(… τα δένδρα γέμισαν πουλιά κι αγρίμια τα λαγκάδια…)
ήμερα ακόμη και
μικρά βυζαίνανε το γάλα·
φτάσανε κι απ’ το
άγνωστο τα μαύρα χελιδόνια.
Και κάπου μέσα στην
αυγή που έμοιαζε με βράδυ
απ’ το βουνό ακούστηκε
κι απ’ τα λιωμένα χιόνια
πρώτα του λύκου η
κραυγή -
της χειμωνιάς ο
θρήνος που ξεψυχούσε άκαιρα –
και μέσ’ από το
ρέμα το ψέλλισμα του αηδονιού
νιογέννητο κρυμμένο
έγινε άξαφνα
στοιχειό και πήρε να ουρλιάζει
στου λύκου ν’
αποκρίνεται τον λυπημένο πόνο:
«Και τ’ άμοιρα και τα
φτωχά τ’ αδύναμα τ’ αθώα
έρχεται κάποτε η
στιγμή κι αυτά να βασιλέψουν
να βγάλουν δόντια και
σπαθιά βλαστούς φαρμάκι αγκάθια·
τ’ ανυπεράσπιστο
πουλί λιοντάρι να σπαράζει
και τ’ αγαθό το
ζωντανό να μακελέψει δράκο».
Κι έγινε γέλιο η
φωνή του δαίμονα τραγούδι
που το κατάπιε η
άβυσσο η μοσχοβολισμένη·
κι ο γερο-λύκος
έγειρε και πέταξε η ψυχή του
σαν παγωμένο
φύσημα απ’ τα φτερά του αγγέλου.
[Ο ΛΥΚΟΣ ΚΑΙ Τα’ ΑΗΔΟΝΙ από τη συλλογή του Στρατή Πασχάλη
ΒΥΣΣΙΝΙΕΣ ΣΤΟ ΣΚΟΤΑΔΙ 1991 κι άλλες επιλογές απ’ αυτή τη συλλογή αντιγραφή και
επικόλληση από το συγκεντρωτικό τόμο: ΣΤΡΑΤΗΣ ΠΑΣΧΑΛΗΣ ΟΙ ΣΤΙΧΟΙ ΕΝΟΣ ΑΛΛΟΥ
Ποιήματα 1977 – 2013, εκδόσεις Μεταίχμιο]
ΠΡΟΙΣΤΟΡΙΑ
(από τη συλλογή του Στρατή Πασχάλη ΒΥΣΣΙΝΙΕΣ ΣΤΟ ΣΚΟΤΑΔΙ 1991]
Ανοίξανε
μια πόρτα και διαβήκαμε
σαν
άγγελοι στο σπίτι του Αβραάμ
με
τις σγουρόμαλλες προβιές
τα
κέρατα από τραγιά στους άσπρους τοίχους.
Πλάι
σ’ ένα παλιό καμίνι, ηφαίστειο σβησμένο,
στον
ίσκιο της κληματαριάς
φέραν
κατάμαυρα σταφύλια ανθότυρο και τον αμνό
απόθεσαν
το καρποφόρο μήνυμα στα πόδια μας
κι
ύστερα χάθηκαν
λες
κι ήτανε εκείνοι οι θεόσταλτοι
κι
εμείς οι άγονοι και οι στεγνοί
ΣΥΓΚΟΜΙΔΗ
Μαύρες απλώνοντας οι ελιές
μες στο γλαυκό το φύλλωμα
στις παρυφές των λόφων.
Και γύρω απ’ των δένδρων τους κορμούς
καθώς οι άγριοι
στα σκυθρωπά τριγύρω βράχια
μαζώχτρες σκύβανε στη γη
-καλόγριες να προσκυνήσουν –
γονατιστές σχεδόν κι αμίλητες στο μόχθο
(μελανιασμένα δάχτυλα πρησμένα χέρια)
και γύρω στρώμα οι καρποί,
βότσαλα λεία και πικρά· κατάστικτο χορτάρι.
Κι όταν αργά μέσα στο γιόμα
παίρναν το δρόμο, ένας στρατός
γυρνώντας νικημένος
προς τη βαριά του λιοτριβιού την πύλη,
έπεφτε η νύχτα με πυκνά πουλιά στον ουρανό
κι η δύση φώτιζε λερούς
και φαγωμένους τοίχους.
[από τη συλλογή του Στρατή Πασχάλη
ΒΥΣΣΙΝΙΕΣ ΣΤΟ ΣΚΟΤΑΔΙ 1991 εδώ αντιγραφή και επικόλληση από το συγκεντρωτικό
τόμο ΟΙ ΣΤΙΧΟΙ ΕΝΟΣ ΑΛΛΟΥ Ποιήματα 1977 – 2013, εκδόσεις Μεταίχμιο]
Ο ΧΩΡΙΚΟΣ
(από τη συλλογή του
Στρατή Πασχάλη ΒΥΣΣΙΝΙΕΣ ΣΤΟ ΣΚΟΤΑΔΙ
1991)
Όπως χυμάει ο χιονιάς στη
θαλπωρή του σπιτικού
ανοίγοντας η πόρτα
ήρθε μια νύχτα του Δεκέμβρη
κι έπεσε κλαίγοντας στα πόδια
του αφέντη του
λες και γονάτιζε μπροστά σε
εικόνα.
Το δέρμα του στο χρώμα του
πηλού
η μυρουδιά της κοπριάς στα ρούχα
τα χέρια σκαλισμένα σε ξύλο
ελιάς
έκλαιγε κι έσκουζαν στη
σκοτεινιά οι σκύλοι.
Ποιος ξέρει αν ζήταγε συχώρεση
για την κλεμμένη τη σοδειά ή
για χυμένο αίμα
κι ήρθε σπαράζοντας ο παραγιός
μπροστά στο ξόανο το βλοσυρό
που σώπαινε σα μοίρα.
ΑΝΕΜΟΒΡΟΧΙ
Σπίτι σκαμμένο μέσα στην
πέτρα σα σπηλιά·
ο άνεμος ραντίζει με πυκνό
απόσταγμα του φθινοπώρου
τα τζάμια των παραθυριών·
στις παρυφές ένα θηρίο
σέρνεται το βουητό·
απορημένα πρόσωπα στο φως που
τρέμει.
Κάποιον περίμεναν βουβοί
και κάθε τόσο πάσχιζαν
να δούνε απ’ την κουρτίνα -
βροχή κλαδιά χαλάσματα
κοράκια·
κάποιον που ήτανε να ’ρθει
βαθιά μεσ’ απ’ τη νύχτα,
από μια κιόλας περασμένη
ή μια μελλούμενη καταστροφή.
[από τη συλλογή του Στρατή Πασχάλη
ΒΥΣΣΙΝΙΕΣ ΣΤΟ ΣΚΟΤΑΔΙ 1991 εδώ αντιγραφή και επικόλληση από το συγκεντρωτικό
τόμο ΟΙ ΣΤΙΧΟΙ ΕΝΟΣ ΑΛΛΟΥ Ποιήματα 1977 – 2013, εκδόσεις Μεταίχμιο]
ΤΟ ΞΟΡΚΙ
(από τη συλλογή του
Στρατή Πασχάλη ΒΥΣΣΙΝΙΕΣ ΣΤΟ ΣΚΟΤΑΔΙ
1991)
Μπήκε σκυφτή κι ολόμαυρη –
μπόλια και πανωφόρι –
με τ’ απελέκητο ραβδί το τρίχινο ταγάρι.
με τ’ απελέκητο ραβδί το τρίχινο ταγάρι.
Είχε τη θλίψη του βουνού
το πρόσωπο της πέτρας
τη σιωπή της εκκλησιάς
και τη ματιά του λύκου.
Χαμπάρια έφερνε πικρά
ήμερα μανιτάρια
και μεσ’ στα χείλη τ’ άγριο
μουρμούρισμα, το ξόρκι
πάνω απ’ τ’ άρρωστο παιδί
στο μουχλιασμένο στρώμα
και τη γυναίκα στη γωνιά
που κράταγε λυχνάρι.
ΜΝΗΜΑ
Μια καρυδιά σκεπάζει το πηγάδι
κι απ’ τις ρωγμές της
φυλλωσιάς μόλις χωρά το φως.
Ανίδεο τον βρήκανε νύχτα, στο περιβόλι.
Οι άλλοι όρμησαν κι αυτός λυγίζοντας στο τέλος –
τον χτύπησαν στο πρόσωπο του κλείσανε το στόμα
τον γκρέμισαν βαθιά μέσα στην
μαύρη τρύπα
ρίχνοντας πέτρες πάνω του·
απ’ τις ρωγμές της
φυλλωσιάς τα μάτια της σελήνης
μάταια πάσχιζαν να δουν –
το περιβόλι ολοσκότεινο
και το πηγάδι μνήμα.
ΤΟ ΚΟΤΣΥΦΙ
Οι χειμωνιάτικες πνοές ρυτίδωναν τη χλόη
σαν ήρθε μπρος μου απ’ το
κλαδί
και στάθηκε απροσδόκητα το σκοτεινό κοτσύφι·
και με το ύφος του ιππότη
που πάνοπλος απ’ τ’ άλογο
τρυπά – το δράκοντα –
σερνάμενο σκουλήκι
για μια στιγμή με κάρφωσε μ’ ολόμαυρη ματιά·
ο χάροντας ο ίδιος.
ΑΝΤΡΕΣ
Με του γαμπρού τ’
ανάστημα την όψη του γερόντου
στο μέτωπο στα μάγουλα (το χώμα το ψημένο)
γραμμές που χάραξε σπαθί αντί πτυχές
- ρυτίδες –
στάθηκαν γύρω βλοσυροί σαν τα κυκλώπεια τείχη
σε ξαφνικό θανατικό σε σκοτωμό ή γάμο
η κάμαρη σκοτείνιασε σκορπίσαν οι γυναίκες
κι ένα μικρό κατάχαμα πήρε κι αυτό να σκούχει
[από τη συλλογή του Στρατή Πασχάλη ΒΥΣΣΙΝΙΕΣ ΣΤΟ ΣΚΟΤΑΔΙ 1991 εδώ
αντιγραφή και επικόλληση από το συγκεντρωτικό τόμο ΟΙ ΣΤΙΧΟΙ ΕΝΟΣ ΑΛΛΟΥ
Ποιήματα 1977 – 2013, εκδόσεις Μεταίχμιο]
ΜΑΓΟΙ
(από τη συλλογή του
Στρατή Πασχάλη ΒΥΣΣΙΝΙΕΣ ΣΤΟ ΣΚΟΤΑΔΙ
1991)
Σε λίγο θα ξημέρωνε – νύχτα
των Χριστουγέννων –
όλοι βαθιά κοιμόντουσαν και
σώπαινε το σπίτι
και μόνο εγώ δεν έβρισκα
ανάπαυλα στο στρώμα.
κι όταν οι σκύλοι στις αυλές
άρχισαν να γαβγίζουν
-φρικτή ερωταπόκριση –
κατάκοπος σηκώθηκα, σύρθηκα ως
τη σάλα
και κάθισα μες στο μισόφωτο
του δωματίου.
Στη μέση το τραπέζι
βαθυκόκκινο
και πίσω του ασήμιζε το
φύλλωμα του Δένδρου
κι ένα γαλάζιο παγερό έφεγγε
στις κουρτίνες
Αφηρημένος κοίταζα
ώσπου αρχίσανε αργά
σκέψεις στο νου μου να
’ρχονται
αλλόκοτες και μαύρες
σκέψεις ενός που αισθάνεται
πως όλοι κοιμηθήκαν
και μόνο αυτός δεν μπόρεσε να
βρει το θάνατό του.
Και τότε βλέπει η σκέψη μου
μιαν αυταπάτη:
μπήκε μες στο δωμάτιο κάτι σαν
ένας γέρος
ζητιάνος ή καλόγερος· έμοιαζε να ’χει έρθει
απ’ του χιονιού την έρημο· τα
γένια του και τα μαλλιά,
μια καταχνιά του φεγγαριού
κουρελιασμένο
φόραγε το σάβανο σα ράσο
ένα κερί που τρέμιζε στο χέρι
του κρατώντας.
Είπε: «Απόψε ο ήλιος
άγγιξε της άβυσσος τα χείλη
κι οι άνθρωποι τυλίγονται μες
στις πτυχές του ύπνου
φέρνω τα σμύρνα, το χρυσό,
μα και ψυχές θερίζω»
Έξω η νύχτα έλαμπε· σηκώθηκα
και βγήκα
μέσα στην κρύα μοναξιά μήπως
και δω να φεύγει
με κουρασμένο ζωντανό ή με
φτερά αγγέλου.
Και είδα να χάνεται ψηλά (ή
μήπως να γεννιέται)
ένα αστέρι που έπεσε, πάνε
χιλιάδες χρόνια,
και μόλις τώρα έφτανε στα
μάτια μου η λάμψη.
ΑΣΤΡΑ ΑΠΟ ΑΤΣΑΛΙ
Άστρα από ατσάλι μέσα στο μαύρο διάστημα
όταν πια κούρνιασε το
νυχτοπούλι
κι οι ελαιώνες
αποσύρθηκαν βαρύθυμοι.
Είναι γυμνή απόψε η πλάση·
μόνο ένας μαύρος ουρανός κι άστρα από ατσάλι.
Πού ’ναι τα δένδρα τα
πουλιά - σκοτεινιασμένη μνήμη·
απόψε δεν είναι άλλο μόνο το μαύρο διάστημα
όπου έπεσαν τα ζάρια·
μείναν ακίνητα πέρα από θλίψη ή θρήνο.
ΤΟ ΞΟΔΙ
Ποτάμι βαθυσκότεινο στης εκκλησιάς το δρόμο
σαν μες σε κοίτη ρεματιάς αργοκυλά το ξόδι.
Ατέλειωτο μονότονο, βαρύθυμο διαβαίνει
και με θροϊσματα - λυγμούς -
γεμίζει το σοκάκι.
Στο κοιμητήρι χύνεται στα μαύρα κυπαρίσσια
μαζί του παρασέρνοντας κιτρινισμένο φύλλο.
[από τη συλλογή του Στρατή Πασχάλη ΒΥΣΣΙΝΙΕΣ ΣΤΟ ΣΚΟΤΑΔΙ 1991 εδώ
αντιγραφή και επικόλληση από το συγκεντρωτικό τόμο ΟΙ ΣΤΙΧΟΙ ΕΝΟΣ ΑΛΛΟΥ
Ποιήματα 1977 – 2013, εκδόσεις Μεταίχμιο]
ΚΗΠΟΙ
Μέσα στα πεύκα τα πυκνά
τα σκοτεινά τα μαύρα
σ’ ένα πλατύ αυλόγυρο
με πέτρινους αγγέλους
ήρθε μια λύπη μια δροσιά
μια παγωμένη ανάσα
και φάνηκε ν’ ανοίγεται
βαθύ το περιβόλι.
Είχανε σμίξει οι εποχές
κι η φύση είχε πάρει
απ’ όλες τα στολίσματα,
τα μύρα, τα φτιασίδια
κι ενώ φαινόταν ήρεμη
και δροσερή κι αφράτη
ήταν καυτή και πέτρινη
ξερή και σκονισμένη
και χιονισμένη, ολάνθιστη·
μια παγερή λιακάδα.
Οι παπαρούνες έπνιγαν
τα δροσερά ζουμπούλια
όπου ζαρκάδια άλλοτε
θα παίζανε κι ελάφια
μες στους ανάκατους ανθούς
σκιρτήματα και κρότοι.
Τους μενεξέδες γλείφανε
γυμνά τα σαλιγκάρια
μέσα στα φύλλα τα πικρά
στη σαπισμένη γούρνα
με τα σχιστά τα νούφαρα
και του λωτού το φρούτο,
καθρεφτισμένα και χρυσά
τα λαμπερά τα ψάρια.
Κι εκεί στην άκρη έστεκε
το κρίνο σα λελέκι
καμαρωτό – καμαρωτό
στο ένα του ποδάρι
στο στερεμένο χείμαρρο
με τα πολλά κοτρόνια
με τη σπασμένη γέφυρα
και τα στεγνά τα βούρλα.
Στις καστανιές στις καρυδιές στις φτέρες στις μολόχες
τρυγόνια κι αγριόπαπιες
κοτσύφια περιστέρια
και τα στιλπνά τα σέλινα
και του κισσού η χαίτη
καθώς μαλλιά παλικαριού
βόστρυχοι μυρωμένοι
που έκοψε η μάγισσα
του πήρε την ανδρεία
τη ρώμη και την ομορφιά
και το ’καμε γυναίκα.
Στα καρπισμένα σύδενδρα
κλεισμένα στους ελιώνες
όπου στο φως του φεγγαριού
και στων πυρσών τη λάμψη
έσκυψε ο γύπας ο κακός
και φίλησε τον κύκνο
τώρα τους βάτους μάτωναν
ώριμα τ’ άγρια μούρα
τα φίδια κροταλίζανε
και κρέμονταν τα ρόδια
πάνω απ’ το πράσινο νερό
που έθαβε το τόπι
που έχασε η πριγκίπισσα
που βρήκε το βατράχι
κι έγινε κείνο βασιλιάς
κι έρεψε αυτή και πάει.
Να ’ταν εδώ η άβυσσο
που έμοιασε με κήπο
να περπατήσουν μοναχοί
κάποιοι σκυφτοί ανθρώποι
και να γνωρίσουνε γυμνή
την ανθισμένη φρίκη
σε μιαν αόριστη εποχή
μια συγχυσμένη ώρα
όπως στο μαύρο κυανό
μιανής παλιάς εικόνας
ο ήλιος λάμπει αντικριστά
με τη θαμπή σελήνη.
[από τη συλλογή του Στρατή Πασχάλη ΒΥΣΣΙΝΙΕΣ ΣΤΟ ΣΚΟΤΑΔΙ 1991 εδώ
αντιγραφή και επικόλληση από το συγκεντρωτικό τόμο ΟΙ ΣΤΙΧΟΙ ΕΝΟΣ ΑΛΛΟΥ
Ποιήματα 1977 – 2013, εκδόσεις Μεταίχμιο]
ΑΓΡΙΕΣ ΑΝΕΜΩΝΕΣ
(από τη συλλογή του Στρατή Πασχάλη ΒΥΣΣΙΝΙΕΣ ΣΤΟ ΣΚΟΤΑΔΙ 1991)
Μια δέσμη χρώματα μαβιά πυκνές μες στο ποτήρι σ’ ένα τραπέζι ολόμαυρο στέκουν οι
ανεμώνες. Όποιος τις έφερε ζωντανεμένες
από τις στάλες της βροχής που πέφτει
τώρα στα κλειστά παραθυρόφυλλα πίσω του
άφησε στο δωμάτιο να πλανιέται μια
φρέσκια αίσθηση βουνού· σα να ’ρθε
κάτι (ρίγος ή ανάσα) και να φτερούγισε κάτι που πέρασε κι ύστερα χάθηκε βαθιά μες το σκοτάδι.
Παρασκευή, 13 Ιανουαρίου 2023
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου