Παρασκευή 8 Ιουλίου 2022

ΕΣΥ ’ΣΑΙ Ο ΝΕΟΣ ΠΡΟΦΗΤΗΣ ΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΤΑΦΡΟ ΤΩΝ ΔΙΚΩΝ ΣΟΥ ΛΙΟΝΤΑΡΙΩΝ

 (…εχθροί της ίδιας λησμονιάς και του ίδιου πάθους… υλοτόμοι πάντα του ίδιου πόθου…)


οι ταξιδιώτες ήρθαν κι έφυγαν

κεκηρυγμένοι εχθροί της ίδιας λησμονιάς και του ίδιου πάθους

υλοτόμοι πάντα του ίδιου πόθου

και μπροστά τους ν’ απλώνονται όσο παίρνει το μάτι κι η καρδιά

τα ίδια μαύρα κουρελιασμένα σύννεφα

να μπλεχουν τα κατάρτια τους   να σκουριάζουνε τις άγκυρές τους

ναν τους σφυράν  κρυφά μέσα στ’ αυτί με τη μπουρού την ίδια οδύνη

 

λες ένα κίτρινο χρυσό   λαμπερό

να βάψει αυτό το μαύρο αισχρό και θλιβερό τοπίο που το τρυπούν σκληρά

τα νυσταγμένα φώτα των ηλεκτρικών λαμπτήρων

τα νυσταγμένα φώτα μιας αξιοδάκρυτης – ιδανικής – πορνείας

και  της ψωριάρικιας γκαμήλας το νυσταλέο το «che vuoi

 

λες;

σκέψου πως είναι αδύνατο

πως είναι κι απολύτως περιττό να ξεφωνίσεις και να πεις

όλη τούτη τη φλόγα   όπου τρώει τα σωθικά σου 

και την κρατάς

ε, συ!   τόσο καλά   τόσο σφιχτά

τόσο βαθιά φυλακισμένη   μέσα σου

 

οι ταξιδιώτες λες έφυγαν ήρθανε

ελύσανε τα μάγια   λύσανε τις πριμάτσες

που τους κρατούσανε δεμένους στο μουράγιο

δεν ήταν    ένας χορός ευγενικά θλιμμένος

όλες τούτες οι εξάρσεις των νοσταλγών

που σβει το κύμα   ως δαγκάνει λυσσαγμένο

των πεύκων των αναμαλλιάρικων το δίχτυ;

των πεύκων που εμεταμφιέστηκαν γι’ απόψε

μόνο    για να γεννούν κομήτες;

 

ένα πουλί θαλασσινό τανύζει   τα φτερά του

λέει:

«εσύ ’σαι    ο νέος προφήτης

μέσα στον τάφο των δικών σου λιονταριών»

[ΚΑΦΕΝΕΙΑ και ΚΟΜΗΤΕΣ ΥΣΤΕΡΑ ΑΠΟ ΤΑ ΜΕΣΑΝΥΧΤΑ από τη συλλογή του Νίκου Εγγονόπουλου ΕΛΕΥΣΙΣ 1948, όπου και το εμβληματικό για την εποχή του εμφλίου ποίημα ΠΟΙΗΣΗ 1948:

τούτη η εποχή   του εμφυλίου σπαραγμού

δεν είναι εποχή   για ποίηση

κι άλλα παρόμοια:

σαν κάτι πάει

να γραφεί

είναι

ως αν   να γράφονταν

από την άλλη μεριά

αγγελτηρίων   θανάτου

 

γι’ αυτό   και τα ποιήματά μου

είν’  τόσο πικραμένα  (και πότε – άλλωστε – δεν ήταν;)

κι είναι  - προ πάντων -  και τόσο   λίγα!..

 

κι άλλα ποιήματα απ’ αυτή τη συλλογή:

εδώ αντιγραφή και επικόλληση από το συγκεντρωτικό τόμο Νίκου Εγγονόπουλου ΠΟΙΗΜΑΤΑ, Ίκαρος εκδοτική Εταιρία 1977]

 


ΤΟ ΓΕΡΑΚΙ

(από τη συλλογή του Νίκου Εγγονόπουλου  ΕΛΕΥΣΙΣ 1948)

Ένα γέλιο γυναικείο ακούγεται μακριά. Μια κυρία γελάει κάπου, μακριά μας, κι ο άνεμος φέρνει τον ήχο του γέλιου της μέχρις εδώ. Μέχρις εδώ, σ’ αυτό το έρμο το περιγιάλι, κάτω απ’ το μολυβή ουρανό, κοντά στ’ αφρισμένα κύματα, όπου, στη στάση «τρεις φιλόσοφοι στ’ ακροθαλάσσι», ζούμε μέσα σε μια καταθλιπτική μοναξιά. Στα γυμνά πόδια μας φυτρώνουν, λίγο – λίγο, φτερά. Ίσως εμείς να ’μαστε  αυτός ο θεός Ερμής τον καιρό της νιότης του. Αυτή η φοβερή μοναξιά μας!..Αυτή η τραγική μοναξιά μας!.. Γιατί, δεν χωρεί καμιάν αμφιβολία, είμαστε μόνοι, μόνοι, πάντα μόνοι, αιώνια, βασανιστικά, μόνοι. Όλοι. Όλοι!.. Εμείς, εσείς, όλοι!.. Όμως, εγώ είμαι ο μόνος, πάλι, που δεν τη δέχεται την αισχρή τούτη καταδίκη, και διαμαρτύρομαι, και χτυπιέμαι, και το φωνάζω. Μόνον εγώ!. Και μια λεπτομέρεια: η κυρία δε γελούσε. Έκλαιγε. Μας είχε γελάσει ο άνεμος. Ο άνεμος παραμόρφωσε τον ήχο. Στον μολυβή ουρανό πετούν πουλιά. Μια βάρκα παλεύει πάνω στ’ αφρισμένα κύματα. Είναι μακριά, αλλά ολονέν πλησιάζει.

 

ΤΑ ΧΡΥΣΑ ΟΡΟΠΕΔΙΑ

στο Γκαμπόν   στις όχθες του Ογκουέ

φιάξανε μια μουσούνα

κι όποιος τη φορά   παριστάνει

το φεγγάρι και τον ήλιο

την ώρα του χορού

 

για μάτια της εβάλανε μια περιστέρα

για ματόκλαδα εβάλαν το παράπονο της περιστέρας

για στόμα της εβάλαν τ’ όνομα Μπολιβάρ

μια τρύπα μ’ αναμμένα κάρβουνα   και δάκρυα

κι ιερά λείψανα μαρτύρων   είναι το γένι της

κι ο ποταμός Ογκουέ είναι το χτένι της κι η αγάπη της

 

τώρα η βάρκα μας πλέει απαλά στον ποταμό

από τις όχθες μας γνέφουν και μας χαιρετούν τα δένδρα

κι εγώ κρατώ πάνω στο στήθος μου τη   μάσκα

λέω τις προσευχές της Βιθυνίας

βυθίζω απαλά το χέρι μου στο νερό το χλιαρό

 

στις εκβολές του ποταμού

τα σκυλόψαρα μας βλέπουνε λοξά   και τραβούν πέρα

-δεν αρμόζουνε θωπείες στα σκυλόψαρα –

χελιδονόψαρα   πετούν τριγύρω μας  

στο πρόσταγμά μας

 

τα φοινικόδεντρα   κατά το σχήμα τους

είν’ άλλοτε η βεντάλια

άλλοτε το παρασόλι του Παρασκευά

την ώρα του χορού

 

το πουλί μου   είναι   το  πουλί μου

και πάντα μου

Ευθαλία Αθανασία Θάμαρ Καλλιόπη

σας αγαπώ

 [από τη συλλογή του Νίκου Εγγονόπουλου ΕΛΕΥΣΙΣ 1948]

 

ΟΔΥΣΣΕΥΣ  ΛΑΕΡΤΙΑΔΗΣ

(από τη συλλογή του Νίκου Εγγονόπουλου  ΕΛΕΥΣΙΣ 1948)

Συμμετέχων σε παραστάσεις κινεζικού θιάσου, δεν παραλείπει ποτέ να βάφει τη μύτη του μ’ ένα απαστράπτων  άσπρο χρώμα, «σημάδι της πανουργίας του», γιατί δεν εννοεί να κρύψει την πίκρα του, και την ντροπή του, πως κάποτε υπήρξε μοιχός. Δεν τον δικαιολογεί, στα ίδια του τα μάτια, ούτε καν η ζάλη όπου του προκαλούσε ο έξαλλος του πόθος να φτάσει το γρηγορότερο, μιαν ώρα αρχύτερα, στην εδικιά του Ιθάκη.

 

ΟΙ ΖΩΓΡΑΦΟΙ ΚΑΙ ΤΑ ΤΟΠΙΑ ΤΟΥΣ

1.      Ο ΜΑΘΗΤΗΣ ΤΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΠΑΡΘΕΝΗ

Νικόλαε Εγγονόπουλε

σαν θες να κάμεις ένα αντίγραφο του Γκρέκο

το νου σου   στα βουνά της Κρήτης

 

2.     LE FILS DE L’ INGENIEUR

Γεώργιε ντε Κήρυκο

όταν θελήσεις ν’ αντιγράψεις

τον Γεώργιον ντε Κήρυκο

μη λησμονείς    της Θεσσαλίας τ’ ακρογιάλια

 [από τη συλλογή του Νίκου Εγγονόπουλου ΕΛΕΥΣΙΣ 1948]

 

ΟΡΜΑΘΟΣ ΕΝΑΡΓΕΙΑΣ

(από τη συλλογή του Νίκου Εγγονόπουλου  ΕΛΕΥΣΙΣ 1948)

Τ’ αστροπελέκια,  με τον αιώνα τους, χυθήκανε και χάθηκαν μεσ’ στην καρδιά της καταχνιάς. Και τώρα, κάτω από την καταιγίδα, χωράφια και χωραφιών μονοπάτια, προσμένουν του έρωτα τις φλόγες και τις ελπίδες. Ρόδο των ανέμων, των ικριωμάτων, συ μαϊστράλι των ποταμών και της οδύνης, έλα να κάνεις ό,τι κάνουν οι γυναίκες και τα πουλιά. Φέρε το πλούσιο αίμα να σεργιανίσει τον ήχο της καμπάνας. Φέρε τα χέρια σου σαν αλουργίδες στον καθρέφτη του σπόρου, χτύπα τις ανεμώνες της μακριάς σου κόμης, λύσε τα μάγια με τα λιμάνια των βλεφαρίδων σου και των ματιών σου. Δεν το βλέπεις πως η μέρα φεύγει γοργά;

 

Η ΝΕΑ ΛΑΟΥΡΑ

Οι τεράστιοι θησαυροί –

για τους οποίους τόσα θρυλούνται -

της πτωχής   περιγιαλούς   κόρης
είναι
τα μόνα   χείλη της
τα μόνα   ηδύγευστα χείλη της


πόσο μου λείπουν και πόσο τα νοσταλγώ  - και τα δοξάζω –

σα βρίσκομαι μακριά

να περιπλανιέμαι  

σε τούτα τ’ άχαρα   τ’ απίστευτα ταξίδια

που κάθε τόσο   επιχειρώ


κι’ όμως πόσο τα χαίρομαι  - και τα δοξάζω –

σα βρίσκομαι   κοντά  της


είναι η ζ ω ή


βγαίνει και παίρνει γύρα

σοκάκια   και μαχαλάδες

και με λυγμούς

με φωνάζει   και με ζητά


έλα   μην κάνεις έτσι

είμαστε Έλληνες

συ είσαι   -  τι θαύμα! -
μια κόρη   Ελληνίς


όταν κοιμούμαι

τα λουλούδια της αμασχάλης σου

έρχονται

και μου θωπεύουν   όλο το κορμί
και σαν ζωγραφίζω

τότε   έρχονται  

τα μάτια σου   τα ωραία

στην άκρια του χρωστήρα μου

και σεργιανίζουν

πάνω   σ’ όλη την επιφάνεια   του μουσαμά


για να ξέρεις:

σ’ έχω κάνει αθάνατη.

 [από τη συλλογή του Νίκου Εγγονόπουλου ΕΛΕΥΣΙΣ 1948]

 

ΤΟ ΓΛΩΣΣΑΡΙΟΝ ΤΩΝ ΑΝΘΕΩΝ

(από τη συλλογή του Νίκου Εγγονόπουλου  ΕΛΕΥΣΙΣ 1948)

την ποίησιν ή την δόξα;   την ποίηση

το βαλάντιο ή την ζωή;   τη ζωή

Χριστόν ή Βαραββάν;   Χριστόν

την Γαλάτειαν ή μιαν καλύβην;   την Γαλάτεια

την Τέχνη ή τον θάνατο;   την Τέχνη

τον πόλεμο ή την ειρήνη;   την ειρήνη

την Ηρώ ή τον Λέανδρο;   την Ηρώ

την σάρκα ή τα οστά;   την σάρκα

τη γυναίκα ή τον άνδρα;   τη γυναίκα

το σχέδιον ή το χρώμα;   το χρώμα

την αγάπη ή την αδιαφορία;   την αγάπη

το μίσος ή την αδιαφορία;   το μίσος

τον πόλεμο ή την ειρήνη;   τον πόλεμο

νυν ή αεί;   αεί
αυτόν ή άλλον;   αυτόν
εσένα ή άλλον;   εσένα
το άλφα ή το ω μέγα;   το άλφα

την εκκίνηση ή την άφιξη;   την εκκίνηση

την χαράν ή την λύπην;   την χαρά

την λύπην ή την ανίαν;   την λύπη

τον άνθρωπο ή τον πόθο;   τον πόθο

τον πόλεμο ή την ειρήνη;   την ειρήνη

ν΄ αγαπιέσαι ή ν΄ αγαπάς;   ν΄ αγαπώ

 

ΥΜΝΟΣ ΔΟΞΑΣΤΙΚΟΣ ΓΙΑ ΤΙΣ ΓΥΝΑΙΚΕΣ Π’ ΑΓΑΠΟΥΜΕ

είν’ οι γυναίκες π’ αγαπούμε σαν τα ρόδια

έρχονται και μας βρίσκουνε    τις νύχτες

όταν βρέχει

με τους μαστούς τους καταργούν τη μοναξιά μας

μεσ’ τα μαλλιά μας εισχωρούν βαθειά   

και τα κοσμούνε

σα δάκρυα    σαν ακρογιάλια φωτεινά   σα ρόδια

 

είν’ οι γυναίκες π’ αγαπούμε κύκνοι

τα πάρκα τους    ζουν μόνο μέσα στην καρδιά μας

είν’ τα φτερά τους    τα φτερά αγγέλων

τ’ αγάλματά τους είναι το κορμί μας

οι ωραίες δεντροστοιχίες είν’ αυτές οι ίδιες

ορθές στην άκρια των ελαφρών ποδιών τους

μας πλησιάζουν

κι είναι σαν μας φιλούν    στα μάτια    κύκνοι

 

είν’ οι γυναίκες π’ αγαπούμε λίμνες    στους καλαμιώνες τους

τα φλογερά τα χείλια μας σφυρίζουν

τα ωραία πουλιά μας κολυμπούνε στα νερά τους

κι ύστερα    σαν πετούν    τα καθρεφτίζουν – υπερήφανα ως ειν’ –

οι λίμνες

κι είναι στις όχθες τους οι λεύκες λύρες

που η μουσική τους πνίγει μέσα μας τις πίκρες

κι ως πλημμυρούν το είναι μας

χαρά    γαλήνη

είν’ οι γυναίκες π’ αγαπούμε    λίμνες

 

είν’ οι γυναίκες π’ αγαπούμε σαν σημαίες

στου πόθου τους ανέμους κυματίζουν    τα μακρυά μαλλιά τους

λάμπουνε τις νύχτες

μεσ’ στις θερμές παλάμες τους κρατούνε    τη ζωή μας

είν’ οι απαλές κοιλιές τους    ο ουράνιος θόλος

είναι οι πόρτες μας    τα παραθύρια μας    οι στόλοι

τ’ άστρα μας συνεχώς ζούνε κοντά τους

τα χρώματά τους είναι    τα λόγια της αγάπης

τα χείλη τους είναι    ο ήλιος το φεγγάρι

και το πανί τους είν’ το μόνο σάβανο που μας αρμόζει :

είν’ οι γυναίκες που αγαπούμε σαν σημαίες

 

είν’ οι γυναίκες που αγαπούμε δάση

το κάθε δέντρο τους είν’ κι ένα μήνυμα του πάθους

σαν μεσ’ σ’ αυτά τα δάση    μας πλανέψουνε    τα βήματά μας

και χαθούμε

τότες είν’    ακριβώς    που βρίσκουμε τον εαυτόνε μας

και ζούμε

κι όσο από μακρυά ακούμε νάρχωνται οι μπόρες

ή και μας φέρνει    ο άνεμος τις μουσικές και τους θορύβους της γιορτής

ή τις φλογέρες του κινδύνου τίποτε – φυσικά –

δε μπορεί να μας φοβίσει 

ως οι πυκνές οι φυλλωσιές    ασφαλώς μας προστατεύουν

μια που οι γυναίκες π’ αγαπούμε είναι σα δάση

 

είν’ οι γυναίκες π’ αγαπούμε σαν λιμάνια

(μόνος σκοπός    προορισμός    των ωραίων καραβιών μας)

τα μάτια τους    είν’ οι κυματοθραύστες

οι ώμοι τους είν’    ο σηματοφόρος της χαράς

οι μηροί τους    σειρά αμφορείς στις προκυμαίες

τα πόδια τους    οι στοργικοί μας φάροι

– οι νοσταλγοί τις ονομάζουν Κ α τ ε ρ ί ν α –

είναι τα κύματά τους    οι υπέροχες θωπείες

οι Σειρήνες τους δεν μας γελούν

μόνε μας δείχνουνε το δρόμο – φιλικές – προς τα λιμάνια:

τις γυναίκες που αγαπούμε

 

έχουνε οι γυναίκες π’ αγαπούμε θεία την ουσία

κι όταν σφιχτά στην αγκαλιά μας    τις κρατούμε

με τους θεούς κι εμείς γινόμαστ’ όμοιοι

στηνόμαστε ορθοί σαν άγριοι πύργοι

τίποτε δεν είν’ πια δυνατό να μας κλονίσει

με τα λευκά τους χέρια    αυτές    γύρω μας γαντζώνουν

κι έρχονται όλοι οι λαοί    τα έθνη

και μας προσκυνούνε

φωνάζουν    αθάνατο στους αιώνες τ’ όνομά μας

γιατί οι γυναίκες π’ αγαπούμε

την μεταδίνουν και σ’ εμάς

αυτή τη θεία τους ουσία

[από τη συλλογή του Νίκου Εγγονόπουλου ΕΛΕΥΣΙΣ 1948]

 

ΕΝΑ  ΤΡΑΓΟΥΔΙ  ΓΙΑ ΤΟ ΦΕΓΓΑΡΙ

(«Τα παλαιά φεγγάρια, απάντησε, κομματιάζονται και γίνονται αστραπαί. Δεν βλέπεις ότι, οσάκις βροντά, πώς λάμπουν σαν σπαθιά;» - Ο Νασρ-εδίν και τα ανέκδοτα αυτού)

τα πιο ωραία τραγούδια

είν' τα τραγούδια του φεγγαριού

υπάρχουν φυσικά   κι' άλλα τραγούδια

πολλά   κι' ωραία  - τι λέω υπέροχα –

όμως τα πιο ωραία

πρέπει νάν το παραδεχτούμε

είν' τα τραγούδια   των φεγγαριών

 

όταν   tes seins ruissellent d' argent

φεγγάρια σαν δε φοβήθηκες τις επαφές και τις θωπείες

και τις ερωτήσεις νηρηΐδων

φωνάζοντας   μέσα στη νύχτα

ο πετεινός

δεν εννοεί ακριβώς τίποτε

ούτε τις πρόγνωσες καιρού που τ' αποδίδουν

ούτε τις   φώκες

που χορεύουν μέσα στης Δήλου τα σκοτάδια σαν ξωθιές

κι' από μακρυά κι' από κοντά

είναι σα φλόγες ψυχρές

και μειδιά

φεγγάρια

 

οι κόρες με τις κόρες των ματιών τους αραδιάζουν

τα παραδείσια κάλλη τους

φεγγάρια

κι' έτσι αραδιάζουν και στους τοίχους ποιητάς

κι' άλλος κρεμιέται κι' όλο μιλάει για στίχους

και στύβει την καρδιά του   σα σφουγγάρι

να τρέχουν τα αίματα μ' ανταύγειες

αργυρές φεγγάρια

 

η γιαγιά κλώθει το τριφύλλι

ο τρελός μετρά την καταιγίδα

καπνοί του στερεώματος   σαν στέμμα

κάποτε ζώσαν τη ζωή και τώρα

ρυμουλκά θανάτου

πώς σωπαίνουν   χλωμά των Επιτάφιων λουλούδια

σεις   φεγγάρια

 

θα ’ρθω στα μουσικά τρισάγια της οργής σου

βουβός κι' άσκεπος

με χέρια να μετρούν τα χρόνια

να σου ραβδίσω μέσ' στα μάτια   σου

τα χιόνια

που λάμπουνε σπαρμένα ναφθαλίνη κι' άστρα

μακρές δεντροστοιχίες ορχουμένων

σε πουλημένης σου μνηστής τις κλάψες

να χορτάσω   τα άσπρα μούρα

που   κρεμούνε   στα μαλλιά σου

τα φεγγάρια

 

πίσω δε θα γυρίσει  - το γνωρίζω –

αυτό το λίγο που έχει απομείνει   απ' τη ζωή
των φεγγαριών κοντά σου ρόδα ανέμων

ναρκισσευτής της καταχνιάς

τα σιντριβάνια   πώς ιριδίζουν

μουσικές χαμού και καταφρόνιας

ψηλά τα χέρια ας σηκωθούν

μέσ' στις παλάμες

να συγκεντρώσουμε τα νάματα   μιας ιδιαίτερης σοφίας

που δίνουν   σε όσους τα παρακαλούν με πάθος

τα φεγγάρια

 

ωρισμένως αυτό το τραγούδι προκαλεί θλίψη

σ' αυτόν που το διαβάζει

και σ' αυτόν όπου τ' ακούει

όμως απ' την αρχή δεν το ’χαμε κρυμμένο:

αν είν' τα ωραιότερα τραγούδια

είν' φυσικά και τα πιο   γεμάτα πίκρα

τα τραγούδια που έχουν γραφή   για τα φεγγάρια

εξαίρεση  - σημειώσατε - σε τούτο τον κανόνα

είν' τα τραγούδια που έχουν γραφή κοντά   σε καταρράχτες

κι' άλλα πάνω σε καταποντιζόμενο   καράβι

-ενώ η σειρήνα σεγκοντάρει αναμαλλιάρα –

κι' άλλα που ετραγούδησε

κόρη   με άρπα

κάτω από μαδημένο άγαλμα παληάς θεάς

που να το   λούζουν

τα φεγγάρια

 

κλείσε τις γρίλιες κι' αφουγκράσου όξω ποιος περνάει

τα βήματα που ηχούν

είν' το φεγγάρι   π' ανατέλλει

σκέψου τη θάλασσα κι' αποκοιμήσου

σκέψου τον έρωτα και ξύπνα

λύσε της τα μαλλιά

και να τα περεχάς

φεγγάρια

 

τα φεγγάρια πίσω από τα δέντρα

σαν τρίλιες πιάνου μάς θυμίζουν την Ελλάδα

με τα σουραύλια τα λιμάνια της τους θρύλους

η Γενοβέφα τον Ερωτόκριτο   για εραστή χαίρεται τώρα

του Πλάτωνα η στάμνα
-ως την πήγαινε στη βρύση –

του ξέφυγ' απ' τα χέρια και κοίτεται συντρίμμια

(μέσ' στις οξιές της ρεματιάς

αμνοί εξιλαστήριοι οι αντάρτες)

ροδόσταμα και σπέρμα γίνοντ'  ένα

σαν λούζουν   την Ελλάδα

τα φεγγάρια

 

κοιμάσαι και τα βλέφαρα

και τα βυζιά σου ερεθίζουν

τους επιδέξιους τοξευτές στις πολεμίστρες

βρεθήκαμε πάλι εδώ   στον κάμπο

στο Εξαμίλι

η χέρα μου είναι της πλύσης σου η σκάφη

κι' από πολύ κοντά τώρα ακούω

το σπαραγμό που δέρνεται μέσα στα στήθια σου

το ρέκασμά σου

ερωτική τρυγόνα

ενώ   απάνω στα σφουγγάρια

λάμπουν

τα   φεγγάρια

 

πάνω στις στέγες καπνοδόχες

πρωϊνές «κυράδες»

όλο νωχέλεια και μεγαλόπρεπη σαγήνη

προσμένουν τα περάσματα πουλιών του φθινοπώρου

-πολλά πουλιά κοπάδια

που φκιάνουν πάνω στον ουρανό σαν ένα γράμμα:

το γράμμα που ο καθείς προσμένει –

πάνω στις καπνοδόχες είν'   δυο περιστέρια

κάτω απ' τις καπνοδόχες   είναι δυο περιστέρια-χέρια

που ρίχνουνε λουλούδια άσπρα

-ίσως νάν' καμέλιες   γαρδένιες –

πάνω στα χνάρια τα εδικά σας

μαγικά   φεγγάρια

 

καβάλλα τ' άτι καβαλλάρη κι' άη Γιώργη

μέσ' στο ντουλάπι θάβρης τα κοσμήματα   όπου θα φέρης

για να σωθούν οι κρίνοι των παρθένων

όμως   όταν περνάς στις λίμνες

να φωνάζης

λόγι' αγάπης

στα νερά που   καθρεφτίζονται
φεγγάρια

 

χαίτες θεοί βαρούνε τις καμπάνες

μέσα στους κήπους που φωτίζουν

τα φεγγάρια

μυριόστομη απειλή οι κάλυκες της αμαρτίας

ρυπαρά παλάτια των τύψεων οι αγκινάρες

την πόρτα σου χτυπώ

έλα ν' ανοίξης

τ' άφταστο κάλλος σου   να δείξης

στα φεγγάρια

 

στα φρύδια σου εκρεμαστήκαν τα φεγγάρια

δύουνε τα φεγγάρια και πύρινη   ρομφαία

πίσω απ' το λόφο ιχνηλάτης   ο νέος Δίας

για στύψε την καρδιά σου:

θα χυθή ιδρώτας

ο ιερός ιδρώτας του δουλευτή τ' αδικοσκοτωμένου

και της μαχαίρας το λεπίδι

είναι φεγγάρι

 

η σκλαβιά  - σωστά - πίκρες οπόχει

ελάτε όλοι και κάντε   το σταυρό σας

(ένας σταυρός ποτέ   δεν πάει χαμένος)

κυττάξτε

αλλά κυττάχτε γρήγορα:

δύει το φεγγάρι

[από τη συλλογή του Νίκου Εγγονόπουλου ΕΛΕΥΣΙΣ 1948]

 

Η ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΣ

(από τη συλλογή του Νίκου Εγγονόπουλου ΕΛΕΥΣΙΣ 1948)

Το πλοίο μπήκε στην περιοχή της πυκνής ομίχλης. Μια καμπάνα ηχάει απεγνωσμένα στην πλώρη: η πορεία τώρα είναι  γεμάτη άμετρους κινδύνους. Όμως, στη γέφυρα, γρηγορεί ο πλοίαρχος, άγρυπνος, αγριεμένος, που οδηγεί το σκάφος ασφαλώς. Ο πλοίαρχος… Η ματιά του, το βλέμμα του… Ναι, πράγματι, αυτό το βλέμμα του είναι το παν. Όπως τώρα, ορθάνοιχτο, σκληρό, τρυπά, ανοικτίρμονα τους τεφρόχρωμους μπερντέδες που κρεμά πυκνούς η καταχνιά, έτσι, άλλοτε, διεισδύει μέσα στους σκολιούς μαιάνδρους της ανθρώπινης ψυχής, εισχωρεί στα άδυτα της Μοίρας, δαμάζει και τις πιο μανιασμένες φουρτούνες, μπαίνει και στέκεται, φύλαξ άγγελος, μέσα στο καλύβι του πτωχού ψαρά, σεργιανίζει, στοργικό, ανάμεσα στις άγκυρες, το κοιμώμενο βρέφος, τ’ απλωμένα δίχτυα, και τέλος έρχεται και κουρνιάζει, και ξαποσταίνει, ήρεμο, πλάι στο πράο το φως του λυχναριού της. Φυσικά, δεν είναι το επάγγελμα του πλοιάρχου το επάγγελμά του. Άλλες είναι οι ασχολίες του, άλλοι οι πόθοι του, άλλες οι επιδόσεις του. Άλλα τον γοητεύουν, σ’ άλλα επιτηδεύεται. Όμως, οσάκις το πλοίο κινδυνεύει, σ’ αυτόν προσφεύγουν, που δεν τον έχουν ούτε για δυο παραδιώ άνθρωπο, σ’ αυτόν αναθέτουν, και τ’ αναλαμβάνει την ευθύνη τόσων ψυχών. Αυτός, που δεν έχει τη χαρά κι όμως τηνέ γνωρίζει, που δεν είναι ελεύθερος κι όμως την ποθεί την Ελευθερία, αυτός που βασανίζεται κι όμως ελπίζει. Ας γίνει γνωστό: αν Μοίρες δεν ευρέθησαν κοντά στο βρεφικό του λίκνο, Μοίρες, και Μάγισσες, κι αγαθές Ανεράιδες θα του παρασταθούν στη νεκρικιά του κλίνη. Αυτά τα ξέρει ήδη η φιγούρα του καραβιού, και τον αγαπά. Είναι ερωμένη του. Τούτο το έξαλλο θερμό κορίτσι, με τα ξέπλεκα μαύρα μαλλιά, τα φλογάτα ολοκόκκινα χείλη και τη γαλάζια ζώνη, πάει κάθε νύχτα και τονέ βρίσκει ταχτικά, κρυφά, και συνευρίσκονται «τα δυο μαζί» και συνομιλούν, ώρες ερωτικά. Μια νύχτα με φεγγάρι: «Μη με ξεχάσεις, του κάνει, γιατί θα πεθάνω». Αυτός, μια μέρα βρίσκονταν σ’ ένα πυκνό δάσος και τον πρόλαβε η βροχή. Χώθηκε στη κουφάλα ενός δένδρου και περίμενε. Γύρω η βροχή όλο και δυνάμωνε. Ανάμεσα απ’ το νερό έβλεπε κάτι κορμούς καψαλιασμένους από φωτιές στρατοκόπων και πλήθος κουκουνάρες ήτανε κατασπαρμένες χάμω, στη νοτισμένη γης. Μιαν άλλη φορά, ένα καλοκαιριάτικο μεσημέρι, στέκονταν κοντά σ’ ένα πηγάδι. Πιο πέρα ένας πύργος. Έρχεται μια κόρη, σαν τη Ρεβέκκα, με το σταμνί στον ώμο, να πάρει νερό. Εναποθέτει χάμω τη στάμνα, τον πλησιάζει, και προτείνοντας τους ξεγυμνωμένους ωραίους μαστούς της: «Μη τους αγγίξεις, του λέει, είναι τριαντάφυλλα και φυλλορροούν. Όμως, να τους θωπεύεις» Και πάλι: «Όχι, κάμε τους ό,τι θέλεις, είναι δικοί σου, καλέ μου, σου τους χαρίζω». Αυτή τη γυναίκα την αγάπησε παράφορα σαν ένα βράδυ, που φυσούσαν όλοι οι άνεμοι, την παραμόνευε και την είδε να κατεβαίνει στο λιμάνι. Την έβλεπε να τρέχει με γόους κατά μήκος της έρημης παραλίας. Τ’ αδιάβροχό της το ’χε ζωσμένο στη μέση μ’ ένα πέτσινο λουρί, κι ο σφοδρός αγέρας άλλοτε της το κολλούσε στο κορμί κι άλλοτε χτύπαε άγρια τις ποδιές του, και της έπαιρνε, μαζί με τη φωνή της, και την πλούσια κόμη της.  [Η ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΣ  από τη συλλογή του Νίκου Εγγονόπουλου ΕΛΕΥΣΙΣ  1948 – συγκεντρωτικός τόμος: ΝΙΚΟΥ ΕΓΓΟΝΟΠΟΥΛΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΑ Ίκαρος εκδοτική εταιρία ]

Παρασκευή, 8 Ιουλίου 2022


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΠΑΝΤΑ Σ’ ΟΛΟ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΤΡΑΓΟΥΔΟΥΣΑΜΕ…

  (…χωρίς ποτέ κανείς να μας ακούει…) («Γιατί σωπαίνουν τα κοχύλια; Γιατί δεν τραγουδούνε τα παιδιά; Τα ζώα τ’ αφανίσαμε και τα φυ...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ