Πέμπτη 9 Ιουνίου 2022

ΕΙΝΑΙ ΠΟΥ ΣΟΥ ΧΡΩΣΤΩ ΠΟΛΥ ΟΥΡΑΝΟ ΚΙ ΕΓΩ ΔΕΝ ΕΧΩ ΠΑΡΑ ΛΙΓΟ ΧΩΜΑ

 (…προς τι λοιπόν οι μάταιες αντιστάσεις;…)


Έρχονται οι φίλοι   μου χτυπούν την πόρτα

τι να τους πω   θα τους ανοίξω πάλι

κι εξάλλου χρόνια τώρα πεθαμένοι

κι εξάλλου χρόνια τώρα που κρυώνουν

Και το σκυλί – τι άβυσσος αλήθεια -  

κουνώντας την ουρά καλωσορίζει

Προς τι λοιπόν οι μάταιες αντιστάσεις;

Ποιος ορθοτόμος και δικαιοκρίτης;

Και ποιος εγώ που δήθεν τοπογράφος οριοθετώ

τον πάνω κόσμο από τον κάτω κόσμο; 

Και ποιος εσύ που αμίλητος ανοίγεις   παλιά συρτάρια

και βαθιά  σεντούκια   ψάχνοντας το χαμένο μυρογυάλι;

Και ποιος αυτός   που αντίκρυ μου στην τάβλα

χύνοντας δάκρυα φλογερά

μια πίνει κόκκινο κρασί και μια

την ερημιά των τάφων τραγουδάει;

 

Είναι που πίσω απ’ τη σιωπή σου ταξιδεύουν  

τα καραβάνια   των λησμονημένων

 

Είναι που μες στα μάτια σου σαλεύουν

σκιές νεκρών   μορφές αγαπημένων 

 

Είναι που μοιάζεις ταξίδι στο αχανές

Είναι που δρόμους άλλους φανερώνεις

 

Είναι που κλείνεις τις καταπακτές

και στο καινούριο θαύμα ξημερώνεις

 

Είναι που μες στο φέγγος σου αγρυπνώ

σα να πιστεύω πως υπάρχω ακόμα

 

Είναι που σου χρωστώ πολύ ουρανό

Κι εγώ δεν έχω παρά λίγο χώμα

[ΕΡΩΤΗΜΑΤΑ ΨΥΧΟΣΑΒΒΑΤΩΝ και ΜΗ ΜΕ ΡΩΤΑΣ ΓΙΑΤΙ ΘΛΙΜΜΕΝΟΣ ΕΙΜΑΙ, δυο ποιήματα  από τη συλλογή του Ορέστη Αλεξάκη Ο ΛΗΞΙΑΡΧΟΣ 1989   -  από το συγκεντρωτικό τόμο ΠΟΙΗΣΗ 1960-2009 εκδόσεις Γαβριηλίδης 2011]

 


Ο ΛΗΞΙΑΡΧΟΣ

(από την ομότιτλη  συλλογή του Ορέστη Αλεξάκη 1989)

Ίσως λοιπόν

πίσω από τόσους χωρισμούς

να βρεις κι εσύ το νόημα της ζωής σου

καρφώνοντας στην όχθη του αχανούς

βίγλα του ακατανόητου

τη σιωπή σου

 

Γιατί κι ο χρόνος γέρων είναι και κυφός

κι όση σοφία θησαύρισες καπνός και σκόνη

Δε μένει παρά λίγο γκρίζο φως

Κι ο σκοτεινός Ληξίαρχος που ζυγώνει

 

Μήτε σοφία μήτε διδαχή

Μόνο ο γυμνός αψιμυθίωτος πόνος

ο πόνος που πονά κι άλλο δε δίνει

μόνον αυτός το λάφυρό μου ας είναι

 

Το τρόπαιο της ένδοξής μου πτώσης

 

Ο ΚΑΘΡΕΦΤΗΣ

Μισόφωτο στην αίθουσα   μονάχος

άγνωστο τι γυρεύοντας    κοιτάζω

τεράστια κάδρα γύρω μου  

πορτρέτα   νεκρών παιδιών

και πένθιμα τοπία

τόπων αγνώστων  ή  λησμονημένων

 

Τέλος διακρίνω το   βαθύ καθρέφτη

καθώς τεράστιο κάδρο δίπλα στ’ άλλα

και μέσα εκεί   παιδί   τον εαυτό μου

στη μέση μιας απέραντης ερήμου

 

Κρατώντας θυμιατήρι και λαμπάδα

[από τη συλλογή του Ορέστη Αλεξάκη Ο ΛΗΞΙΑΡΧΟΣ 1989]

 

ΣΤΙΣ ΑΙΘΟΥΣΕΣ ΑΝΑΜΟΝΗΣ

(από τη συλλογή του Ορέστη Αλεξάκη Ο ΛΗΞΙΡΑΧΟΣ 1989)

Όσοι προσμένουν σιωπηλοί στους προθαλάμους

πλήττουν θανάσιμα  

παλιά περιοδικά   βαριεστημένα ξεφυλλίζουν μόνο

φωτογραφίες αδιάφοροι κοιτώντας

Άλλοι θυμούνται  περιστατικά   ξεθωριασμένα από το χρόνο

κι άλλοι   σκέφτονται πράγματα

που μόνο μέσα στη νοσηρή τους φαντασία συμβαίνουν.

Κάποιοι τρελαίνονται στο τέλος κι εφορμούν

βγάζουν τα μπουκαλάκια της βενζίνας

ραντίζουν πολυθρόνες και κουρτίνες

κι όπως αλλόφρονες γιατροί γονυπετούν

και θρηνωδούν σπαρακτικές σειρήνες

αυτοί γυρνούν σε χρόνια μακρινά

θυμούνται το τραγούδι της μητέρας   το γέλιο της  

τα μαύρα της μαλλιά   μικραίνουν πάλι

γίνονται παιδιά   κρύβονται στην ποδιά της νοσοκόμας

 

ΤΟ ΚΑΤΟΙΚΙΔΙΟ ΖΩΟ ΜΟΝΑΞΙΑ

… θέλει φροντίδα   θέλει προστασία

δεν αγαπά τους κοπετούς   τα φώτα

μόνο στο ημίφως κάπως ησυχάζει

Λοιπόν, αν τύχει κάποτε ν’ ακούσει

φωνές από το βυθισμένο σπίτι

και ζωντανέψουν οι παλιοί τριγμοί

και λάμψουν απροσδόκητα οι καθρέφτες

 

τότε

 

ξυπνούν οι τρομαγμένες μνήμες

οι εφιαλτικές αναδρομές

τα πάθη των εξιλασμών

τα δάκρυα των καθαρτηρίων

 

Ραγίζουν οι μορφές και στάζουν φως

 

Θυμώνει το θηρίο και σκοτώνει

 [από τη συλλογή του Ορέστη Αλεξάκη Ο ΛΗΞΙΑΡΧΟΣ 1989]

 

ΟΣΑ ΔΕ ΜΑΘΑΜΕ ΠΟΤΕ ΓΙΑ ΤΑ ΣΚΥΛΙΑ

(από τη συλλογή του Ορέστη Αλεξάκη Ο ΛΗΞΙΑΡΧΟΣ 1989)

Έχουν δική του μοίρα τα σκυλιά

δικό τους πρόσωπο θεού λατρεύουν

δικό τους αγναντεύουν ουρανό

δίνουν δικό τους ορισμό για τους ανθρώπους

Κρατούν τη μνήμη   του κατακλυσμού

το ρίγος για μιαν  άγνωστη πατρίδα

ψάχνουν το δάσος κάτω από την πόλη

θέλουν να ξεψυχήσουν σ’ άλλους τόπους

Κάποτε μες τον ύπνο των σκυλιών   θρηνούν οι λύκοι

σαλεύει ο φόβος τα βαριά κλαδιά του

φίδι σφυρίζει η πείνα την οργή της

Ακούν στα βάθη την παλιά οιμωγή

της ερημιάς τον προσκλητήριο θρήνο

δαγκώνουν την αόρατη αλυσίδα

κόκκινο φως τα μάτια τους τυφλώνει

 

Θυμούνται φλόγες  και  ξεριζωμό

 

Ξυπνά το αγρίμι μέσα τους   και κλαίει

 

ΕΙΝΑΙ ΜΑΚΡΥΣ Ο ΔΡΟΜΟΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΘΑΥΜΑ

Ατέλειωτος ο δρόμος σου

 

Μια φωτεινή γραμμή   στο μαύρο φόντο

που τη βαδίζω και   μ’ εξουθενώνει

 

Σα να ’ναι  το σκοινί που ’χεις πετάξει

στο σκοτεινό πηγάδι μου Μητέρα

τυλίγομαι μ’ αυτό

και περιμένω

κάποιος απ’ το βυθό   να με ανασύρει

[από τη συλλογή του Ορέστη Αλεξάκη Ο ΛΗΞΙΑΡΧΟΣ 1989]

 

Ο ΘΑΜΑΤΟΣ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ

(από τη συλλογή του Ορέστη Αλεξάκη Ο ΛΗΞΙΑΡΧΟΣ 1989)

Όμως μια μέρα κι οι    νεκροί   πεθαίνουν

βυθίζονται διαρκώς μέσα στην πάχνη

χαμηλώνει το φως στα πρόσωπά τους

η φωνή τους ακούγεται σβησμένη

σαν μέσα από κρυστάλλινους θαλάμους

Φυσάει βοριάς τρελός κι αναστενάζουν

τα ζωντανά και πεθαμένα ξύλα

σαλεύουν χέρια περ’ από τους τάφους

γίνεται το σκοτάδι μαύρος λάκος

Κι αυτοί μαντεύουν πια πως ήρθε η ώρα

κι αυτοί βουλιάζουν πια   στη λησμονιά τους

 

Βέβαια στο τέλος  κι οι  νεκροί

σωπαίνουν

κυλούν αργά στο σκοτεινό βυθό τους

γίνονται πέτρες άσπρες   πέτρες μαύρες

Μες στη σιωπή του πνίγονται οι νεκροί μας

 

ZIMMER SECHSUNDZWANZIG

Ο κύριος πρέπει τώρα να ξαπλώσει

να χαλαρώσει να   σωπάσει λίγο

να μη θυμάται σκοτεινά ποτάμια

γεφύρια στον ομίχλη   μαύρα πλοία

Να σβήσει πια το φως   να ανακαλέσει

τις σκόρπιες ανυπόταχτες του σκέψεις

και να συρρικνωθεί  ξανά στο σώμα

σαν τη χελώνα   σαν το σαλιγκάρι

γιατί ελλοχεύει ο κίνδυνος

πλησιάζουν   οι συγκλονιστικές στιγμές

σαλεύουν   κλαδιά και μνήμες

 

και

 

νεκρά φεγγάρια   πάνω σ’ ασάλευτα νερά

διαγράφουν

τις παγερές προοπτικές μιας εποχής

κρυστάλλινων ειδώλων   και μαρμάρων

[από τη συλλογή του Ορέστη Αλεξάκη Ο ΛΗΞΙΑΡΧΟΣ 1989]

 

ΣΤΟ ΤΕΛΟΣ ΟΛΑ ΣΩΠΑΙΝΟΥΝ

(… και μόνο στάζει μια βρύση   Για να μπορείς να θυμάσαι…)

Τοπίο γυμνό   πετρώδες   κάνει κρύο   φυσάει βοριάς   αόρατη γυναίκα   θα ξεπαγιάσεις ετσι   ψιθυρίζει   χειμών δριμύς επέρχεται μικρό μου   μάζεψε τα ξερόκλαδα ν’ ανάψεις   φωτιά για τους νεκρούς   κοιτάζω γύρω   δένδρο κανένα μόνο   μαύρες πέτρες   και που κλαδιά και πώς φωτιά ν’ ανάψω   κι ο τόπος σκοτεινιάζει και κρυώνω   κλείνω τα μάτια βλέπω περιστέρια   κι ακούω φωνές και γέλια   και  σαλεύουν πολύφυλλα κλαδιά στο μέτωπό μου   και λάμπει διάφανο στο φως   και λάμπει   σε βαθύσκια νερά γυμνό κορίτσι   κι αγέρας χλιαρός αναστατώνει   τ’ αρσενικά μου κύτταρα κι ακούω     φιλιά κι ανάσες  και  καλός ο πόθος   καλό το δάκρυ   το φιλί κι η σάρκα   και πιο βαθιά δεν έχει ο κόσμος λένε   κι η βάρκα με λικνίζει  και  ποιος είμαι   και πού πηγαίνω  σκεφτομαι   και σβήνει το σκοτεινό κορίτσι   και κρυώνω   και να με πάλι κουρελής και μόνος   οδοιπορώντας έρημα τοπία   κι αόρατη γυναίκα ψιθυρίζει   χειμών δριμύς επέρχεται μικρό μου   μάζεψε τα ξερόκλαδα ν’ ανάψεις   φωτιά για τους νεκρούς   που ξεπαγιάζουν   Στο τέλος όλα σωπαίνουν   και μόνο στάζει μια βρύση   Για να μπορείς να θυμάσαι!.. [ΧΕΙΜΩΝ ΔΡΙΜΥΣ ΕΠΕΡΧΕΤΑΙ από τη συλλογή του Ορέστη Αλεξάκη Ο ΛΗΞΙΑΡΧΟΣ 1989 συγκεντρωτική έκδοση ΟΡΕΣΤΗ ΑΛΕΞΑΚΗΣ ΠΟΙΗΣΗ 1960 – 2009, Γαβριηλίδης 2011]

Παρασκευή, 10 Ιουνίου 2022

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΠΑΝΤΑ Σ’ ΟΛΟ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΤΡΑΓΟΥΔΟΥΣΑΜΕ…

  (…χωρίς ποτέ κανείς να μας ακούει…) («Γιατί σωπαίνουν τα κοχύλια; Γιατί δεν τραγουδούνε τα παιδιά; Τα ζώα τ’ αφανίσαμε και τα φυ...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ