(… δε θα ’χω προλάβει να δω κάτω απ’ τον αφαλό το εσπερινό μονοπάτι που πήρες…)
Έχω ένα παλιό
πολύ παλιό αυτοκίνητο
Με αυτό περνώ τα
βράδια τις αφύλακτες σιδηροδρομικές διαβάσεις και τις ώρες μου.
Φτάνοντας μπρος
στις ράγες κόβω, και τις διασχίζω με
πολύ μικρή ταχύτητα.
Όμως μετά, αντί
να προχωρήσω, βάζω ήρεμα την όπισθεν
και αργά
ξαναγυρίζω πίσω από τη διάβαση
και ξαναβάζω
πρώτη και όπισθεν και πάλι πρώτη και όπισθεν, ως το πρωί.
Με το παράδειγμά
μου θέλω να σας πω το εξής:
α] ότι είναι
μάλλον ανόητο να συνεχίζετε την πορεία σας
αφού περάσατε
την αφύλακτη διάβαση, εφόσον αφύλαχτες είναι και όλες οι επόμενες
β] ότι δεν έχει
κανένα νόημα να βιάζεστε ή να αργοπορείτε επίτηδες
και γενικότερα να κάνετε σπασμωδικές κινήσεις,
όταν π.χ. γίνεται κανένας σεισμός, και
γ] ότι βέβαια
και δεν σας φταίει το Τρένο, το οποίο στη συγκεκριμένη περίπτωση συμβολίζει το
θάνατο,
και το οποίο,
αφενός τρέχει με μιαν ορισμένη ταχύτητα,
αφ’ ετέρου, είτε
σας βρει πάνω στις ράγες είτε όχι
ΕΙΝΑΙ ΕΝΤΕΛΩΣ
ΑΔΥΝΑΤΟΝ ΝΑ ΣΤΑΜΑΤΗΣΕΙ!..
[ΠΟΙΗΜΑ ΠΕΖΟ
ΕΠΟΧΟΥΜΕΝΟ από τη συλλογή του Γιάννη
Βαρβέρη Ο ΘΑΜΑΤΟΣ ΤΟ ΣΤΡΩΝΕΙ, Ύψιλον/ βιβλία 1986, στον τίτλο της ανάρτησης το
ποίημα ΣΗΡΑΓΓΑ
κι άλλα ποιήματα
από την εν λόγω συλλογή με αντιγραφή και επικόλληση από τη συγκεντρωτική έκδοση
των συλλογών του:
ΓΙΑΝΝΗΣ ΒΑΡΒΕΡΗΣ
ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΤΟΜΟΣ Α 1975 -1996, εκδόσεις Κέδρος]
ΕΓΚΥΟΣ
(από τη συλλογή του Γιάννη
Βαρβέρη Ο ΘΑΜΑΤΟΣ ΤΟ ΣΤΡΩΝΕΙ 1986)
Είστε μια μπλόφα
που έχει πέσει σ’ άλλη μπλόφα Του
κίτρινη σήραγγα τη σκίζει μαύρη Μπουίκ
θα βγει στο φως μετά χτυπώντας τα
χεράκια Του
όσο είναι καιρός λοιπόν εσείς
ή εσείς κυρία
βυθίστε τώρα στην κοιλιά σας το
μαχαίρι
Ο ΤΟΚΕΤΟΣ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ
Ένας άνθρωπος ήτανε
τον είχανε σε μια κατάψυξη
πάγος ήτανε.
Άνοιξε το ψυγείο της η μάνα του
απόψυξη
κρακ – κρακ τσακίστηκε
κάτω έξω
και
- συναισθηματικός –
πάει
έλιωσε ο άνθρωπος!..
ΑΝΕΚΔΟΤΟ;
Μόλις ο Νίκος Εγγονόπουλος απέθανε
ο Θάνατος του πρόσφερε τσιγάρο
-Sans filter!.. Sans filter!..
είπεν ο Νίκος κι επροχώρησε!..
[από τη συλλογή
του Γιάννη Βαρβέρη Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟ ΣΤΡΩΝΕΙ ΥΨΙΛΟΝ/ βιβλία 1986]
ΠΡΩΘΥΣΤΕΡΟ ΓΙΑ ΣΕΝΑ
(από τη συλλογή του Γιάννη
Βαρβέρη Ο ΘΑΜΑΤΟΣ ΤΟ ΣΤΡΩΝΕΙ 1986)
Ι
Σαν τα
τοπία όχι της φύσης ασφαλώς
μα σαν τα
σπίτια και τα μαγαζιά των γύρω δρόμων
που απ’
την πολυκαιρία μέσα στο μάτι γίνονται
το ίδιο
το μάτι
έτσι σαν
ύπουλη ένεση κυλάς
γεμίζοντας
με ηλίθιο ζήλο τον αέρα –
μια λάδι
θάλασσα που κλείνεις
μετά τη
βάρκα τη βουτιά ή την πέτρα
Όταν
γερνάς γιατί γερνάς
κι εγώ
σαν λείπεις απ’ το σπίτι κάθομαι και σε θυμάμαι
αλέες
ρυτίδων τικ αγαπημένα
τους
σταλακτίτες κάτω από τα μπράτσα
και σ’
ανασαίνω απ’ τα σεντόνια κι απ’ τα ρούχα σου
μες στα
συρτάρια στις ντουλάπες κι οπουδήποτε.
Το ξέρω
αν δε θα τ’ αντέξω να θυμάμαι
πως σε
θυμόμουν τότε που ήσουν δίπλα μου
μνήμη τη
μνήμη πως εγώ
το δρόμο
σου άνοιξα να φύγεις
ΙΙ
Όταν
θέλω να
πω πως αν ποτέ
πεθάνεις
δε θ’
αφήσω
γύρω από
το κεφάλι σου να δέσουνε
μαντίλι·
ως να
κατέβουν τα σκοινιά
να βήξει
το καπάκι
αν το
μπορείς
να
φωνάξεις
ΜΑΣΚΩΤ ΤΩΝ ΛΟΥΤΡΟΠΟΛΕΩΝ (Β)
Με μια ψυχρή ζακέτα πιθανής ψυχρούλας
έμενα εδώ μέχρι το τέλος του
Σεπτέμβρη.
Καμένα Βούρλα όπου σαν τράπουλες φυλλοροούν οι ζωές
και το ξενοδοχείο «Γαλήνη» ένας
προθάλαμος
σαφούς υπαινιγμού, χρόνια και
χρόνια!..
Περαστικός από εκδρομή τα ξαναβρίσκω
κι οι χώροι διαμορφώθηκαν αλλιώς
στη θέα μου το γκαρσόνι κοντοστέκεται
το δίσκο ισορροπεί και συνεχίζει.
Σ’ έχουν ξεχάσει πια, πατέρα,
Νέοι γέροι συμπληρώσαν στα καρέ
τους γέρους που έφυγαν.
«Απόψε δεν αφήσατε παρτίδα»
λένε σαν τότε σ’ έναν πρώην τραπεζικό
καθώς έχουν νυστάξει από αίμα
τα κουνούπια και καληνυχτίζουνε
οι εσάρπες. Αύριο πάλι.
Κι εγώ μένω εκστατικός
γιατί σε βλέπω τώρα από τον κήπο να
εμφανίζεσαι
λινό λευκό κουστούμι
να μη με χαιρετάς να προχωρείς, πατέρα
τον γέροντα να παίρνεις αγκαζέ
και ν’ αποσύρεστε μαζί
να σβήνετε
σαν σε καντρίλια αθόρυβη στο βάθος της αλέας!..
[από τη συλλογή του Γιάννη Βαρβέρη Ο ΘΑΝΑΤΟΣ
ΤΟ ΣΤΡΩΝΕΙ ΥΨΙΛΟΝ/ βιβλία 1986]
ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΡΑΚΟΣΥΛΛΕΚΤΗ
(από τη συλλογή του Γιάννη
Βαρβέρη Ο ΘΑΜΑΤΟΣ ΤΟ ΣΤΡΩΝΕΙ, 1986)
Μ’ ένα κασκέτο και μια τσάντα πλαστική
στρίβω για χρόνια τη γωνία του ίδιου
δρόμου.
Δεν έχω πρόσωπο· μύτη και δάχτυλα μονάχα
εξασκημένα στο μαγνήτη του θηράματος.
Η ακινησία του ζώου – αντίστασή του.
Σφίγγει όλο σφίγγει το ακανόνιστο το
σώμα
προβάλλει τους κυνόδοντες κάθε
κονσέρβας
και μες στη νύχτα εκπνέει τα χαλασμένα
χνώτα του.
Όμως το χέρι ξέρει να δαμάζει το
θηρίο.
Παραμερίζω τις φολίδες και το δέρμα
έμπειρα νύχια μπήγω στο ψαχνό
τα ζωντανά εντόσθια ρίχνω μες στην
τσάντα
τη λεία μετρώντας δυο στενά πιο κάτω.
Μ’ ένα κασκέτο και μια τσάντα πλαστική
θα στρίψω απόψε τη γωνία του ίδιου
δρόμου.
Η τελευταία μας νύχτα θα ’ν’ αυτή ωραίο μου ζώο
σκουπιδοφάγοι απ’ αύριο θα μασάνε το κορμί σου
θα ’ρθω λοιπόν να σκύψω να κουρνιάσω
κουβάρι μες στις τόσες μια σακούλα
κι όπως στη σιδερένια αγχόνη του
κυλίνδρου
χέρι χοντρό χορευτικά θα μας σαλπάρει
μαζί θ’ ακούσουμε τη διαταγή
του καπετάνιου σκουπιδιάρη:
-Πάμε!..
ΕΣΤΙΑ ΥΠΕΡΗΛΙΚΩΝ «ΤΟ ΘΑΛΠΟΣ»
Κι είπα να ’ρθω γι’ ανάπαυση σ’ αυτό
του ξύλινου σταθμού κουφό Μπογιάτι
κι άρχισα πάλι να διορθώνω, τι;
Και πάλι τα δικά Σου ποιήματα!..
Μα ήσουν εκεί
Σε βρήκα στην τυχαία μου βόλτα
μέσα στα δένδρα σ’ ένα ερείπιο δίπατο
να τους αλλάζεις
δήθεν να μοιράζεις φάρμακα
λίγο φαϊ στα πλαστικά τους πιάτα
τάχα ευπροσήγορος σαν τους μεσίτες
μέχρι να μπουν υπογραφές
να κλείσει η πώληση.
Και δεν μπορούσα τίποτε να κάνω
κι ό,τι κι αν πρότεινα μ’ αφόπλιζες
αμέσως
κι είπα έστω βάλε το ραδιόφωνο
κι αρνήθηκες
λόγους υγείας μην ταραχτούν και τέτοια
ώσπου απαλά την πόρτα τράβηξα
κι απ’ την πλατεία σας γράφω·
γιατί δεν ξέρω μουσική δεν ξέρω νότες
μονάχα να σας στέλνω λίγα ονόματα:
Νινή Ζαχά Έλσα Λάμπο
Μαίρη Λω
Χρήστος Χαιρόπουλος Αττικ
Τώνης Μαρούδας
Καίτη Επισκόπου Κάκια Μένδρη
Νίκος Γούναρης
[από τη συλλογή
του Γιάννη Βαρβέρη Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟ ΣΤΡΩΝΕΙ ΥΨΙΛΟΝ/ βιβλία 1986]
ΑΝ ΔΕΝ ΑΥΤΟΚΤΟΝΗΣΕΤΕ ΔΙΑΒΑΣΤΕ
ΑΥΤΟ ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ
(από τη συλλογή του Γιάννη
Βαρβέρη Ο ΘΑΜΑΤΟΣ ΤΟ ΣΤΡΩΝΕΙ 1986)
Ήμουν ψαράκι και με πήρανε τα χρόνια
βουβός ο πόντος και να ψάχνω
ψαροντούφεκο
ούτε μπουκάλι να πετάξω στη στεριά
πώς ξέμπλεκα απ’ τα δίχτυα τι
συνέβαινε
κι όλο μου ξέφευγε τ’ αγκίστρι πάντα.
Στον ύπνο εδώ πώς να ’ρθει ο ύπνος να
σε κοιμηθεί
και ταπεινά σε πέντε φύκια να σε
γείρει
μου μένει μόνο να γερνάω ατέλειωτα
τα μάτια να φουσκώνουνε η κοιλιά
κι η ουρά σχεδόν ασάλευτη
σα μανταλάκι που έχασε το ρούχο του
κι όλο πιο κάτω να βαθαίνω να βαραίνω·
γιατί όχι τότε που με χώριζε ένα
τίναγμα
αλλά δεν ύψωσα το στόμα στον αφρό
σαν προσευχή να το γεμίσω αέρα – αέρα
υδροκυάνιον αέρα κι ουρανό!..
Η ΖΩΗ
Κάτω απ’ το χώμα εδώ η ζωή μακραίνει
κι όλο χτενίζουμε του διπλανού μας τα μαλλιά
κι ο ένας του άλλου κόβουμε τα νύχια!..
Και κάθε νύχτα οι πιο παλιοί
νιώθουν του φρέσκου διπλανού ν’
ανασηκώνονται
τα δάχτυλα βαριά
να ψηλαφούνε για ένα χάδι τρυφερό
τη σάρκα που έμεινε
[από τη συλλογή
του Γιάννη Βαρβέρη Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟ ΣΤΡΩΝΕΙ ΥΨΙΛΟΝ/ βιβλία 1986]
ΚΟΚΚΙΝΟΣ ΜΥΛΟΣ
(από τη συλλογή του Γιάννη
Βαρβέρη Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟ ΣΤΡΩΝΕΙ 1986)
Κάποτε θα
’θελα να γράψουμε ένα ποίημα
για μια
βαρκάδα αφέγγαρη
χωρίς εικόνες
και μεταφορές
και χωρίς
βάρκα.
Να μην
υπάρχει υπαινιγμός
μόνο
πνιγμός
πνιγμένων
με χαμόγελα
πτωμάτων
και κρανίων μαζί με χώματα
με φύλλα
και με μάρμαρα και ξύλα
που όλα
τα σάρωσε
ο
κατακλυσμός
και
σύγκορμους μας σήκωσε
απ’ τους
τάφους
προς την
πόλη και τη θάλασσα
κι ύστερα
κόπασε
και
φτάσαμε τόσο ήρεμα
στα
δροσερά τα Φάληρα
ενώ του
Βόλγα τον βαρκάρη σιγοσφύριζαν
ας πούμε τα νερά
ΟΙ ΓΡΑΒΑΤΕΣ ΤΩΝ ΠΕΘΑΜΕΝΩΝ
Καλά οι γυναίκες κάνουνε
παιδιά!..
Οι άνδρες να φοράτε τις γραβάτες των πεθαμένων.
Ο παππούς ο πατέρας ο θείος
θα ’ζησαν κι αυτοί μπόλικες μόδες:
φαρδιές στενές μεταξωτές γραβάτες
όταν καταλαγιάσει ο πόνος
κάποιες δε θα βρεθούν να σας πηγαίνουν;
Γιατί για μιαν αγάπη ζούμε σ’ αυτή τη
ζωή
την περιμένουμε χρόνια
και μόνο αυτοί που έχουν πεθάνει μας αγάπησαν
κι αλίμονο αν δεν έχουμε στενή επαφή
μαζί τους
αν δεν μπορέσουν κάποτε που πολύ
πολύ θα τους έχουμε λείψει
να σφίξουν τη γραβάτα τους στο λαιμό μας!..
[από τη συλλογή του Γιάννη Βαρβέρη Ο ΘΑΝΑΤΟΣ
ΤΟ ΣΤΡΩΝΕΙ ΥΨΙΛΟΝ/ βιβλία 1986]
8216……
(από τη συλλογή του Γιάννη
Βαρβέρη Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟ ΣΤΡΩΝΕΙ 1986)
Α
Δεν έχω σβήσει απ’ το
καρνέ μου το τηλέφωνό σου.
Πρώτο σαν πάντα τ’ όνομά
σου εκεί στο σίγμα
μοιάζει να σέρνει ένα χορό
μελλοθανάτων.
Και σου τηλεφωνώ συχνά σε
ώρες απίθανες
λέγοντας θα ’χει
βγει, θα ’ναι στο θέατρο σε ταβέρνα.
Στο κλειστό σπίτι τα
έπιπλα πενθούν
με τη διακριτική πλερέζα
λίγης σκόνης.
Είναι σκληρές αυτές οι
υπηρεσίες.
Γι’ αυτό κι εγώ
φροντίζω για τα πάντα κάθε μήνα.
Γιατί αν αποφασίσω κάποτε
να πάρω σε ώρα πιθανή
ίσως για μένα εσύ
να το σηκώσεις!..
Β
Στο νέο καταλογάκι που θα
φτιάξω
έτσι σαν επιπόλαια θ’
αντιγράψω
εκεί στο σίγμα
το τηλέφωνο και τ’ όνομά
σου
Κάπου στη μέση βέβαια πια
μην αγριευτεί κανείς στο
σπίτι
αν το προσέξει στην
κορφή!..
Παρείσακτο μα ισότιμο στη
μέση
πάντως ανάμεσα σε νέους
μου φίλους
που τώρα ζουν κινούνται
στην Αθήνα.
Κι αν τύχει και καλέσω
κόσμο σπίτι
θα το ξεχάσω εκεί ανοιχτό στο σίγμα.
Πέφτει το μάτι πιο
εύκολα στο πεπρωμένο!..
Γ
Ημίμετρα ήταν όλα
αυτά συγχώρεσέ με!..
Μια – δυο συνοπτικές
διαδικασίες
κι έχω στο σπίτι μου πια
φέρει το τηλέφωνό σου.
Το νούμερο τη συσκευή
το τραπεζάκι!..
Έτσι αν σε πάρουνε γνωστοί
σου που δεν έμαθαν
τόσα και τόσα θα τους λέω
για σένα.
Το νέο μου νούμερο θα δίνω
τώρα λέγοντας:
το πρώην τηλέφωνό του,
εκείνου, ξέρετε…
Κι ας μη σε ξέραν. Θα
εξηγώ. Με φορτικότητα!..
Και στον κατάλογο του ΟΤΕ
δεν άλλαξα
κι ούτε θ’ αλλάξω τ’ όνομά
σου
Στ’ όνομα τάδε θα με
βρείτε, στον κατάλογο
θα λέω αν με ρωτήσουνε στο
δρόμο!..
Μ’ αυτά κι εκείνα σε κρατώ
γύρω και δίπλα μου
κρατώ τ’ ακουστικό που εσύ
κρατούσες
κρατώ την πιθανότητα
να συνεχίζεται η ζωή σου
σ’ ό,τι αγάπησες
γιατί το νιώθω
από το τρίξιμο του
τραπεζιού στα νέα πατώματα
απ’ τα καινούργια
αγγίγματα στη συσκευή
μέρα τη μέρα κι απ’ τον
τόνο της φωνής μου
πως ό,τι αγάπησες
δε θέλει και δεν ήθελε
όμως σιγά – σιγά βολεί –
βολεί να λησμονήσει…
PROGERIL RETARD
Τώρα που πέθανες
έβγαλα και κοιτάζω το
βιβλιάριο σου.
Γνωστές μας τοποθεσίες των
παιδικών μας χρόνων
όπως θα λέγαμε Πεδίο του Άρεως
Ζάππειο Κηφισιά:
εκεί μεγάλωσα ανάμεσα στο Serepax και στο Tranxene
γωνία Vincaminor και Valium
οόματα ψυχοφαρμάκων να
θυμίζουνε σαν Pax Romana
κραταιές του παρελθόντος
αυτοκρατορίες
που υπό τη σκέπη τους αισθάνεται
κανείς απόλυτα προστατευμένος!..
Κάθε χρονιά σφραγίδα και
σελίδα
κάθε σελίδα να γυρίζει όλο
βαρύτερα τα φάρμακα.
Nootrop και Progeril Retard κατά το τέλος.
Οι ετυμολογίες σαφείς.
Nootrop: για τον εγκέφαλο και Progeril: κάτι σε
σχέση με το γήρας.
Αλλά Retard; Ανοιγω λεξικό:
«Ουσιαστικόν, αρσενικόν,
δύο τελείες:
ανατολή, βραδύτης,
καθυστέρησις»!..
Τώρα μόνο φαντάζομαι
στις φευγαλέες εκλάμψεις
σου
σαν ξαναγύριζαν για λίγο
οι πρώτες μνήμες
-εγκύκλιες γνώσεις,
γλώσσες που έμαθες παιδί –
τι αποτρόπαιο ρίγος τι
πυρακτωμένη σφήνα
-ανατολή; και καθυστέρηση; ποιου πράγματος; -
θα ’ταν στο θολωμένο σου μυαλό
για μια μόνο στιγμή εκείνο
το
«Retard»
[από τη συλλογή
του Γιάννη Βαρβέρη Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟ ΣΤΡΩΝΕΙ ΥΨΙΛΟΝ/ βιβλία 1986]
ΤΩΡΑ ΠΟΥ ΜΕ ΔΙΑΒΑΖΟΥΝ ΚΙΝΔΥΝΕΥΩ
(από τη συλλογή του Γιάννη
Βαρβέρη Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟ ΣΤΡΩΝΕΙ 1986)
Σε ιλιγγιώδεις εκδρομές
της εθνικής οδού
παίρνω μαζί μου
πάντοτε τα ποιήματά Σου!..
Σεισμούς ή πυρκαγιές δεν τρέμω
κι ούτε βέβαια τους
διαρρήκτες!..
Εγώ έχω στη βαλίτσα τα
χειρόγραφα
το γκάζι σανιδώνοντας για
να Σ’ εκβιάζω
φυλαχτό του ταξιδιού μου.
Άλλο φοβάμαι: όταν θα φύγω
μ’ άδεια χέρια απ’ τον
εκδότη
πώς και με τι θα σταματήσω
την οργή
και την εκδίκησή Σου;
ΕΡΕΤΡΙΑ, Ο ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΟΣ ΠΛΟΥΣ
Τι έχεις λοιπόν επίπεδη
πολίχνη
βαλβίδα στην καρδιά του
χάρτη της Ευβοίας,
και τον Δεκέμβρη με καλείς
πάντα κοντά σου;
Είχε τριάντα ο μήνας κι ο
καιρός
τριάντα πριν το τέλος.
Ταξίδι μιας πορτοκαλάδας
όλο κι όλο
ψιθύριζες και σ’ άκουγα
στον Ωρωπό
μα φέτος ομιλίες ομίχλης
λες κι είχε αποφασίσει να
καπνίσει
ένα τσιγάρο το Ληλάντιο
πεδίο.
Μεταφορές για ποιήματα…
Ήταν ομίχλη τελικά κι όταν
διαλύθηκε
παρέδωσε νωχελικά τη
γλώσσα του το φέρρυ
στις οποιεσδήποτε
διαθέσεις της ακτής!..
Μα ποιας ακτής και δένδρων
ποιας πολίχνης
μονάχα μια έκταση έρημη
απλωνόταν τώρα
μέχρι τα βάθη της
αμφίβολης Χαλκίδας.
Έμεινα στο κατάστρωμα βουβός
ώσπου το πλοίο
πήρε σφυρίζοντας να
στρίβει γυρισμό
από μακριά κοιτώντας στην
ακτή
σε ξύλινη καρέκλα με
παλέτα
δίχως Ερέτρια μόνος
να ζωγραφίζεις την
Ερέτρια Εσύ!..
[από τη συλλογή
του Γιάννη Βαρβέρη Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟ ΣΤΡΩΝΕΙ ΥΨΙΛΟΝ/ βιβλία 1986]
ΑΝΤΙΟ
(από τη συλλογή του Γιάννη
Βαρβέρη Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟ ΣΤΡΩΝΕΙ 1986)
Με ημερομηνίες συμπτώματα
και προαισθήματα
συχνά μας δίνεις σήματα
και μοιάζεις λίγο σαν να
παίρνεις την ευθύνη.
Τις περισσότερες όμως φορές
που ραδιουργείς
και ειδοποιούμε εμείς τους
μελλοθάνατους;
Φιλάμε σταυρωτά κάποιον
αγαπημένο
άλλον χωρίζοντας στον ώμο
τον χτυπάμε φιλικά
και μια – δυο μέρες ύστερα
τον βλέπουμε σαν πάντα
ή – «από καρδιά» μας λεν κι αυτό ήτανε!..
Μ’ έμαθες έτσι πια να
τρέμω
την παραμικρή μου κίνηση
την κάθε λέξη
μήπως συνωμοτήσει αθέλητα
μαζί Σου
μήπως μου πουν ή το
χειρότερο
μη μου ξεφύγει σ’ έναν
λατρευτό μου
κάποια νύχτα
αντί για καληνύχτα
Αντίο
ΕΘΝΙΚΗ ΟΔΟΣ
(από τη συλλογή του Γιάννη
Βαρβέρη Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟ ΣΤΡΩΝΕΙ 1986)
Όμως μπορεί και να ’σαι
τρυφερός·
μπορεί να μοιάζεις με τις
άσχημες του κόσμου
γεμάτες πόνο κλειδωμένες
μια ζωή
πίσω από τα παντζούρια
γιατί φοβούνται αν βγουν
στο φως
την έκφραση στο πρόσωπό
μας.
Μπορεί να μοιάζεις με τις σιωπηλές
αυτές
που αν μας μιλούσαν
δε θα γράφαμε πια ποιήματα
που αν μας φιλούσαν το φιλί τους
δε θα στέγνωνε στους αιώνες
που αν κάναμε έρωτα ποτέ
θα ’τανε για να γίνουμε
ολόκληροι έρωτας για
πάντα.
Κάτι μου λέει πως είσαι
σαν αυτές
κι απόψε έχεις τολμήσει
ω αποτρόπαιη σιωπηλή μου Δεσποινίς
και τρέχεις τώρα στην
απέναντι λωρίδα
με τα εκτυφλωτικά Σου φώτα
μες στη νύχτα
κάτι μου λέει
γιατί μια δύναμη αρωματική
σπρώχνει το χέρι μου
να στρίψει το τιμόνι και
να ’ρθω
μετωπικά να τσακιστώ στην
αγκαλιά σου!..
ΜΠΑΡΜΠΟΥΤΙ
Μια ζαριά εγώ μια
Εσύ
μια εγώ
μια τα συντρίβεις μ’ ένα
κρακ –
και με κοιτάς στα μάτια!..
[από τη συλλογή
του Γιάννη Βαρβέρη Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟ ΣΤΡΩΝΕΙ ΥΨΙΛΟΝ/ βιβλία 1986]
ΥΑΙΝΑ
(από τη συλλογή του Γιάννη
Βαρβέρη Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟ ΣΤΡΩΝΕΙ 1986)
Λένε τα μάτια σου πως
λάμπουν στο σκοτάδι
μάτια νεκρών που
ξεριζώνεις απ’ τους τάφους
Χτισμένος κάτω από την
πλάκα πριν να λιώσω
τα δυο κοντά σου πόδια θα
προσμένω
με λύσσα κάποιο βράδυ να
μουντάρουν
και να τα κάνουν όλα
ρημαδιό μαρμάρων
την ώρα που τα νύχια σου
θα χώνουν
την πείνα σ’ όση σάρκα μου
έχει μείνει.
Μετά, κουτσαίνοντας, θα
μπούμε μες την πόλη
κι αυτή τη νύχτα
τα δυο μου μάτια θα τα
πιουν και θα τα σπάσουν
φώτα και μπαρ τροχούς
κορμιά στα πάρκα
λίγη λαθραία ζωή μέχρι να
ξημερώσει
και τότε ύαινα σκούξε
σκόυξε ψηλά
κι άσε με κάπου
κόπρανό σου μες στο δρόμο!..
ΜΟΝΟΛΟΓΟΣ ΣΤΟ ΟΡΟΣ ΑΙΓΑΛΕΩ
-Σ’ αυτό το χαμηλό βουνό
με θέα προνομιακή πάνω στο
θρόνο
ξέροντας τι χρησμους πατώ
σε τι στενά τους ρίχνω
θα δίνω παραγγέλματα μέχρι
το βράδυ.
Μετά συντετριμμένος ίσως
κλάψω
μπρος στα κουρέλια του
στρατού των ηγεμόνων.
Ψυττάλεια Θερμοπύλες
Σικελία ποιος να υποψιαστεί
σήμερα Ξέρξης χτες Λεωνίδας
αύριο Αλκιβιάδης!..
ΠΟΝΤΟΣ
-Έλα κοντά μου θαμπό
Γαλαξείδι
τώρα που ήδη ροβολώντας
καλντερίμια
τις φλέβες μου φιλάει
τρέμοντας λίγο
η μελάνη των κλειστών σου
νηολογίων.
Είμαι εγώ ο ερωμένος Ιτέας
Ερέτριας Ναυπάκτου
Κυλλήνης
έλα γείρε σε μένα όπως
γείραν
οι ωραίες παράκτιες των
ηπείρων
που όταν νιώσαν ρυτίδα στα
ντοκ
κι ένα δάκρυ στο μάτι του
φάρου
δεν ακούσαν πια χάρτες
μπωφόρ
μόνο σκύψαν να μάθουν την
αλήθεια
στο κοίλο στέρνο του
μεγάλου μου καθρέφτη!..
[από τη συλλογή
του Γιάννη Βαρβέρη Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟ ΣΤΡΩΝΕΙ ΥΨΙΛΟΝ/ βιβλία 1986]
Σ’ ΑΥΤΟ ΤΟΝ ΑΚΑΛΥΠΤΟ ΤΑΦΟ ΤΙΝΟΣ ΝΑ ’ΜΑΙ ΤΟ ΚΙΝΟΥΜΕΝΟ ΚΤΕΡΙΣΜΑ;
(…
θανάτω θάνατον…)
Α. Μ’ ένα πενάκι
σκάλισα στο σώμα Σου· ξέρω πως ήταν αμυχές
αιώνιε Γκιούλιβερ οι παραινέσεις προς εγκύους
και οι αυθάδειες πως δήθεν τρέχεις
εκτυφλωτικός στην Εθνική ή πως
διευθύνεις οίκους ευγηρίας ή ακόμη πως
σαλτάρεις κι ασελγείς σε μελλοθάνατους.
Μ’ ένα πενάκι χάραξα στο σώμα μου
φανταστικές σκηνές στον Παρνασσό
στο Γαλαξείδι στην Ερέτρια σώμα με
σώμα. Εσύ κι εγώ σ’ ένα μπαρμπούτι ατέλειωτο. Μα γίνεται μαζί να ζήσουμε ο,τιδήποτε αφού για σώμα Σου έχεις το νεκρό μου σώμα; Ήτανε ψέματα λοιπόν μια λάθος κίνηση όλα μια φάρσα πες μια τρέλα νεανική συγχώρεσέ με Γκιούλιβερ και μόνο δώσ’
μου μετά από χρόνια δώσε μου τη δύναμη αληθινά να γράψω το όνομα Σου όταν στ’ αλήθεια Εσύ θα το σκαλίζεις στο
κορμί μου. Ή μήπως τώρα το σκαλίζεις
στο κορμί μου; Β. Είπα να βάλω στο τέλος αυτό πονηρά κι όπως κάνουν στα θρίλερ κάτι βγαίνει που δεν το περίμενες κάτι – κάτι που δεν φανταζόσουν. Όμως παίρνω τα μέτρα μου εγώ που το ξέρω και πάντα φοβάμαι να το βάλω στο τέλος να σας καρφιτσώσω τον τρόμο γιατί πού το ξέρετε ίσως μπορεί και να μην ξαναϊδωθούμε!..[ΤΟ ΛΑΡΥΓΓΟΦΩΝΟ από τη
συλλογή του Γιάννη Βαρβέρη Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟ ΣΤΡΩΝΕΙ, ΥΨΙΛΟΝ/ βιβλία 1986]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου