Τετάρτη 18 Ιανουαρίου 2023

ΠΟΝΑΩ ΓΙΑ ΤΟ ΧΑΜΕΝΟ ΧΡΟΝΟ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ

 (… στίχοι αισθηματικοί που έμειναν για χρόνια θαμμένοι στα χαρτιά του…)


«Είμαστε κάπου εκεί μαζί   και κανείς δεν ξέρει πού είμαστε

και σε κοιτάζω   όπως κοιτάζει ο ουρανός τη θάλασσα

και σ’ αγαπώ   και πονάω για Σένα και για μένα

πονάω για τον χαμένο χρόνο της αγάπης 

 

Πες μου πως δεν θα μπορέσουμε   να πεθάνουμε ποτέ

Εσύ που είσαι από μένα   κι εγώ που είμαι από Σένα

που είμαι τίποτα χωρίς Εσένα

 

Πες μου αν ξέρεις  - εγώ δεν ξέρω –

πότε σε γνώρισα και πού

πότε σε πρωτοκοίταξα   όπως κοιτάζει ο ουρανός τη θάλασσα

εγώ που σ’ αγαπώ   πριν από την πρώτη μέρα του κόσμου

και πονάω για Σένα και για μένα

πονάω για το χαμένο χρόνο της αγάπης»

 

Στίχοι αισθηματικοί που δεν τους δημοσίευσε ποτέ

κι έμειναν για χρόνια θαμμένοι στα χαρτιά του.

Άλλωστε το είχε καταλάβει από πολύ νωρίς

δεν του πηγαίναν τέτοιες  υπερβολές ποιητικές.

Όμως απόψε που τους διάβαζε αργά τη νύχτα

πόνεσε πάλι όπως και τότε  

για τον χαμένο χρόνο της αγάπης.

[Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΧΡΟΝΟΣ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ  από τη συλλογή του Γιώργη Παυλόπουλου ΛΙΓΟΣ ΑΜΜΟΣ 1997

 


Και άλλες επιλογές από την ίδια συλλογή εδώ αντιγραφή και επικόλληση από τη συγκεντρωτική έκδοση ΓΙΩΡΓΗΣ ΠΑΥΛΟΠΟΥΛΟΣ ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1943 -2008, Κίχλη:

1.           ΤΑ ΟΡΙΑ ΤΗΣ ΤΕΧΝΗΣ ΕΝΟΣ ΜΙΚΡΟΥ ΖΑΧΑΡΟΠΛΑΣΤΗ, Μια κυρία που λάτρευε τις τέχνες…

2.           ΓΙΑ ΚΕΙΝΗ ΠΟΥ ΔΕΝ ΗΡΘΕ ΣΤΑ ΝΗΣΙΑ ΤΩΝ ΜΑΚΑΡΩΝ Πού ανεβαίνω και τι γράφω…

3.           ΚΑΤΩ ΑΠΟ ΜΙΑ ΧΡΥΣΟΜΗΛΙΑ ΣΤΗΝ ΚΥΠΡΟ, τέσσεροι φίλοι εσμίξανε…

4.           ΤΟ ΦΥΛΑΚΙΟ Το τρένο πέρναγε ολόφωτο μέσα στα χιόνια

5.           Ο ΑΛΛΟΣ Εκεί που πάλευα να τελειώσω το Ποίημα

6.           Η ΕΡΗΜΟΣ και ο ΚΑΘΡΕΦΤΗΣ, Υπάρχει λένε στην έρημο ένα καθρέφτης… και επιμύθιο

7.           ΕΝΑΣ ΤΑΞΙΔΙΩΤΗΣ, ΤΟ ΤΕΛΕΙΟ ΕΓΚΛΗΜΑ και ΣΤΙΧΟΣ ΕΝΥΠΝΙΟΣ

 

ΤΑ ΟΡΙΑ ΤΗΣ ΤΕΧΝΗΣ ΕΝΟΣ ΜΙΚΡΟΥ ΖΑΧΑΡΟΠΛΑΣΤΗ

(από τη συλλογή του Γιώργη Παυλόπουλου ΛΙΓΟΣ ΑΜΜΟΣ 1997)

Μια κυρία που λάτρευε τις τέχνες

είπε στον μικρό ζαχαροπλάστη:

Δείξε μας την τέχνη σου μικρέ

Και κείνος φτιάχνει ένα ζαχαρένιο κρίνο.

 

Όμως την κυρία δεν την ικανοποιεί

και κείνος φτιάχνει μια ζαχαρένια πάχνη

και μέσα στην πάχνη ζαχαρένιο κήπο

και μέσα στον κήπο βάζει το κρίνο.

 

Και πάλι την κυρία δεν την ικανοποιεί

και κείνος φτιάχνει ζαχαρένιο σέρσεγκα

να πίνει μέλι από το κρίνο.

 

Μήτε κι αυτόν την ικανοποιεί αισθητικά

και τότε ο μικρός κάνει το σέρσεγκα τρελό

μπαίνει κάτω απ’ το φουστάνι της κυρίας

και κάπου εκεί

χώνει το ζαχαρένιο του κεντρί!

 

 

ΓΙΑ ΚΕΙΝΗ ΠΟΥ ΔΕΝ ΗΡΘΕ ΣΤΑ ΝΗΣΙΑ ΤΩΝ ΜΑΚΑΡΩΝ

Πού ανεβαίνω και τι γυρεύω

πάνω σ’ αυτό το τρομερό βουνό

 

Όσο κι αν κράτησα καθαρή την ψυχή μου

ποτέ δεν θα φτάσω στην άσπιλη κορφή

εκεί που σμίγουν η φωτιά με το χιόνι.

 

Κάτω η θάλασσα με τα λουλούδια της

η γη με τα φρούτα και τα πουλιά της

και πάνω το ποτάμι τ’ ουρανού γεμάτο ψάρια

έχουν τώρα χαθεί.

 

Βρέχει αιώνια στάχτη και τίποτα δεν βλέπω πια.

Όλη μου η γνώση είναι άχρηστη.

Εκείνο μόνο που μου έμεινε

είναι η αγάπη μου για Σένα.

Κι Εσύ δεν είσαι εδώ να μου κρατάς το χέρι

 

 

ΚΑΤΩ ΑΠΟ ΜΙΑ ΧΡΥΣΟΜΗΛΙΑ ΣΤΗΝ ΚΥΠΡΟ

Κάτω από μια χρυσομηλιά   τέσσεροι φίλοι εσμίξανε

και τρώγανε κατσίκι οφτό   και πίνανε μαύρο κρασί.

Κι έπεσε ένα χρυσόμηλο   στη μέση στο τραπέζι μας.

Το πήρα και το κράτησα   κι είπα δεν είχα δει ποτέ

μήλα χρυσά χρυσομηλιάς –

νόμιζα πως υπάρχουνε   μόνο στα παραμύθια μας.

Κι ένας από τη συντροφιά   γιόμισε τα ποτήρια μας

και γεια σας είπε ρε παιδιά

εμείς που πάθαμε πολλά   στο μύθο πάντα ζήσαμε!΄΄

[από τη συλλογή του Γιώργη Παυλόπουλου ΛΙΓΟΣ ΑΜΜΟΣ 1997]

 

ΤΟ ΦΥΛΑΚΙΟ

(από τη συλλογή του Γιώργη Παυλόπουλου ΛΙΓΟΣ ΑΜΜΟΣ 1997)

Το τρένο πέρναγε ολόφωτο μέσα στα χιόνια. Ήμασταν μόνοι στο βαγόνι. Κρύωνε. Την τύλιγα με τη χλαίνη μου και τη φιλούσα. Δεν ξέραμε πού πάμε.

Κάποιος με λερωμένο επίδεσμο στο κεφάλι μισάνοιξε ξαφνικά την πόρτα. «Φτάνουμε σε λίγο στο φυλάκιο», είπε. Και την ξανάκλεισε με πάταγο.

Το τρένο σταμάτησε πιο κάτω. Σκύψαμε έξω από το παράθυρο κοιτάζοντας την απέραντη λευκή ερημιά. Διακρίναμε το φυλάκιο. Σχεδόν γκρεμισμένο, γεμάτο τρύπες από βλήματα.

Ύστερα φάνηκε ο φύλακας. Ερχόταν κουτσαίνοντας προς το βαγόνι μας μ’ ένα φανάρι. Γέρος. Πράσινο ξεθωριασμένο κασκέτο. Στα γένια του η ομίχλη με παγωμένες νιφάδες.

Τον αναγνωρίσαμε και οι δυο μας αμέσως. Το χέρι της έτρεμε μέσα στο δικό μου. Ο γέρος πλησίασε στο παράθυρο και σήκωσε το φανάρι ψηλά, κοντά στο πρόσωπό της. Την κοίταζε σαν να κοίταζε την τελευταία του ανάμνηση. Εκείνη δάκρυζε ασάλευτη.

Όταν ξεκίνησε το τρένο, σε όλα τα παράθυρα ήταν μονάχα το δικό της πρόσωπο.

Εγώ τώρα ήμουν ο φύλακας. Με την παλιά μου χλαίνη γεμάτη χιόνια.

 

 

Ο ΑΛΛΟΣ

Εκεί που πάλευα να τελειώσω το ποίημα

περασμένα μεσάνυχτα

ήρθε πάλι ξαφνικά με ανοιχτό αμάξι

με δυο γυναίκες αγκαλιά

και κάτω απ’ το παράθυρό μου

κατέβα άθλιε μου φώναξε

παράτα τα που να σε πάρει

σκίστε επιτέλους τα χαρτιά.

 

Κατέβηκα με την ψυχή στο στόμα

όμως ο δρόμος ήταν έρημος

και τσακισμένος ξαναγύρισα στο ποίημα

κι όλη τη νύχτα πάλευα

χωρίς να το τελειώνω.

[από τη συλλογή του Γιώργη Παυλόπουλου ΛΙΓΟΣ ΑΜΜΟΣ 1997]

 

Η ΕΡΗΜΟΣ ΚΑΙ Ο ΚΑΘΡΕΦΤΗΣ

(από τη συλλογή του Γιώργη Παυλόπουλου ΛΙΓΟΣ ΑΜΜΟΣ 1997)

Υπάρχει, λένε, στην έρημο ένας καθρέφτης.

Αν πας εκεί και κοιτάξεις

θα ιδείς σε μια στιγμή   το αληθινό σου πρόσωπο

τις μορφές που άλλαξες  στα χρόνια που περάσαν

θα δεις τους άλλους  που ήσουν εσύ

και τους λησμόνησες και χάθηκαν

μέσα στου εαυτού σου το σκοτάδι.

 

Μα εγώ που πήγα εκεί σας λέω

κανένας καθρέφτης δεν υπάρχει.

Η έρημος είναι ο καθρέφτης

και τίποτα δεν προφτάνεις να κοιτάξεις.

Φυσάει εκεί όλο φυσάει

το πρόσωπό σου τρίβεται γρήγορα όπως η άμμος

χάνεις τα μάτια σου

και δεν θα ιδείς ποτέ ποιος ήσουν.

 

 

ΕΝΑΣ ΤΑΞΙΔΙΩΤΗΣ ΑΠΟΚΟΙΜΙΕΤΑΙ ΠΑΝΩ ΣΤΟ ΑΛΟΓΟ

ΤΟΥ 

(…και βλέπει στο όνειρό του πως τάχα το ταξίδι του είναι ένα όνειρο που το βλέπει κοιμισμένος πάνω στο άλογό του)

ΤΟ ΤΕΛΕΙΟ ΕΓΚΛΗΜΑ: Αποφάσισε τότε – μη ρωτήσεις ποτέ το γιατί -   αποφάσισε να σκοτώσει το Ποίημα.   Πήρε κάθε προφύλαξη έκρυψε το μαχαίρι και παραμόνευε.  Το Ποίημα βεβαίως δεν ήταν ανύποπτο.   Ήξερε τις προθέσεις του ποιητή από καιρό   αλλά μήτε τον απόφευγε μήτε τον προκαλούσε   και κάπου κάπου έκλαιγε κρυφά.   Ώσπου έγινε το τέλειο έγκλημα!..  Μαχαιρωμένο το ποίημα   μέσα στην καρδιά του ποιητή   έμεινε άγνωστο για πάντα!.   ΚΑΙ ΕΝΑΣ ΣΤΙΧΟΣ ΕΝΥΠΝΙΟΣ: Ονειρεύτηκα πως έγραφα κάποτε ποιήματα, τίποτα όμως δεν θυμόμουν εκτός από ένα στίχο μονάχα: Ονειρεύτηκα πως έγραφα κάποτε ποιήματα       [Γιώργης Παυλόπουλος, Λίγος Άμμος, εκδόσεις Νεφέλη 1997]

Πέμπτη, 19 Ιανουαρίου 2023

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΝΑ ΜΗΝ ΑΝΗΣΥΧΕΙΣ ΛΟΙΠΟΝ…

  (… είμαι πολύ καλά…) Στέκομαι   καθώς   στέκονται τ’ αγάλματα στους κήπους   και   στις ανοιχτές πλατείες όταν τ’ αφήνουν οι αστ...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ