(… σαν το κουπί που λάμνει όλο και πιο πέρα…)
Σιγά ανθίζει, σιγανά το μελαγχολικό αστείο δένδρο.
Έχει κι αυτό κνήμες.
Ναι, υπάρχει ένα τριαντάφυλλο στο
χέρι του!..
Αργότερα θα μάθω πως η Ασίγια – χαν ήταν μαιτρέσα του
και πως μαζί οι δυο τους άναβαν τ’ αστέρια το χειμώνα!..
[Μότσαρτ]
Θυμάμαι λίγο μια άμαξα στενή πάνω στη γέφυρα
μαύρο νερό
μια τρομερή μαύρη βάρκα ένα θαμπό γυάλινο κλάμα
Προσθέτω ένα δυνατό συναίσθημα
απόλαυσης
σαν το κουπί που λάμνει όλο και πιο
πέρα
[ΤΙ ΕΙΔΟΥΣ ΜΟΝΑΞΙΑ ΧΡΕΙΑΖΕΤΑΙ Ο
ΠΟΙΗΤΗΣ
άσπρο στο άσπρο του μυαλού του η
σελίδα
αναρωτιέται προεισαγωγικά η Μαρία
Λαϊνά στη συλλογή της ΡΟΔΙΝΟΣ ΦΟΒΟΣ 2002.
Ακολουθούν επιλογές από τον
ΧΡΟΝΟ, πρώτη ενότητα αυτής της συλλογής,
εδώ αντιγραφή και επικόλληση από τη συγκεντρωτική έκδοση: ΜΑΡΙΑ ΛΑΪΝΑ ΣΕ ΤΟΠΟ
ΞΕΡΟ Ποιήματα 1970 – 2012, εκδόσεις Πατάκη 2015]
ΥΠΑΡΧΕΙ ΟΝΕΙΡΟ ΠΟΥ ΔΕΝ ΘΑ
ΑΠΟΚΟΙΜΗΘΕΙ ΣΤΟ ΛΙΚΝΙΣΜΑ ΤΟΥ ΠΡΩΙΝΟΥ
(… κάτι που όταν το
ξυπνήσουμε να είναι εκεί… η άκρη απ’ το βαθύ του ρούχο έστω; )
Και στράφηκα εγώ
γιατί υπήρχε κίνδυνος να
εξαφανιστεί
και είχα δώσει την καρδιά μου
για να το κρατήσω
Και είδα, και να!
τον ψίθυρο μιας ομορφιάς όπως
θα βγαίνει από το χώμα
ή από τα νερά, και τα νερά στο
χώμα
ή από τον ύπνο στον αέρα κι
απ’ τον αέρα πουθενά
-υπάρχει όνειρο που δεν θα
αποκοιμηθεί στο λίχνισμα του πρωινού;
κάτι που όταν το ξυπνήσουμε να
είναι εκεί;
η άκρη από το βαθύ του ρούχο
έστω, τ’ ασημένια του παπούτσια
το πέρασμά του, αν δεν θέλει
να σταθεί;
Α, τι λύπη, τι λύπη τι μεγάλη λύπη.
Θα πάμε στους νεκρούς χωρίς ν’
αγγίξουμε τον έρωτά τους
[ΚΑΠΝΟΣ από τη συλλογή της Μαρίας
Λαϊνά ΡΟΔΙΝΟΣ ΦΟΒΟΣ 2002]
ΝΟΤΟΣ
(από τη συλλογή της Μαρίας
Λαϊνά ΡΟΔΙΝΟΣ ΦΟΒΟΣ 2002)
Απ’ τη βροχή εκείνης της
ημέρας κι έπειτα άλλαξε ο καιρός.
Τα μονοπάτια στριμωχθήκανε
ανάμεσα σε ύπουλα κομμάτια
βράχου
κι ο ελαφρύς ιριδισμός των
πρωινών
στεγάστηκε κάτω από επίβουλα
φτερά.
Στη βόρεια ακτή, εκεί που
φώναζα
η μυρωδιά της θάλασσας και τ’
άρωμα των λουλουδιών
κόπηκαν ξαφνικά, και
ξαναχτίστηκε το σπίτι μόνο του.
Α, η χαρά του κήπου την αυγή
εκεί που μ’ έθαψε ο σκληρός
αφέντης μου·
αυτή η ομορφιά σαν θερισμός
ακούγεται.
Φυσικά η φωνή είναι πολλές
φωνές.
Κάποιες κατάφεραν να γίνουν ευδιάκριτες
λίγες πιο δυνατά
οι πιο πολλές θα γίνουνε στο
χρώμα - βαλές ή ντάμα -
και θα ξεριζωθούν με τρόπο
σχετικά ιδιωτικό.
Οι εραστές που πρέπει να
χωρίσουν θα χωρίσουν
εύκολα το γεφύρι γίνεται
ποτάμι.
ΤΟ ΣΤΡΙΨΙΜΟ ΤΗΣ ΒΙΔΑΣ
Αν είναι εκεί και περιμένουν
δεν θα πεθάνει τίποτα ποτέ.
Γι’ αυτό μην πας
μην ξανανοίξεις τα κλειστά
δωμάτια
γιατί παρόλο που τελείωσε,
τελείωσε
θα είναι κει και θα
παραμονεύουν
θα πνίγονται στο γέλιο μέσα
στην τσαγιέρα
η θα κουνιούνται ρυθμικά μέσα
στην σκάφη.
Α ναι σε μια γλιστερή εποχή
η φαντασία θα αποδειχθεί
ανθεκτικότερη
μπούκλες, προτεταμένα δάχτυλα
και μορφασμοί
αβρά χεράκια κι άσεμνες
λεξούλες
θα σ’ εξωθήσουν στην
αναπαράσταση της φρίκης
και θα σε ταπεινώσουν με την έσχατη
ταπείνωση.
Α ναι, α ναι πάνω σε ροδαλά ανάκλιντρα
πίσω από άδολες κουρτίνες
και μέσα σε μια ήπια
διεστραμμένη αναπνοή
μ’ απίστευτη αδημονία θα σε
περιμένουν
γι’ αυτό παρόλο που τελείωσε,
τελείωσε
κι εσύ ποτέ ξανά δεν βρέθηκες
εκεί
μην πας, μην πας
γιατί ό,τι ήταν θα ξανασυμβεί.
Όλη η ξενοιασιά σου θα
πεθάνει.
Δεν μιλάς και θα τρέμεις.
Δεν θα σε περιμένει καμιά
γνώση
ανάμεσα στις εποχές.
Το δένδρο του ανέμου θα σε
πάρει έξω.
Φόβος
χειρότερος πάντα
ρόδινος φόβος
πριν τι, από τι
ο φόβος του φόβου
ο φόβος μη σε παραλύσει.
[από τη συλλογή της Μαρίας Λαϊνά
ΡΟΔΙΝΟΣ ΦΟΒΟΣ 2002]
Η ΑΦΗΓΗΣΗ
(από τη συλλογή της Μαρίας
Λαϊνά ΡΟΔΙΝΟΣ ΦΟΒΟΣ 2002)
Είμαι ο Έρικ Σέλτον,
φαροφύλακας
παρακολούθησα από κοντά τα
γεγονότα
γιατί στα χρόνια μου έπρεπε να
κοιτάζεις.
Στάθηκα μπρος λοιπόν και
κοίταξα
παρόλο που για ώρες πριν
ένιωθα μόνος
στάθηκα και τα είδα όλα
σχεδόν με κάποια ευχαρίστηση
ελπίζω να με συγχωρέσει ο
Θεός.
Ήτανε καλοκαίρι από τη μία
όχθη ως την άλλη
το λέω αυτό αν και δεν έχουν
σημασία πια οι εποχές
έτσι γιατί πιστεύω ότι κάποιος
κάποτε θα θυμηθεί
πώς είναι να διψούν οι κήποι
και τα σώματα
ή πώς μπορεί ν’ απλώσει το
βουνό τις παπαρούνες
άστατες και πιο κόκκινες
εντέλει
απ’ την κοιλιά της όμορφης
γυναίκας.
Ήτανε καλοκαίρι, ναι
έλειπε και το χνούδι και η
θλίψη
κι εγώ ήμουν ο Έρικ Σέλτον,
φαροφύλακας στο Νόρθερν Εντ
που κοίταζε και είδε τη σιωπή
στον ουρανό
τα πλαδαρά σαρκώδη χείλη, τα
βολβώδη μάτια
το χόρτο το χλωρό να καίγεται
κι ότι καιρός δεν ήταν πια.
Η ΦΥΣΗ ΤΟΥ ΠΡΑΓΜΑΤΟΣ
Πολύ πιο όμορφο απ’ το
κανονικό
χωρίς ν’ αφήσει ίχνος πίσω του
ούτε στα χόρτα ούτε στο καμένο
χιόνι
έπεφτε απ’ την καμινάδα κι
απλωνόταν
τραυλίζοντας ένα
μισοτελειωμένο φως
ακατανόητο και παγωμένο
τίποτα πια δεν έμενε ακίνητο
τη νύχτα
και τίποτα πάνω στη γη δεν
έμοιαζε με τίποτα
όλοι έχουν προχωρήσει ώρες
Υπήρχε κι ένας άλλος ήχος
που αντιστάθηκα στον πειρασμό
να τον ακούσω·
αρκεί η θέα για τη νοσηρή μου
φαντασία
κι ό,τι αρχίζει ως τον βάλτο
να ρίξω ένα ρούχο πάνω σ’ ό,τι
έμεινε
μπόρεσα τελικά να μείνω
Μια ξαφνική γαλήνη που τον
πέταξε από το δρόμο
μάτια χρυσά χωρίς να ξέρει
πού θα πάει
το κοντινό του δένδρο είχε
γίνει μακρινό
Πού η ωραία πεθαμένη και το
γόνατό της
πού η υδρία του λαιμού στα
δάχτυλα.
Λίγο ακόμα θα βαδίσει, λίγο θ’
απορήσει ακόμα
τα μέλη του έχουν λυθεί
γλυκύτερα
από το παρελθόν και από το μέλλον,
και
«ω μη μ’ αφήνεις τώρα, μη μ’
αφήνεις
δεν θέλω άλλο να ξαπλώσω στο
θολό ποτάμι»
[από τη συλλογή της Μαρίας Λαϊνά ΡΟΔΙΝΟΣ ΦΟΒΟΣ
2002]
ΣΙΩΝ
(από τη συλλογή της Μαρίας
Λαϊνά ΡΟΔΙΝΟΣ ΦΟΒΟΣ 2002)
Απ’ τη στιγμή που μόνο να περνά μπορεί και να σωπαίνει
το βήμα μας δεν άφησε κανέναν ήχο
κι αυτό μας κράτησε για χρόνια δίχως πόθους.
Εμφανιστήκαμε λοιπόν σον κήπο
χωρίς να περιμένουμε, άκου καλέ μου,
χωρίς να περιμένουμε την ανταπόκριση των ζωντανών·
μια ώρα τόσο φοβισμένη
κανείς δεν ψηλαφίζει πρόθυμα το φεγγαρόφωτο.
Πιασμένοι από αυτό τ’ ωχρό κι ανεξιχνίαστο κενό
όπως ο έρωτας απ’ τη συνεύρεση των λέξεων
καθίσαμε εκεί και κλάψαμε, άκου καλέ μου,
γιατί ακόμα και στις καλαμιές φυσούσε
μια άφατη γλυκιά μελαγχολία.
Να, είπα τέλος, μόνο
και μόνο για να μην
αποκομίσετε μια λανθασμένη εντύπωση
δείτε πόσο απόμακρη είναι η ομορφιά μας
πόσο αφύσικη η καλοσύνη μας
και πόσο τρυφερά, άκου καλέ μου,
ο θάνατος μας εμπιστεύεται τα μυστικά του
Οι εποχές έχουν χαθεί
στο Χάλτσον όμως θα είναι όμορφα
η αμεριμνησία του φωτός εκεί φαγώνεται από τα σύννεφα
κι οι ώρες θα γυρίζουν με ελαφρά σκιρτήματα.
Καρφιά κι αγκάθια δεν θα μας εμπόδιζαν
να φτάνουμε ως το νερό και να μουσκεύουμε τα δάχτυλά μας
το άρωμα απ’ τα φύκια της ακρογιαλιάς
θα περιέπαιζε μια ατελή γεύση ζωής
που μύριζε γλυκά αλλά εντέλει ανυπόφορα!..
Οι πόρτες θα ’κλειναν στο πέρασμά μας
και σαν σκοτείνιαζε θα μας κοιτούσαν
πίσω από παράθυρα με φρίκη
δεν θα γερνούσαν τα μαλλιά μας
θα βλέπαμε τη νύχτα μ’ ανοιχτά τα μάτια.
Αλλού από τη χλωμή πραγματικότητα
όπως αστράφτει ο άνθρωπος όταν πεθαίνει
18 Αυγούστου 1980
Ζω σ’ ένα βάθος
μοχθηρίας και ψέματος
σ’ ένα ταγγό πολτό
σ’ ένα φαρμακερό λουλούδι·
σκέψου την κούκλα και τα χαλασμένα μάτια της
το σκουριασμένο νόμισμα πίσω απ’ το νερό
σκέψου το θάνατο και την παλιά του αγάπη
όχι αυτή την άνοστη νωθρή κατάσταση που είναι ο νεκρός
και σ’ εξαντλεί και πας
μιλώ για καθαρό χρυσάφι
για το σπιρούνι του καιρού
το ξέφρενο σκυλί του
το πύον στην καρδιά.
Ζω σ’ ένα βάθος που είμαι εγώ
σ’ ένα πηχτό σκοτάδι ίσο
ζω μυστικά!..
Αδιάκοπα ξανάρχεται αυτός ο άνεμος, ο ήλιος, η βροχή
αλλά ας μην υπερισχύσει εναντίον μου ο άνθρωπος
ΝΤΡΑΑ ΒΑΛΕΫ
Φυσικά δεν υπήρχε ελπίδα
Αυτό το γνώριζε ο ήρωας
γι’ αυτό το πρόσωπό του μένει
σκοτεινό·
τα έχει όλα εφεύρει αυτός.
Φυσικά δεν υπήρχε ελπίδα
μάλλον πολύ
πολύ καιρό πριν
είχε σταθεί ανάμεσα στα
καμπανίσματα και τις φωνές
κι ύστερα πάλι είχε διασχίσει
το σκοτάδι του σκυφτός
[από τη συλλογή της Μαρίας Λαϊνά
ΡΟΔΙΝΟΣ ΦΟΒΟΣ 2002]
ΦΥΛΑΞΟΥ ΑΠ’ ΑΥΤΗ ΤΗ ΣΚΟΤΕΙΝΗ ΓΥΝΑΙΚΑ ΓΙΑΤΙ ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΟΥ
ΚΑΛΠΑΖΕΙ
(απόσπασμα από τις ΜΑΓΙΣΣΕΣ,
2η ενότητα στη συλλογή της Μαρίας Λαϊνά ΡΟΔΙΝΟΣ ΦΟΒΟΣ 2002)
Κι ανοίγει η τράπουλα της νύχτας μ’ ένα
κομμάτι απ’ το στήθος της ένα τρελό
κομμάτι. Ακόμα μια φορά την παίρνει ο
αέρας ή μάλλον γλιστρά οι φτέρνες δεν σηκώνονται. Νύχτα στη μέση του νησιού ο σκελετός μου φαγωμένος απ’ το χέρι
της ενώ οι μέλισσες και τα μυρμήγκια
οδηγούνται από τον ήλιο. Εκείνη όπου να
’ναι θα γυρίσει σπίτι περνάει στ’
αριστερό της χέρι τις αγριοφράουλες
σκύβει ελαφρά προς τη φωνή του, ήσυχα τον βλέπει τα κόκκινα μάτια της φέγγουν. Η πιο αδιάντροπη η ομορφότερη κάτω απ’ το μαύρο θόλο και την οξυδέρκεια
των άστρων θα μιμηθεί ξανά τη χάρη και
τη δύναμη ενός σπαθιού. Η μέθη που
καταλαμβάνει τις γυναίκες και που τα
νοσηρά φαινόμενα την ερωτεύτηκαν με πάθος
φριχτά την ήθελε, κι εκείνη μάλιστα της χύμηξε κι οι δυο με σκέλια ανοιχτά.
Παρασκευή, 5 Αυγούστου
2022
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου