(…όσα θα ονομάσεις κι όσα κάποτε θα επικαλείσαι…)
Τη στιγμή εκείνη Έγινε η καταστροφή του Ναού
Με τους οξύλιθους
Άηχα άνοιξε η νύχτα
Το προαιώνιο πένθος για την
Εξορία.
Μες απ’ τη μαύρη τρύπα Δεξιόστροφος
Αργά Ο ουροβόρος χρόνος
Πάλι
ξετυλίχθηκε.
Τότε κατέβηκε μια δύναμη με τον αέρα
Διαστρέφοντας την κλίμακα.
Βούιζαν γύρω θύελλα παράσιτα
Στον ιστό μιας απίστευτης κακοφωνίας
Προσπαθούσε. Νευρικές απολήξεις ανέμιζαν
Άπλωναν κύκλοι, κύματα ναυτίας
Έτριζε να διαρραγεί η μεμβράνη.
Έχανα το σήμα
Μπορεί να ήταν για μένα, μπορεί Να μην υπήρχα.
Μίλησα με παραβολές
Από τότε που με φωνές ζώων μιλούσα…
Κλήρος σου, είπε, τα ορατά Και φόρος τα αόρατα
Όσα θα ονομάσεις κι όσα Κάποτε
Θα επικαλείσαι.
Θα βρεις τα φύλλα σφραγισμένα ένα –
ένα
Τα κατοικίδια με το σημάδι του Θηρίου
Προγόνους κι απογόνους σε ημιζωή
Όταν φυσάει απ’ τις σκοτεινές του
ηλικίες.
Και θα ξεχνάς πως οι συγκάτοικοι,
Αν αποστρέψεις το βλέμμα, δεν
υπάρχουν·
Δεν υπήρξαν ποτέ, δε θα υπάρξουν
Ούτε καν θάνατος, ούτε καν θάνατος.
[στίχοι από τη συλλογή της Παυλίνας
Παμπούδη Ο ΕΝΟΙΚΟΣ 1989 κι άλλα αποσπάσματα απ’ αυτή τη συλλογή όπως ανθολογήθηκαν στο μικρό ανθολόγιο της ποιήτριας ΤΙΜΑΛΦΗ, εκδόσεις
Ροές 2007]
ΘΑ ΕΡΧΟΝΤΑΙ ΟΛΑ
ΜΕ ΤΗ ΣΚΙΑ ΤΟΥΣ ΚΑΙ ΤΗ ΜΟΙΡΑ ΤΟΥΣ ΟΠΩΣ ΤΑ ΟΝΕΙΡΕΥΤΗΚΑ…
(αποσπάσματα από τη συλλογή
της Παυλίνας Παμπούδη ΕΝΟΙΚΟΣ 1989)
Και θα γνωρίσεις
Τον ένα μες στον ύπνο του άλλου
(……………)
Είχα μια πόρτα τότε.
Έβγαινε πάντα στην ίδια εξοχή
Έκταση εκτατή όσο το άντεχα
Δένδρα σηματοδότες, δένδρα πτυσσόμενα
Που κλείναν τα κλαδιά τους ξαφνικά
Μ’ ένα ξερό κροτάλισμα και βράδιαζε.
Τι συλλογίζονταν αυτές οι πέτρες;
Επιτρέπαν λίγο στο επιπόλαιο χορτάρι
Συχνά εκτοξεύαν μια ακρίδα
Αποσβολώνανε μια σαύρα.
Ανάμεσά τους, τσίριζαν
Τα μικρά μου χρόνια σε τυφλόμυγα.
Έπαιζα –
(……………..)
Και φάνηκε στην πόρτα ένας με πολιτικά
Και σα να θόλωσε ο αέρας
Και ντιντινίσαν τα φαντάσματα των γυαλικών
Μέσα σ’ έναν μπουφέ που δεν υπήρχε.
Και φύσηξε ξεθυμασμένος τρόμος
Γιατί κι άλλες φορές πριμ, ήμουν Εβραίος.
Κι έπεσε χωρίς θόρυβο ο πολυέλαιος
Που θα ’σπαγε αλλού
Εκεί, αλλού που θα γινόμουνα μαμούνι
(………………)
ΕΙΧΑ ΤΟΤΕ ΕΝΑ ΠΑΡΑΘΥΡΟ
ΚΑΙ ΑΝΟΙΓΟΚΛΕΙΝΕ ΨΗΛΑ:
(…αν προφτάσεις να δεις, αν
προφτάσεις να πηδήξεις…)
Γέρασα ύστερα και είπα,
Θα πλησιάζει οχτώ. Πλησίαζε και χθες.
Μέχρι στιγμής, τα καταφέρνω.
Αδειάζοντας το ποτήρι τούτο
Κοίταξα με προσήλωση στον πάτο.
Το ξέρω είπα. Οι πυθμένες όλοι
Επικοινωνούν
Από υπόγειο ρεύμα σε υπόγειο ρεύμα
Γάλα, αίμα, οινόπνευμα
Θάλασσα, αγωγός, υπόνομος.
Για να με ψάχνουν,
Για να με ψάχνουν στα τυφλά
Τα μισοβυθισμένα πράγματα –
Μ’ έψαχνε ακόμα η μνήμη
Κάποιων άλλων. Πλοκάμια με θηλές,
Φτερά τι μαύρα. Πλαταγίζοντας φριχτά
Χωρίς αέρα. Μ’ έψαχνε, δε βρισκόμουν
Πουθενά
Σε καμιά ημερομηνία γνωστή.
Άδεια νερά, είπα, παλεύω να βρεθώ
Κεφαλόποδο τέρας, μαλακή γαστέρα,
Δόλωμα στ’ άπατα
Να τινάξω μελάνι, να χύνομαι σπάζοντας
Προς τα πίσω κίνηση, το φράγμα του χρόνου.
Άδεια σκεπάσματα παλεύω, είπα…
[αποσπάσματα από τη συλλογή της
Παυλίνας Παμπούδη Ο ΕΝΟΙΚΟΣ 1989]
ΝΑ ΒΡΕΘΩ ΞΑΝΑ
Σ’ ΑΥΤΗ ΤΗ ΖΩΗ ΣΑ ΣΕ ΒΑΘΙΑ ΓΕΡΑΜΑΤΑ…
(… ζω, είπα, επικίνδυνα…
προσέχοντας, ωστόσο, κάθε τόσο να ξυπνάω…)
Τότε μεγάλωσα ξανά και είπα: Σα να ’ζησα κιόλας πολύ. Σ’ αναίτιες ζωές, σ’ αλλόκοτες αιρέσεις. Καιγόμουνα παντού. Καπνίζω ακόμα. Με το πρόσωπο ωχρό απ’ αυτά Που δεν μπορώ να δω Και με κοιτάνε. Είχα μια πόρτα πρώτα. Μετά, ένα παράθυρο. Τώρα, καταπακτή!.. Και το πηγάδι είμαι Κι αυτό που σκύβει μέσα Και τ’ αντλούμενο Κι αυτό που έρχεται να σπρώξει – (…) Καταλαβαίνω, είπα, ο καιρός Ετοιμάζεται πάλι να γυρίσει σε κήπο κλειστό. Ήσυχα.
Επειδή τώρα, έξω, το ξέρω Θα
υπάρξει πάλι Θάλασσα για το
ταξίδι!.. Άμμος ψιλή από το κάποτε βουνό Κι άνεμος αλήτης Απ’ τα μελλούμενα… (στίχοι
από τη συλλογή της της Παυλίνας Παμπούδη Ο ΕΝΟΙΚΟΣ 1989 εδώ από τη το Μικρό
Ανθολόγιο: ΠΑΤΛΙΝΑ ΠΑΜΠΟΥΔΗ ΤΙΜΑΛΦΗ, εκδόσεις Ροές 2007)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου