(… και να ζητήσει τον άρτον τον επιούσιον… δήθεν πως κελαϊδάει…)
Να τρέξει ένα «αμήν» από δένδρο σε δένδρο,
ψίθυρος ανιδιοτέλειας δήθεν.
Απ’ τις μεγάλες πέτρες θ’ ανέβει
ένα λιβάνι «ήμαρτον».
Από κει και πέρα ξεμυτίζει η λεπτομέρεια
κι η βεβαιότης πως αφήσαμε πίσω τη νύχτα.
Λίγο σαν περισκόπια υψώνονται οι
άκρες των τηλεγραφόξυλων
μήπως πλέει μακριά καμιά είδηση,
βγάζει απ’ τη θήκη του τ’ αγκάθι ο
πυράκανθος
κι ένα καμπουριασμένο μονοπάτι παραπατάει
και γράφεται.
Από τους γύρω όγκους πέφτει η μάσκα
και ησυχάζεις:
ξεκαθαρίζει τι είναι Πεντέλη, τι Υμηττός
και τι απομένει μύτη φόβου.
Το χρώμα της ελιάς μουντό κι
ολιγόλογο,
βλεφαρίζει στα φύλλα κι είναι
ευκαιρία μ’ αυτό να προσδιορίσεις
μάτια ακαθορίστου χρώματος που λέμε.
Επουσιώδης βέβαια εκκρεμότης μα,
που όσο να ’ναι βασανίζει.
Έτσι και τα προσδιορίσεις, μας
έρχεται ολόκληρο το φως
και αστεναχώρητο σαν ένα «δεν βαριέσαι»
[ΔΕΝ ΒΑΡΙΕΣΑΙ κι άλλες επιλογές από τη συλλογή της Κικής Δημουλά ΤΟ ΛΙΓΟ ΤΟΥ
ΚΟΣΜΟΥ, εκδόσεις Στιγμή πρώτη έκδοση 1971 ]
ΖΟΥΓΚΛΑ
(από τη
συλλογή της Κικής Δημουλά ΤΟ ΛΙΓΟ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ 1971)
Πρωί
κι όλα του κόσμου στημένα
στην
ιδεώδη απόσταση μιας μονομαχίας.
Τα
όπλα έχουν διαλεχτεί, τα ίδια πάντα,
οι
ανάγκες σου, οι ανάγκες μου.
Αυτός
που θα μέτραγε ένα, δύο, τρία, πυρ
καθυστερούσε,
κι
ώσπου να ’ρθει καθίσαμε στην ίδια
καλημέρα
και
χαζεύαμε τη φύση.
Η
εξοχή βρισκότανε στην ήβη
και
το πράσινο ασελγούσε.
Κραυγές
τροπαιοφόρου θηριωδίας
έσερνε
ο Ιούνιος της υπαίθρου.
Πιανόταν
και πηδούσε
από
κλαδί δένδρων και αισθήσεων
σε
κλαδί δένδρων και αισθήσεων,
Ταρζάν
ταινίας μικρού μήκους
που
κυνηγάει αθέατα θηρία
στη
μικρή ζούγκλα μιας ιστορίας.
Το
δάσος υποσχότανε πουλιά και φίδια.
Δηλητηριώδης
αφθονία αντιθέτων.
Το
φως έπεφτε καταπέλτης σ’ ό,τι δεν ήταν
φως,
κι
η ερωτομανής λαμπρότης
παράφορα
φιλούσε κι ό,τι δεν ήταν έρωτας,
μέχρι
και τη δική σου συνοφρύωση.
Στη
μικρή εκκλησία άλλος κανείς
εκτός
από το πολύ όνομά της, Ελευθερώτρια.
Ένας
Χριστός περίφροντις
μέτραγε
με το πάθος του φυλάργυρου
το
βιος του: καρφιά κι αγκάθια.
Επόμενο
ήταν να μην έχει ακούσει
τους
πυροβολισμούς.
ΤΑ
ΔΕΜΕΝΑ
Η θάλασσα του Σκαραμαγκά είναι δεμένη, πηχτή.
Από τα πετρελαιοφόρα
βγαίνει μαύρος καπνός ακινησίας.
Ας πούμε πως υπάρχεις.
Η διαδρομή ξεχειλώνει κρεμασμένη στο βλέμμα.
Λερώνει τους επάνω δρόμους ένα βρώμικο σύννεφο,
η καθαρή ψυχή κάτω αναβάλλεται πάλι.
Ας πούμε πως υπάρχεις.
Το άλογο θα μείνει δεμένο στο δένδρο.
Στο μυαλό μου πολλοί τέτοιοι κόμβοι,
πολλά τέτοια δεσίματα.
Ας πούμε πως υπάρχεις.
Στου αυτοκινήτου τον καθρέφτη
κοιτάζεται ένα ξεροπήγαδο.
Στη γη εδώ0-εκεί φρεσκοσκαμμένο.
Η ίδια φροντίδα για
τους νεκρούς και για τους σπόρους.
Η γη αναρριγεί.
Ας πούμε πως υπάρχεις.
Στις Μυκήνες επιφωνήματα και τάφοι.
Πέτρα βασανισμένη από τη φήμη.
Πάθη από τζάκι και γι’ αυτό αξιοθύμητα.
Στα δικά μας τα πάθη
δεν θα ’ρθει κανείς επισκέπτης,
τα περιμένει η λήθη, πεινασμένη πάντα.
Ας πούμε πως υπάρχεις.
Στο Ναύπλιο άλλο ένα πλοίο λευκό.
Όχι απόλυτα πλοίο κι όχι απόλυτα λευκό.
Ας πούμε πως υπάρχεις.
Αφήσαμε τα διφορούμενα
και μπήκαμε σε καλλαμιές, σε λεμονιές και κυπαρίσσια.
Εικόνα οπωροφόρα – σε ποτίζω.
Ας πούμε πως υπάρχεις
Μακριά στην ανηφόρα
κοντανασαίνει ένας μαύρος σιδηρόδρομος.
Σαν γλιτωμός που ξεκουρδίστηκε.
Ας πούμε πως υπάρχεις.
Όπως το πολύ νερό σε μέρη ακατοίκητα,
όπως το καλό σημάδι σε πουλιά βαλσαμωμένα.
Περιττά!
[από τη συλλογή
της Κικής Δημουλά ΤΟ ΛΙΓΟ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ, εκδόσεις Στιγμή 1871]
ΜΕΣΙΤΕΙΕΣ
(από τη
συλλογή της Κικής Δημουλά ΤΟ ΛΙΓΟ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ 1971)
Με γυροφέρνει η άνοιξη,
αλλά εγώ άλλη φορά
πορεία δεν αλλάζω για ένα έαρ.
Ας μοιάζει μ’ οτιδήποτε το σούρουπο.
Δεν θα ποτίζω με το αίμα μου ομοιότητες.
Τα όνειρα που είδα
αποδείχτηκαν ανυπόληπτα:
πήγαν και μ’ άλλους ύπνους.
Όχι δεν παίρνω άλλο διαταγές.
Όταν μου λέγανε τα σύννεφα ταξίδευε
ταξίδευα
κι όταν μου λέγανε τα όνειρα περίμενε
περίμενα.
Όχι, δεν παίρνω άλλο διαταγές.
Τα δούλεψα πιστά τα διαλυτά.
Με γυροφέρνει από χθες η άνοιξη.
Μια νεραντζιά με κοίταξε
με διάθεση υπόπικρη,
και μου ’κλεισε το δρόμο
μια μυρωδιά επιστροφής.
Με παζαρεύει η τοκογλύφος μνήμη:
για να μου δώσει έναν Μάιο παλιό,
μαζί και με τις νεραντζιές,
για να μου δώσει κυρίως τη μορφή,
που στη μεταφορά της
από σταθμό της λήθης σε σταθμό
χτυπήθηκε στα μάτια και στο στόμα - γι’ αυτά πληρώνεις -
μου παίρνει ένα μέλλον.
ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ
Το
καλοκαίρι αυτό μπήκε σαν ζωγραφιά
μικρού παιδιού,
που
πρώτη του φορά σκηνοθετεί τοπία κι
εποχές
και
δεν γνωρίζει ποια θέση, ποιαν απόσταση,
ποιαν
έμφαση κυρίως να δώσει στα χρώματα και
τα στοιχεία.
Και
από άγνοια ευφάνταστη
τα
’χει όλα παρατάξει πρώτο πλάνο,
με
επική αταξία, με μιαν αφθονία ξαφνική,
σαν κάποιο περιπλανώμενο τοπίο να ’ρθε γελώντας
και
ν’ αδειάστηκε ακατάπαυστα μέσα σ’ άλλο
τοπίο.
Φεγγάρια
υπνοβατικά στο χείλος των ονείρων,
απ’
τη δική τους μυρωδιά άρρωστα σκίνα,
καλαμποκιές
στητές και τεταμένες ωσάν ανίδεες ή
ηρωικές,
ελαιώνες
προσευχόμενοι σ’ όλο το μάκρος και το
φέγγος της ματιάς
-θεέ
μου, παρελθέτω από μας -
άσπρα
πετούμενα ξωκλήσια
σούρουπα
βραδυκίνητα ξοπίσω τους
σαν
ιερείς που απαύδησαν να κρούουν εσπερινούς,
θάλασσα
καλοπιαστική
γύρω
στο πείσμα των βουνών το ασύμμετρο
κι
όρθια μεσημέρια που στέκουν προσοχή
στον ήλιο.
Κι
απάνω σύννεφα από ερωτευμένη ζέστη.
Το
καλοκαίρι αυτό δεν το περίμενε κανείς
ήρθε
σαν κάποιος που τον είχαμε νεκρό.
Κι
έφερε μιαν αμηχανία πάλι,
μια
ξεχασμένη ένταση και μιαν αϋπνία
για
πράγματα που τα ’χαμε κι αυτά νεκρά.
(Έκανε
τόση ζέστη μες στα μάτια,
ήτανε
κάτι εξατμισμένα καφενεία,
κάτι
ξενύχτικα εύφλεκτα τραγούδια,
κάτι
πιωμένα χέρια που χορεύανε
κι
έλεγαν άλλων αντ’ άλλων σ’ άλλα χέρια.
Ψηλά ποιήτριες νύχτες έγραφαν)
Το
καλοκαίρι αυτό, σαν ζωγραφιά μικρού
παιδιού,
συμπληρωμένη
από κάποιον
με
πράγματα που τα ’χε για νεκρά,
ποίημα
πάνω σε ποίημα σαν να ακούμπησε.
Τώρα το καλοκαίρι αυτό
αίμα
ξερό πάνω στις μέρες.
Το
βρήκαμε νεκρό
μέσα
σε κάποιον ένσφαιρο μονόλογο.
[από τη συλλογή
της Κικής Δημουλά ΤΟ ΛΙΓΟ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ, εκδόσεις Στιγμή 1871]
ΑΧ, ΟΙ
ΛΥΠΗΜΕΝΕΣ ΦΡΑΣΕΙΣ, ΟΙ ΛΥΠΗΜΕΝΕΣ ΛΕΞΕΙΣ…
(… πώς μοιάζουν στους τυφλούς
οργανοπαίχτες στους δρόμους τους εμπορικούς,
τι Κυριακές…)
Με ημέρα αρχίζει η εβδομάδα με ημέρα τελειώνει.
Κι η Κυριακή, κόμπος σφιχτός να μη
λυθούν οι εβδομάδες.
Έρχεται πάντα από το ίδιο Σαββατόβραδο
που φέρνει λίγο ύπνο παραπάνω το πρωί
και το θεό,
όσο τον δίνουν οι ορθρινές καμπάνες.
Λίγο να σταθείς στ’ ανοιχτά παράθυρα
και να κοντοσταθείς σ’ αυτά που δεν
συμβαίνουν,
περνάει η ώρα.
Δημοτικά τραγούδια απ’ τα παράθυρα
«ποια γυναί- ποια γυναί-
ποια γυναίκα θα σε πάρει»,
σιγά-σιγά η Κυριακή μεσουρανεί σαν τρομαγμένη απορία.
Στις γειτονιές περνάνε γύφτισσες να πω το ριζικό σου,
«ποια γυναί- ποια γυναί-
ποια γυναίκα θα σε πάρει»,
δημοτικά τραγούδια απ’ τα παράθυρα,
ριζικά.
Πιο πέρα κάποιο ντέφι, ένα αρκουδάκι
«δείξε μας πώς βάζουν
πούδρα τα κορίτσια στον
καθρέφτη,
πώς γδύνεται η Μονρόε…»
Μη γελάς. Βρέθηκε κάποτε νεκρή η
Μονρόε.
Με πράγματα που δεν αντέχουν μη γελάς.
Αχ, οι λυπημένες φράσεις, οι λυπημένες
λέξεις,
πώς μοιάζουν στους τυφλούς οργανοπαίχτες
στους δρόμους τους εμπορικούς, τις
Κυριακές.
Να είχαμε μιαν άνοιξη. Μη γελάς.
Με πράγματα που δεν υπάρχουν μη γελάς.
Ας λένε τα πουλιά κι οι μυρωδιές στα
πλάγια πως είναι Απρίλης.
Το λένε τα πουλιά κι οι έρωτες των
άλλων.
Εμένα μ’ εξαπατούνε οι θεοί
κάθε που αλλάζει ο καιρός, κάθε που δεν αλλάζει.
Μη γελάς. Έαρ δεν γίνεται με ρίμες
ήλιοι – Απρίλιοι, ήλιοι – Απρίλιοι,
ομοιοκατάληκτες στιγμές, χρόνος χρωμάτων,
στρέμματα φωτός, χαμομηλιών ανυπομονησία να μυρίσουν.
Δημοτικά τραγούδια απ’ τα παράθυρα
«ποια γυναί- ποια γυναί-
ποια γυναίκα θα σε πάρει»,
και όλα τα άλλα τρόποι
για να πεθαίνουνε ανώδυνα τα
ημερολόγια.
Την Κυριακή τραβάει σε μάκρος των τραγουδιών η αγωνία
«ποια γυναί- ποια γυναί-
…»,
Αχ, οι λυπημένες φράσεις, οι λυπημένες
λέξεις,
στους δρόμους τους εμπορικούς, τις Κυριακές τις ανοιξιάτικες
[ΟΙ
ΛΥΠΗΜΕΝΕΣ ΦΡΑΣΕΙΣ από τη συλλογή της Κικής Δημουλά στο ΛΙΓΟ του ΚΟΣΜΟΥ της,
εκδόσεις Στιγμή πρώτη έκδοση 1971]
ΩΔΗ ΣΕ
ΜΙΑ ΕΠΙΤΡΑΠΕΖΙΑ ΛΑΜΠΑ
Παλιά επιτραπέζια λάμπα,
δουλεμένη από τεχνίτη Aνατολίτη
με φαντασία και πρόβλεψη.
Tην έφερ' ένας θειος μου
δικαστής από τη Σμύρνη
και στο φως της
δεθήκανε οι νόμοι με τις πράξεις των ανθρώπων.
H πείρα της μεγάλη στα ελαφρυντικά,
στο τι βρασμός ψυχής, τι προμελέτη.
Tόσα χτυπήματα στο στήθος
από ζηλοτυπία,
βεντέτες για μια μεσοτοιχία,
για μια κατσίκα που μηρύκασε ξένο χορτάρι.
Γνώρισε πάμπολλους προτέρους έντιμους βίους
κι ερωτεύτηκε ενόχους.
Kαημένε θείε,
πώς τα πας μ' αυτόν το νέο νομοθέτη
και τους νόμους του –
ύλη αδίδακτη ο θάνατος.
Tης ύπαρξής σου δεν πήγες
συνήγορος.
Aλλ' είναι η ζωή
απ' τις χαμένες υποθέσεις,
ακόμα και για τους δυνατούς νομομαθείς,
όπως ήσουν.
Kληρονομιά μου τώρα η
λάμπα.
Δουλεμένη με φαντασία
και προπαντός με πρόβλεψη.
Tο φως της, για νά 'ρθει να
σταθεί
σαν άλλος ένας κουρασμένος αναγνώστης
του ίδιου μ' εμένανε βιβλίου
ή σαν διαιτητής ανάμεσα στο άγραφο χαρτί,
που νικητής πάλι βγαίνει απόψε
και νικημένα όσα σκόπευα να γράψω,
πηδάει μέσ' από πλούσια φύλλα φοινικιάς.
Kι αυτό υποκινεί βλάστηση.
Kάτω απ' τη φοινικιά
στέκει, σκυφτός και μειλίχιος, ένας γέροντας.
Eίχε και φλέβα πείρας ο
τεχνίτης:
μόνο φως, μόνο φύλλα φοινικιάς,
φόβων και καιρών αντίπαλοι δεν γίνονται.
H μοναξιά φοβάται μόνο τον
άνθρωπο δίπλα σου.
Kαλά λοιπόν που είναι εδώ
αυτός ο γέροντας.
Aνατολίτη τον δείχνει η
κελεμπία, το σαρίκι
και το μαυριδερό άσαρκο πρόσωπο.
Tο χέρι του, απλωμένο σε
σένα,
δεν ξέρεις αν σε καλεί να πλησιάσεις,
αν απαιτεί, εξηγεί, οδηγεί ή προβλέπει.
Όλ' αυτά ένας τεχνίτης μπορεί να τα χωρέσει
στην ίδια κίνηση,
όπως κι η ζωή τα χωράει όλα στο ένα της πέρασμα.
Mπορεί να είναι μουεζίνης
κι ετούτη τη στιγμή να εξηγεί στο θεό του
τι λείπει από τον έναν κόσμο.
Mπορεί να είναι
επαίτης. Ή νυχτοφύλακας
της προεκτεινόμενης πέρ' απ' τη λάμπα τροπικότητας.
Ίσως ρήτορας ξεπεσμένος σε είδη διακοσμητικά,
ασκητής, οδοιπόρος που πέτυχε ίσκιο
αναπάντεχο
στην προεκτεινόμενη πέρ' απ' τη λάμπα έρημο.
Ποιος ξέρει; Kανένας
περιηγητής, που έχασε το δρόμο
αλλά και το νόημα της περιηγήσεώς του.
Kαι τώρα, υψώνοντας το
χέρι, με ρωτάει
ποιος είν' ο δρόμος και ποιο το νόημά του.
Eμένα ρωτάει ποιος είν' ο δρόμος και ποιο το νόημά του;
Nυχτοφύλακας ή επαίτης,
περιηγητής, ρήτορας,
μωαμεθανός ή άπατρις,
εμένα δεν με νοιάζει.
Eγώ, έτσι που πέρασαν τα χρόνια,
έτσι που ήρθανε τα πράγματα,
Προφήτη τον ορίζω.
Γιατί Προφήτη τον χρειάζομαι,
έτσι που χάθηκαν τα χρόνια,
έτσι που στέκουνε τα πράγματα.
Ο ΔΙΑΛΟΓΟΣ ΤΗΣ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗΣ ΜΕ ΤΗ
ΜΑΤΑΙΟΤΗΤΑ, ΤΗΣ ΜΝΗΜΗΣ ΜΕ ΤΟ ΦΕΥΓΑΛΕΟ ΤΗΝ ΥΠΑΡΞΗΣ…
… βρίσκει ΣΤΟ ΛΙΓΟ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ την καλύτερή της ίσως
έκφρασή του σε ολόκληρη την ελληνική μεταπολεμική ποίηση, με τη λιτότητα του
λόγου να συναγωνίζεται την πρωτοτυπία και τη δραστικότητά του. Χαρακτηριστικό
και συνεχώς επανερχόμενο θεματικό στοιχείο σ’ αυτή τη συλλογή είναι η
φωτογραφία, ως υποστασιοποιημένη μορφή της διαλεκτικής σχέσης ανάμεσα στο ον
και το μη ον, στη διάρκεια και στη φθορά… Ίσως τα ωραιότερα ποιήματα της
ΔΗΜΟΥΛΑ είναι οι στοχασμοί της πάνω σε φωτογραφίες: «Σημείο διαχωριστικό δύο
απεράντων είσαι. Δύο αντιμέτωπων πελάγων. Ο ουρανός κι η θάλασσα. Το πλάτος και
των δύο αθροίζεται στο μέτωπό σου. Έχεις πλατύ μέτωπο, αντιμέτωπο στα όρια. Τα
δεμένα πανιά της μορφής σου, η σκεπτική της πλώρη, δείχνουν πως περιμένεις
τρικυμία των απεράντων… Όμως για να υπάρχει γκρεμός στο τοπίο, για να έχω
σταθεί στην άκρη του κρατώντας λουλούδι και χαμογελώντας, θα πει πως όπου να
’ναι έρχεσαι. Φαίνεται απ’ τη ζωή μου ζωή πέρασε κάποτε…» (Μοντάζ, Φωτογραφία 1948)
Δευτέρα, 4
Ιουλίου 2022
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου