(… μια μαύρη σκέψη ήρθε να κουρνιάσει στο μυαλό μου…)
Κάποιος έχτισε την πόλη ετούτη με
λεκέδες
Δυο αποκεφαλισμένοι άνθρωποι που
μυρίζουν κολόνια
Είδανε τη ματωμένη καρδιά της
Μαντόνας
Με στο γδαρμένο φως απέρριψε τις
προφητείες
Με το χέρι καρφωμένο στο πόμολο της
πόρτας
Η ωραία εταίρα έπεσε στο κρεβάτι
ημίγυμνη
Όποιος μπόρεσε ν’ αγαπήσει μέσα σε
μια νύχτα
Χωρίς να το αντιληφθούνε οι γείτονες
Μαγδαληνή αγαπημένη πνέοντας τα
λοίσθια
Κάθε πρωί το φεγγάρι κατατροπώνει τ’
άστρα
Μια μαύρη σκέψη ήρθε να κουρνιάσει
στο μυαλό μου
Πέρασε μπρος στον ήλιο και ρίγησαν τα
φτερά του
Η προλετάρια βγήκε απ’ το κεφάλι μιας γυαλιστερής κανάτας
Έχω μια φρέσκια κούραση που δεν
περιγράφεται
Όλα μου τα αισθήματα είναι γκρίζα από
ομίχλη
Ρούφηξε γρήγορα μια εφημερίδα απ’ τον
εφημεριδοπώλη
Στη πλατεία τα πλήθη συνουσιάζονται
για πρώτη φορά
Κάτω απ’ τη σκιά της Ακρόπολης δε
φυτρώνει ούτε σιδηρόδρομος
Κατακρεουργημένη ορθώθηκες επάνω στην
εξέδρα
Φωνάζοντας απ’ τα παρασκήνια μη
κάνετε έτσι ντε
Ποιος κατά λάθος πάτησε με το πόδι
του μιαν αχτίδα
Η παραμορφωμένη ελπίδα βγήκε να κάμει
μια βόλτα
Δυο σκιές υποκλίνονται καθώς πρέπει καθώς περνάει
Κατακόκκινος από ντροπή ο ήλιος ετοιμάζεται να σβήσει
Ίσαμε τελευταία δεν ήταν τελείως
άγνωστος
Την
πήγε με αυτοκίνητο σε μια γωνιά του παραδείσου
Έδεσε στο πόδι του ένα άστρο και το
τραβολογούσε
Ξέχασε να σηκώσει τ’ άσπρο πανί και
περίμενε να δει τι θα γίνει
Ζητιάνευε για το Στρατό Σωτηρίας από
πόρτα σε πόρτα
Γύριζαν από μια εκδρομή αγκαλιασμένη
από τη μέση.
Εμβαθύνοντας τα ερείπια ένα
ταριχευμένο τσακάλι
Οι μαυροφορεμένες μέρες πηγαινοέρχονταν
Χίλιες και μια νύχτες χωρίς
πονοκέφαλο
Τι σου ’κανα βρε άνθρωπε και με κοιτά
έτσι παράξενα;
[ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΟ ΠΑΡΟΝ κι άλλα ποιήματα
από τη συλλογή του Νάνου Βαλαωρίτη ΣΤΟ ΚΑΤΩ – ΚΑΤΩ ΤΗΣ ΓΡΑΦΗΣ, εκδόσεις Νεφέλη
1984]
Ο χώρος απλώθηκε σ’ όλη την επιφάνεια
Τα κύματα δίνουν την εντύπωση της αέναης επανάληψης
Για να γυρίσεις το κεφάλι σου πρέπει να δεις τι γίνεται
Εντός παρενθέσεως το ηλιοβασίλεμα, το Κυριακάτικο ξύπνημα
Ένα κομμάτι γαλανού ουρανού κομμένο με ψαλίδι
Κόλλησε δυο κολόνες στο φόντο για να στηρίξει τον κόσμο
Ξαφνικά βρέθηκε κι αυτός μπλεγμένος στο δίχτυ της θάλασσας.
Τα πεύκα της ακρογιαλιάς ακολουθούν μια προδιαγραμμένη
πορεία.
Ακούγονται οι παλιές φωνές της σημαδούρας της θάλασσας.
Βραδιάζει με σύμφωνα αραιά και με βαθιά φωνήεντα
Η αρχαία Ελλάδα μένει σε ίση απόσταση από τον εαυτό της
(Μια εξαφάνιση της θάλασσας εκείνο το πρωί)
Τραύλισε κάτι στον ύπνο του πριν ξυπνήσει
Περιτυλίχθηκε τα προσόντα της σα γούνινο πανωφόρι.
Δεν ήταν γεύμα αυτό αλλά μια σφαγή από χρώματα
Με εφαπτόμενα γόνατα κάτω απ’ το τραπέζι
Είχε την τύχη ο άνεμος να σηκώνει φουστάνια
Στη γέφυρα του πλοίου της γραμμής δίπλα από τις βάρκες
Κουβεντιάζαμε δε θυμάμαι πια για ποιο πρόσωπο
Όλα εκείνα τα χρόνια αιωρούνται πάνω απ’ το κεφάλι μου
Επεισόδια από την ιστορία δύο «ιστορικών προσώπων».
Ερμήνευε όνειρα ποιήματα βιβλία ολόκληρα
Να μερικές φράσεις που μπορεί να χρησιμοποιηθούν αργότερα
Θυμάρια, ρείκια, γαϊδουράγκαθα, τα μονοπάτια δεν άλλαζαν
Δε βαριέσαι έλεγε έτσι είναι οι άνθρωποι
Σήκωνε τα φρύδια της δείχνοντας κάποια αδιαφορία
Κατέβαζαν τα πρόσωπά τους σα να ’ταν κουρτίνες
Περιορίζομαι τώρα στα λίγα αυτά κι επιφυλάσσομαι γι’
αργότερα
ΠΟΡΤΟΚΑΛΙΑ ΑΠΟΧΡΩΣΗ
Σκουριάζει μ’ ένα ψάρι στο χέρι
Δεν του μένει τίποτα από προχθές
Φουντώνει μια νέα αγωνία σε μια παλιά
Σε μια παλιά του φίλη κάνει σκηνές
Λάμπει χωρίς να βλέπει μπροστά του
Χωρίς να βλέπει μπροστά του τίποτα
Οπισθοχωρεί μ’ ένα άλμα επί κοντώ
Φτάνει στην κορυφή του ποιήματος
Το πόνημα είναι έτοιμο για παρουσίαση
Η επιτροπή συνεδριάζει στα βράχια
Φοράνε κάπες μα είναι γυμνοπόδαροι
Μοιάζουν με γυμνοσάλιαγκους την άνοιξη
Δεν έχουν καθόλου στόμα και λείπει
Στο δεξί τους αυτί μια κεραία
Μιλάνε όλοι με το ένα ρουθούνι κλειστό
Δεν έχουν με τι να πλαισιώσουν τα ρούχα τους
Περνάνε επιθεώρηση όλες τις περιπτώσεις
Περασμένα ξεχασμένα ας μη γελιόμαστε
Από γραμμές του τρένου άλλο τίποτα και μάλιστα ελληνικές
Βουνά κάμποι κοιλάδες φαράγγια πλαγιές
Παραδείγματα άφθονα περιπτώσεις λιγοστές
Τα περαιτέρω περιμένουν κάποιον που θα περάσει
Η ύλη η πρώτη ύλη είναι μαζεμένη στην άκρη
Το εκτελωνισμένο προϊόν προηγείται του ακατέργαστου
Μιλάνε όλοι για το ίδιο πράμμα την ίδια ώρα
Μα δε συνεννούνται διόλου με κανένα τρόπο
[από τη συλλογή του Νάνου Βαλαωρίτη
ΣΤΟ ΚΑΤΩ – ΚΑΤΩ ΤΗΣ ΓΡΑΦΗΣ, εκδόσεις Νεφέλη 1984]
ΓΕΙΑ ΣΟΥ ΓΕΙΑ ΣΟΥ ΘΑ ΣΕ ΔΩ ΣΕ ΛΙΓΟ
(από τη συλλογή του Νάνου Βαλαωρίτη ΣΤΟ ΚΑΤΩ – ΚΑΤΩ
ΤΗΣ ΓΡΑΦΗΣ 1984)
Ήρθε η ώρα των αποχαιρετισμών
Η ώρα των φωτογραφιών – η ώρα του καλού θεατή
Βρέχει ραγδαία μέσα στα βλέφαρά μου
Ένα μάτι γαλανό κοιτάει μεσ’ απ’ τα δάχτυλα
Όλα αυτά δεν ακολουθούν κάποια σειρά
Η προσοχή μου συνεχώς παρασύρεται από κάτι άλλο
Μια φυσιογνωμία φυτοζωεί – τα σύννεφα παίρνουν
Άλλη κατεύθυνση απ’ την καρδιά
Το τρένο τρέχει πιο γρήγορα απ’ τ’ αυτοκίνητο
Ανάμεσα στο πλοίο και στην αποβάθρα το χάσμα μεγαλώνει
Η σκοπιά μου έστω και λανθασμένη – η λογική
Μαζεύει τα φουστάνια της για να πηδήξει
Το βράδυ έρχεται για να διαπιστωθεί
Παράλογες σημαιούλες κουνάνε στη γέφυρα
Μ’ αυτό δε φτάνει για να γεμίσει ένα κύτταρο με οδύνη
Αυτοφυής ο λογισμός έρπει προς το συμπέρασμα
Λυπάμαι αυτούς που διαισθάνονται τι συμβαίνει
Ένα ειδικό βάρος που δεν τρομάζει κανέναν
Παρατηρούνται φάρμακα στον ορίζοντα
Τ’ αυτιά του καταστηματάρχη κλείνουν τα δικά μου
Το αυτοκίνητο παρεκκλίνει προς ένα άλλο τοπίο
Δεν είναι το σύμπαν που φταίει – φταίει η ηλικία
Από πολύ μικρός μου άρεσαν οι γυναίκες
Στα μέτρα του δυνατού χτυπάω μια πόρτα που δεν ανοίγει
Ένα παράθυρο που δεν κλίνει προς το μέρος της αδικίας
ΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑ ΒΡΕΧΕΤΑΙ ΑΠΟ
ΑΓΝΩΣΤΑ ΝΟΗΜΑΤΑ…
(… το ποίημα δεκατίστηκε αναπτυσσόμενο απ’ όλες τις
μεριές…)
1
Χρησιμοποιείται σήμερα ως σχοινί για την αγχόνη του
χρήσιμου
Όπως μια θάλασσα που έχασε το παιχνίδι κι αποσύρεται
Θα ’ναι θαύμα αν καταφέρουν να βγουν από μια συγκεκριμένη
σελίδα
Μια φωτεινή ρεκλάμα δίνει τη συνταγή για ένα χαμόγελο
Συχνά οι διαμαρτυρίες
σταματάνε απότομα μπροστά στο ακουστικό
Ένας παραμορφωμένος ήχος συναρπάζει σκόρπια φύλλα
Με τ’ ανοιχτά χαρτιά της λογικής σπουδάζουν τα μετέωρα
σήματα
Έχουν να διασχίσουν πολλές αλήθειες ώσπου να φτάσουν στη
κάμαρά τους
Η μια παραλία φέρνει την άλλη απαράλλαχτη αλλά με αντίθετο αποτέλεσμα
Τα δένδρα γέρνοντας λιγάκι γράφουν μια καρτ – ποστάλ στο
χώμα.
Μια γλώσσα χαϊδεύει τις λέξεις που ξεστομίζει
Δυο μάτια κοιτάζονται με κατεβασμένα στόρια
Μια τέλεια απόσταση από βάρκες με ίση απόσταση μεταξύ τους
Με πρωτοβουλία του βυζιού της βίζιτας στην κυριολεξία της
Στα σαλόνια της γυμναστικής χιλιάδες ονόματα αιωρούνται
Η προοπτική του χρόνου με την αδιαλλαξία της ενισχύεται από
τη ροή της
Το άθροισμα της μνήμης των ανθρώπων του φθινοπώρου
Αισθηματικές αναζητήσεις που ορμάνε όλες σε μια κατεύθυνση
Διαφορετικά τοπία ισορροπούν ως αποτελέσματα της φυσικής επιλογής
Δονούμαι από αντιρρήσεις τοποθετημένες κατά μήκος του ίδιου
σώματος
Πετάνε τα χρήματα απ’ το παράθυρο αγοράζοντας καπέλα
Οι άνεμοι που φυσάνε δεν υπάρχουν πια
Οι συνένοχοι απηχούν τις ιδέες μας χωρίς να χύνουν δάκρυα
Υπάρχουμε σε μια δεδομένη στιγμή ανατροπής του Σύμπαντος
Κορνάρουμε από μεγάλες αποστάσεις αλλά χωρίς παραστάσεις
Ένα ποίημα βρέχεται από άγνωστα νοήματα
Ο πρόδρομος κάθε καλού καταλήγει σε μιαν επάνοδο
Η ατμομηχανή εξαφανίζεται επάνω σε μια στροφή
Μερικά παγόβουνα δείχνουν σημεία κοπώσεως
Είμαι εξουσιοδοτημένος απ’ την οσμή μιας μαργαρίτας
Ας παραδεχτούμε ότι το κατώτατο όριο είναι αυτό που λέγεται
εκ των υστέρων
2
Πιθανές εκδοχές φανερώνονται με ραπίσματα στο παράθυρο
Περνάνε εύκολα για πλούσιοι σε ακαθόριστα σημεία του λόγου
Τμήματα της μεγάλης έκτασης του συνόλου δεν εκκολάπτονται
μόνα τους
Η ώρα φτάνει κάποτε που αχνίζουν τα τζάμια στο παράθυρο
Η αντοχή μετατρέπει μια πρόθεση σε συμβίωση
Μια παράταση χρωματίζει τη δύση με καινούργιες αποχρώσεις
Μια φράση αναζητεί τον άνθρωπο που την ξεστόμισε
Οι επιθυμίες επιστρέφουν στην πόλη με ξένα γραμματόσημα
Απ’ το ταβάνι αιωρείται μια λάμπα των 100 κιλοβάτ
Ένα ανασηκωμένο φρύδι κρεμάει γεφύρια αποριών
Οι αργόσχολοι περνάνε ένας – ένας τον έλεγχο του δοντιού
Κάθε βράχος και μια πλευρά του ζητήματος
[ΠΡΟΕΙΔΟΠΟΙΗΣΗ από τη συλλογή του
Νάνου Βαλαωρίτη ΣΤΟ ΚΑΤΩ – ΚΑΤΩ ΤΗ ΓΡΑΦΗΣ, εκδόσεις Νεφέλη 1984]
ΤΟ ΤΣΑΛΑΚΩΜΕΝΟ ΤΡΑΠΕΖΟΜΑΝΤΗΛΟ
(από τη συλλογή του Νάνου Βαλαωρίτη ΣΤΟ ΚΑΤΩ – ΚΑΤΩ ΤΗΣ
ΓΡΑΦΗΣ 1984)
1
Δεν άντεξε στις παρακλήσεις
Που έβρεχαν αθρόες επάνω
Στη γραπτή επιφάνεια των ρυτίδων
Που είχε αφήσει το δίπλωμα
Πολύ στρογγυλός ο γοφός
Επάνω στο σφιχτό παντελόνι
Δίνει την εντύπωση κυλίνδρου
Απ’ όπου μπαινοβγαίνει ένα πιστόνι
Αν ήταν τα γαλλικά μου πιο πρόσφατα
Θα ’βλεπες τι θα ’κανα ω Γουαδελούπη
Από αεροπλανικά κόλπα
Με λέξεις στον αέρα – λούπινγκ δη λουπ.
Μια παλιά συνήθεια με κατέχει
Την αποβάλλω κάθε τόσο κι επιβάλλομαι
Στους γύρω μου με το έτσι θέλω
Μα ποτέ δε διάρκεσε πολύ μια λεπτομέρεια
Η πιστή ανεπάρκεια είναι πάλι εδώ
Θέλει να δει κυρίως τη νέα περιστροφή
Της γης γύρω από τον άξονά της
Κι ας είμαι γαντζωμένος στην οροφή.
Αργοπορώ στην προκυμαία
Η νύχτα πέφτει κι ανάβουν τα φώτα
Τα πλοία κλυδωνίζονται – κοιτάζω
Μια παρέα κι ανάμεσά τους μια ωραία.
Δεν άντεξε ο Προμηθέας
Στην παράκληση του Οδυσσέα
Και του ’δωσε κεφαλήν επί πίνακι
Τ’ όνομα του διαδόχου του Δία
2
Παράδειγμα προς αποφυγήν
Όλοι εκ του συστάδην
Οι ιππότες του Ναζρεντίν
Κάνουν παρέα μες στον Άδη.
Χάριν χαριεντισμού το νου σας
Με βλέπετε στον ύπνο σας
Και να που σπάει το κεφάλι του
Να θυμηθεί ποιος ήμουνα
ΞΕΘΩΡΙΑΣΜΕΝΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ ΑΠΟ ΚΟΡΣΕΔΕΣ
(τελευταίο ποίημα στη συλλογή του Νάνου Βαλαωρίτη ΣΤΟ
ΚΑΤΩ – ΚΑΤΩ ΤΗΣ ΓΡΑΦΗΣ 1984)
Με αγκαλιά τον
Σαίξπηρ - Δεν ήξερε τι στη μέση του
κάμπου Κάποτε μια γλυκιά συνουσία Έρως με την αυγή στ’ αρχοντικό Μια λάμπα που σβήνει μεσάνυχτα κιόλας Μια συνάντηση μύτη με μύτη Τ’ όργανό της τρίβεται στο δικό μου Οι δυο προεξοχές δίνουν Σημασία η μία στην άλλη Δεν υπάρχει συναλλαγή Όταν συνευρίσκονται Σε διαφορετικές στάσεις Δυο όργανα παρόμοια Αμοιβαία συναίσθηση Χωρίς συναισθήματα Ανεξάρτητα από τον άνθρωπο Απ’ την τριβή και το τρίψιμο Το καθημερινό συναισθάνονται Ζούνε μια δικιά τους ζωή Χαμηλή μες στα φύκια Των κατωτέρων οργάνων Δίνουν λαβή σ’ ό,τι πρέπει Σ’ ό,τι νομίζουν χρήσιμο Μια οργάνωση γύρω απ’ τον Οργασμό του οργώματος Αργοπορούν επίτηδες Να παρατείνουν την αίσθηση Γέρνουν ταλαντεύονται σείονται Κόβουν μ’ ένα γυαλιστερό μαχαίρι Μια γωνιά ακαλαίσθητη που εξέχει Το χέρι παίζει ρόλο μεσάζοντα Δεν ήξερε τι στη μέση σκοτάδι Κάποτε μια γλυκά συνουσία Συνευρίσκονται η μία με την άλλη Η λαβή του οργάνου μια λήψη Μετάληψη στη θήκη του ενός και του άλλου Επίτηδες μακριά με πλησιάζουν Τα χείλια της ελαφρά εφαρμόζουν Εφάπτονται στα δικά μου – ηλεκτρισμός Μια σπίθα φωτίζει την κάμαρα Ο πομπός που γίνεται δέκτης Στο λιπαρό της λαγούμι τρυπώνει Εφαρμόζει
στενά στο δικό του Χειμώνα καλοκαίρι
καμιά αλλαγή Στην παγωμένη έκφραση των
προσώπων Ξεθωριασμένο χαλί στο τζαμί Για να κάτσει επάνω ημίγυμνη Στο πρώτο πλάνο παίζουμε πιάνο Με πιάνεις σε πιάνω πιανόμαστε Ο ένας στο δίχτυα του άλλου Κι όπου σε βρίσκω σε χάνω Χώνομαι μες στο θάμνο Όπου κρύβεται μια οπή Εκεί μέσα κάνω κουπί Σε μια υπόγεια σπηλιά Στην καρδιά της λιπόσαρκης θάλασσας.
Δευτέρα, 13 Μαρτίου 2023
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου