(… εδώ θα μείνεις μου λέει με μια φωνή βαθιάς τρυφερότητας…)
Τόσο ήμουν σκελετωμένη
από τη φαντασία ώστε ένα ολόκληρο καλοκαίρι
σαν θολή και καυτερή νύχτα όλα
μου είχαν απαγορευτεί στο σκοτεινό βυθό
της τιμωρίας που ούτε με τα λόγια ούτε
με τη σιωπή να μιλήσω μπορούσα
Ο φύλακάς μου άγγελος
καθισμένος ήσυχα στο προαύλιο περίμενε απ’ τ’ αποφάγια για τις ελεημοσύνες.
Και οι θόρυβοι της
πόλης και τα μοιραία άλματα των μοτοσικλετιστών
δε φτάναν ως εκεί που με σκοτεινά πέπλα η ζωή, νυχτερίδα χαμηλοπετούσε
γύρω απ’ τα μολυσμένα νερά της λίμνης.
Εδώ θα μείνεις μου λέει
με μια φωνή βαθιάς τρυφερότητας γιατί ήτανε γεμάτη αγάπη η καρδιά του και για
να μάθω πως μονάχα η αγάπη σώζει.
Εδώ θα μείνεις, ώσπου
να παραδεχθείς το θαύμα και την ασχήμια της ζωής.
Θα πρέπει κιόλας να μ’
έχεις συγχωρέσει γιατί πολύ σε βασάνισα κι απ’ τις φτερούγες μου γκρεμίζοντάς
σε κι από των λόγων μου το καμίνι.
Μα ήταν γιατί μονάχα
εσύ που με αγάπησες έπρεπε να υποφέρεις και για να δεις τα περασμένα σα να
ήτανε μεγάλες φωτιές.
Μα τόσο ήμουν βίαιη από
την έπαρση του ονείρου τόσο λυπημένη ήμουν απ’ το πάθος, ώστε τον εγκατέλειπα
με δάκρυα μα εκείνος άλλοτε αόρατος κι άλλοτε ορατός, άλλοτε αγκαλιάζοντάς με
και άλλοτε κλαίγοντας μαζί μου γιατί μονάχα η αγάπη σώζει,
όλο και πιο πολύ με βύθιζε στον έρωτα και την
ντροπή.
[αποσπάσματα από τη συλλογή της Ζέφης Δαράκη ΤΑ ΑΟΡΙΣΤΑ
ΓΕΓΟΝΟΤΑ 1980
εκλογή από τη
συγκεντρωτική έκδοση ΖΕΦΗ ΔΑΡΑΚΗ ΠΟΙΗΣΗ 1971 – 1992, εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα
1999]
Μ’ ΕΝΑΝ ΤΡΟΠΟ ΑΠΟΤΟΜΗΣ
ΕΓΚΑΤΑΛΕΙΨΗΣ ΞΗΜΕΡΩΝΕ ΚΑΙ ΒΡΑΔΙΑΖΕ…
(απ’ τη συλλογή της Ζέφης Δαράκη ΤΑ ΑΟΡΙΣΤΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ 1980)
Και δίχως μνήμη δίχως αισθήματα ο κήπος
καθώς τα πράγματα που της λείψανε
τα στριφογύριζε
κάτω από τους στενούς ουρανούς των χεριών της
Κι εκείνα της δινόντουσαν
με κείνη τη θαμπή κι επίσημη δύναμη των πραγμάτων
Γύρω της σαν να φρουρούσαν κάτι
Και μέσα από ξένες ανάσες έπρεπε
ν’ ανασαίνει δειλή
και δίχως την παλιά ελευθερία της νιότης
έπρεπε να σωπαίνει
μ’ ένα πρόσωπο τριγυρισμένο ξέπνοα φύλλα
Γιατί σαν να μην ήτανε πια η
αγαπημένη των πραγμάτων
ξεφτίζοντας την άκρη του ονείρου
με μιαν αναίτια συστολή
Ώσπου από ένταση σε ένταση το φως
θρυμμάτιζε τα τζάμια
και μεσ’ τα μάτια της ανέβαινε το μεσημέρι
Κι έπαυε τότε ν’ αφαιρείται
σ’ αυτό το ολομόναχο κύκλο της σιωπής
Γιατί τίποτα πιο χαμένο απ’ αυτή
Τίποτε πιο λησμονημένο μ’ ένα
γέλιο ανθοστήλη
Και με μια λήθη ζωής μεσ’ στο αίμα
Κι άλλοτε ήσυχη λίμνη αραγμένη
γύρα απ’ το σώμα της
με μιαν αληθινή εγκαρτέρηση
Και μόνη η φαντασία σπασμένο παράθυρο
να μπάζει μέσα το νησί
Με τα φθαρμένα ιταλικά και τις καμάρες
ΗΤΑΝΕ ΜΙΑ ΗΣΥΧΗ
ΥΠΕΝΘΥΜΙΣΗ
(… και οι λέξεις σαν να τον ανέστελλαν τον κόσμο…)
Τώρα η ήρεμη οικειότητα της
λύπης
δεν είχε αυτό το αόρατο
πρόσωπο
Δε θα ξανάρθω πια του είχε πει
μ’ έναν άνεμο να στεγνώνει
αμέσως τα λόγια της
Αλλά τι θα βγει
Τα κατακίτρινα κύματα της
λύπης
θα σπάζουνε πάντα στις
ακτές μιας αχανούς σιωπής
που όλα ωριμάζουν με σύνεση κι
υπομονή
Και μαθαίνει κανείς στη
δυστυχία της ενήλικης γλώσσας
κατάστικτης από πατημένα φύλλα
ονείρων
και δρακόντεια μέτρα
Δε έρχομαι πια εδώ και πουθενά
Κι ο δρόμος ελεύθερος
ατελείωτα
μέσα μου κι ο δρόμος ατελείωτος
ύστερα από τόσα χρόνια και ξανά τόσους μήνες
και άλλες τόσες υβριστικές
ημέρες
Και πάει δεν τελείωσε Τίποτε δεν τελειώνει
(αποσπάσματα
απ’ τη συλλογή της Ζέφης Δαράκη ΤΑ
ΑΟΡΙΣΤΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ 1980)
ΝΑ ΜΕΙΝΕΙ ΟΛΟΜΟΝΑΧΗ
ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΟ ΠΑΘΟΣ
(απ’ τη συλλογή της
Ζέφης Δαράκη ΤΑ ΑΟΡΙΣΤΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ 1980)
Δεν
ήθελε τίποτα ν’ αποκαλύψει
απ’
το αθώο θαύμα των ρούχων της
που
την αφάνιζαν
φωτίζοντας
το πρόσωπό της από μέσα
Κι αυτή η αόριστη μοναχική ζωή
ανάμεσα
στα μισοανθισμένα τοπία των φορεμάτων
της
και
τ’ ανάερα τιτιβίσματα των πουλιών
τη
βύθιζε σε μια ναρκωμένη υπομονή
τη
γιάτρευε απ’ το ανυπόμονο πάθος
σε
μια υπομονή που δεν είχε προηγούμενο
Γιατί
τόσο ήταν φανταστική η έκβαση αόρατων
γεγονότων
Αφού
κανένα γεγονός δεν υπήρξε στο παρελθόν
ούτε
θα υπήρχε στο μέλλον
Ακίνητη
νότα που κάποτε είχε σημάνει
έπλεε
μεσ’ στον αντίλαλό της
Κι
αν δεν είχε έλεος ούτε για τον εαυτό της
καθώς
πλησίαζε ο καιρός
ο
φοβερός καιρός πλησίαζε
Να
μείνει ολομόναχη απέναντι στο πάθος.
ΓΙ’ ΑΥΤΟ ΣΤΕΚΩ ΕΤΣΙ ΧΩΡΙΣΜΕΝΗ ΑΝΑΜΕΣΑ
ΠΑΡΑΘΥΡΟ ΚΑΙ ΠΟΡΤΑ…
Χρόνια ολόκληρα στη μέση της
κάμαρης
με τα πουλιά και τ’ ασημένια
φύλλα
Σαν κερδισμένη και σα χαμένη στη μέση της κάμαρης
με τα πουλιά και τ’ ασημένια
φύλλα
Σαν κερδισμένη και σα χαμένη στη μέση της κάμαρης
Πότε διπλωμένη στα δύο
δηλητηριασμένη από τα δάκρυα
Κι άλλοτε άνομβρο τοπίο
στη μέση της κάμαρης με τα
πουλιά και τ’ ασημένια κλώνια
Σ’ αυτό το μαρτύριο της μέρας
και της νύχτας
που τρέφει την κακία μας και την αθωότητά μας
Μονάχα που όλοι – όλοι θα
χαθούμε
Και τ’ ακίνητα κόκκινα κρίνα
εκεί που πρωτάρχισε μ’ ένα γέλιο το κρίμα
και το σπίτι λυμένο στους
αστερίες
μονάχα που όλοι θα χαθούμε
Μα σα ν’ απόμεινε στις φλέβες
μου λιγάκι αίμα
αρκετό για τ’ όνειρα μόνο
Δυναμωμένα από τη μοναξιά κι από το φόβο
(απ’ τη
συλλογή της Ζέφης Δαράκη ΤΑ ΑΟΡΙΣΤΑ
ΓΕΓΟΝΟΤΑ 1980)
ΤΑ ΟΝΕΙΡΑ ΣΟΥ
ΠΡΑΓΜΑΤΟΠΟΙΗΘΗΚΑΝ
(απ’ τη συλλογή της Ζέφης Δαράκη ΤΑ ΑΟΡΙΣΤΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ 1980)
Το πρόσωπό του ήσυχος
ίσκιος την κοιτούσε
Γιατί τώρα πιο έρημος από πριν
Άλλοτε πάλι την αφάνιζαν
τα χειρουργεία των λόγων
του και της σιωπής του
Μα όσο εκείνη γύριζε τον
διακόπτη
τόσο η κάμαρη βυθιζότανε στο
φως
Ώστε όλα να μοιάζουνε
λησμονημένα
Και μόνο μανικέτια του γαλάζια
πουλιά
Παγωμένος από σκέψη και ανεξιχνίαστος
σπρωγμένος από μια νύχτα φαντασίας
Και στο δάχτυλό του έλαμπε η ημισέληνος
Λοιπόν ξάφνου βλέπει τον
Βέρνερ σκυμμένο πάνω από κάτι. Τρομερά σκυμμένο πάνω απ’ τα βροχόνερα της αυλής
που με άγριο πείσμα έπλεε ακόμη το φεγγάρι και σα να ερχόταν ένας μαύρος καπνός
φυσώντας δυνατά κατά πάνω της από το πρόσωπό του. Τόσο τα μάτια του ήταν
παγιδευμένα σε αόρατο κλάμα και ακριβώς εκεί θα συναντηθούνε.
ΣΠΙΤΙΚΗ ΓΥΝΑΙΚΑ
(… ήσυχα τώρα γκρεμισμένη είχε σωπάσει… )
Κι ο άλλος όλο πύκνωνε μέσα
της σαν ομίχλη
όλο πύκνωνε μέσα της
Και το κύμα αμίλητος γέροντας
ν’ αποτελειώνει την οριστική δύση του χρόνου
με τρεμάμενα σχήματα στην άμμο
Δεν εξηγείται ο άνθρωπος πάντα
λάμπει ο κόσμος στα στενά του
ονείρου
Λάμπει και πλέοντας λύπη η
πανσέληνος
Το έχε γεια στην αστραπή της
θάλασσας και της ματιάς του
Το έχε γεια στον καυτερό
καθρέφτη της φωνής του
πόσο ανατρίχιαζα χαμηλώνοντας
στις πικροδάφνες της Χαλκίδας
όταν περίεργα έσκυψες και με
κοιτούσες
Σαν να ’μουν κυματάκι της
ασφάλτου
[από τη
συλλογή της Ζέφης Δαράκη ΤΑ ΑΟΡΙΣΤΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ 1980]
Ω ΚΟΥΡΑΣΜΕΝΟ ΜΟΥ ΟΝΕΙΡΟ
(από τη συλλογή της
Ζέφης Δαράκη ΤΑ ΑΟΡΙΣΤΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ 1980 )
Έρχεται με παίρνει αφρισμένο
κύμα
προχωράει μαζί μου στις γραμμές του τρένου
αν και τα τρένα είναι κάτι άλογα σταματημένα
Τα μάτια του μπάζουν νερά από
τη θάλασσα
που όσο πάει λιγοστεύει
Ήσουν ο πιο αγαπημένος φίλος
της φαντασίας μου
Μα πες μου γιατί η εφηβεία
αργεί τόσο να τελειώσει
τέτοιαν ώρα προχωρημένης ζωής…
Μεσ’ στο τραγούδι να διαλυθείς
μου ψιθύριζε ο ύπνος
ξεκολλώντας ανάλαφρα απ’ το
πλευρό μου
Κάτι σαν γέλιο έκπληκτο με ακολουθούσε
Θέλω να κοιμηθώ μέσα στο
στήθος μου
ακριβέ μου Βέρνερ
Γύρω έπεφτε σκοτάδι
Ένα σκοτάδι πυκνό από
ανθρώπινη θλίψη
Αν σου δοθεί αυτό που
ονειρεύτηκες τιμωρείσαι
Αν όχι τιμωρείσαι πάλι
ΠΟΙΟΣ ΜΕ
ΚΟΙΤΑΖΕΙ ΒΑΘΙΑ ΜΕΣ ΤΟ ΑΙΜΑ ΜΟΥ
Ποιος μου κλείνει κρυφό
ραντεβού ή τι περίμενα
Δεν περίμενα τίποτε
Αλλά θα ’πρεπε να ’μουν
ευπαρουσίαστη για το αόρατο
Με ακολουθούσε από ειρωνεία σε
ειρωνεία
Και φυσούσε στη δύση
με δυνατό άνεμο πάνω στα
τζάμια
Δωμάτια μαυρισμένα από το φως
που είχε εδώ και χρόνια
τσακιστεί
με υποδέχονταν εν πλήρει σιωπή
Τι συμπεριφορά και η δική σου
μου ψάλλανε μελωδικά
υστερικά πουλιά του παραδείσου
Γύρω έπεφτε σκοτάδι – ένα
σκοτάδι
πυκνό από ανθρώπινη θλίψη
Θέλω να κοιμηθώ είμαι πολύ
ενοχλητική
ματαιώνω συναντήσεις σβήνω φώτα της χαράς
Τύλιξέ με ύπνε τύλιξέ με
Στ’ όνειρό μου ήθελα πάντα ο άλλος να με ματαιώνει
Από κούραση σε κούραση κι από
χειρονομία σε χειρονομία
να με ματαιώνει
Ώσπου στο τέλος να μην έχει
για μένα καμιά γνώμη
Κάτω απ’ τα λόγια του να είμαι
ο λόγος που δε λέγεται
Κάτω απ’ τις πράξεις του να ’μαι η σιωπή
Κάτω απ’ την απουσία του ο πιο φανταστικός κήπος.
[από τη
συλλογή της Ζέφης Δαράκη ΤΑ ΑΟΡΙΣΤΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ 1980]
ΙΟΝΙΟ ΒΛΕΜΜΑ
(από τη συλλογή της Ζέφης
Δαράκη ΤΑ ΑΟΡΙΣΤΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ 1980)
Λόγια πια που δεν κατοικούνται
πέφτουνε μαύρα φύλλα από πάνω τους
Τις νύχτες μπάζουν άνεμο και
χιόνι
Λόγια που ή σκοτώνουν ή σε
μαθαίνουν μια γα πάντα
το τι θα πει αγάπα και σώπαινε
Κι αυτό περνώντας βρυσούλες
αηδονιών
κι ερωτευμένη τρέμοντας το μαθαίνεις
Σαν λιβαδάκι στο πρωινό τα’
αγιάζι το μαθαίνεις
Το τι θα πει
Ελευθερία και κόλαση Χριστέ
μου!..
ΑΠΟ ΤΩΡΑ
ΣΩΠΑΙΝΩ
Σωτήριο μονοπάτι η μοναξιά
για το αθώο πείσμα που αφήνουν
οι πιο βαθιές πληγές
Λύνω λοιπόν τα φτωχά μου
μαλλιά
ολομόναχη τρέμω
Κι από τώρα σωπαίνω
ανάμεσα στους τοίχους και τις πόρτες
που με σβήνουν
Οι κινήσεις προς την ελευθερία
είναι πάντα ίδιες
Διαφορετικός είναι ο τρόπος
που ο καθένας επιστρέφει στην
σκλαβιά του!..
[από τη
συλλογή της Ζέφης Δαράκη ΤΑ ΑΟΡΙΣΤΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ 1980]
ΟΠΟΥ ΟΝΕΙΡΕΥΟΝΤΑΙ ΟΙ ΛΕΞΕΙΣ… ΕΚΕΙ ΑΝΘΙΖΟΥΝ ΕΚΠΛΗΞΕΙΣ!...
(… δείχνουν τη λάμψη που θα ’πρεπε ν’ αγγίξεις…)
Λόγια που πια δεν κατοικούνται πέφτουνε μαύρα φύλλα από πάνω τους. Τις νύχτες μπάζουν άνεμο και χιόνι Λόγια
που ή σκοτώνουν ή σε μαθαίνουν μια για πάντα
το τι θα πει αγάπα και σώπαινε.
Κι αυτό περνώντας βρυσούλες αηδονιών
κι ερωτευμένη τρέμοντας το μαθαίνεις
Σαν λιβαδάκι στο πρωινό τ’ αγιάζι
το μαθαίνεις Το τι θα πει Ελευθερία και κόλαση Χριστέ μου!..
[αποσπάσματα από τη συλλογή της Ζέφης Δαράκη ΤΑ ΑΟΡΙΣΤΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ 1980,
εκλογή από το συγκεντρωτικό τόμο: ΖΕΦΗ ΔΑΡΑΚΗ ΠΟΙΗΣΗ 1971 – 1992 εκδόσεις
ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ)
Παρασκευή,
1 Ιουλίου 2022
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου