Κυριακή 15 Ιανουαρίου 2023

ΙΣΤΟΡΙΑ ΜΙΑΣ ΩΡΑΣ ΣΕ ΠΤΥΣΣΟΜΕΝΟ ΧΡΟΝΟ

 (…τι ώρα είναι;  εννέα, απάντησα (σωστά), καθώς ξανάρχιζε η καταστροφή του κόσμου…)


Ο άνθρωπος που είχε τ’ όνομα μου εμφανίστηκε,

σαν ξαφνιασμένος, στη στροφή του δρόμου

(ίσχυε μόνο για τη στιγμή εκείνη η στροφή, αλλιώς, δεν υπήρχε καν ο δρόμος).

Ταυτόχρονα, φάνηκε και ο άλλος να ’ρχεται,

και βιαστικά, απ’ την αντίθετη κατεύθυνση.

Απ’ την επόμενη χιλιετηρίδα, πιθανόν.

Ήταν κι αυτό οφθαλμαπάτη.

 Στην πραγματικότητα δεν είχε μετακινηθεί ποτέ από την παιδική του ηλικία.

«Τι ώρα είναι;» φώναξε σα συνθηματικά.

«Εννέα», απάντησα (σωστά), καθώς ξανάρχιζε η καταστροφή του κόσμου.

Ενωθήκαμε τότε σε μια σκιά ομοιογενούς πυκνότητας

και προχωρήσαμε σμίγοντας και χωρίζοντας τις άλλες,

κι αλλάζοντας διαρκώς σχήμα, με τον τρόπο της αμοιβάδας.

Μας ακολουθούσαν, ένα φρρρτ, μικροεκρήξεις

και κάτι σαν λαχάνιασμα.

 Ήταν το έδαφος που υποχωρούσε

 κι εξαφανιζόταν μετά το κάθε βήμα,

σε χιλιάδες μίλια δεξιά κι αριστερά, ακαριαία.

 

Παρεμβάλλονται στο σημείο αυτό

Αγωνιώντας, αλληλοαναιρούμενοι,

Σε τρομερές αγκύλες.

Αλλοιωμένα αισθήματα, χαρακτηριστικά προθέσεις.

Επιμένουν όμως, συνεχίζουν τη συναλλαγή:

«Επειδή το εννέα, είναι ο αριθμός

Που δεν υπάρχει. Που χάνεται

Σε όποιον άλλο αριθμό κι αν προστεθεί.

Και το άθροισμα το εσωτερικό

Δίνει ξανά τον άλλο αριθμό.

 9+4=13, 1+3=4

Μου εξηγούν: «Επειδή,

Πάντα ένα κάτι

Σημαίνει κάτι πιο-

Ιui Iu! Πρόσεχε»!

Κι αποσυντίθεται.

[Η ΙΣΤΟΡΙΑ (στα βαθιά) 1 και ΠΑΡΕΜΒΟΛΗ / ΟΙ ΝΕΚΡΟΙ από τη συλλογή της Παυλίνας Παμπούδη ΙΣΤΟΡΙΑ ΜΙΑΣ ΩΡΑΣ  ΣΕ ΠΤΥΣΣΟΜΕΝΟ ΧΡΟΝΟ 1993

 κι άλλα αποσπάσματα  απ’ αυτή τη συλλογή όπως ανθολογήθηκαν  στο μικρό ανθολόγιο της ποιήτριας ΤΙΜΑΛΦΗ, εκδόσεις Ροές 2007]

 


ΠΡΟΛΟΓΟΣ

(από τη συλλογή της Παυλίνας Παμπούδη ΙΣΤΟΡΙΑ ΜΙΑΣ ΩΡΑΣ ΣΕ ΠΤΥΣΣΟΜΕΝΟ ΧΡΟΝΟ 1993)

Είχα πέσει για καιρό στο κρεβάτι

Και το κρεβάτι στο χάος

Αγνώριστος γύριζα. Ποιος;

Ούτε αμφίβιο ακόμα, πάλευα

Σέρνοντας φωνές, πνιγμένους,

Σκοτεινό φυκιώνα στο κρανίο.

Ανασυρόμουν απ’ τα βάθη, αγνώριστος

Γύριζα.

 

Ιδιωτικός προφήτης ξανά

Κωφάλαλος, αόμματος

Μισοσβησμένος απ’ τον Ύπνο

Και σ’ άγνωστες γλώσσες

Η συνωμοσία.

 

Δε θ’ απαντούσα ποτέ την αλήθεια·

Δε θα ρωτούσαν·

Μονάχα για πρωθύστερα συμβάντα:

Για την ώρα της κρίσεως. Για την ώρα.

(Εννέα) Δε θα ρωτούσαν. Γύριζα.

 

Η ΙΣΤΟΡΙΑ (στα βαθιά) 2

(και ΠΑΡΕΜΒΟΛΗ / οι οσμές)

Μετά το σπίτι υψώθηκε μπροστά μας ξαφνικά,

κι άρχισε αμέσως να κερδίζει ύψος –

δυο τρεις πόνους σε κάθε εκπνοή.

Βιαστήκαμε να φτάσουμε στην πόρτα.

Η πόρτα ήταν μυστική.

Μπορούσε να τη δεις μόνο από μια ορισμένη γωνία,

αλλά κι από κει,

την έβλεπες συγχρόνως κι από τις δύο πλευρές.

Έπρεπε ν’ αποφασίσεις αμέσως για μέσα ή για έξω.

Αν δεν πρόφταινες , την έχανες πάλι.

Ήξερα και περάσαμε.

Η βλάστηση, συνεχιζόταν απ’ το χολ μέχρι τη μεγάλη κυκλική αίθουσα,

πολυάσχολη, με συνεχείς τριγμούς, όλο και πιο σχηματοποιημένη όμως.

Ακολουθώντας το σχέδιο, φτάσαμε στον κεντρικό ρόδακα.

Από πάνω του ακριβώς, μετεωριζόταν ένα σεληνιακό ρολόι,

με ακονισμένη λεπίδα που άστραφτε.

Ήταν, για πάντα, εννέα.

Ο άλλος, τώρα ανάσαινε αλλιώς.

Στα ρηχά, και μάλλον σε χρόνο μέλλοντα.

Πήρα στάση εμβρύου και προετοιμάστηκα για την αποσυμπίεση.

 

ΠΑΡΕΜΒΟΛΗ  /  ΟΙ ΟΣΜΕΣ:

Δριμύτατη, από θειάφι  ή  Από φεγγάρι.

Σήψης, σε ανεπαίσθητη εξέλιξη.

Έρωτα, ξαφνική

Από ανατιναγμένο άνοιγμα.

Αίματα.

Παρά φύσιν γιασεμί.

Καμένο κόκκαλο, κρέας μωρού.

Μυρωδιά κοπαδιού σε πανικό

Τον πλανήτη χιάζοντας ασταμάτητα

Κι αβάσταχτη

[από τη συλλογή της Παυλίνας Παμπούδη ΙΣΤΟΡΙΑ ΜΙΑΣ ΩΡΑΣ ΣΕ ΠΤΥΣΣΟΜΕΝΟ ΧΡΟΝΟ 1993]

 

Η ΙΣΤΟΡΙΑ (στα βαθιά) 3  και  ΠΑΡΕΜΒΟΛΗ   /  οι ήχοι

(από τη συλλογή της Παυλίνας Παμπόυδη ΙΣΤΟΡΙΑ ΜΙΑΣ ΩΡΑΣ ΣΕ ΠΤΥΣΣΟΜΕΝΟ ΧΡΟΝΟ 1993)

Ακούστηκε ο ήχος ενός κουδουνιού.

Έμεινε λίγο να δονείται στον αέρα κι ύστερα, δοκιμάζοντας συχνότητες,

συμπυκνώθηκε σε περίπου ανθρώπινο σχήμα.

«Καλώς ήρθατε». είπε ο θυρωρός θαμπά.

Η φωνή του ήταν λίγο φθαρμένη στο α.

Δεν είχε προσαρμοστεί στη διαφορετική αντίληψη του χώρου

και κάθε τόσο, έχανε τελείως το περίγραμμά του.

Μετά, συγκεντρωνόταν πάλι, με προσπάθεια.

Μετακινήθηκα  πέντε λεπτά μπροστά

και πάτησα ένα ερυθρό  εραλδικό ζωόφυτο.

Αμέσως, από το ναδίρ, ανέβηκε λαχανιασμένα

ένα παιδικό τραγουδάκι σε παράξενη κλίμακα:

«Η μικρή Ελένη / κάθεται και κλαίει / γιατί δεν την παίζουν /

οι φιλενάδες της. /

Σήκω επάνω / τον ήλιο κοίτα / τα μάτια κλείσε / κι αποχαιρέτησε».

Η φωνή ήταν της γιαγιάς μο, εννέα χρονών.

«Εννέα χρονών και μου χάρισαν τα σκουλαρίκια με το σμαραγδάκι.

Μου τρύπησαν τ’ αυτιά.

Ανοίγαν οι τρύπες αργά, μέχρι να εξαφανθστούνε όλα μέσα τους – «

 

ΠΑΡΕΜΒΟΛΗ / οι ήχοι:

Το ισοκράτημα ισόβια.   Στον άλλο κόσμο.

Οξύ βιολιού   Από τ’ αρχαία ερτζιανά

Στου πατέρα την έρημο.

Μικρά πνευστά ψυχής   Που εξαερώνονται.

Τρίξιμο, ξέσκισμα   Αναστεναγμός βαμβακερός,

Τσόχινος βήχας.

Το αθέατο χρονόμετρο   Εδώ και χρόνια.

Φωνή πουλιού, βουή θεού.

Ρήματα άηχα παντού   Στους τοίχους.

 

Η ΙΣΤΟΡΙΑ (στα βαθιά) 5  και  ΠΑΡΕΜΒΟΛΗ   /  τοπικός προσδιορισμός

(από τη συλλογή της Παυλίνας Παμπόυδη ΙΣΤΟΡΙΑ ΜΙΑΣ ΩΡΑΣ ΣΕ ΠΤΥΣΣΟΜΕΝΟ ΧΡΟΝΟ 1993)

Ήταν ανδρόγυνος και μεγαλόσωμος.

Διατηρούσε όμως τη χάρη όντος δυο διαστάσεων.

Φορούσε στολή βαρβαρική.

Επίσημη, και ιστορικά λάθος.

Κάτι σα θυρεός αναπτυσσόταν στο θώρακά του –

ένα σύμπλεγμα πελαργού και φιδιών.

Είχε κεφάλι τσακαλιού και τα φριχτά του μάτια

κοιτάζαν μόνο τα παρεμβαλλόμενα.

Τον έλεγαν Πέτρο κατά τις γραφές.

Καθώς τον περιεργαζόμουν με αμηχανία,

μια τριχωτή καλύπτρα τον σκέπασε απότομα ολόκληρο.

Πρόλαβα όμως να διακρίνω πως τα υπόλοιπα όργανά του

ήταν πολλαπλά και τα μέλη του σε μεγάλη επιτάχυνση.

Κινηθήκαμε όλοι μαζί προς τρεις κατευθύνσεις.

Βρέθηκα πάλι σχεδόν στην ύπαιθρο.

Ο αέρας αποκτούσε κιόλας μια διαφάνεια,

όλο αμυχές απ’ τους οξείς υπερήχους των εντόμων.

Αραίωνε.

Γρήγορα, όλα ομογενοποιήθηκαν σε μη ανιχνεύσιμο υλικό ρύπων της ημέρας.

Ξύπνησα, με κίνδυνο να συμπεριληφθώ.

 

ΠΑΡΕΜΒΟΛΗ / τοπικός προσδιορισμός

Στο κανωπικό μου δοχείο.

Βαθιά. Κι επίμονη μύγα  

Σε τροχιά   Στο κυκλικό του χρόνου.

Ζζζ  ζζζ κατάρα –

Εγκέφαλος νωπός   Εκπέμποντας

Να σπάσει τις σφραγίδες

Καρδιά, νεφροί, συκώτι

Συρρικνώνοντας το υποδιάστημα

Ποθώντας την άμμο. Κατάρα:

Ό,τι δε διατυπώθηκε

Θα υπάρξει  ζζζ  ζζζ

Ξανά και ξανά

Και αδιάγνωστο

Θα τυραννιέται.

 

Η ΙΣΤΟΡΙΑ (το μεσοδιάστημα) 2  και  ΠΑΡΕΜΒΟΛΗ   /  τα πράγματα

(από τη συλλογή της Παυλίνας Παμπόυδη ΙΣΤΟΡΙΑ ΜΙΑΣ ΩΡΑΣ ΣΕ ΠΤΥΣΣΟΜΕΝΟ ΧΡΟΝΟ 1993)

Μέσα από τα αέρια της εμφάνισης, ερχόταν τώρα πίσω,

σιγά – σιγά τα πράγματα.

Με όλες τις παροδικές τους ιδιότητες ακόμα αταξινόμητες

Ένα δωμάτιο καινούργιο εντυπωνόταν πάνω στο βραδινό.

Σαν κουνημένο.

Εξαιτίας του μικροπανικού που αργότερα θα προκαλούσε ένα περαστικό φλάουτο με ράμφος.

Τώρα βρισκόμουν, ενήλικος, μέσα σ’ ένα δωμάτιο που βρισκόταν μέσα σε μια ιστορία.

Βεβαίως, δυόμισι χρόνια αργότερα από τη δηλωμένη ημερομηνία.

Αυτό ήταν κάτι που το πετύχαινα συχνά.

Να ’ναι  πολύς καιρός πριν ή πολύς καιρός μετά.

Για να μη συναντιέμαι.

Λίγο πρόγονος και λίγο απόγονος, λίγο φίλος και συγγενής,

λίγο εχθρός, λίγο περαστικός και λίγο άγνωστος.

Λίγο σωσίας στις επικίνδυνες σκηνές.   Και στις ακίνδυνες.

Έξω, προς το παρόν, υπήρχε απαγόρευση κυκλοφορίας.

Περιορισμένοι σε μιμήσεις κίνησης οι περιπατητές και τα τροχήλατα.

Κάθετα και οριζόντια.

Ο δρόμος, άλλαζε συνέχεια προορισμό.

 

ΠΑΡΕΜΒΟΛΗ / Τα Πράγματα

Φωτογραφίες επιζώντων.  Και των άλλων.

Κηρυγμένων σε αφάνεια.

Κλειστά βιβλία. Μικρό γυάλινο βάζο   με επιθυμίες.

Εφήμερη εφημερίδα.

Χαρτιά που δεν αποδεικνύουν   Τίποτα

Το άπατο κουτί

Τα μυτερά,   Αμυντικά μολύβια.

Τα τιμαλφή κλειδιά   Σα σύμβολα θρησκείας.

Επίσης,   Στίλβοντα νομίσματα

Για τον επάνω κόσμο.

Κόσμο με αόρατους κολυμβητές.

Σπίρτα, τσιγάρα, τεφροδόχος.

 

Η ΙΣΤΟΡΙΑ (το μεσοδιάστημα) 3  και  ΠΑΡΕΜΒΟΛΗ   /  οι χώροι

(από τη συλλογή της Παυλίνας Παμπόυδη ΙΣΤΟΡΙΑ ΜΙΑΣ ΩΡΑΣ ΣΕ ΠΤΥΣΣΟΜΕΝΟ ΧΡΟΝΟ 1993)

Οξυκόρυφα δένδρα κατά μήκος, μίκραιναν και μεγάλωναν,

παλινδρομώντας σαν έμβολα, κι αθόρυβα.

Οι θόρυβοι, συμπυκνωμένοι σε μια μάζα μαλλιαρή,

παραμόνευαν στους υπονόμους.

(Φυσικά η εικόνα ήταν ελλιπής, επειδή τίποτε δεν είχε ξαναγραφτεί γι’ αυτήν)

Άνοιξα το παράθυρο.

Έπεσε μέσα φτερουγίζοντας ένα μεγάλο κομμάτι ξένου αέρα.

Οι κουρτίνες απομακρύνθηκαν ενοχλημένες,

με τοπικές αναφλέξεις και συριστικά.

Οι θόρυβοι ελευθερώθηκαν.

Το άνοιγμα γέμισε αμέσως τριχοειδή, πλοκάμια ήχων και ριζόποδα.

Έσκυψα αιφνιδιαστικά,

αλλά το τζάμι είχε την ετοιμότητα να συγκρατήσει το είδωλό μου από το πλάι.

Να τρέμει, μέχρι τα γόνατα κομμένο, στη βαθύτερη επιθυμία του τζαμιού.

Κοιτάζοντας, άρχισε πάλι έξω η κυκλοφορία.

Όλο αγωνία, επειδή κανένας δεν μπορούσε να πάει πουθενά.

Αρχίσανε επίσης οι χρόνιες μετακομίσεις στα υπόγεια.

Βαριές ψυχές να σέρνονται, να χάνουν τα κομμάτια τους,

ακόμα και συρτάρια ολόκληρα με μυστικά ανώφελα!..

 

ΠΑΡΕΜΒΟΛΗ / Οι Χώροι

Διαστρέφει την εικόνα.

Ένα πιστό φάντασμα σκυλίσιο περνά  

Ουρεί  σε φαντάσματα σκύλων.   Οριοθετεί.

Τη θυμάμαι τη σκύλα.  Η Χάρη.

Με κυνήγησε τη στιγμή της ζωής μου.

Από τότε και κρύβομαι.

Τα σπίτια που με στοίχειωσαν   Μετακινούνται τώρα, καταρρέουν.

Νοικιάζονται αλλού, κατεδαφίζονται.

Δωμάτια κλουβιά, έπιπλα κατοικίδια

Κατοικίδια σαρκοφάγα.   Κανένα σπίτι δεν υπάρχει πια!..

 

Η ΙΣΤΟΡΙΑ (το ξύπνημα) 3  και  ΠΑΡΕΜΒΟΛΗ   /  οι ωραίες εικόνες – μεταφορές - παρομοιώσεις

(από τη συλλογή της Παυλίνας Παμπόυδη ΙΣΤΟΡΙΑ ΜΙΑΣ ΩΡΑΣ ΣΕ ΠΤΥΣΣΟΜΕΝΟ ΧΡΟΝΟ 1993)

Τότε κινήθηκα οριζόντια και κάθετα, ταχτοποιώντας.

Τα πιάτα στην πιατοθήκη, τα βιβλία στη βιβλιοθήκη,

τα μυστικά στις ρωγμές, τα παιδιά στον Καιάδα,

τα του Θεού στο Θεό.

Περιέγραψα με γυμνά χέρια τα δώρα του χάους:

τα πράγματα μας κατ’ εικόνα και ομοίωση. Απομάκρυνα προς στιγμήν τη σκόνη και ό,τι υπαινίσσεται.

Βρισκόμουν βέβαια (πάλι) (ανέκαθεν) (για πάντα),

στο ίδιο θεόρατο δωμάτιο.

Που περιείχε όλα τα δωμάτια, τα παρελθόντα και μελλούμενα.

Στο δάπεδο, χρόνος μονωτικός, έγχρωμος, χρόνος ιπτάμενος.

Άφησα το κρεβάτι με τον ουρανό να ταξιδεύει.

Πρησμένα μαξιλάρια από ανάσες φαντασμάτων όλη νύχτα.

Ίσιωσα αδιόρατα τη θαλασσογραφία

(Μαύρη απ’ τον καιρό, μια σημασία της αβύσσου).

Άγνωστη θάλασσα. Στο βάθος, το πιάνο του Άγγελου,

γράφοντας κύκλους με το σκούρο του πτερύγιο.

Τώρα, ο πίνακας, πιο μαύρος, οδηγούσε στον καθρέφτη.

Μέσα του, η μαρμαρένια σκάλα, ατμός άσπρος

(Δεν υπήρξε λοιπόν, ποτέ ο όροφος).

Κι ο μισός κήπος της Χαλκίδας.

Εκτατός, ανάμεσα στα συμβάντα και στα μη συμβάντα.

 

ΠΑΡΕΜΒΟΛΗ: οι ωραίες εικόνες - μεταφορές – παρομοιώσεις

Η Άτροπος η πρεσβυτέρα σχεδιάζει

Το τοπίο.

Επικίνδυνο, με κενά μνήμης όπου

Οι σκοτεινοί μύθοι λάθρα αναπαράγονται.

Όπου, οι κατώτεροι δαίμονες μεταμφιέζονται

Σε μακρινούς συγγενείς. Στα μαύρα.

Ευγνωμοσύνη. Συμπόνια. Μεταμέλεια.

Σε επιθετικό σχηματισμό. Θυμάμαι:

Χάνδαξ. Τόπος καταγωγής.

Κινητές οι συντεταγμένες

Κι ανεβαίνοντας η θάλασσα    Όλο ανεβαίνοντας.

 

ΠΑΡΕΜΒΟΛΗ:  Κεντρική ιδέα

Μια στάλα ανεξίτηλο μελάνι

Κι απλώνει

Ολοένα στο μυαλό μου.

Κάνοντας από μόνη της

Σχέδια μαύρα για τον κόσμο.

Για κάποιο λόγο,

Προσπαθεί απεγνωσμένα

Να αποδείξει το ενιαίο.

Μήκη περιγραφής

Στον πτυσσόμενο χρόνο διπλώνοντας

Και ξεδιπλώνοντας.

[από τη συλλογή της Παυλίνας Παμπούδη ΙΣΤΟΡΙΑ ΜΙΑΣ ΩΡΑΣ ΣΕ ΠΤΥΣΣΟΜΕΝΟ ΧΡΟΝΟ 1993]

 

«Η ΩΡΑ ΕΙΝΑΙ ΕΝΝΕΑ», ΕΙΠΕ Ο ΕΚΦΩΝΗΤΗΣ ΑΠ’ ΤΟΝ ΑΚΑΛΥΠΤΟ

(… και έφυγα, καθώς συνεχιζόταν η καταστροφή του κόσμου…)

Τα κρυφά ονόματα των πραγμάτων   Που επικαλέστηκα και με γνωρίζουν.    Ο φύλακας με τη διχαλωτή σκιά.   Ο συνομήλικός μου Ισραήλ   Στη μαγική εικόνα, άλυτη στους χάρτες.   Το δαχτυλίδι χωρίς εξουσία.   Το ανώνυμο τηλεφώνημα   Σε κομμένη γραμμή.   Της γέννησής μου η αναγγελία   Από μακριά.   (Κι αν ήταν κρυπτογραφημένη, πώς;   Ή σαν επιταγή, σε τι   Την εξαργύρωσα;)   ΠΑΡΕΜΒΟΛΗ / ΤΑ ΣΗΜΑΔΙΑ από τη συλλογή της Παυλίνας Παμπούδη ΙΣΤΟΡΙΑ ΜΙΑΣ ΩΡΑΣ ΣΕ ΠΤΥΣΣΟΜΕΝΟ ΧΡΟΝΟ 1993

Κυριακή, 15 Ιανουαρίου 2023

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΠΑΝΤΑ Σ’ ΟΛΟ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΤΡΑΓΟΥΔΟΥΣΑΜΕ…

  (…χωρίς ποτέ κανείς να μας ακούει…) («Γιατί σωπαίνουν τα κοχύλια; Γιατί δεν τραγουδούνε τα παιδιά; Τα ζώα τ’ αφανίσαμε και τα φυ...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ