Δευτέρα 12 Σεπτεμβρίου 2022

ΚΑΘΕ ΠΟΥ ΘΕΛΩ ΝΑ ΤΙΜΩΡΗΣΩ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΜΟΥ ΛΙΓΟΣΤΕΥΩ ΤΙΣ ΦΟΡΕΣ ΠΟΥ ΣΕ ΚΟΙΤΑΩ!..

 (…ύστερα από τόσες μεταγγίσεις χρόνου στην εξασθενημένη ώρα…)


Τα μαλλιά σου

δυο  δεμάτια φλόγες   σπάταλες κι απαιτητικές!..

Τα μαλλιά μου -  (μα πώς αδειάσαν τα μαλλιά μου…)

 

Γερνάμε!.. 

 

Κι η άκρη του νυχιού σου αν αγγίξει

το σοβαρό κι υπεύθυνο οπτικό πεδίο μου

είδωλα σπουδαία σαρώνονται μεμιάς.

 

(Ποσοτικές συσσωρεύσεις   πολύ επικίνδυνες…)

 

Από παντού η φωτιά!..

Κι όμως τα ρόδα ψάχνουν για τη θέση τους

λίγο πιο κείθε από τον ίσκιο σου

λίγο πιο δώθε από τη σάρκα σου!..

 

Τα ρόδα   κι η φωτιά   που δεν μπορούν να σ’ αντικαταστήσουν.

(Η ΠΟΙΝΗ στον τίτλο, ΗΛΙΚΙΕΣ, ΤΟ ΑΛΜΑ ΠΟΥ ΔΕΝ ΕΓΙΝΕ και ΔΙΑΠΙΣΤΩΣΕΙΣ ΓΝΩΣΤΩΝ ΠΡΑΓΜΑΤΩΝ   από τη συλλογή του Τίτου Πατρίκιου ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ ΠΕΤΡΑΣ 1953 – 1954  – συγκεντρωτική έκδοση ΤΙΤΟΣ ΠΑΤΡΙΚΙΟΣ ΠΟΙΗΜΑΤΑ α 1943 -1959]

 



ΑΠΟΓΕΜΑ

(από τη συλλογή του Τίτου Πατρίκιου ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ ΠΕΤΡΑΣ 1953-54):

Δυο πόδια που αναπαύονται

σταρένια, γερτά από το πεζούλι.

Κι ο κήπος με το πιο καλό πηγάδι, τις ροδακινιές.

Βαθύσκιωτα πόδια, πόδια σιωπηλά

να σκίζουνε με μια μικρή τους κίνηση το φως.

(Ούτε αναζήτηση ούτε προέκταση

μη με ρωτάς αν είδα   μη με ρωτάς αν ξέρω)

 

Δυο γυμνωμένα πόδια που αναπαύονται

αντίκρυ στο ηλιοβασίλεμα!..

 

ΕΥΓΝΩΜΟΣΥΝΗ

Ω τα μαλλιά σου…

καθώς τα χτένιζες, άπλωνε γύρω μας

ένα δασάκι λεμονιές.

Λέγαμε: «Τι τα θέλει αυτά, μέσα στις πέτρες

και τ’ αλάτι που σφίγγεται η ζωή μας»

Όμως κρυφά σ’ ευγνωμονούσαμε.

Και τράβαγε η ματιά μας νικημένη

του λαιμού σου την απρόσιτη ανηφοριά

ώσπου χανότανε στα φωτεινά μαλλιά σου.

Κι όταν το βράδυ ανάβλυζαν απ’ το λευκό σου μαξιλάρι

και πλημμυρίζαν τους γυμνούς σου ώμους

εμείς το νοιώθαμε

από τη μοναξιά μας που λιγόστευε.

 

ΠΛΑΙΣΙΟ ΣΤΟ ΦΩΣ

(… έβγα στο παραθύρι  κρυφά απ’ τη μάνα σου

και κάνε πως ποτίζεις τη μαντζουράνα σου…):

Ούτε μάνα εδώ, ούτε ένα χάδι,

ούτε μια γλυκιά κουβέντα,  τα λόγια

φτάνουν αλλαγμένα στον προορισμό τους,

δε φτάνουν,   δεν ξεκινούνε καν,  μένουν

στους τοίχους καρφωμένα να ψήνονται σαν τα χταπόδια.

Ούτε μάνα,  ούτε μια γλάστρα να ποτίσεις,

γλυφό νερό, αρμυρός αγέρας, τα πρόσωπα

παίρνουν μιαν όψη αγάλματος έτσι που δένεται

η σάρκα με τ’ αλάτι –

μα εσύ ακόμα έβγαινες τα πρωινά στο παραθύρι

τυλιγμένη τη ζεστή αντηλιά του ύπνου

και μέσα απ’ την τριανταφυλλιά σου νυχτικιά

ένα ποτάμι φως χυνόταν στη διψασμένη μέρα!..

 

Τόσο σπάταλη στο φως – ίσως το μάντευες

που η αντοχή σου στέρευε…

[από τη συλλογή του Τίτου Πατρίκιου ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ ΠΕΤΡΑΣ 1953 - 1954 που περιλαμβάνεται στη συγκεντρωτική έκδοση ΤΙΤΟΣ ΠΑΤΡΙΚΙΟΣ ΠΟΙΗΜΑΤΑ Α 1943-1959, εκδόσεις ΚΙΧΛΗ 2017]

 

ΣΥΛΛΑΒΕΣ

(από τη συλλογή του Τίτου Πατρίκιου ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ ΠΕΤΡΑΣ 1953-1954)

Κι ό,τι απόμεινε από το πέρασμά σου

σιγά – σιγά ο χρόνος το λειαίνει

σαν ένα βότσαλο της ποταμιάς.

Μονάχα πια για τ’ όνομά σου είμαι σίγουρος.

Κι όλο το λέω, το ξαναλέω μπρος στη θάλασσα

μήπως και κάποια νύχτα,

όταν μας πνίγουνε τα σύρματα κι η πέτρα,

το χρειαστώ σα λέξη σωτηρίας

κι ανακαλύψω αιφνίδια πως κι αυτό έχει σβήσει!..

 

ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ ΤΟΥ 1953

(στον Τάσο Σπυρόπουλο)

Δυο ποιητές  

μιλάνε μες τη νύχτα   για κείνες που αγάπησαν

και τώρα πια βρίσκονται τόσο μακριά…

Χαμένες!..

Ο πρώτος

ξέρει πως τον άφησε   για κάποιον δικηγόρο

και πονάει!..

Ο δεύτερος

ποτέ δεν έμαθε   ποιος ήταν ο άλλος!..

(καμιά φορά κάνει φανταστικές συγκρίσεις

καμιά φορά πιστεύει πως ο άλλος δεν υπήρξε…)

Όμως κι αυτός πονάει.

Κι οι δυο τους είναι βέβαιοι

πως με την Ποίηση   μπορούν θαυμάσια να τις εκδικηθούν!..

 

Α, με την Ποίηση…
[από τη συλλογή του Τίτου Πατρίκιου ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ ΠΕΤΡΑΣ 1953 – 1954]

 

ΣΥΖΗΤΗΣΗ

(από τη συλλογή του Τίτου Πατρίκιου ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ ΠΕΤΡΑΣ 1953-54):

Καθόμαστε στη σκηνή ενός συντρόφου

και κουβεντιάζαμε ως αργά.

«Η απόδειξη της αγάπης…»   «Η άγνοια του έρωτα…»

Μια Τρίτη σκέψη ανείπωτη   διέσχιζε τη συζήτηση

κουβαλώντας στους ώμους της τη νύχτα

σαν πληγωμένο στρατιώτη.

 

ΝΕΚΡΗ ΦΥΣΗ

Ένα παλιό μπουκάλι

το λουλούδι

πρωί και βράδυ

χωροφύλακες

 

Οι αράχνες   απλώναν κιόλας τις πήλινες κλωστές τους

 

ΜΠΑΡΟΥΧ ΣΠΙΝΟΖΑ

Διάβασα και ξαναδιάβασα   το βιβλίο σου.

(Κανείς δε γίνεται να νιώσει   το πόσο τ’ αγαπώ)

 

Κι όμως

ούτ’ ένα πάθος   δεν μπόρεσε να μου νικήσει!..

 

ΣΤΑΣΕΙΣ

Από τη στάση μου   προς τη ζωή

βγαίνουν    τα ποιήματά μου,

 

Μόλις υπάρξουν

τα ποιήματά μου

μια στάση μου επιβάλλουν

αντίκρυ στη ζωή!..

[από τη συλλογή του Τίτου Πατρίκιου ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ ΠΕΤΡΑΣ 1953 - 1954 που περιλαμβάνεται στη συγκεντρωτική έκδοση ΤΙΤΟΣ ΠΑΤΡΙΚΙΟΣ ΠΟΙΗΜΑΤΑ Α 1943-1959, εκδόσεις ΚΙΧΛΗ 2017]

 

ΟΙ ΣΤΙΧΟΙ, 1

(από τη συλλογή του Τίτου Πατρίκιου ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ ΠΕΤΡΑΣ 1953-54)

Οι στίχοι, σαν τα παιδιά.

Μέσα στα σπλάχνα μεγαλώνουν με μυστικούς θορύβους,

πονάνε μέσα σου, αρρωσταίνουν,

παίρνουν απρόσμενα τ’ ανάστημά τους,

μια μέρα σηκώνουνε κεφάλι

ενάντια σε σένα που τους γέννησες,

όσο να φύγουν κάποτε οριστικά

και να μην είναι πια δικοί σου μόνο!..

 

ΠΟΙΗΤΙΚΑ ΑΝΑΜΟΡΦΩΤΗΡΙΑ

Σκέψου αύριο τους στίχους σου

να τους περιμαζεύουν σε ιδρύματα

να τους αναμορφώνουν, να τους πειθαρχούν

και να τους παρατάσσουν σε επίσημες εκδόσεις!..

 

CONTEMPLATIO

Όχι από τώρα.

Είναι πολύ νωρίς

για μια γεροντική σοφία

 

ΒΡΟΧΗ

Τούτη η βροχή καλή που θα ’ταν

αν ήμουν τώρα σ’ ένα σπίτι…

Μα εδώ τρυπάει τη σκηνή

μουλιάζει τις κουβέρτες, τα ρούχα, τα βιβλία.

Και  πώς θα κατορθώσεις να την αγαπάς

χωρίς να συνηθίζεις;

 

ΤΑΧΥΔΡΟΜΙΚΟ ΔΕΛΤΑΡΙΟ

Πότε επιτέλους θα το καταλάβεις

πως δε γινήκαμε άγγελοι.

Παραμένοντας άνθρωποι

με κόκαλα και σάρκα

σε χαιρετούμε!..

[ από τη συλλογή του Τίτου Πατρίκιου ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ ΠΕΤΡΑΣ 1953 – 1954]


ΣΟΝΕΤΟ

(προς Κώστα Κουλουφάκο και Τάσο Σπυρόπουλο)

Λεπταίσθητοι δυο ποιητές, μελαγχολικοί κι ωχροί

για βόλτες ασυγκράτητοι τραβούν στην παραλία

μα επιρρεπείς εξαίσια προς κάθε ατασθαλία,

στραμμένον έχουν συνεχώς το νου τους στο κεχρί,

 

ορμούν στου Ντάιμα αγέρωχοι κι αρπάζουν αγκαλιά

δυο φεγγαρίσια, ολόχρυσα, ποιητικά πεπόνια.

Ω, που παντοτινή να τους σπιλώσει καταφρόνια

ολόκληρα τα τρων χωρίς ν’ αφήσουνε σταλιά.

 

Ενδίδοντας στου αμαρτωλού πάθους την ηδονή

το φίλο τους ξεχνούν και δεν του παν μια φέτα κρύα

ενώ το ξέρουμε καλά πόσο κι αυτόν δονεί

 

η τολμηρή απόλαυση, του πεπονιού η λατρεία.

Αυτά δυο ποιητές προς συντεχνίτην οιονεί

εν έτει χίλια εννιακόσια πεντήκοντα και τρία.

 

ΕΠΙΜΟΝΗ

(από τη συλλογή του Τίτου Πατρίκιου ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ ΠΕΤΡΑΣ 1953-54)

Φεύγοντας το μεγάλο σύννεφο που δεν το βλέπαμε.

Τα θερινά καπέλα ακόμα στο τραπέζι τα θερινά αναγνώσματα

εκείνη η φιλική συγκέντρωση που λέγαμε

έπειτα ο Κίμωνας αρρώστησε, έπειτα

μου είπε στο σταθμό πως η αρρώστια  του ήταν ψεύτικη

για ν’ αποφύγει το ραντεβού με τον Αλέξη.

Κι ήρθαν τα τραίνα αχνίζοντας μ’ άγριους προβολείς

με στοιβαγμένους τους ανθρώπους σαν τσουβάλια

με τραγούδια της Θεσσαλίας που ακούγανε σήραγγες τη νύχτα.

Περαστικά δένδρα ξαφνικά φωτισμένα, καλώδια,

μια μάντρα, ξερατά στις πλάκες, η φρουρά.

Άδειασε ο χώρος που άλλοτε γεμίζανε οι φίλοι σου

δεν κράτησε ούτε το σχήμα τους ούτε το σχήμα σου.

Άλλοι άνθρωποι, σκυφτοί, με σηκωμένους γιακάδες

ψάχνουν τις τσέπες για τις παλιές συστατικές επιστολές

που ο παραλήπτης τους πέθανε,

ψάχνουν, ξεχνάν τι γύρευαν, ξεχνάν πως έχουν χέρια.

Το σύννεφο είναι μεγάλο

δεν το κρατάει καμιά επιστροφή

λυγίζει αργά η πόλη.

Και το φταίξιμο είναι μεγάλο

και το έγκλημα κι ο θάνατος κι ο φόβος.

Αυτό το σύννεφο κάποιος πρέπει να το κρατήσει.

 

ΑΠΟΥΣΙΑ

Μυρουδιά νοσοκομείου.

Άρρωστοι απ’ τους κανονικούς θαλάμους

λιάζονται στην αυλή

μ’ ένα παλιό παλτό, μια χλαίνη πάνω απ’ τις πιτζάμες.

Τώρα στο διπλανό μαγέρικο

θα ρίχνουν ένα τούλι πάνω στα απούλητα φαγιά

κι ένα παιδί σφυρίζοντας στις σκάλες…

Τον ξέρω εγώ το δρόμο του σπιτιού σου

απ’ όταν μαζευόμαστε στο αντικρινό οικόπεδο

να χαρτοπαίζουμε τα κλεμμένα λόγια σου.

Το δρόμο – μα για ποιο δρόμο λέω;

Α, θα τη σπάσω τούτη την άδεια σιωπή

θα φτιάξω ένα σχήμα από την απουσία σου

να το χαλάω όποτε θέλω εγώ.

Μυρουδιά νοσοκομείου και φυλακής κι αρρώστιας –

ας μην έχω πια στις τσέπες

ούτε δυο κέρματα κουβέντας σου.

Καλά λοιπόν.

Τραβάμε.

[ από τη συλλογή του Τίτου Πατρίκιου ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ ΠΕΤΡΑΣ 1953 – 1954]

 

ΣΚΗΝΗ Γ9

Η κοιλιά της νύχτας σέρνεται στο στρατόπεδο.

Η λάμπα, τι να σου κάνει η λάμπα,

φυλακισμένη η φλόγα στο γυαλί.

Σύντροφε κοιμάσαι;

Η δύναμή σου ανάσα

κρατάει το ρυθμό του ταξιδιού μας.

Το ξέρω απ’ όλους λιγομίλητε αδελφέ μου

πως ήσουν το πρώτο παλικάρι του χωριού σου

άσπρισαν τώρα τα μαλλιά σου

παντρεύτηκε η κοπέλα σου.

Σύντροφε κοιμάσαι;

Τόσα χρόνια δίχως σεντόνι

δίχως δροσιά μαξιλαριού.

Λένε πως κίναγες για το χωράφι

πάντα μ’ ένα βιβλίο στην τσέπη

κι ο πατέρας σου ακόμα περιμένει

σα μιαν ελιά στην πόρτα του σπιτιού.

Σύντροφε κοιμάσαι;

Τα χέρια σου ψάχνουν στο σακί του ύπνου

κάτι να βρούνε να μοιράσουν.

Όπως το λες, πρέπει να γίνουμε καλύτεροι.

Εφτά χρόνια, οχτώ χρόνια,

θα τον νικήσουμε και τούτον το χειμώνα!..

 

(απάντηση…)  ΜΙΑ ΕΝΑΛΛΑΓΗ ΖΩΗΣ ΚΑΙ ΘΑΝΑΤΟΥ; 

(… όχι, δεν είναι αυτό ακριβώς… Στα βράχια ετούτα η ζωή και ο θάνατος παράλληλοι, την ίδια στιγμή μας διαπερνούν…)

Απ’ το φεγγίτη πέφτει αργά η μαρμαρόσκονη του φεγγαριού  ασπρίζει τις μουντζούρες της γκαζιέρας, δίνει   σ’ ένα παλιό χαρτόκουτο την πρώτη του γυαλάδα   σαν τότε που ήρθε δέμα, σβήνει τις χαρακιές   απ’ τα πρόσωπα των συντρόφων, τα ξανακάνει λεία   σαν τότε που πρωτομπήκανε στο κίνημα…  Κοιμούνται αδελφωμένοι οι άνθρωποι και τα πράγματα   μονάχα ακούς το τρίξιμο του καραβόπανου καθώς σαπίζει   όλο σαπίζει κι η σκηνή κι θάνατος κι ο ύπνος – ώρα να βρέξει πια, να γίνουν όλα λάσπη,   χωρίς καμιά ψευδαίσθηση, έτσιπου μέσα από τη λάσπη   να ξαναγεννηθούν, αν το μπορούν, μέσα στο φως!..  (ΝΥΧΤΑ ΣΤΗ ΣΚΗΝΗ από τη συλλογή του Τίτου Πατρίκιου ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ ΠΕΤΡΑΣ 1953-1954… ΠΡΟΦΑΣΗ για κάτι που ξεκίνησε να γράψει ο Ποιητής μα το ξέχασε. «Δεν υπήρχε τίποτα άλλο από σένα…»]

Δευτέρα, 12 Σεπτεμβρίου 2022

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΛΑΝΘΑΣΜΕΝΕΣ ΤΑΥΤΙΣΕΙΣ

  (… στη μέση της νυκτός το άσπρο μάτι του θεού βγαίνει στους δρόμους…) Δυο κορίτσια με κοιτάνε   επίμονα και μου μιλούν  με πυκνά επίθε...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ