Δευτέρα 25 Ιουλίου 2022

ΜΟΝΑΧΑ ΣΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΥΠΑΡΧΩ, ΜΟΝΑΧΑ ΜΕΣ ΣΤΗ ΜΝΗΜΗ ΤΟΥ ΦΩΤΟΣ

 (… ο ταπεινός Ποιητής όπου ξοδεύει στήθος ως το θάνατο…)


Όλο χαμήλωνες τα μάτια εντός   και άνοιγες

τι δρόμους θε μου   μ’ ένα μαχαίρι γράμματα

Κι αναρωτιόσουν:

αν σχίσω το δικό μου στήθος

θα μ’ αγαπήσεις ύστερα σιωπή

ακέραιο στη μοναξιά μου;  

 

Όλο χαμήλωνες τα μάτια   χανόσουν   και λέγαμε:

θα σωθεί, δεν μπορεί

πάντα η ψυχή από τη μοναξιά της σώνεται

 

Κι έπειτα

εσύ γυρνούσες με το φευγάτο της σαρκός

και φώναζες μέσα στο πνεύμα:

κλείσε τα τζάμια

ω άνθρωποι   ξόδι θεού τα μάτια

 

Ο  Χαλ!.. 

Κάποτε τον γνώρισα   μετρώντας τα δένδρα στον κάμπο

Περνώντας στων καιρών τα αινίγματα

πάσχιζα να ξεχωρίσω τα δένδρα  

που καίγονταν γυμνά στο συνωστισμένο χρόνο

και να τους δώσω τη μνήμη

να μοιάσουν δένδρα της αγάπης

Τα δένδρα πόσο ατέλειωτα

και ο καιρός να χάνεται  μ’ όλα μαζί

και πιο κάτω   ν’ ακούγονται στη μνήμη

οι σπόροι μαύρων αισθημάτων

 

Εγώ φοβάμαι, μου ’λεγε

τώρα που γίνηκε η γη   πράξη της νύχτας π’ αγαπώ

Φοβάμαι προπάντων τους άμμους  

που κίνησαν από παντού   και σκέπασαν τη γνώση του θανάτου

Κρατήσου πάνω μου, ψιθύριζα…

Εγώ φοβάμαι, τρόμαζε   όπως την πρώτη φορά

που γλίστρησε το πρόσωπο στη γη

Τούτη η γη με χώμα   - χώμα   - χώμα  

σου πλένει τα χέρια   σου πλένει τη φωνή

τα πέντε δένδρα με σβησίματα

Αλήθεια είναι   πως ολάκερα βουνά γεννήθηκαν

πάνω στην καμπυλωτή του σάρκα

πόσο ανηφορικό το σώμα

και τα χώματα   γυρέψανε τις μνήμες

για την πείνα τους

 

Ο Χαλ!..

Σπέρμα  του χρόνου   που έκαιγε τα αινίγματα με φως

Μονάχα στα ποιήματα υπάρχω, μου ’λεγε

μονάχα   μες στη μνήμη του φωτός

 

Ω, έτσι ταξίδευε ο Χαλ

μονάχος ολομόναχος  δάγκωνε τον αέρα  

κι ο ήλιος έσκυβε   μες στο κορμί του να χωθεί

 

Ω, έτσι τον έφερα στη γη τα πόδια του

έτσι  και στην αυγή της απουσίας 

 

Γελώντας δυνατά   θρυμμάτισε του σώματος τα μάτια

κι οδήγησε το στήθος σε φωτιές   το λόγο ως το αίμα

 

καθώς

γεννημένος να καίει χιλιάδες αηδόνια

βάθαινε τις ετοιμασίες    στη σιωπή

αδειάζοντας το στήθος   μ’ αγγελικό σπαθί

 

 … ο ταπεινός ποιητής  

 όπου ξοδεύει στήθος   ως το θάνατο

[Ο ΧΑΛ, Ο ΠΟΙΗΤΗΣ  από τη συλλογή της Κατερίνας Κατσίρη ΖΟΖΕΤ ΑΘΩΟ ΜΑΥΡΟ, εκδόσεις ΛΙΒΑΝΗ 2008]




Από την ίδια συλλογή και τα ποιήματα:  

ΣΤΟΝ ΜΙΛΤΟ ΣΑΧΤΟΥΡΗ και στον ΑΛΕΞΗ ΤΡΑΪΝΟ, μεθοδεύεται ο καιρός στ’ απαρέμφατα της κόλασής μας;

ΖΟΖΕΤ, Κατά το χάραμα ξαναγύρισα… 

ΜΙΑ  ΜΙΚΡΗ ΙΣΤΟΡΙΑ, Κι ήταν προς το χειμώνα που γυρίσαμε στήθος…

ΕΠΙΔΕΙΝΩΣΗ, Δεν μπορούσε ν’ αλλάξει τα δυο μεγάλα μάτια της με μικρούς ερωδιούς…

ΣΤΗΣ ΦΑΝΤΑΣΙΑΣ ΜΟΥ ΤΟΝ ΚΙΝΔΥΝΟ, Πολύ πλήθος… και

ΤΡΙΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΤΕΛΟΥΣ (Επίλογος)

 

ΜΕΘΟΔΕΥΕΤΑΙ Ο ΚΑΙΡΟΣ  ΣΤ’ ΑΠΑΡΕΜΦΑΤΑ ΤΗΣ ΚΟΛΑΣΗΣ ΜΑΣ; 

(… ποιήματα από τη συλλογή της Κατερίνας Κατσίρη ΖΟΖΕΤ ΑΘΩΟ ΜΑΥΡΟ αφιερωμένα στο Μίλτο Σαχτούρη και Αλέξη Τραϊνό…)

(Στο Μίλτο Σαχτούρη)

Πολλά βράδια ερχόταν σιγά   

στη μεγάλη εξώπορτα

τακ - τακ  - τακ  κι άρπαζε απ’ το τασάκι μου ένα τσιγάρο

κι έλεγε:   αυτό θα κάψει ζωντανούς

 

και γελούσε σαν τρελός

και γέμιζε τα σεντόνια μου   μελάνι

τους τοίχους με ποιήματα

 

Μου μιλούσε τότε

καθώς μ’ έπιανε απ’ το χέρι

για βαπόρια και ναύτες

για τις τωρινές άδειες θάλασσες

και το μικρό πουλί   που κελαηδούσε στο μπαλκόνι του

αλλά στα μαντίλια του κάτι άσπριζε από μέσα

και μου πάγωνε την καρδιά…

 

ούτε που ξαναφάνηκε    η τελευταία του διεύθυνση

 

(Στον Αλέξη Τραϊνό)

Κρύφτηκε το φεγγάρι

κι ούτε μια λέξη

για σένα   εδώ κάτω

 

ακούς;

 

ούτε μια λέξη   μισοσβησμένη

σε τούτη την πολιτεία  

με τα βαθιά υπόγεια   και τα μπορντέλα 

 

χτες   αυτοκτόνησες…

 

πνίγηκαν

ακόμα κι οι κουβέντες σου

μες στις φτυσιές

 

ΤΟ ΦΩΣ ΓΥΑΛΙΖΕ  ΠΑΝΩ ΣΤΑ ΦΟΡΕΜΑΤΑ ΤΩΝ ΗΘΟΠΟΙΩΝ…  (8 – 6 2007  Θεσσαλονίκη)

… και στα σώματα   που είχαν το σχήμα των φεγγαριών

και μ’ έκαναν όλο να γελάω και να κλαίω

Τα σώματα

όλα λυγισμένα από το πάθος

όλα μελαγχολικά κι ελεύθερα

να βγαίνουν στα σκαλοπάτια της σκηνής   με τα μπράτσα

κι οι ίσκιοι ξετρελαμένοι

ανάμεσα στη γραμμή ελευθερίας

και στη φυλακή της τσέπης μας

 

Ήταν τα κορμιά πάνω στη σκηνή

που ξέχναγαν τα χέρια   και τα πόδια

κι έκοβαν το σκοτάδι  μ’ ένα βόλι

κι εγώ  

με τα κλάματα στη νύχτα   της μεταμόρφωσης

εγώ αδέξια    και γερτή

να σκοντάφτω στα χλιαρά μου χέρια

 

ΑΙΧΜΗ

Με ρώτησες χαμηλόφωνα:

«Μεθοδεύεται ο καιρός

στ’ απαρέμφατα της κόλασης μας;»

 

Και να που τα μάτια μου

ησύχασα

επωάζοντας θρησκείες ατσαλάκωτες

 

ησύχασα και την καρδιά

ανέλπιδα

ως θρήσκος της μαυρίλας

 

Μόνο το αίμα

θα χορεύω πάντα

ως σαρκαστής θεός

[από τη συλλογή της Κατερίνας Κατσίρη ΖΟΖΕΤ ΑΘΩΟ ΜΑΥΡΟ, εκδόσεις Λιβάνη 2008]

 

ΖΟΖΕΤ

(από τη συλλογή της Κατερίνας Κατσίρη ΖΟΖΕΤ ΑΘΩΟ ΜΑΥΡΟ 2008)

Ι

Κατά το χάραμα ξαναγύρισα   επάνω στο τραπέζι

εγώ η Ζοζέτ, που πάντα αποκοιμιέμαι

με το βάρος ενός μεγάλου ανέμου

στο ξύλινο σώμα

και με το θλιβερότερο καρπό

στο ρόλο του προσώπου

 

ούτε καν ένα αντικείμενο ξεχασμένο

να με περιμένει

να προσποιηθεί πως γλείφει τα σκόρπια μου κόκαλα

να φορέσει έστω το χρώμα μου

το κεντημένο με τη λέρα ετών

να διακοσμήσει κάποια του γωνιά

 

Ένας γύρος    και ξαναγύρισα εδώ κοκκινωπή

στο τραπέζι με το τέλειο σχήμα των τιποτένιων πραγμάτων

και δεν έχω πια ύπνο

στη μυρωδιά της πατούσας μου

 

στ’ αλήθεια είμαι η Ζοζέτ

που ήθελα ν’ αφήσω ίχνη

κι αλλάζω θέση στο τραπέζι

και παρακολουθώ όλη νύχτα κάποιον

που ίσως καθόταν δίπλα του

ναι, ναι   ίσως κάποιο φυτό δηλητηριασμένο

π’ αναρριχάται τον ύπνο μου που δεν ήρθε

να ξυπνήσει

το τραπέζι είναι ωραίο μέρος

έστω κανέναν δεν πειράζει

αχ η επιθυμία μου κάθε βράδυ

να με ξαναπιεί

να στραγγίζει μέσα μου

το παιδί που πέθανε και βρέθηκε λειψό

κάτω από τη σάρκα της Ζοζέτ

ΙΙ

Θα πουλήσω μια διαμονή

στις καθημερινές συνήθειες

την πιο βαθιά εξορία

στων ημερών μου τη σάρκα

 

Θα φορέσω   και τ’ άσπρο μου λινό

εκείνο που χαϊδεύει την καρδιά

με δίχως δαχτυλίδια

και θα κατέβω στα σταυροδρόμια του πλήθους

που επινόησα

 

Ξέρω πως η Ζοζέτ

σιγανόφωνα θα με δεχθεί στα γεύματα

χωρίς να μου ζητά μια σάρκα αθωότερη

στο παιδικό μου πρόσωπο   το σφαγμένο

 

Όμοια κι η ψυχή στο μάκρος του κορμιού της

γεμάτη μαστιγώματα παλιά

και υπογραφές από αγκώνες αρπαγμένους

 

Ω Ναι!, θα κατέβω πολύ κοντά

ως την άσπρη μου στιγμή

και θα καθίσω στα χείλη μου επάνω

μια στιγμή

και κανείς θνητός τη γεύση της

δε θα μπορεί να σπάσει

ΙΙΙ

Ο αέρας    κουνιόταν  ύπουλα στο δωμάτιο

με τις δυο γυάλινες πόρτες   και τον άσπρο τοίχο

που χιόνιζε όλο το βράδυ

Έβλεπα την ανάσα του

ν’ αγγίζει τις λίγες κουβέντες

που αιωρούνταν   στο λυγισμένο χέρι της Ζοζέτ

 

Μπορεί να τη σκοτώσει, σκέφτηκα

Ο άνδρας  

που σηκώθηκε σαν αέρας   επιθυμιών

θα τη σκοτώσει

αν αγγίξει την καρδιά της

…………………………

………………………..

……………………….

 

ΜΙΑ ΜΙΚΡΗ ΙΣΤΟΡΙΑ

1

Κι ήταν προς το χειμώνα

που γυρίσαμε στήθος φωνή

και δεθήκαμε έξω από τον ύπνο

που μίκραινε – μίκραινε

και με κρατούσα χέρι γυμνό

και στη σειρά εξατμισμένα τα ονόματα

 

με κρατούσα και σε σφυγμό νοτιά

να κόβω το χειμώνα

κι έγραφα αδέξια στη μνήμη

το θέλημά σου έγραφα

 

Θα μου ’φτανε να τυλιχθώ φωτιά μες το κορμί σου

και να σου γράφω πέντε στήθη φλέβες

όμως ζητούσες να μπούμε σ’ όλα τα γραμμόφωνα

και να γυρίσουμε τη ρόδα

κοιτάζοντας τους άγγελους κλεισμένους

να τρέχουν φυλακή

 

Ξεχνούσες πως μέσα σ’ αυτά τα κουτιά

θα ξυπνούσαν και τα εφτά πατήματα

που πλήγωσε η λόγχη

και οι γεμάτες δυσπιστία φλέβες

 

Ξεχνούσες αυτά τα πράγματα

πως πιάνονται ψηλά βελόνα

και πεθαίνουν τους άνδρες και τις γυναίκες

μακριά από το χρόνο τους

 

Προφταίνουμε, σου φώναξα

ν’ ανοίξουμε ψυχή

προφταίνουμε να ζήσουμε

ακόμα να πεθάνουμε

 

κι ως το τέλος έτσι φώναζα

κι ο κάθε δίσκος στο γραμμόφωνο

στήθος βαρύ άλλου καιρού

2

Και τώρα που η φωνή

τόσο πικραμένη βγάζει έξω το σώμα   του νεκρού ανδρός

τώρα τι να τεντώσω στη νύχτα

που έρχεται και ανανεώνει μαύρους ελαιώνες

σάμπως για να ζεσταίνεται

Ως το κακό πνεύμα φτάνει   της πορτοκαλιάς

με το γεράκι ολόρθο να σεργιανά

στα πόδια του ουρανού

Τώρα που οι σιωπηλοί ίσκιοι   ανασταίνουν Θεούς

πώς να ζυμώσω στη φωνή   μια πόρτα

και στα γερμένα μάτια

φορά χααιρετισμού

 

Τώρα γλιστρώ σε θάνατο ανδρός

βαθιά

στην πίκρα αμετάδοτο

[από τη συλλογή της Κατερίνας Κατσίρη ΖΟΖΕΤ ΑΘΩΟ ΜΑΥΡΟ, εκδόσεις Λιβάνη 2008]

 

ΕΠΙΔΕΙΝΩΣΕΙΣ

(από τη συλλογή της Κατερίνας Κατσίρη ΖΟΖΕΤ ΑΘΩΟ ΜΑΥΡΟ 2008)

Ι

Ίδρωνε τόσο πολύ

που δεν μπορούσε ν’ αλλάξει τα δυο μεγάλα μάτια της

με μικρούς ερωδιούς

κι αργότερα τη θέληση του Είναι

Αυτά, όλο κλαίγανε

όλο κολλούσανε πάνω της

στενεύοντας το μελάνι με τρεξίματα

Αλίμονο, τα φόρεσε γυμνά

κι έγραψε μέσα – μέσα

την ποίηση της μοναξιάς

ΙΙ

Κι έτσι γεμάτη ίδρωτα στο στήθος

θυμήθηκε το γύρισμα της δάφνης

ρυάκι πλάι η βροχή,

θυμήθηκε με σοβαρότητα τη χλόη

με πόσα μάτια δάκρυα

ξαναχορταίνει την αυγή,

έτσι την ώρα εκείνη

σχίζοντας αίμα τη στιγμή

ξεχύθηκε στο άδειο μονοπάτι

 

Έτσι δρασκέλισε και τα βουνά

με κυκλωτό το αίμα

για να γυρέψει λύτρωση

έτσι στα μάγουλα εστάθη

χωρίς τις άσπρες χαρακιές

 

Κι εχάθη…

Τούτη η κόρη

που γέννησε ποδήματα στα ύψη

ξυπόλητη εχάθη

κι όλος ο κόσμος

χρέωνε ένοχο βροχή

…………………….

ΙV

Τα μυστικά σου κόρη

εύκολα σμίγουν με το αίμα

εύκολα πέφτουν οι στιγμές μας

κουβεντιάζοντας

 

Μα εδώ

λες κι οι άνθρωποι σφίγγουν   τη μέση

μη βρέξει αίμα

καλοκαίρι

 

Εδώ

η σπλάχνιση σακατεμένη

κουδουνίζει

και μήτε π’ αγοράζουν

σώματα που πονούν

 

 

ΣΤΗΣ ΦΑΝΤΑΣΙΑΣ ΜΟΥ ΤΟΝ ΚΙΝΔΥΝΟ

α

Πολύ πλήθος, πολύ   άκρη – άκρη της γραμμής

χλόμιαζε τον τοίχο

και κανείς δε σου ’μοιαζε

 

Σε ζωγράφισα παντού

σ’ ένα συρτάρι τυχαίο

ανάμεσα της σκέψης και του λόγου

στην πόρτα   που άφησες ανοιχτή

και τρέχει η η βροχή των  δρόμων

στο πάτωμα

ακόμα και στον τρόμο που φέρω    από παιδί

τράβηξα πινελιές

 

Σε διάλεξα

ω μπάσταρδε λυγμέ

και σε ζωγράφισα

όμως δεν αγαπιέσαι   ούτε από τους τοίχους

β

Ζωγράφισα κάμποσους πίνακες στη ζωή μου

κι όλοι χλομοί στης φαντασίας μου τον κίνδυνο

να γεννούν την αίσθηση γυναίκας

που φώναζε απ’ τα μάτια της η μοίρα:

ω εσείς με πονάτε βαθιά   με τη σκληρότητα του σμάλτου

 

Και στ’ αλήθεια

οι πινελιές, ακέραιες ωδίνες

κι ανάμνηση μαζί

 

Όλες οι πινελιές

σκουρόχρωμες στου πόνου της την τρύπα

και το κορίτσι, που κοιμάται το δικό μου ύπνο

να μένει στην εικόνα

και να χαϊδεύει την πληγή

 

Ξέρεις πια οι πίνακές μου

έχουν δύναμη μόνο στα μάτια αυτού του κοριτσιού

που ξέμαλλο αχνοτρεμίζει και γεννάει

εφτά χιλιάδες και μια νύχτα

το πάθος του να ξεπληρώσει.

[από τη συλλογή της Κατερίνας Κατσίρη ΖΟΖΕΤ ΑΘΩΟ ΜΑΥΡΟ, εκδόσεις Λιβάνη 2008]

 

ΚΙ ΕΣΥ ΠΟΥ ΑΓΑΠΑΣ ΤΟΣΟ ΠΟΛΥ ΤΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ ΠΟΥ ΕΡΩΤΕΥΕΣΑΙ Ν’ ΑΠΟΣΤΗΘΙΣΕΙΣ ΠΕΤΑΛΟΥΔΑΣ ΤΗΝ ΑΦΗ…

(… τριλογία του τέλους…  επίλογος  στη συλλογή της Κατερίνας Κατσίρη ΖΟΖΕΤ ΑΘΩΟ ΜΑΥΡΟ, εκδόσεις Λιβάνη 2008)

Θα ’πρεπε να ξεχάσουμε κάτι στην κατάληξη του Ποιήματος   Όχι βέβαια το άλφα ρτου άγιου θανάτου   που φουσκώνει και ξαναφουσκώνει τις φωτιές   και παίζουμε μελόδραμα   Ίσως κάτι ανάερο της τρυφερόττητος   ανάμεσα στο άλφα και το ρο   Θες με δική σου λεπτομέρεια   θες με δικό μου καταγόμενο   Όμως, να λησμονήσουμε κατάληξη   τώρα που είμαστε (1)   Τώρα που το κορμί σου δεν απέχει καθόλου από την ύλη της δωροδοκίας   θα τάξω την άβυσσο στο παιχνίδι   Την ερωμένη άβυσσο της αποκάλυψης δίχως τη μήτρα της να βγάλω   Αγάλλομαι, θυμήσου όταν με δελεάζουν στο κορμί δολοφονίες σπλαχνικές   Για το κακό του έρωτα αρκεί!..  (2)  Να βγω στους δρόμους με κυκλοφορία αίματος προς όλες τις κατευθύνσεις   να βγω μια πολύωρη γυναίκα   κι εσύ που αγαπάς τόσο πολύ τα πράγματα που ερωτεύεσαι   ν’ αποστηθίσεις πεταλούδας την αφή   Να βγω με σταγόνες έρωτα στα γόνατα   να κατηφορίσουν πάνω μου   μεγάλες χηρείες της ζωής   και το χειρότερο   μία βαρύτητα από το δαίμονα της νίκης   Αλήθεια, θα ’θελα να βγω έτσι ανάποδα στα σκληρά σας πορνεία δεν είναι παράξενο;   έτσι ανάποδα επάνω σας τον έρωτα να ξεχειλώσω (3)  και ΕΠΙΛΟΓΟΣ: Όλες οι μνήμες πια θε να πάρουνε τέλος   Καθώς προβάλλουν όπου κοιμούμαι και υποφέρω ανωφέλευτα απ’ τη φριχτή μου Ποίηση ΣΥΝΕΧΕΙΑ από σελ 91    [στίχοι από τη συλλογή της Κατερίνα Κατσίρη ΖΟΖΕΤ ΑΘΩΟ ΜΑΥΡΟ, εκδόσεις Λιβάνη 2008]

Δευτέρα, 25 Ιουλίου 2022

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΝΑ ΜΗΝ ΑΝΗΣΥΧΕΙΣ ΛΟΙΠΟΝ…

  (… είμαι πολύ καλά…) Στέκομαι   καθώς   στέκονται τ’ αγάλματα στους κήπους   και   στις ανοιχτές πλατείες όταν τ’ αφήνουν οι αστ...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ