-Έλα μη σφίγγεις πια τα δόντια σου,
είναι σου λέω στιγμές που σκύβει ο άνθρωπος (θητείες και
θητείες…)
προσπάθησε να μη θυμάσαι τώρα
κρυφά συναπαντήματα μες σε λαχανιασμένους δρόμους
επιγραφές που ήταν οι φλέβες σου πλεγμένες μ’ άστρα
όνειρα που τ’ ανάθρεψε κρυφά μια πολιτεία ανθισμένη προκηρύξεις…
Στροφές, στροφές μες στο θρυμματισμένο φως μ’ ένα φιλί στα χείλη σταυρωμένο…
-«Σ’ αρέσουν οι άνδρες…»
Οι άνδρες τώρα κόβουν τα μαλλιά,
χύνουν στα μάτια σίδερο, μασάνε την καρδιά τους.
Είναι ουρανοί που πρέπει να γδαρθούν γιατί γελούν ακόμα
είναι λαιμοί που πρέπει να κοπούν γιατί επιμένουν να μας λεν αδέλφια!..
Στροφές, στροφές μες στο θρυμματισμένο φως μ’ ένα φιλί στα χείλη σταυρωμένο…
-Μπλεχθήκαμε, μπλεχθήκαμε…
Αφεθήκαμε να μας γυρνάν σε δίσκους γραμμοφώνου
(είσαστε νέοι, ωραίοι, η ζωή σας ανήκει…)
μα το τραγούδι κιόλας τέλειωσε
και οι δίσκοι γυρίζουν και γυρίζουν
-ένας στεγνός άδειος
δίσκος η ζωή μας.
Στροφές, στροφές στο θρυμματισμένο φως μ’ ένα φιλί στα χείλη σταυρωμένο
-Ήτανε ξένο δέρμα – δεν ήταν το δικό μας –
σκαμμένο με μαχαίρι και φωτιά λιωμένο,
κολλημένο στις οπλές του τρόμου
μες σε στοές υπόγειες κρεμασμένο από τσιγκέλια
ντυμένο μοναχά με την κραυγή της ανυποταγής του.
Ήτανε ξένο δέρμα δεν ήταν δικό μας μα είχε κι αυτό σκιρτήματα
ρίζες από καμένα δάση πόθων μέσα του σάλευαν
είχε κι αυτό σκιρτήματα, λαχτάρα για έρωτα,
για σπιτίσια ζεστασιά, για του παιδιού του πρώτου την ανάσα…
Τ’ αγάπησε ο ουρανός, το χάιδεψαν πηγές
το ’χε αυτό φιλήσει ο
ήλιος στα μεθύσια του
κι οι νύχτες ετοιμάζανε για το αίμα του γιορτές…
Μα ήτανε ξένο δέρμα δεν ήταν το δικό μας!
Στροφές, στροφές μες στο θρυμματισμένο φως μ’ ένα φιλί στα χείλη σταυρωμένο…
[Ο ΧΟΡΟΣ ΤΩΝ ΤΕΛΕΙΟΦΟΙΤΩΝ, πρώτο απόσπασμα από το ποίημα που
έδωσε τον τίτλο στη συλλογή του Βύρωνα Λεοντάρη Η ΟΜΙΧΛΗ ΤΟΥ ΜΕΣΗΜΕΡΙΟΥ 1959 – συνέχεια
του ποιήματος από το συγκεντρωτικό τόμο ΨΥΧΟΣΤΑΣΙΑ, ποιήματα 1949-2006,
εκδόσεις Ύψιλον 2017 – μαζί με έξι ΝΥΧΤΕΡΙΝΑ και το ποίημα Ο ΣΩΤΗΡΗΣ ΣΤΟΝ ΑΔΗ]
ΠΡΟΣΠΑΘΗΣΕ
ΝΑ ΜΗ ΘΥΜΑΣΑΙ…
(συνέχεια πρώτου αποσπάσματος από το ποίημα Η ΟΜΙΧΛΗ ΤΟΥ
ΜΕΣΗΜΕΡΙΟΥ από την ομότιτλη συλλογή του Βύρωνα Λεοντάρη)
Πώς να μη θυμάσαι, έτσι που τους αφήσαμε μονάχους
με μιαν αυγή αλουλούδιστη στα μάτια τους,
πες μου, τι θα γίνουμε τώρα, τι θα γίνουμε;
Πόσες φορές τους αρνηθήκαμε, πόσες φορές είπαμε δεν
τους ξέρουν
μα αυτοί έγιναν κρυφές ρυτίδες κάτω απ’ το απαλό μας
δέρμα
έγιναν κιόλας άσπρες τρίχες, που στιγμές – στιγμές
πληθαίνουν
πνίγοντας σαν καπνός τα μάτια – τι θα γίνουμε τώρα, τι
θα γίνουμε
εμείς δίχως μέλλον, δίχως όνειρα
κι αυτοί μονάχοι ξαπλωμένοι
άθαφτοι, άνιφτοι, άκλαυτοι στου φεγγαριού το αλώνι…
Στροφές, στροφές του χωρισμού μες στο θρυμματισμένο
φως
μ’ ένα φιλί στα χείλη σταυρωμένο…
-Γενιά που δεν εδόθης όλη στον αγώνα
γενιά που τα παράτησες στη μέση
γιατί ήθελες «να ζήσεις», ζήσε τώρα
τρεκλίζοντας μέσα στο σπαραγμένο φως, σκοντάφτοντας
πάνω σε λόγχες, σε κραυγές και πετρωμένα ονόματα,
ώσπου να γεννηθεί ξανά μια σκέψη από τούτο το
ουρλιαχτό
ώσπου ξανά μια απόφαση το στήθος να προτείνει.
Στροφές, στροφές του χωρισμού μες στο θρυμματισμένο
φως
μ’ ένα φιλί στα χείλη σταυρωμένο…
-Γλιστρώ, γλιστρώ,
γλιστρώ…
Τι είναι αυτό που μου
πήζει τα δάχτυλα;
Γιατί φοράς αυτό το
κόκκινο χιτώνιο;
Τι με κοιτάς με τα
πετρένια μάτια σου;
-δεν είσαι σκοτωμένος
όχι,, δεν είναι εσένα στάχτη η γύρη των χειλιών
Είσαι ζεστός ακόμα,
είσαι ζεστός,
με διψασμένα χέρια γύρω
απ’ το κορμί μου.
Αγαπήσαμε τη ζωή, τον
κόσμο, έτσι όπως ήταν – ποιος θα το αρνηθεί; -
μα όχι αυτόν τον
ασταμάτητο αποχωρισμό – όχι αυτή την έρημο που μας χωνεύει…
… Φωνές, φωνές, φωνές,
όταν ξεβράζει η
νύχτα στα προσαραγμένα πρόσωπα
φύκια νεκρά μαλλιά κι
οστά που φωσφορίζουν
όταν ο χωρισμός πνίγει
τα χέρια που γυρεύονται
μα που δε σμίγουν πια…
ΙΙ
Η ομίχλη μπαίνει από παντού στο σπίτι
κι όσα για σένα είχες ελπίσει
έχουνε τώρα πια όλα σβήσει,
η ομίχλη μπαίνει από παντού στο σπίτι
Η πίστη σου – που την σηκώναν άλλοι –
βαραίνει τώρα και συνθλίβει
καμιά σιωπή πια δε σε κρύβει
καμιά καταφορά δεν αναβάλλει.
Σκιά ήταν ό, τι για ζωή αγαπήθη,
ήχος στεγνός μιας άδειας λέξης
-σαν ήρθε η ώρα να διαλέξεις
είπες ας φράξουν τη φωτιά άλλα στήθη
Ποτάμι που έχει μείνει ξερή η κοίτη
πώς να 'χεις έτσι ξεστρατίσει
Σου άξιζε σένα αλλιώς να ζήσεις
Η ομίχλη μπαίνει από παντού στο σπίτι…
ΙΙΙ
Εκείνοι που προχώρησαν χάθηκαν απ’ τα μάτια
μας
τώρα καθένας μας γύρισε πια στα έργα και τις μανίες
του
στην αίγλη των ασήμαντων πραγμάτων
εκείνοι που συνέχισαν χάθηκαν απ’ τα μάτια μας
όμως στιγμές – στιγμές ποια βήματα είναι αυτά που
ακούγονται μέσα μας
ποιοι να ’ναι που περνούν πάνω απ’ το γέλιο μας με
πληγωμένα πόδια
ρίχνοντας τη σκιά τους στο αίμα μας;
Όταν απλώσουμε τα χέρια, ο άνεμος μπήγεται στα νύχια,
η ανακούφιση της άρνησης ανύπαρκτη
κι αυτό που λέμε μοναξιά – ένας δεσμός, ακόμα πιο
τυραννικός, με τους ανθρώπους…
Το σπίτι απ’ έξω ρόδινο σαν ξαναμμένο κορμί
κάτω απ’ το φως με τα χαμηλωμένα βλέφαρα,
θα μάθουμε, θα μάθουμε ποτέ αν μας έκρυψε τους πιο
όμορφους σφυγμούς του;
Άταχτα βηματίζοντας τη νύχτα, τι ζητάμε,
μ’ αυτά τ’ απομεινάρια της παλιάς κραυγής μέσα μας
και κάτι άλλο ακόμα πιο βαθιά μας, μιαν ανεξιχνίαστη
ένταση,
όταν στηρίζουμε το μέτωπο στα ξύλινα περβάζια
-ξέρεις, τα φύλλα αυτά κάποτε – κάποτε δακρύζουν,
Χρόνια κομμένα από το δάσος κι όμως
κάποτε – κάποτε θυμούνται και δακρύζουν
Ω, ακόμα κι αν περνούσε δίπλα μου ένα ποτάμι λησμονιά
πάλι δεν θα έσκυβα να πιώ
κι αν όλοι αυτοί που αφανιστήκανε σε κοφτερούς ορίζοντες
μου λέγαν τώρα: στάσου αυτού, μην ψάχνεις πιο μακριά
πάλι θα στεκόμουνα – Να μείνω δεν μπορώ.
Στο μεσημέρι της ζωής ομίχλη, ομίχλη ασάλευτη…
Ανάμεσα απ’ τις συμπληγάδες δυο σφυγμών
το περιστέρι της ζωής πάει κι έρχεται μαδώντας τα
φτερά του,
όμως ποιος έμαθε ποτέ για τις στερνές φωνές που
ανοίχθηκαν χαράματα με δώδεκα πρωραίες πληγές;
Τι να σου πούνε τώρα οι δρόμοι που τινάζουν τα ξανθά
μαλλιά τους στον αφρό
και τι οι γυμνές πατημασιές του ήλιου στην άμμο,
τα κορμιά των παιδιών που παίζουν στις υπαίθριες
πλάστιγγες ανυποψίαστα
-σαν να μην είναι εμπρός μας πάντα η θάλασσα,
η θάλασσα, αιώνια ζυγαριά, να μας ζυγιάζει και να μας βρίσκει πάντα ξίκικους…
Τι ρίγος που κυμάτισε στο δέρμα της λαμπρής ημέρας
ψιθυριστές παλίρροιες του χαδιού,
μεθύσι από άνεμο και φως
-αυτό λοιπόν είναι η χαρά ή μήπως όχι,
κι είναι μονάχα λίγη λησμονιά του φόβου και της πίκρας
καθώς αδιάκοπα πυκνώνουν γύρω μας
πρόσωπα δοκιμασμένα στον καημό και στον ιδρώτα,
άνθρωποι που γνωρίζουν με το πρώτο τον εχθρό τους
άνθρωποι με την τρίαινα του Ποσειδώνα σπασμένη μες τα
μάτια τους.
Α, είμαστε λόγια, παραμιλητό στα δόντια της βροχής…
Πες μου, τι προσδοκούν ετούτα τα ζευγάρια, ποιο το
μέλλον τους
-κορμιά το ’να με τ’ άλλο αγκιστρωμένα
ριγμένα σ’ ένα απελπισμένο «σ’ αγαπώ»
δαρμένο από την πίκρα πιο πολύ και από τις φοινικιές της
παραλίας;
Δε βγαίνει πουθενά από δω.
Άλλο να μείνω δεν μπορώ, όχι δεν μπορώ να γίνω τοίχος
-στήνουν κορμιά μπροστά στους τοίχους.
Στο μεσημέρι της ζωής απλώθηκες ομίχλη
μ’ ακόμα, ακόμα είναι καιρός,
θα φύγω από τα φύκια των ματιών σου,
θα βγω ξανά στο δρόμο που ίχνη λαβωμένα με καλούν, θα
βγω ξανά στο δρόμο,
με το θρυμματισμένο τούτο καλοκαίρι μπηγμένο στο αίμα
μου,
με τη δροσιά της χαραυγής στα μάτια!..
ΜΕΙΝΑΜΕ
ΜΟΝΑΧΑ ΜΕ ΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑ
(… άμπωτη νιότης πλημμυρίδα πίκρας… ΝΥΧΤΕΡΙΝΑ IV)
I
Νύχτα σκληρή κι απαρηγόρητη σαν κλάμα παιδιού
Τι έγινε τόσο ξόδεμα καρδιάς τόση σπατάλη νιότης
μέρες φευγάτες σαν το αθώο νερό μεσ’ απ’ τα
δάχτυλά μας
στερνή χαρά των κορμιών που δεν θα ξανασμίξουν
πια
θαυμάσιο ναι της ψυχής στον κίνδυνο και την
ελπίδα…
Ο δρόμος μας ετούτος είναι δε λοξοδρομήσαμε,
χωρίς μια χαρακιά ηδονής στα χείλη
χωρίς μια τρυφερή σκιά ξεκούρασης στα μάτια
χωρίς ένα όνειρο ακουμπισμένο στα γόνατά μας
-το πρόσωπο της απαντοχής σβησμένο απ’ τον
αγέρα και την ξενιτιά.
Ο δρόμος μας ετούτος είναι, δεν το μετανιώσαμε.
Μα τι έγινε τόσος σάλαγος καρδιάς τόση σπατάλη νιότης;
IΙ
Τα πρόσωπα έγιναν σιγά – σιγά ένα με τους τοίχους
γέμισαν
τα σταχτοδοχεία σβησμένα δάχτυλα
όλο και πιο πολύ σκληραίνουν τα χαρακτηριστικά στο
πρόσωπο του μέλλοντος
-δε θέλω πια να το κοιτώ, φοβάμαι,
δώσαμε τόσο αίμα στις χλωμές ετοιμοθάνατες
αυγές
κι ακόμα να ξυπνήσει μια μέρα δίχως παραμιλητό φωτιάς
και δίχως βήχα στάχτης.
IΙΙ
Τα χέρια κάτω απ’ το φεγγάρι
γίνονται πράο κίτρινο χρώμα
δε θέλουν πια να σφίγγουν, παρατούν το μέτρημα
σμίξιμο ή χωρισμό πια δε γνωρίζουν, δε
θυμούνται
επιθυμίες, προσπάθειες για πάντα πια χαμένες.
V
Πονώ γιατί πέρασε μεσ’ απ’ την καρδιά μου ένα μεγάλο αγκάθι
σπρωγμένο με τόση άνεση από δάχτυλα
που αγάπησα δίχως ελπίδα δίχως σύνεση
και τώρα πια δεν έχω λόγια να σκεπάσω τούτη την
πληγή
φωνές για να την κρύψω.
Γιατί, δεν θέλω, δεν μπορώ, δεν καταδέχομαι,
όσα έζησα
τώρα μονάχα ποίηση να’ ναι!..
VI
Έσπασα πια τις σάλπιγγες έκαψα τις σημαίες.
Τώρα μιλώ με την ανθρώπινη φωνή μου,
αχ, τώρα σας μοιράζω την ψυχή μου
-κι εσείς γυρνάτε αλλού το πρόσωπο
[ΝΥΧΤΕΡΙΝΑ
από τη συλλογή του Βύρωνα Λεοντάρη Η ΟΜΙΧΛΗ ΤΟΥ ΜΕΣΗΜΕΡΙΟΥ 1959]
Ο
ΣΩΤΗΡΗΣ ΣΤΟΝ ΑΔΗ
(από τη συλλογή του Βύρωνα Λεοντάρη Η ΟΜΙΧΛΗ
ΤΟΥ ΜΕΣΗΜΕΡΙΟΥ 1959)
Ι ΤΟ ΦΡΑΓΜΑ
Εδώ τελειώνουν τα ίχνη αυτών που προπορεύτηκαν
-τώρα από δω και πέρα προχωρούν πια δίχως ίχνη –
πίσω μας
ένας σκοτεινός τραχύς αχός – τι να ’ναι
η θάλασσα αυτή που μας ξεγδέρνει
σέρνοντας βότσαλα κι απελπισμένα δάχτυλα πάνω
στο δέρμα μας, τι να ’ναι;
Εδώ τελειώνουν οι άθλιοι των συντρόφων
τα νιάτα τους γινήκανε μικροί σεισμοί από φως
ο χώρος που κρατούσαν πρώτα τα κορμιά τους
μας τύλιξε όλος άγνωστες πτυχές
-ποτέ δεν φανταστήκαμε πως είχανε τόσο πολύ
πονέσει γεφυρώνοντας
αυτό το απαρηγόρητο κενό
που υπάρχει πάντα ανάμεσα στις πράξεις μας κι
εμάς τους ίδιους.
Σπάσαμε το χρησμό πως είμαστε θνητοί
κι ας έμεινε η ζωή μας δίψα ζωής κι όνειρο ζωής
και πίκρα για όσα δεν εζήσαμε
-χαμόγελα κι αγγίγματα σπασμένα στην αμάχη…
Μα εδώ, ένα μαβί γαρύφαλλο το στήθος των ανέμων
εδώ τελειώνουν τα ίχνη αυτών που προπορεύτηκαν
εδώ τελειώνει ο δρόμος.
Τώρα η στιγμή που εσύ θα γίνεις δρόμος
Τώρα η στιγμή που εσύ θα γίνεις ίχνος ηχώ βημάτων στο αύριο
που απλώνει αδιάκοπα σαν των ματιών τις κόρες.
Αποχαιρέτα τις αυγές, τους καταρράχτες του
ήλιου,
κορμί που με
τι πίκρα και με τι ορμή,
χυμάς και σπας το φράγμα της ζωής σου…
ΙΙ ΑΛΗΣΤΗ
Φώναξα, φώναξα – πώς να μ’ ακούσεις;
με τις κομμένες φλέβες της φωνής μου
με των χεριών το ψάξιμο σταματημένο στο γυμνό
σκοτάδι…
Τώρα το ξέρω πως στο βάθος δεν υπάρχει κήπος
πρόσοψη διαδέχεται την πρόσοψη
-η επανάληψη των κορμιών μες στους σκληρούς
καθρέφτες τρομαχτική κι επίμονη –
φώναξα, φώναξα, ποιος να μ’ ανοίξει, ποιο πικρό
παράπονο, ποιο κλάμα,
οι γενιές που ξεριζώθηκαν, το αίμα που
ξεστράτισε
για να σωθεί μόνο και μόνο ετούτη η πρόσοψη;
Τι είμαι λοιπόν και τι είμαστε όλοι εμείς που
αρνιόμασταν
πως είχαν πρόσωπο τα βάσανα του κόσμου
πως είχαν μάτια και μας δίκαζαν,
τι είμαι λοιπόν και τι είμαστε όλοι εμείς, για
να μας λογαριάσει
αυτό το βογγητό που υψώνεται
και μας χωρίζει όλο και πιο πολύ απ’ το αύριο
κι από σένα;
Διψώντας μάταιες φωταψίες, μάταιες αφές
πάντα βρεθήκαμε με τη μεριά της αδικίας
σ’ άλλους τον πόνο ρίχναμε ως τα τώρα
-ω, η
τύψη ήταν για μας σωτήρια ποινή…
Ξέρω στο βάθος δεν υπάρχει κήπος
(τα κάγκελα είναι αυτό που απόμεινε μονάχα από τους
κήπους…)
και τούτα τα κορμιά που μαγνητίστηκαν γυαλώνουν
τώρα…
τα μάτια ψάχνοντας λίγη δροσιά ξεγδέρνονταν στα
σκαλιστά λουλούδια πάνω στις κορνίζες
βούλιαζαν μες στο στεναγμό ριγμένα τα μαλλιά
σαν κάμπια ανέβαινε το ρίγος στα γυμνά κίτρινα
πόδια
φώναξα, φώναξα – πού να ’σαι;
Το ανάξιο και το αταίριαστο βαραίνουν σαν
κατάρα πάνω μας
Ωχ, άλλους ν’ αγαπάμε και να ζούμε με άλλους…
Έρχονται φεύγουν εποχές, ημέρες νύχτες
παλίρροιες θύμησες κουφώνουν την καρδιά,
φυραίνει ο πόθος.
Πού ’ναι λοιπόν μια έξοδος, ένα όνειρο, να βγω
να σε γυρέψω
στα ζαλισμένα καλοκαίρια, ανάμεσα στα φώτα και
στων δρόμων το βουητό
μες στις φωτιές τ’ Αι-Γιάννη
μες στα σπασμένα σκοτεινά κλωνάρια της διαδήλωσης αμετανόητο
θρόισμα;
Στην άκρη της αφής ο κρύος τοίχος
στην άκρη της αφής το παγωμένο μέτωπο της νοσταλγίας
– κι αβάσταχτος
ο φόβος στο σκοτείνιασμα της μέρας
κι ο φόβος σαν ξυπνώ απ’ την ίδια μου κραυγή
και φρίσσουν στα παράθυρα λευκά φτερά τα
ξημερώματα
κι ακούω ν’ απομακρύνονται τα βήματά σου μέσα
μου.
Φώναξα, φώναξα – ποιος να ‘ ανοίξει;
το άδειο μας σφίγγει από παντού
στο βάθος δεν υπάρχει κήπος,
μονάχα η επανάληψη μες στους σκληρούς καθρέφτες
κι ο Γέρος ο κουφός πάντα και πάντα να μετράει
τα λεφτά του
με ήχο μεταλλικό και κρύο πάνω στην καρδιά μας
ΚΑΝΕΝΑ ΠΡΩΙ ΣΤΑ ΟΥΡΑΝΙΑ ΔΕ ΜΕΤΑΝΙΩΝΕ
(… υπόσχεση καμιά δε γύριζε
πίσω τον αρραβώνα της…)
… έπνιγε ο πόνος μέσα του το βόγγο για να ’σαι εσύ η σιωπή για να ΄σαι συ το θρόισμα των χειλιών στον
άνεμο, χτυπούσαν τις οπλές τους τα
όνειρα στα σωθικά μας - ω υπήρχε πέρα
απ’ τους καμένους κάμπους των ματιών
υπήρχε μια άνοιξη καρδιάς να σε γιορτάσει ο πόθος. Μα οι μέρες που κιτρίνιζαν τριγύρω σου δεν
πέφταν κι οι τοίχοι που κιτρίνιζαν
τριγύρω σου δεν πέφταν και πλανιόσουν
μες σ’ αδιέξοδα γεμάτα σκιές κι
άνθη που σαν τα χέρια σου ψάχνανε για τις ρίζες τους μέσα στο σκοτεινό νερό των βάζων ωραία, ωραία, απελπισμένα ωραία με ξέπλεκα τα μάτια στο φεγγάρι… Α, έπρεπε να πεθάνεις, Ομορφιά, για να μπορούν να ζουν ο Άδμητος και τα
γερόντια του… Μ’ αν χώρισαν το αίμα σου
απ’ τις φλέβες μου κι αν χώρισαν τα
δάχτυλα μου απ’ το γλυκό ξημέρωμα του σώματός σου τίποτα τώρα δεν κοπάζει τα χέρια, σ’ ανασέρνουν ανάμεσα απ’ τις φυλλωσιές του παραμιλητού βαριά σα νύχτα ανάλαφρη σαν άστρο μακριά από ομίχλες γυρισμού μαζί να
προχωρήσουμε χωρίς αναπαμό μέσα στο πιο
σκληρό σκοτάδι ψάχνοντας για τις άλλες πόλεις
του Άδη!.. [τελευταία ενότητα από το ποίημα
Ο ΣΩΤΗΡΗΣ ΣΤΟΝ ΑΔΗ από τη συλλογή του Βύρωνα Λεοντάρη Η ΟΜΙΧΛΗ ΤΟΥ ΜΕΣΗΜΕΡΙΟΥ
1959]
Δευτέρα, 8 Αυγούστου
2022
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου