Κυριακή 18 Δεκεμβρίου 2022

ΓΙΑΤΙ, ΕΣΤΩ ΚΑΙ ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΣΤΗ ΖΩΗ ΑΞΙΖΕΙ ΚΑΝΕΙΣ ΝΑ ΠΑΙΖΕΙ ΚΑΙ ΝΑ ΧΑΝΕΙ…

 (… ναι, ομολογώ ότι γνώριζα από πριν πως θα νικήσει…)


Καθίσαμε απέναντι.

Τα δικά μου πιόνια ήταν σύννεφα.   Τα δικά σου σίδερο και χώμα.

Αυτός είχε τα μαύρα.

Σκληροί, γυαλιστεροί οι πύργοι του   επιτέθηκαν με ορμή

ενώ η βασίλισσά μου   ξεντύνονταν στο σκοτάδι.

Ήταν καλός αντίπαλος,   προέβλεπε κάθε μου κίνηση

πριν καλά - καλά ακόμα την σκεφτώ,

κι εγώ παρ’ όλα αυτά την έκανα,

με την ήρεμη εγκατάλειψη αυτού    που βαδίζει στο χαμό του.

Στο τέλος - τέλος ίσως με γοήτευε

το πόσο γρήγορα εξόντωσε τους στρατιώτες,   τους αξιωματικούς,

τους πύργους, τα οχυρά, τις γέφυρες,

τον βασιλιά τον ίδιο

πόσο εύκολα διαπέρασε, εισχώρησε και άλωσε

βασίλεια ολόκληρα αρχαίας σιωπής

και πώς τελικά αιχμαλώτισε εκείνη τη μικρή βασίλισσα

από νεραϊδοκλωστή

που τόσο της άρεσε να διαφεύγει   με πειρατικά καράβια

στις χώρες του ποτέ.

Ναι, ομολογώ ότι γνώριζα από πριν πως θα νικήσει.

Άλλωστε γι’ αυτό έπαιζα μαζί του.

 

Γιατί, έστω και μία φορά, στη ζωή

αξίζει κανείς να παίξει για να χάσει.

[ΠΑΡΤΙΔΑ ΣΚΑΚΙ κι άλλα ποιήματα από τη συλλογή της Χλόης Κουτσουμπέλη Η ΑΛΕΠΟΥ ΚΑΙ Ο ΚΟΚΚΙΝΟΣ ΧΟΡΟΣ, εκδόσεις Γαβριηλίδης 2009]

 


ΠΟΙΗΣΗ

(από τη συλλογή της Χλόης Κουτσουμπέλη Η ΑΛΕΠΟΥ ΚΑΙ Ο ΚΟΚΚΙΝΟΣ ΧΟΡΟΣ 2009)

Είναι εκείνο το πρώτο αυγό στρουθοκαμήλου

που κάποτε στην έρημο   γέμισες με νερό

κι έθαψες κάτω από την άμμο.

Επτά εκατομμύρια χρόνια

άλλοτε στα τέσσερα, μετά στα δύο,

με άκρα κοντά, με άκρα μακριά

με τρίχες και χωρίς

έτρεχες, ζευγάρωνες, έτρωγες πάλευες,

κρύωνες, ζεσταινόσουν, πέθαινες.

Και ύστερα αιφνίδια ένα άδειο κέλυφος αυγού

με νερό κάτω απ’ την άμμο.

Προνόησες ότι θα ξαναπεράσεις διψασμένος από κει.

Επτά εκατομμύρια χρόνια μέχρι να φανταστείς.

Τώρα χαράζεις στις σπηλιές το φόβο σου

στέκεσαι όρθιος πια στα πόδια σου

και το κεφάλι σου ατενίζει το φεγγάρι,

τα βράδια αγκαλιά μου ψιθυρίζεις λόγια

κι όταν με χάνεις πάλι με λέξεις κλαις.

Επτά εκατομμύρια χρόνια για να μου πεις το «σ’ αγαπώ».

Έχει αρχίσει πια το παραμύθι της ζωής.

 

Η ΜΙΚΡΗ ΓΚΡΕΪΣ

Η μικρή Γκρέις    ζει ακόμα εδώ

με άσπρο φόρεμα φουρό

μαύρα λουστρίνια για παπούτσια

και καστανά μπουκλάκια στα μαλλιά.

Πιπιλάει το δάχτυλό της.

Τις νύχτες σέρνεται στις σκοτεινές γωνιές

γλιστράει κάτω από το πάπλωμα σαν φίδι

οι εραστές πετιούνται πάνω τρομαγμένοι

στο χέρι κρατάει ένα κερί και τους φωτίζει

φεύγουν στο τέλος κάθιδροι από φόβο

και πίσω τους διπλοκλειδώνει

την δρύινη πόρτα της καρδιάς μου.

Πότε θα μεγαλώσεις μικρή Γκρέις

πέρασαν κιόλας τριάντα χρόνια από τότε

οι μάσκες δεν ουρλιάζουν πια τα βράδια

το βαλσαμωμένο ελάφι δεν κουνάει τα κέρατά του

ο άνθρωπος σκιά δεν θα ξανάρθει

κανείς δεν θα βάψει κόκκινο

το λευκό σου νυχτικό..

Όταν έτσι της μιλώ

κλαίει με κοφτά αναφιλητά

νομίζει ότι θα φύγω.

Ποτέ δεν θα σε εγκαταλείψω, ψιθυρίζω

και της χαϊδεύω τα μαλλιά

ενώ αυτή θηλάζει το αίμα των καρπών μου.

 [από τη συλλογή της Χλόης Κουτσουμπέλη Η ΑΛΕΠΟΥ ΚΑΙ Ο ΚΟΚΚΙΝΟΣ ΧΟΡΟΣ, εκδόσεις Γαβριηλίδης 2009]

 

Ο ΛΥΚΟΣ

(από τη συλλογή της Χλόης Κουτσουμπέλη Η ΑΛΕΠΟΥ κι ο ΚΟΚΚΙΝΟΣ ΧΟΡΟΣ 2009)

Τρώγαμε ήσυχα τη σούπα μας

αυτός κι εγώ,   οι δυο μας, μόνοι.

Έξω χιόνι, μέσα σιωπή.

Ένα ρολόι, ρυθμικά θάβει τον χρόνο.

Ξάφνου ακούγεται ουρλιαχτό

και έξω από το τζάμι   βλέπω να χάσκει

το στόμα ενός λύκου

σάλια και αίμα.

Πίσω από το γυαλί

ακούω την ανάσα να κοχλάζει

μυρίζω τη λαχτάρα του.

Πριν ο άνδρας προλάβει ν’ αντιδράσει,

ένα προς ένα πετάω όλα μου τα ρούχα

την πόρτα ανοίγω

κι αφήνομαι γυμνή    να με ξεσκίσει.

 

Η ΑΡΡΩΣΤΙΑ

Το πλοίο είναι γεμάτο μετανάστες.

Φορούν τραγιάσκες και κουστούμια

που γυαλίζουν στους αγκώνες,

κοιτάζουν μια προκυμαία από σκόνη

και λευκά μαντίλια που ζωγραφίζουν το κενό.

Σε μιαν εξέδρα ένας βιολιστής

παίζει κόκκινο βιολί,

φορώ ένα μαύρο φουστάνι και δεν έχω μαλλιά,

κλαις και δεν ξέρω πώς να σε αγκαλιάσω,

σαν να διασχίζουμε το χρόνο

σε έρημα πλοία φαντάσματα

που προσκυνούν συνέχεια σε παγόβουνα,

μόνο και μόνο για να,   για να μην,

επειδή δεν γίνεται χωρίς   αλλά ούτε και με,

κι ο βιολιστής παίζει παράφορα βιολί

κι ενώ όλοι αρχίζουν να χορεύουν

μου κλείνει μυστικά το μάτι

ενώ πίσω στην πόλη

τα ποντίκια μεταδίδουν την πανούκλα

που χωρίς να το ξέρουμε

όλοι μας κουβαλάμε   μες στο πλοίο!..

[από τη συλλογή της Χλόης Κουτσουμπέλη Η ΑΛΕΠΟΥ ΚΑΙ Ο ΚΟΚΚΙΝΟΣ ΧΟΡΟΣ, εκδόσεις Γαβριηλίδης 2009]

 

ΤΟ ΦΙΛΙ

(από τη συλλογή της Χλόης Κουτσουμπέλη Η ΑΛΕΠΟΥ ΚΑΙ Ο ΚΟΚΚΙΝΟΣ ΧΟΡΟΣ 2009) 

Αν μ’ αφήσεις

να αγγίξω τον πυρήνα σου

καυτό δαμάσκηνο με φλέβες

(πούπουλα χιονιού   οι στεναγμοί σου)

τότε κι εγώ θα σου χαρίσω

κάτι μικρό και εύθραυστο

σαν σπασμένη φτερούγα πουλιού

σαν ένα «αν» που δεν ξέρει να πετάξει

κάτι αθώο και παλιό

που εκατό χρόνια κοιμάται στα χείλη μου

μέχρι που να το ξυπνήσεις!..

 

ΙΕΡΟΤΕΛΕΣΤΙΑ Ι και ΙΙ  

Πρώτα βγάζει το πουκάμισο

μετά το αστραφτερό χαμόγελο,

έχει σειρά η φούστα  

ύστερα το μεσοφόρι από δαντέλα.

Ντύνεται ολόκληρη το κόκκινο κραγιόν.

 

Έξω η νύχτα βάφει με πινέλο 

μαύρο το σκοτάδι της

 

Γυναίκα σε καθρέφτη.

Φοράει μαύρες κάλτσες,

νυχτερίδες στο χιόνι του κορμιού της.

Ένας άνδρας στέκεται κοντά της.

Δεν φαίνεται η αντανάκλασή του στο γυαλί.

Τα μάτια του έχουν ήδη φύγει.

Δεν μπορεί να δει   

το τρίγωνο του φόβου της

τα ελάφια των ματιών της

τα σπαρταριστά περιστέρια των δαχτύλων της.

 

Όπως κάθε βράδυ

τελευταία αποχωρούν τα χέρια του.

[από τη συλλογή της Χλόης Κουτσουμπέλη Η ΑΛΕΠΟΥ ΚΑΙ Ο ΚΟΚΚΙΝΟΣ ΧΟΡΟΣ, εκδόσεις Γαβριηλίδης 2009]

 

ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ

(από τη συλλογή της Χλόης Κουτσουμπέλη Η ΑΛΕΠΟΥ ΚΑΙ Ο ΚΟΚΚΙΝΟΣ ΧΟΡΟΣ 2009)

 Η γυναίκα ξαναγύρισε.

Κόκκοι σκόνης αιωρούνται στο τραπέζι,

τα παιδιά τρώνε πρωινό,

ο άντρας διαβάζει εφημερίδα,

κανείς δεν την προσέχει   που βηματίζει ανάλαφρα

που ζυμώνει το ψωμί

που βάζει την τσαγιέρα στη φωτιά.

Όλα είναι ίδια όπως παλιά.

 

Κανείς δεν παρατηρεί  

την γαλάζια λωρίδα ουρανού   πάνω στα μαύρα της μαλλιά.

 

ΕΡΩΤΑΣ

Και τότε έρχεται το τέλος

(πριν προβάλει αχνιστή η επόμενη αρχή),

με εκείνη τη μεγαλοπρέπεια    του αμετάκλητου

ανέγγιχτου για πάντα κομματιού,

από στιλπνό σκοτάδι   που με κυριεύει.

 

IT TAKES TWO TO TANGO

Τις νύχτες χορεύω ταγκό.

Μικροί πιγκουίνοι χειροκροτούν θερμά

και σερβίρουν παγωμένη σαμπάνια

στα φαντάσματα του κήπου.

Ο καβαλιέρος μου εξατμίζεται,

σηκώνω την πολύχρωμή μου φούστα

και πηδάω στο κενό

[από τη συλλογή της Χλόης Κουτσουμπέλη Η ΑΛΕΠΟΥ ΚΑΙ Ο ΚΟΚΚΙΝΟΣ ΧΟΡΟΣ, εκδόσεις Γαβριηλίδης 2009]

 

ΑΝΤΙΓΟΝΗ Ι, ΙΙ και ΙΙΙ

(από την ποιητική συλλογή Η ΑΛΕΠΟΥ ΚΑΙ Ο ΚΟΚΚΙΝΟΣ ΧΟΡΟΣ, Εκδόσεις Γαβριηλίδης 2009)

Πάντα κάτι ξεχνάει η Αντιγόνη όταν φεύγει.

Ένα δαντελένιο γάντι στα σεντόνια

μια σταγόνα λεμόνι ν’ αχνίζει στο μάγουλο του φίλου

ένα φευγαλέο άγγιγμα στο μπράτσο του εραστή

ένα αποτύπωμα χειλιών στο πορσελάνινο φλιτζάνι

του τσαγιού που μισοπίνει βιαστικά.

Είναι η Αντιγόνη που ξεχνά,

το αραχνοΰφαντο μαντίλι μουσκεμένο

από τα ξαφνικά δάκρυα της στιγμής,

το ομπρελίνο της βαμμένο στα χρώματα

της εύθραυστης βροχής.

Είναι η Αντιγόνη που ξεχνά,

το φόρεμά της θροΐζει καθώς τρέχει,

η βεντάλια της αλλάζει εποχές.

Πάντα κάτι ξεχνάει η Αντιγόνη.

Γι’ αυτό και πάντα φεύγει.

Μόνο κάποιες νύχτες αρχίζει κάτι να θυμάται,

τότε φοράει τη νεκρική της μάσκα

ρίχνει στάχτη στα μαλλιά της,

θαμμένη στη σπηλιά της

θρηνεί τους άταφους νεκρούς της.

 

ΑΝΤΙΓΟΝΗ ΙΙ

Γάζες από χαμόγελα στο στόμα

έθαψες πια τους νεκρούς,

τον Κρέοντα τον κουβαλάς μαζί σου,

τον ψάχνεις στους άνδρες που αγαπάς.

Γνώρισες τους κανόνες της απώλειας

την πνιγερή υγρασία της σπηλιάς.

Τώρα πια γυαλίζεις τα ασημένια σου σερβίτσια

ενώ οι γύπες κάθε μέρα αφαιρούν

παράθυρα, σκεπή, αύριο την πόρτα

κι εσύ κάτι πρέπει να θυμηθείς

που όμως συνέχεια διαφεύγει.

Κι έτσι ολότελα γλιστράς

το αλλού γίνεται άλλοθι

κι όλα τα ποιήματα νερό.

 

ΑΝΤΙΓΟΝΗ ΙΙΙ

Μη σε φοβίζει η σιωπή.

Οι ήχοι πάντα αγροικούν

η νύχτα είναι μεγάλη

τα κυνηγόσκυλα του χρόνου

τρέχουν πιο γρήγορα από μας.

Ευπρόσδεκτος ο τάφος Αντιγόνη.

[από τη συλλογή της Χλόης Κουτσουμπέλη Η ΑΛΕΠΟΥ ΚΑΙ Ο ΚΟΚΚΙΝΟΣ ΧΟΡΟΣ, εκδόσεις Γαβριηλίδης 2009]

 

ΠΑΛΙΕΣ ΣΥΜΜΑΘΗΤΡΙΕΣ

(κι άλλα ποιήματα από τη συλλογή της Χλόης Κουτσουμπέλη Η ΑΛΕΠΟΥ ΚΙ Ο ΚΟΚΚΙΝΟΣ ΧΟΡΟΣ 2009)

Με ξεσκισμένες σάρκες και γυμνά φτερά

μικροί καθρέφτες των ρυτίδων μου

πόσο ακόμα ως το τέλος;

 

ΘΛΙΨΗ

Καταφύγιο

Υγρά πούπουλα πουλιών.

Νεκροταφείο που κανείς δεν βεβηλώνει.

 

ΕΥΑ

Με παρέσυρε.

Πυκνά φυλλώματα υγρά.

Δεν φορούσε πρόσωπο.

Άγγιξα τότε ένα φίδι, την καρδιά του.

Κι ευθύς κατρακύλησα στο χώμα.

Ούτε Θεός ούτε διάβολος.

Στον κήπο τον αποκαλούσαν «άντρα»

Στο στόμα άφηνε γεύση μήλου σε αποσύνθεση.

 

Η ΦΙΛΟΖΩΗ ΛΑΙΔΗ ΗΤΑΝ  ΤΑΪΖΕΙ ΤΟΥΣ ΣΚΙΟΥΡΟΥΣ ΤΟΥ ΚΗΠΟΥ

Πόσο λατρεύει τους σκίουρους η Λαίδη Ήταν.

Κάθε πρωί βυθίζει την ανία της

και στο πυκνό τους τρίχωμα μετάξι

και κάθε σούρουπο

αφήνει να την δαγκώνουνε γλυκά

με τα εξαίσια κοφτερά τους δόντια

[από τη συλλογή της Χλόης Κουτσουμπέλη Η ΑΛΕΠΟΥ ΚΑΙ Ο ΚΟΚΚΙΝΟΣ ΧΟΡΟΣ, εκδόσεις Γαβριηλίδης 2009]

 

«ΟΤΑΝ ΧΟΡΕΥΩ» ΕΙΠΕ Η ΑΛΕΠΟΥ ΣΤΟΝ ΞΕΝΟ «ΑΛΛΑΖΩ».

(… «είναι τότε που με συναντάς»  είπε αυτός και χάθηκε μες στον καθρέφτη…)

Είμαι ένα σκιάχτρο που φοβάται,   διώχνω τους εφιάλτες   και τους έλκω,   το βράδυ χαϊδεύω τα σκοτάδια   το πρωί κουνώ τα χέρια στα πουλιά.   Είμαι ένα σκιάχτρο που φοβίζει,   στην έρημο μιας σχέσης με ανθρώπους.   Με τα χέρια μου – τσουκνίδες   ξεσκίζω το πρόσωπό μου     και τους άλλους.   Μα κάτω από τα άχυρα   και την σκισμένη μπλούζα   ένα κοράκι κρύβω,   στιλπνό,    μαύρο,    μόνο,   το πιο έρημο κοράκι,
την καρδιά μου. [ΤΟ ΣΚΙΑΧΤΡΟ από τη συλλογή της Χλόης Κουτσουμπέλη Η ΑΛΕΠΟΥ ΚΙ Ο ΚΟΚΚΙΝΟΣ ΧΟΡΟΣ, εκδόσεις Γαβριηλίδης 2009]

Δευτέρα, 19 Δεκεμβρίου 2022

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΠΑΝΤΑ Σ’ ΟΛΟ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΤΡΑΓΟΥΔΟΥΣΑΜΕ…

  (…χωρίς ποτέ κανείς να μας ακούει…) («Γιατί σωπαίνουν τα κοχύλια; Γιατί δεν τραγουδούνε τα παιδιά; Τα ζώα τ’ αφανίσαμε και τα φυ...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ