη η νύχτα δεν είναι όμοια με τις άλλες!

[από τη συλλογή του Νίκου Εγγονόπουλου ΕΝ ΑΝΘΗΡΩ ΕΛΛΗΝΙ ΛΟΓΩ 1957]

 

Η ΚΑΛΟΣΥΝΗ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΩΝ

(…σήκωσε τη λάμπα κοιτάξου στον καθρέφτη, δυστυχισμένη,

είν’ οι κόγχες των ματιών σου άδειες!.. -

κι από μακριά η ηχώ φωνάζει:  Ευρυδίκη!..)

 

Η ΤΕΧΝΗ ΚΑΙ Η ΠΟΙΗΣΗ ΔΕ ΜΑΣ ΒΟΗΘΟΥΝ ΝΑ ΖΗΣΟΥΜΕ…

… η τέχνη και η ποίησις μας βοηθούνε να πεθάνουμε!..   περιφρόνησις απόλυτη   αρμόζει    σ’ όλους αυτούς τους θορύβους   τις έρευνες   τα σχόλια επί σχολίων    που κάθε τόσο ξεφουρνίζουν   αργόσχολοι και ματαιόδοξοι γραφιάδες   γύρω από τις μυστηριώδικες κι αισχρές συνθήκες    της εκτελέσεως  του κακορίζικου του Λόρκα   υπό των φασιστών   μα επιτέλους!  πια ο καθείς γνωρίζει   πως   από καιρού τώρα  - και προ παντός στα χρόνια τα δικά μας τα σακάτικα – είθισται  να δολοφονούν τους ποιητάς!...    [ΝΕΑ ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ ΤΟΥ ΙΣΠΑΝΟΥ ΠΟΙΗΤΟΥ ΦΕΝΤΕΡΙΚΟ ΓΚΑΡΘΙΑ ΛΟΡΚΑ από τη συλλογή του Νίκου Εγγονόπουλους ΕΝ ΑΝΘΗΡΩ ΕΛΛΗΝΙ ΛΟΓΩ 1957– συγκεντρωτικός τόμος: ΝΙΚΟΥ ΕΓΓΟΝΟΠΟΥΛΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΑ Ίκαρος εκδοτική εταιρία ]

Δευτέρα, 3 Απριλίου 2023

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΠΑΝΤΑ Σ’ ΟΛΟ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΤΡΑΓΟΥΔΟΥΣΑΜΕ…

  (…χωρίς ποτέ κανείς να μας ακούει…) («Γιατί σωπαίνουν τα κοχύλια; Γιατί δεν τραγουδούνε τα παιδιά; Τα ζώα τ’ αφανίσαμε και τα φυ...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ