Παρασκευή 9 Σεπτεμβρίου 2022

ΟΤΑΝ ΟΙ ΕΠΟΧΕΣ ΓΙΝΟΝΤΑΙ ΦΘΙΝΟΠΩΡΑ

 (… το φως έξω απ’ τις σιδεριές των παραθύρων φυλακισμένο…)

 

Ζώντας μέσα της είναι σα να λουφάζεις   σε κορμί πελώριας καρυδιάς!..

Την πέτρα της πότισαν βαθιά οι χειμώνες.

Παράξενο – ενώ είναι χτισμένη ανάλογα με ήθη αγροτικά

την επιπλώνουν πράγματα της πόλης   του όψιμου μεσοπόλεμου –

δείγμα μπορεί μιας παρακμής ή περιπέτειας:

πάνω σε σκρίνιο αρχέγονο μια λάμπα οπάλινη με αποχρώσεις κίτρινες – μαύρες. 

 

Όλες οι εποχές γίνονται εκεί φθινόπωρα.

Το φως έξω απ’ τις σιδεριές των παραθύρων  φυλακισμένο.

Κάτω από πράσινες κουρτίνες

μόνο λίγες αχτίδες πέφτουν σε μια ροδιά·  μόλις που ξεχωρίζουν.

Πόρτες μικρές μπάζουνε σ’ αίθουσες πανύψηλες.

Πέτρινο πάτωμα και χάλκινα σ’ ένα καθρέφτη!.. 

 

Δεν τη στοιχειώνουν πρόσωπα·

μόνο αποθήκες με πιθάρια

βαπόρια μ’ εμπορεύματα  ή  ελαιοτριβεία.

Κάποτε νιώθεις μες στον ανάμεικτο διάκοσμο –

εδώ μια σόμπα πορσελάνινη  αλλού ένα μπρούτζινο μαγκάλι –

καθώς βραδιάζει σε σκαλιστά καθίσματα και καναπέδες

μια αίσθηση πρωτόγονου μες στο κατεργασμένο

αίσθηση απ’ τους βαρύτιμους κορμούς των ελαιώνων

όταν στο φως το μεσημεριανό αναίτια σκυθρωπιάζουν!..

[Η ΑΓΡΟΙΚΙΑ από τη συλλογή του Στρατή Πασχάλη ΜΙΑ ΝΥΧΤΑ ΤΟΥ ΕΡΜΑΦΡΟΔΙΤΟΥ 1989 κι άλλες επιλογές απ’ αυτή τη συλλογή αντιγραφή και επικόλληση από το συγκεντρωτικό τόμο: ΣΤΡΑΤΗΣ ΠΑΣΧΑΛΗΣ ΟΙ ΣΤΙΧΟΙ ΕΝΟΣ ΑΛΛΟΥ Ποιήματα 1977 – 2013, εκδόσεις Μεταίχμιο]

 



ΖΟΥΜΠΟΥΛΙΑ

(από τη συλλογή του Στρατή Πασχάλη ΜΙΑ ΝΥΧΤΑ ΤΟΥ ΕΡΜΑΦΡΟΔΙΤΟΥ 1989]

 Πάνω σ’ ένα ψοφίμι   (πουλί; ποντίκι;) που χώνεψε το χώμα

φυτρώσανε ζουμπούλια και τώρα ανθίζουνε

βρεμένα, σχεδόν γλοιώδη,

με τ’ άρωμά τους διεγείρουν και ζωντανεύουν εντυπώσεις

παμπάλαιες μαρμαρωμένες

υγραίνοντας τα συναισθήματα

νεύρα κι αισθήσεις.

 

Υγρός είναι ο θάνατος αίματα σπέρματα χυμοί

που έστω και μέσα από τη σήψη τους

τέλος βγαίνει ένα μύρο

φέρνουν απόγνωση, μνήμη των περασμένων

πόθο για φόνο και σπορά: θυσία.

 

Πάνω σ’ ένα ψοφίμι που πέταξε άνθη

στάθηκα και νοστάλγησα

την ομορφιά που έχουν τα γυμνωμένα κόκαλα των ζώων

στην παραλία του καλοκαιριού

ανάμεσα σε ξύλα βότσαλα και πεθαμένα φύκια

ή και κουφάρια κοχυλιών που καίνε σαν ασβέστης.

 

Στη στέγνια   βρίσκεις  γαλήνη  ερήμωση

στους αγκαθένιους φίδια ξερά

στο στερεμένο χείμαρρο με τ’ αχαμνά του βράχια

πάνοπλη την ακρίδα

και στη νησιώτικη πλαγιά ίχνη του πετρωμένου δάσους

πάνω απ’ το άγονο νερό της θάλασσας που φλέγεται

κι όμως στο άγγιγμα παγώνει.

 

Τόποι, κρανία κούφια, σταμνιά

ζεματιστά κι εξατμισμένα εντέλει

μέσα στη λάβρα του μεσημεριού

την τέλεια στέγνια

τέφρα γίνονται όλα   (μνήμες και πόθοι συναισθήματα)

ό,τι διεγείρουν  τα ζουμπούλια που βγήκαν κι άνθισαν εδώ 

απ’ το λιωμένο λείψανο ενός ζώου!..

 

ΒΡΟΧΗ ΑΚΙΝΗΤΗ

 Δεν είναι αυτό νεροποντή·

είναι η ίδια η ακινησία,

που πέφτει ασάλευτη, ένας  κατακλυσμός

βραδιάζοντας     σ’ έρημους τάφους.

 

Στη λάσπη με τα κόκαλα

στα σκοτεινά χορτάρια

όταν η καταιγίδα όλη σωριαστεί

θα έρθει   η κίνηση ανεπαίσθητη

τρέμισμα κι άστρα·

 

τότε και η σελήνη θα φανεί

τεφρή πάνω από μνήματα γκρεμισμένα.

[από τη συλλογή του Στρατή Πασχάλη ΜΙΑ ΝΥΧΤΑ ΤΟΥ ΕΡΜΑΦΡΟΔΙΤΟΥ 1989 εδώ αντιγραφή και επικόλληση από το συγκεντρωτικό τόμο ΟΙ ΣΤΙΧΟΙ ΕΝΟΣ ΑΛΛΟΥ Ποιήματα 1977 – 2013, εκδόσεις Μεταίχμιο]

 

Η ΘΛΙΨΗ ΤΟΥ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΟΥ

(από τη συλλογή του Στρατή Πασχάλη ΜΙΑ ΝΥΧΤΑ ΤΟΥ ΕΡΜΑΦΡΟΔΙΤΟΥ 1989]

 Βράχια πάνω απ’ το πέλαγος· η πετρωμένη οδύνη

φυλακισμένου πλάσματος στο λίθινο εαυτό του·

ξεράθηκε το ανάβρυσμα στο ρίζωμα της πέτρας·

άρμη σαν τέφρα, οίηση θαλασσινής αιθρίας.

 

Αγάλματα με τον καιρό γίνονται οι αναμνήσεις

οι ακατέργαστες μορφές των θάμνων και των βράχων

μια σιωπή μεσημεριού το πυρωμένο ατσάλι.

Σε τέτοια απύθμενη σιγή ποιοι κατοικούν θαμμένοι

 

βαθιά μέσα στα σώματα της φλογισμένης πέτρας

πάνω σε ράχη απάνθρωπη σ’ άγριο καλοκαίρι;

Πάθη και πόνοι και λυγμοί κλεισμένοι στο γρανίτη

όπου αναπήδησε νερό, στέγνωσε με τα χρόνια,

 

και τα πουλιά γυρίζουνε, οι γλάροι τα κοράκια,

πάνω απ’ την άγονη στεριά· προμήνυμα θανάτου.

Βραχότοποι καρτερικοί στο θερινό τους άλγος,

κήποι και κοιμητήρια των σκύλων των προβάτων,

 

γεμάτοι κόκαλα ζεστά κούφια κιτρινισμένα

γεμάτα ρόδια ευέλικτα στο χώμα με τ’ αγκάθια.

Κι ο άνεμος αλύπητα περνά και μαστιγώνει

ανθεκτικά μορφώματα, ανέκφραστα, υψωμένα

 

μέσα στο μένος του καιρού στην άγρια αγωνία

του μελτεμιού που απλώνεται κυρίαρχο σαν άγχος

λες κι η ψυχή του αναζητά την ύστερη γαλήνη

σ’ αυτά τ’ απολιθώματα που αμίλητα κοιτάνε,

 

Μα πότε πέρα θα φανούν ψηλά τείχη δακρύων

(και στους συκιώνες μια οσμή – το γάλα της Ελένης)

μες στην καρδιά του λιοπυριού μια νύξη καταιγίδας:

μνήμη της λύπης που γυρνά και καταργεί τη λήθη

 

αλλά το σφρίγος του καιρού τη σβήνει· οφθαλμαπάτη.

Ξανά στη στέγνια την τραχιά, μαράζι της αρμύρας,

τα κύματα αδυσώπητα δέρνουν την ερημία

τα φιλντισένια βότσαλα τους ρωμαλέους όγκους.

 

ΣΤΗ ΜΝΗΜΗ ΕΝΟΣ ΡΟΔΟΥ

 Μέσα στο πλούσιο φύλλωμα τριών φυτών  - πράσινη φάτνη –

(ροδιάς, ροδακινιάς και νήπιου πεύκου)

γεννήθηκες κατάμονο   κόκκινο μαύρο

κάτω απ’ την πέτρινη σκιά ενός Απρίλη

μα όταν άνοιξες τα πέταλα τελείως γερνώντας ξέφτισες

κι απόμεινα τα τρία δένδρα ολοπράσινα

χωρίς κηλίδα.

 

Τώρα μπρος στο μονότονο χρωματισμό των φυλλωμάτων

η απουσία σου έντονα την παρουσία

όλων των ρόδων   συνοψίζει

[από τη συλλογή του Στρατή Πασχάλη ΜΙΑ ΝΥΧΤΑ ΤΟΥ ΕΡΜΑΦΡΟΔΙΤΟΥ 1989 εδώ αντιγραφή και επικόλληση από το συγκεντρωτικό τόμο ΟΙ ΣΤΙΧΟΙ ΕΝΟΣ ΑΛΛΟΥ Ποιήματα 1977 – 2013, εκδόσεις Μεταίχμιο]

 

ΤΟ ΒΡΟΧΕΡΟ ΚΟΙΜΗΤΗΡΙ

(από τη συλλογή του Στρατή Πασχάλη ΜΙΑ ΝΥΧΤΑ ΤΟΥ ΕΡΜΑΦΡΟΔΙΤΟΥ 1989]

 

Πρασινισμένα μνήματα· μες στη ζεστή βροχή

σε γκρεμισμένους κήπους

μαρμάρινοι ερωτιδείς που αγκαλιάζουνε σταυρούς

ίσκιοι κυπαρισσιών σκαμμένο χώμα.

Γλείφουνε οι στάλες – πικρό νερό – δένδρα σκοτεινιασμένα

κι αντί για φως

πληρώνουνε κάθε κενό με υγρή γαλήνη.

 

Είδα κι άλλες φορές το κοιμητήρι

στην παγωμένη μέρα σκληρό με κρύα μάρμαρα

όαση μες στο καλοκαίρι   και το φθινόπωρο

τάφοι γαλάζιοι κάτω απ’ το φως του φεγγαριού

όμως ποτέ σαν τώρα

μια τέτοια γενετήσια πράξη – λες και είναι αρρώστια –

που αναδίδει ατμούς

εδώ που δεν υπάρχουνε ψυχές

μόνο χωμένα σώματα τρέφουνε τη χλωρίδα,

 

Ανάμεσα σε μουσκεμένα μνήματα

βουλιάζοντας σε φρέσκους τάφους

όπου στοιβάχτηκαν στέφανα σάπια κι άλλα σκουπίδια

κι έγινε ο κόσμος μια κάμαρα συννεφιασμένη

δεν είναι εδώ το άντρο με τ’ αρώματα

εκεί που θάψαν μια πνιγερή βραδιά στο βυσσινί σκοτάδι

το Αμφίφυλο.

 

(Άδειο το σώμα από ψυχή

μπρούμυτο μες στη λάσπη

όπου κολύμπησε ο ποντικός  κι ο βάτραχος τινάχθηκε

κι ύστερα έμεινε μαρμαρωμένος

στο ανθισμένο νούφαρο

ενώ στα βάθη νερού μεσ’ απ’ το τρίχωμα  της πέτρας

πέρασε το χρυσόψαρο)

 

Μα να, σταμάτησε η βροχή. Ανέβηκαν οι ευωδιές

-η ανοιξιάτικη αποφορά πράσινου ιδρώτα –

οι ρίζες χώθηκαν στα κόκαλα

κι ακόμα πιο βαθιά ρούφηξαν το μεδούλι

η βλάστηση αδιάφορη τεντώθηκε

σκίρτησαν τρυφερά οι άκρες των φυτών

έγειραν τ’ άνθη φορτωμένα στάλες

πάνω απ’ τα μάρμαρα των τάφων

όπου έκρυβαν τα πρόσωπα οι λυπημένοι ερωτιδείς.

Ζέστανε ο ήλιος   μόλις θαμμένα

τα νέα σώματα στο χώμα

πριν τα σφραγίσει πλάκα σκιά σατυρού –

 

 τώρα που γίνεται ακόμη να προβάλουν

και να συρθούν στα τέσσερα

παραμερίζοντας τα θάμνα

γεμάτα λάσπες και ζωύφια

σαν τρωκτικά που μόλις βγήκανε από τη γη

και αναδεύουν τα σπαρτά μες στα νωπά χωάφια.

 

ΑΠΟΓΕΜΑΤΑ ΤΟΥ ΧΕΙΜΩΝΑ

 

Υπνωτισμένος σκέφτομαι σαν να κοιμούμαι:

δένδρα στο δέρμα της σκουριάς

δρόμοι με ακακίες

όπου με άγγιξαν μέλη περαστικών

και τα νερά του λιμανιού με λιγδιασμένα δάχτυλα

γύρεψαν να χαϊδέψουν

τα γλιστερά τοιχώματα της προκυμαίας.

 

Απ’ την υφή της νύχτας πλάστηκαν

κάτι απογέματα συννεφιασμένα, κωδωνοστάσια βαριά,

τα σκήπτρα του χειμώνα,

μες σ’ ένα φως περιστερίσιο, μαλακό,

άσπρο και γκρίζο, αναλαμπές

με την ωχρότητα χαμηλωμένου πυρετού που δε σ’ αφήνει.

 

Σ’ αγγελικούς χειμώνες σαν παρείσακτος

πέρασε με ύφος.

Η θάλασσα, το χρώμα του νεκρού ψαριού,

απλώνονταν αφηρημένη·

ρυθμοί που δεν ταιριάζανε: βήξιμο κάρα·

τα μουχλιασμένα στρώματα σκουπίδια·

μια μυρουδιά πιο θλιβερή απ’ την οσμή του μολυβιού που μόλις έξυσαν·

οι χαρακιές στον ουρανό – λατίνια σύρματα κεραίες –

που συνοδεύαν τον περίπατο προς μακρινά παγκάκια

ξάφνου αστραπόβροντο

(απόκοσμα παράσιτα ραδιοφώνου;)

 

Χειμώνες επαρχιακοί πια να υπάρχουν;

Πού να φωλιάσαν άραγε

ύστερα απ’ τις βροχές που χτύπησαν αλύπητα

τη βραδιασμένη πόλη;

Να ’χουνε φύγει;  Λούφαξαν

σαν της σπηλιάς τα κοιμισμένα αγρίμια

που τώρα ο νους αφύπνισε στα βάθη του μυαλού

βάθη του ξυπνημένου ύπνου

που γέμισε βουνά με νέφη, τ’ ουρανού ναυάγια…

 

Σ’ αγγελικούς χειμώνες σαν παρείσακτος

πέρασε με ύφος   ακούγοντας  (εκστατικός)

με δισταγμό σιγά – σιγά ένα τραγούδι ν’ ανεβαίνει

μεσ’ απ’ τη γλώσσα και τα χείλη των κυμάτων:

 

«Το καλοκαίρι… το καλοκαίρι…

το καλοκαίρι δε ζητώ.

Εκλιπαρώ μόνο

ατέρμονα φθινόπωρα να με σκεπάσουν».

 [από τη συλλογή του Στρατή Πασχάλη ΜΙΑ ΝΥΧΤΑ ΤΟΥ ΕΡΜΑΦΡΟΔΙΤΟΥ 1989 εδώ αντιγραφή και επικόλληση από το συγκεντρωτικό τόμο ΟΙ ΣΤΙΧΟΙ ΕΝΟΣ ΑΛΛΟΥ Ποιήματα 1977 – 2013, εκδόσεις Μεταίχμιο]


 

Τ’ ΑΓΙΟΚΛΗΜΑ

(από τη συλλογή του Στρατή Πασχάλη ΜΙΑ ΝΥΧΤΑ ΤΟΥ ΕΡΜΑΦΡΟΔΙΤΟΥ 1989]

 Δεν είναι γιασεμί. Είναι το αγιόκλημα   που ευωδιάζει

έντονο φτάνει από την όσφρηση στο στόμα

καθώς βραδιάζει

και χύνεται σιγά – σιγά μες την ατμόσφαιρα

νυχτερινή κι αβάσταχτη ακινησία.

 

Το γιασεμί αν και επικίνδυνο σαν ευωδιά

-μύρο που ξέφυγε από φαρμάκι –

πάει με άνεμο και κουβαλάει

νύξεις από μελτέμια μακρινά

μ’ εξώστες αναμαλλιασμένους.

 

Όχι δεν είναι γιασεμί. Είναι τ’ αγιόκλημα

που ευωδιάζει απόψε

κόβοντας την αναπνοή αργά

σαν βούρκος από μέλι που ανύποπτο σε καταπίνει·

πάει ο ήλιος βούλιαξε

και ο υδράργυρος του ύπνου ανεβαίνει.

 

Όλα είναι ζεστά και ακίνητα

τώρα που τα ’θαψε η μυρωδιά

Τούτη τη νύχτα   η μόνη κίνηση

θα ’ναι τα έντονα που θ’ αγρυπνήσουν

κι οι χίμαιρες στα σκοτεινά

φάροι αυτοκινήτων.

 

ΜΙΑ ΝΥΧΤΑ ΤΟΥ ΕΡΜΑΦΡΟΔΙΤΟΥ

 Κήποι όπως μνημεία· οι γκριζωπές κολόνες

στην ποτισμένη πόα – σκηνογραφία ερειπίων –

και πάνω από το ύψωμα με τον υπαινιγμό

του καλλιμάρμαρου στ’ αναρριχητικά πνιγμένου ανακτόρου

τα σμιλεμένα σύννεφα στο τολμηρό γαλάζιο.

 

Το διάβα σκέπασαν κισσοί

κρύβουν κινούμενο νερό

(ανόητη μιας νύμφης φλυαρία;)

και πιο μακριά το πέταγμα περιστεριού

εμπρός από κελιά ορνέων και θηρίων

προς ένα χάλκινο κεφάλι αγγέλου ή φαύνου.

 

Ύστερα σ’ ένα ξέφωτο

πέρα απ’ το βούισμα του περιπάτου

σκαλιά βυθίζονται στη λόχμη

φτάνουν σ’ αδιέξοδα σπηλιές με νεροπούλια,

σκοτεινιασμένα περιστύλια· και μες τη νύχτα τους

ο σταλαγμός σταγόνας που ρυθμικά κεντάει

καθρεφτισμένο ενός ημίθεου το ψυχομαχητό·

τα βαθυπράσινα φαντάσματα που χαμηλώνουν

πάνω απ’ τα νερά τα βαλτωμένα

όπου γλιστράει ανέμελο το χέλι

και μένει άφωνο για ώρες ένα στιλπνό βατράχι

πλάι στα νούφαρα που χάσκουν ανοιγμένα.

 

Τάφοι αλλεπάλληλοι·  τ’ απέριττα παρτέρια

χωρίς λουλούδια·  μόνο απίθανες οι εκδορές της πρασινάδας

και κάπου – κάπου ενδιάμεσα το δουλεμένο χώμα

και κάπου – κάπου ένα διάλειμμα πικρών χρωμάτων

από τυχαίες πινελιές ανθοφορίας

μεσ’ από βράχια που με απάθεια φρουρούνε

τα σιντριβάνια με τις πηγές τις σκεπασμένες.

 

Μια συστοιχία φοινικιές μπροστά στην πύλη

μα οι πυκνοί κυπαρισσώνες πάντα σε βάθη

όψεις βουνών στο άνοιγμά του περιπάτου

καθώς αιφνίδια υποχωρούν τα φυλλοβόλα

και πάνω από τους φράχτες που μοιάζουνε να γκρεμιστήκαν

ένα ομοίωμα του δειλινού για κάθε ώρα

ένα ομοίωμα ξεθωριασμένου φθινοπώρου

που αργοχάνεται νωπό μες στο χειμώνα

όπως η μια σκηνή βυθίζεται στην άλλη

πάνω στην επιφάνεια της οθόνης.

 

Έφτασε η νύχτα· οι παγωμένοι πάγκοι ερημώσαν

τώρα που σέρνεται η βροχή

το στεναγμό του κτήνους απαλύνει

τραυματισμένο σκίρτημα, το πέταγμα που πριν σαλέψει

έσβησε ματαιωμένο. Και το φεγγάρι

μετά τη μπόρα σκύβοντας ρυτιδωμένο

την απροστάτευτη πληγή να φαρμακέψει.

[από τη συλλογή του Στρατή Πασχάλη ΜΙΑ ΝΥΧΤΑ ΤΟΥ ΕΡΜΑΦΡΟΔΙΤΟΥ 1989 εδώ αντιγραφή και επικόλληση από το συγκεντρωτικό τόμο ΟΙ ΣΤΙΧΟΙ ΕΝΟΣ ΑΛΛΟΥ Ποιήματα 1977 – 2013, εκδόσεις Μεταίχμιο]

 

Ο Στρατής Πασχάλης ανήκει στη γενιά των ποιητών που άρχισαν να εμφανίζονται από τα τέλη της δεκαετίας του '70. Πρώτο του βιβλίο η ΑΝΑΚΤΟΡΙΑ, το 1977, καθαρή ποίηση μέσα σε καιρούς έντονης πεζολογίας και πολιτικοποίησης. Έκτοτε δημοσίευσε άλλα οκτώ ποιητικά βιβλία, ανάμεσά τους τα πιο ώριμα: ΑΝΑΣΚΑΦΗ (1984), ΒΥΣΣΙΝΙΕΣ ΣΤΟ ΣΚΟΤΑΔΙ (1991), ΑΝΘΗ ΤΟΥ ΝΕΡΟΥ (1994), η μεγάλη ποιητική σύνθεση ΜΙΧΑΗΛ (1996), η ΚΩΜΩΔΙΑ (1998), το ΚΟΙΤΑΖΟΝΤΑΣ ΤΑ ΔΑΣΗ (2002) και η τελευταία του συλλογή ΕΠΟΧΗ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΥ (20080, βραβείο ποίησης περιοδικού "Διαβάζω" 2009). Το 2002 κυκλοφόρησε η συγκεντρωτική ως τότε έκδοση: ΣΤΙΧΟΙ ΕΝΟΣ ΑΛΛΟΥ: ποιήματα 1977-2002. Η έκφρασή του χαρακτηρίζεται από μουσικότητα, έντονη μεταφυσική ανησυχία, μυστικιστική υποβολή αλλά και από αμεσότητα και εμμονή στο γνήσιο και το συγκεκριμένο.

Παρασκευή, 9 Σεπτεμβρίου 2022

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΠΑΝΤΑ Σ’ ΟΛΟ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΤΡΑΓΟΥΔΟΥΣΑΜΕ…

  (…χωρίς ποτέ κανείς να μας ακούει…) («Γιατί σωπαίνουν τα κοχύλια; Γιατί δεν τραγουδούνε τα παιδιά; Τα ζώα τ’ αφανίσαμε και τα φυ...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ