Δευτέρα 1 Αυγούστου 2022

ΟΜΩΣ ΟΥΤΕ ΓΥΝΑΙΚΑ ΕΙΜΑΙ ΟΥΤΕ ΨΑΡΙ ΜΑ ΚΑΙ ΤΑ ΔΥΟ ΜΑΖΙ

 (… και δεν είναι μόνο δική μου αυτή η ιστορία…)


Στιλπνή είμαι, ασημένια    ψάρι είμαι ξεγλιστρώ.

Χάνομαι, χύνομαι,   ρέω, διαφεύγω.

Μόνο γυναίκα αν ήμουν,

αρχέγονη,  μυστική,  διονυσιακή,  κογχύλι,

γονιμότητα, αγγείο και ηχείο,  

αν ήμουν.

Όμως ούτε γυναίκα είμαι ούτε ψάρι

μα και τα δυο μαζί!..

Και  δεν είναι μόνο δική μου αυτή η ιστορία.

Είναι κι η ιστορία της γυναίκας – σταγόνα και της γυναίκας – χιόνι

της γυναίκας – σαύρα και της γυναίκας – αετός

μα και της Μαίρης, της Άννας,   της Ελένης, της Φρίντας

της Σύλβιας, της Ιωάννας και όλων των άλλων γυναικών

αθόρυβα αφήνουν πίσω τους τα χνάρια   από μικρά παπούτσια,

που γρήγορα εξαερώνονται στον χρόνο.

Είμαι γυναίκα – ψάρι.

Όταν πεθάνω θα γίνω μόνο ψάρι.

Θα κολυμπώ στ’ αστέρια!..

[ΓΥΝΑΚΙΑ – ΨΑΡΙ  από τη συλλογή της Χλόης Κουτσουμπέλη Η ΛΙΜΝΗ, Ο ΚΗΠΟΣ ΚΑΙ Η ΑΠΩΛΕΙΑ

και άλλα ποιήματα από αυτή τη συλλογή που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Νέα Πορεία το 2006]

 


Η ΛΑΘΟΣ ΕΡΩΤΗΣΗ

(από τη συλλογή της Χλόης Κουτσουμπέλη Η ΛΙΜΝΗ, Ο ΚΗΠΟΣ και η ΑΠΩΛΕΙΑ 2006)

«Θα μ’ αγαπάς για πάντα»;

ρώτησε η Αλίκη τον βιαστικό Λαγό

Μια καμπάνα χτύπησε κάπου μακριά,

τα τραπουλόχαρτα σωριάστηκαν με θόρυβο

κι ο λαγός χάθηκε στην τρύπα του.

«Με τι ο γράφεται η απώλεια;»

ρώτησε μια σοφή κάμπια  

που κάπνιζε την πίπα της   επάνω σ’ ένα μανιτάρι.

Η Αλίκη μίκρυνε απότομα

κι ύστερα βασανιστικά   άρχισε να μεγαλώνει!..

 

ΠΗΝΕΛΟΠΗ

Όλοι οι μνηστήρες φορούν την ίδια μάσκα,

τραγόμορφοι σκύβουν πάνω μου  

και με χαϊδεύουν   με δάχτυλα γεμάτα δαχτυλίδια.

Πού να ’ναι τώρα ο Οδυσσέας,

πόσοι μικροί σταλακτίτες    παγώνουν σ’ ένα δάκρυ,

γιατί ο ουρανός κοιμάται πάντα   με τα μάτια ανοιχτά,

γιατί ο Οδυσσέας είναι ξένος

και το όνομά μου Πηνελόπη

και δεν έχω δική μου ούτε στεριά, ούτε νησί,

ούτε πόλεμο να πολεμήσω,

ούτε Δούρειο Ίππο να κρυφτώ·

γιατί το φεγγάρι έχει πάντα ένα πρόσωπο κρυμμένο

σ’ ένα πηγάδι χωρίς βυθό;

Γιατί, τέλος, ό,τι ποίημα και να υφάνω

έχει για κλωστές βελούδινες γυναίκες

που λάμπουν για λίγο στο σκοτάδι

πριν σβήσουν για πάντα στη σιωπή;

 [από τη συλλογή της Χλόης Κουτσουμπέλη Η ΛΙΜΝΗ, Ο ΚΗΠΟΣ και η ΑΠΩΛΕΙΑ, Νέα Πορεία 2006]

 

ΠΕΡΣΕΦΟΝΗ

(από τη συλλογή της Χλόης Κουτσουμπέλη Η ΛΙΜΝΗ, Ο ΚΗΠΟΣ και η ΑΠΩΛΕΙΑ 2006)

Έξι μήνες σε νυμφεύομαι,

κορμί από πορτοκάλι, 

τσακάλια βδέλλες   κολλούν στη σάρκα μου,

σε τρώω κι ύστερα με τρως,

στολίζομαι με λάσπη

και το νυφικό   ξεσκίζουν δέκα τυφλοπόντικες.

Ύστερα επιστρέφω,   παρθενική και μόνη,

να μυηθώ στην Ποίηση!..

 

Έτσι από τον πηλό   πλάστηκε η ζωή!..

 

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ

Σωπαίνεις.

Σε λευκό μανδύα τυλιγμένος

μου διδάσκεις πόνο και ηδονή.

Τεράστιος ορθώνεται, πατέρα,

ο ίσκιος σου επάνω απ’ το βωμό.

Εραστής και ξένος   ο αγαπημένος δήμιος.

Βλέπεις, οι σκοπιμότητες.

Το διαζύγιο, ο ούριος άνεμος,

τα πλοία που δεν έφυγαν ποτέ   για τη χαμένη Τροία,

ο χρόνος που σταμάτησε,

ο θάνατος που με νυμφεύεται   αντί του Αχιλλέα.

Κόκκινος ο μανδύας σου από αίμα.

Κι εσύ φορά το μαύρο σου καπέλο

στρίβεις ατάραχος το πόμολο της πόρτας.

 

Το μόνο που χρειαζότανε ήτανε μια θυσία!..

 

ΣΤΙΓΜΗ - ΣΤΑΧΤΟΠΟΥΤΑ

Μεσάνυχτα.

Δώδεκα φαλακροί καλόγεροι σε ψάχνουν μες στη νύχτα.

Φόρα το γυάλινο γοβάκι σου   και πήδα στο κενό.

 

ΤΑ ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΑ ΡΟΥΧΑ ΤΟΥ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΑ

Ένα βρεγμένο φεγγάρι στάζει σιωπή

ο αυτοκράτορας φοράει καινούργια ρούχα

ντύνεται γυμνός τη μοναξιά του

[από τη συλλογή της Χλόης Κουτσουμπέλη Η ΛΙΜΝΗ, Ο ΚΗΠΟΣ και η ΑΠΩΛΕΙΑ, Νέα Πορεία 2006]

 

ΠΗΤΕΡ ΠΑΝ

(από τη συλλογή της Χλόης Κουτσουμπέλη Η ΛΙΜΝΗ, Ο ΚΗΠΟΣ και η ΑΠΩΛΕΙΑ 2006)

Πέτα μαζί μου μες στη νύχτα   κορίτσι από δαντέλα,

πάμε στη χώρα του Ποτέ

να βρούμε τα παιδιά που χάθηκαν  

κι εκείνα τα άλλα   που πονάει τόσο να τα βρούμε.

Στη χώρα του Ποτέ Ξανά

τα παιδιά δεν μεγαλώνουν,

ντύνονται Ινδιάνοι   και χορεύουν γύρω απ’ την πληγή.

Στη χώρα του Ποτέ Χωρίς

τα παιδιά δεν έχουνε μαμά,

ρίχνουν στις φλέβες τους χρυσόσκονη

για να πετούν και να ξεχνούν.

Έλα μαζί μου Γουέντυ των δακρύων,

(γι’ αυτό άλλωστε σε επέλεξα,

είσαι επίτιμος δοκιμαστής δακρύων,

ξέρεις τη γεύση και το χρώμα τους

και την παράξενη οσμή της νοσταλγίας),

υπόσχομαι να σ’ εγκαταλείψω

να πετά μόνη με την λευκή σου νυχτικιά

πάνω από το παλιό ρολόι του Λονδίνου,

(οι δείκτες του έχουν για πάντα σταματήσει

την ώρα που η μαμά εγκατέλειψε το σπίτι),

μα για αντάλλαγμα  

θα σου χαρίσω ένα ποίημα   από χρυσόσκονη και αίμα

και βραδινό αεράκι του Λονδίνου!..

 

ΠΙΝΟΚΙΟ

Θα κουραστώ, είπε ο Πινόκιο.

Με πιέζεις, θέλεις να σ’ αγαπώ

με βούλες και σφραγίδες

και κάποια στιγμή το ξέρω,

θέλεις να πάψεις να είσαι μαριονέτα από χαρτί

και να γίνεις αληθινό κορίτσι,

κι εγώ, ο Πινόκιο,

δεν αντέχω τα’ αληθινά κορίτσια,

τις ευχές και τις χαζοχαρούμενες νεράιδες,

γιατί, εγώ ο Πινόκιο

ζω μέσα στην κοιλιά μιας φάλαινας   που κλαίει!..

[από τη συλλογή της Χλόης Κουτσουμπέλη Η ΛΙΜΝΗ, Ο ΚΗΠΟΣ και η ΑΠΩΛΕΙΑ, Νέα Πορεία 2006]

 

ΤΟ ΗΦΑΙΣΤΕΙΟ ΚΑΙ Ο ΚΑΠΝΟΣ

(από τη συλλογή της Χλόης Κουτσουμπέλη Η ΛΙΜΝΗ, Ο ΚΗΠΟΣ και η ΑΠΩΛΕΙΑ 2006)

«Σχεδόν» απάντησε αυτός

«Μπορεί, άσε να δούμε,

είναι ρευστά τα πράγματα   μα δεν το αποκλείω»

«Καίγομαι», είπε αυτό.

«Σου στέλνω κάθε μέρα αχνιστά φιλιά,

κόκκινα περιστέρια από λάβα,

μου λείπεις».

«Είμαι απλώς πιο πρακτικός,

είναι στη μέση κι η δουλειά,

στο τέλος θα βρεθούμε,  αν όχι τώρα, ίσως μετά».

«Καλά», είπε τότε το ηφαίστειο   κι εξερράγη

κι όλα γύρω του πλημμύρισαν

δάκρυα καυτά κι ελπίδες

ενώ ο γκρίζος καπνός αδιάφορα

διαλύονταν ψυχρά μες στον αέρα.

 

ΝΥΧΤΕΡΙΝΟ

Ναι, κύριε,   μόνο για μια νύχτα.

Θα είναι το μικρό μας μυστικό.

Ένα ποτό ακόμη;

Ευχαρίστως.

Βλέπετε, τις νύχτες  φορώ ξένα κορμιά

και ταξιδεύω   τους καθρέφτες.

Γνωρίζετε τον Γουλιέλμο Τέλλο;

Ένα κόκκινο μήλο η ζωή μου

νήμα από άχνη ζάχαρη   εμποτισμένο σε ουίσκι.

Αν έχω αδυναμία στο ποτό;

Μετά την Ποίηση   όλες οι άλλες έξεις ξεπερνιούνται!..

Αν φοβάμαι το θάνατο;

Όχι περισσότερο από εσάς.

Άλλωστε και σεις, ο Θάνατος δεν είστε;

Δεν με κοιτάτε πίσω από μια μάσκα;

Δεν με αγγίζετε με γάντια;

Πέστε μου κύριε,   μπορείτε να γράψετε;

Μπορείτε να βρείτε την ανοιχτή πληγή

κι εκεί μέσα στον πυρήνα,   ανάμεσα στο αίμα,

μπορείτε κύριε, να αιμορραγείτε   και να γράφετε ταυτόχρονα;

 

Ναι, συγγνώμη, παρασύρθηκα.

Όμως πριν φύγετε,   μία ακόμα ερώτηση για σας:

Πόσα μωρά τίποτε   πεθαίνουν σε μια νύχτα

μέσα σε μια παλάμη   που δεν αγγίχτηκε;

Καλή σας νύχτα

[από τη συλλογή της Χλόης Κουτσουμπέλη Η ΛΙΜΝΗ, Ο ΚΗΠΟΣ και η ΑΠΩΛΕΙΑ, Νέα Πορεία 2006]

 

ΤΟ ΚΟΥΤΣΟ

(από τη συλλογή της Χλόης Κουτσουμπέλη Η ΛΙΜΝΗ, Ο ΚΗΠΟΣ και η ΑΠΩΛΕΙΑ 2006)

Θα παίξουμε κουτσό   είπε η Μαρία στον Μανώλη

κι όποιος νικήσει,   θα δείξει στον άλλο την πληγή του.

Ύστερα παντρεύτηκαν.

Η Μαρία φορούσε νυφικό από βροχή

κι η εκκλησία ήταν από λάσπη.

Πάνω στο κλαδί ενός δένδρου

δυο περιστέρια από στάχτη

κουνούσαν λυπημένα το κεφάλι

για τα ανθρώπινα μάταια παιχνίδια!..

 

ΟΙ ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ

ΑΝΔΡΑΣ:

‘Όταν σε κοιτώ, θυμάμαι τη Γη,

Τότε στον Κήπο.

Τότε που,    καθρεφτάκια κρέμονταν στα δένδρα

μικρές λάμψεις η απουσία σου,

το μεγάλο μήλο, το μικρό φίδι,

ήμασταν άραγε ποτέ τόσο αθώοι

τόσο επιμελημένα ένοχοι;

Θυμάσαι;

 

ΓΥΝΑΙΚΑ:

Δεν θυμάμαι τίποτε.

Όταν μιλάς δεν καταλαβαίνω.

Μια ρωγμή χωρίζει το φύλλο μου   στη μέση.

Όσον αφορά εμένα,

ουδέποτε υπήρξε Κήπος ή Θεός.

Μονάχη πορευόμουνα τότε

και τώρα μόνη.

 

ΑΝΔΡΑΣ:

Κι όμως,   υπήρξαμε εραστές.

Αυτό που οι πολλοί λεν   «αγγίζω».

 

ΓΥΝΑΙΚΑ:

Θυμάμαι μόνο μια λίμνη,

στην άκρη ενός τίποτα,

στην πλάτη ενός βατράχου που τρέχει.

Θυμάμαι την ομίχλη

και στη μέση μια βάρκα με κουπιά.

Έφευγα μόνη

και μόνο μια μέλισσα   βόμβιζε στο κενό.

 

ΑΝΔΡΑΣ:

Κι όμως υπήρξαμε εραστές

Στην άγνωστη γλώσσα των χαμένων πουλιών,

«σ’ αγαπώ» σημαίνει «επιστρέφω».

 

ΓΥΝΑΙΚΑ:

Άκου-

Μια κουκουβάγια μαχαιρώνει τη σιωπή.

Για μένα «σ’ αγαπώ» σημαίνει   άγριο δάσος,

ουρλιαχτό,   φεγγάρι από αίμα.

 

ΑΝΔΡΑΣ:

Μ’ αγάπησες ποτέ στ’ αλήθεια;

 

ΓΥΝΑΙΚΑ:

Λίγο τσάι ακόμα;

Τα απογεύματα στην εξοχή

είναι φέτες λεμονιού,

ξινά και ανεπαίσθητα ανούσια.

Αλήθεια, πώς μπερδεύεται η αλήθεια

μες το παλιό σαμοβάρι, με το ψέμα.

Λίγη ζάχαρη ή γάλα;

 

Ο ΑΝΔΡΑΣ

(από τη συλλογή της Χλόης Κουτσουμπέλη Η ΛΙΜΝΗ, Ο ΚΗΠΟΣ και η ΑΠΩΛΕΙΑ 2006)

Κοφτός, σκληρός,   οικείος, ξένος

ο άνδρας στο δωμάτιο   στη σπηλιά   στο ανάκτορο

ο άνδρας στις φοινικιές του Νείλου

 

Ο άνδρας φοβάται, κρυώνει, είναι μόνος.

Δεν είναι ποιητής, έξω βρέχει,

ο άνδρας είναι ποιητής,

σκαλίζει στις σπηλιές ζωάκια

και δάκρυα στιλπνά, γυαλιστερά.

 

Ο άνδρας γεννιέται ξανά,  μικρός μαλακός,

ταξιδεύει στις πτυχές του μεταξιού,

στον Κήπο δεν γνώριζε,

ύστερα πάλι όλο έβρεχε,

η καινούρια Χώρα ήταν υγρή   κι αφιλόξενη

κοπάδια από ζέμπρες χρωμάτιζαν το σύμπαν.

 

Ο άνδρας στο δωμάτιο,

μια γυναίκα μαζί του,

καπνός από τσιγάρο

μικρά μαξιλάρια στο πάτωμα,

σαύρες και ερπετά σέρνονται στα δένδρα,

είναι η ώρα που οι ύαινες ουρλιάζουν,

ο άνδρας φοβάται, η γυναίκα φοβάται,

είναι μόνοι,

έξω από τη σπηλιά κάτι μαύρο   κάτι άγνωστο

δεν έχει πόδια όμως κινείται,

κάποια στιγμή θα τους ρουφήξει!,,

 

ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ   ΟΠΩΣ ΠΟΤΕ

(… ποτέ σου δεν μ’ αγάπησες,  

ή ήταν οι μεταξωτές κλωστές αράχνης  που μας μπέρδεψαν και πάλι; )

 

ΙΣΤΟΡΙΑ ΑΓΑΠΗΣ

Τον συνάντησε στο δάσος

Γυμνός ήταν κυνηγός.   Κυνηγούσε λέξεις.

Τις αιχμαλώτιζε με απόχη,   τις βαλσάμωνε δικές του.

Δεν του μιλούσε.

Καθόταν δίπλα του αθόρυβα.

Φορούσε μενεξεδένια κι άσπρα   φορέματα

και κρινολίνα    από άχνη και κανέλα.

Αυτός την κοίταζε κρυφά,  

ενώ συγχρόνως κυνηγούσε   τη λέξη «απέχω»  ή τη λέξη  «νοσταλγώ».

Αυτή είχε μικρούς  καθρέφτες νάρκισσους   πάνω της κεντημένους,

παγίδευαν το βλέμμα προς τα έξω

ή ίσως δεν τολμούσε να κοιτάξει  

την άλλη γυναίκα   που δίπλα της πνιγόταν σε πηγάδι.

Ύστερα αγαπήθηκαν.

Ο κυνηγός αγάπησε τη λέξη «αγάπη»

κι αυτή τον κυνηγό μες στους καθρέφτες της.

[από τη συλλογή της Χλόης Κουτσουμπέλη Η ΛΙΜΝΗ, Ο ΚΗΠΟΣ και η ΑΠΩΛΕΙΑ, Νέα Πορεία 2006]

 

Ο ΒΡΑΔΙΝΟΣ ΠΕΡΙΠΑΤΟΣ ΤΗΣ ΛΑΙΔΗΣ «ΗΤΑΝ»

Περπατάει στο σκοτάδι 

το φόρεμα θροϊζει μες στη νύχτα

άσπρη σαν θάνατος   κόκκινη σαν αλεπού   μαύρη σα νυχτερίδα

βραχνές κοφτές ανάσες   μικροί αποκεφαλισμού   κοάσματα βατράχων

κι ένα φεγγάρι κοφτερό γυαλί   να κόβει επιδέξια τις φλέβες!..

Της είπαν να θέλει ένα τέλος    Το επιβάλλει λεν ο Νόμος και το Δίκαιο.   Και πώς, ρωτάει τότε αυτή, πώς τελειώνει, κύριοι, ο βουρκωμένος ουρανός,   η γυμνή βροχή, ή ένα ένα άγγιγμα στο στόμα;   Πώς άραγε τελειώνει το τέλος κι ο καιρός;   Και ποιος απ’ όλους σας εβίωσε το τέλος ως το τέλος;   Ένα πουλί χτυπάει με δύναμη το τζάμι.   Κόκκινες μικρές σταγόνες το περιδέραιο του χιονιου. [ΤΕΛΟΣ από τη συλλογή της Χλόης Κουτσουμπέλη Η ΛΙΜΝΗ, Ο ΚΗΠΟΣ και η ΑΠΩΛΕΙΑ, Νέα Πορεία 2006]

Δευτέρα, 1 Αυγούστου 2022

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΠΑΝΤΑ Σ’ ΟΛΟ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΤΡΑΓΟΥΔΟΥΣΑΜΕ…

  (…χωρίς ποτέ κανείς να μας ακούει…) («Γιατί σωπαίνουν τα κοχύλια; Γιατί δεν τραγουδούνε τα παιδιά; Τα ζώα τ’ αφανίσαμε και τα φυ...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ