(…κι άδειαζε μέσα μου το χρόνο…)
Τα έντερα τα
εσώτατα που διοχετεύουν πάθη
και κάνουν αισθητή
την κάθοδο
της μεμψίμοιρης
μέρας το στομάχι
η σακούλα του
παλιού έρωτα
η φτώχια της πέψης
η εξωτερική
αύξηση η εσωτερική στέρηση
τα αγγεία με τα στεκάμενα αίματα
της προσωπικής μου
αποτυχίας
κι οι φλέβες τα χοντρά σκοινιά της ύπαρξής μου
που μ’ έδεναν μαζί σου
όταν το ρολόι του
σώματός σου χτύπαγε
κι άδειαζε μέσα μου το
χρόνο
το συκώτι το λαβωμένο σκούρο τριαντάφυλλο,
οι κυκλικές σκηνές των σπλάχνων,
η υψηλή τραγωδία του λαιμού,
το μέσα της σήψης το έξω της επιβίωσης,
η σκοτεινή συντεχνία
πώς μυστικά
συνεργάζονται
τα όργανα που σε
καταρρακώνουν,
τα βαριά τα σιωπηλά κλειδιά του θανάτου
κρατώ μα δεν το ξέρω
κι ολόκλειστο κουτί
ακόμη ταξιδεύω
στη θάλασσα τη κόκκινη
που θα με κουκουλώσει.
[ΤΑ
ΕΝΤΕΡΑ και τα ΑΛΛΑ από τη συλλογή της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ Ο ΘΡΙΑΜΒΟΣ ΤΗΣ
ΣΤΑΘΕΡΗΣ ΑΠΩΛΕΙΑΣ 1978 προοικονομούν
τις επιλογές ποιημάτων απ’ αυτή τη συλλογή:
Η ΚΑΡΔΟΥΛΑ ΜΟΥ ΤΗ ΝΥΧΤΑ, Μες στη νύχτα ακούω
την καρδιά μου
ΤΑ ΠΟΔΙΑ ΜΟΥ, Ελπίδες μικρές κάποιας οριστικής
μετακίνησης
ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΜΑΤΙΩΝ, Τα μάτια αγαπούν να
αφοσιώνονται
ΤΟ ΚΕΦΑΛΙ ΜΟΥ, εγκλωβίζεται στο άδειο…
ΠΟΙΜΕΝΙΚΟ, Αυτό το Ποίημα γράφει αυτό το
ποίημα…
ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ, Απαντώ στη φωνή σου στους
ανάλαφρους τόνους της ηλικίας σου
Η ΕΜΠΕΙΡΙΑ ΤΗΣ ΕΜΠΝΕΥΣΗΣ, Ολόκληρη η κοιλιά μεταμορφώνεται σε κάτι βαθύ
ΕΜΙΛΥ, λιγομίλητη με τη σκιά της λάμπας σου να ζωγραφίζει μάγια και επιμύθιο
Η ΠΟΙΗΣΗ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΒΑΣΑΝΟ ΤΗΣ ΥΛΗΣ
Συγκεντρωτική έκδοση: ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΑΓΓΕΛΑΚΗ ΡΟΥΚ
ΠΟΙΗΣΗ 1963 -2011, εκδόσεις Καστανιώτη
Η ΚΑΡΔΟΥΛΑ ΜΟΥ ΤΗ ΝΥΧΤΑ
(από τη συλλογή της Κατερίνας
Αγγελάκη-Ρουκ Ο ΘΡΙΑΜΒΟΣ ΤΗΣ ΣΤΑΘΕΡΗΣ ΑΠΩΛΕΙΑΣ 1978)
Μες στη νύχτα ακούω την καρδιά
μου
κι είναι ο χτύπος της
η μελωδία ερωτευμένου μουσικού
π’ αγάπησε το χάος.
Ξαπλώθηκα κι ακίνητη
περιμένων ν’ αναδυθεί
αιμόφυρτη η τραγουδίστρια
της ζωής μου μεσ’ απ’ τις
λάσπες.
Κι όπως η θρόμβωση
έχει μεταδοθεί στη σιωπή
κι έγιναν σιδερένιοι βαριοί
οι κόκκοι του αέρα
γύρω απ’ το δέρμα,
για να γλιτώσω το γνωστό
πάω σ’ άλλο γνωστό
κι αυτό χαμένο: εσένα.
Απεγνωσμένα κινούμαι
έξω από το υποκείμενο
προς το αντικείμενο
που είναι αιώνιο
και λάμπει με τον αφαλό του
στη μέση
σαν τεράστια λάμπα.
Όχι πως δεν φοβάμαι
αλλά αν η νύχτα είναι
καλοπροαίρετη
ανοίγουνε οι πόροι
μπαινοβγαίνω στο σώμα
και την βλέπω την καρδούλα μου
ένα σβόλο χώμα
ακουμπισμένο στο φως
φως ασύγκριτο
φως συγκεκριμένο σαν το νερό
να χαμογελάει στο νεκρό
που εκείνη γνώρισε
καιρό πριν από μένα.
ΤΑ ΠΟΔΙΑ ΜΟΥ
Ελπίδες μικρές
κάποιας οριστικής μετακίνησης
ή φουσκωτές κουταλιές
από κρέας και νύχι
τα μικρά ακανόνιστα πόδια μου
της Ελληνίδας.
Βαραίνω, τα πάχη
μου φράζουν το όνειρο
μα τα πόδια με παν ακόμη
στον τόπο της ψυχής μου.
Ανασαίνω τον ουρανό
όπως στη νάρκωση
και βρίσκω τον ηττοπαθή
Ήρωα τον Έρωτα
έξω από το φυσικό του
περιβάλλον,
στη συμπόνια.
Είναι αναπάντεχα μελαχρινός
και ξεκουράζεται κι αυτός
δίπλα σε μια βρυσούλα·
δροσίζονται οι καμάρες των ποδιών μου
τα κότσια λάμπουν πολύτιμα
ο παράδεισος κερδίζεται με το σώμα
κι είναι κι αυτός θνητός.
Τα πόδια μου
πρήστηκαν και λέπιασαν
άνοιξαν κι έκλεισαν άπειρες φορές
σαν σαρκοφάγα άνθη
που τρώνε την απόσταση
το χρόνο που μας χώρισε
από τον πρώτο χρόνο
κι οι πόνοι είναι τα φτερά του Ερμή
που κάποτε είχαν οι Θεοί
όταν δοκίμαζαν την κόλαση ως το τέλος.
[από τη συλλογή της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ Ο
ΘΡΙΑΜΒΟΣ ΤΗΣ ΣΤΑΘΕΡΗΣ ΑΠΩΛΕΙΑΣ 1978]
ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΜΑΤΙΩΝ
(από τη
συλλογή της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ Ο ΘΡΙΑΜΒΟΣ ΤΗΣ ΣΤΑΘΕΡΗΣ ΑΠΩΛΕΙΑΣ 1978)
Τα μάτια αγαπούν
ν’ αφοσιώνονται
σ’ ελάχιστες πτυχές
του ορατού κόσμου
ενώ μέσα το εργαστήρι
ερμηνεύει τις εικόνες σε αγγέλους
ή σε αποχαιρετιστήριες
κάρτες με πεύκα.
Ταξιδεύουν τα μάτια
βιδωμένα στο σώμα
η ταχύτητά του τα παρασέρνει
αντιστέκονται λίγο
μα ύστερα ακολουθούν
και κοιτάν άλλα καινούρια
ώσπου να πειστεί
σιγά - σιγά και το ποίημα
και ν’ αρχίσει να παριστάνει
το νέο πρόσωπο.
Γερνώντας τα μάτια
ξεχνιούνται σ’ ένα σύννεφο
σ’ ένα κομμάτι νερό
π’ αστραποβολάει
και τα πάει
πέρ απ’ την ομορφιά των τοπίων
και τις καφετιές πεδιάδες
της κόρης του ματιού σου
σε τόπο
όπου ο οφθαλμός είναι ο κόσμος
βλέπει και βλέπεται
κι είναι σαν της αράχνης τον
ιστό
σκαλωμένος στου κρανίου
την εσώτατη οροφή
ΤΟ ΚΕΦΑΛΙ ΜΟΥ
Το κεφάλι μου εγκλιματίζεται
στο άδειο
αδειάζουν τα τοιχώματα από
πρόσωπα
τα σημάδια των κάδρων, τα
καρφιά μένουν
μαζί με τις αραχνιασμένες ίνες
τα λεπτά νήματα του εγώ μου.
Ένας αέρας έρχεται απ’ ατα
βάθη
και στέκεται πίσω από αυτιά
και μάτια
συγκρατημένος μα φοβερός,
τρώει τους βράχους του εγωισμού μου
ή μαλακώνει και κάνει το
κενό ευλογημένο.
Είναι ο ύπνος
η μεγάλη μαθητεία
μετά την αλαζονεία του έρωτα
η σκοτεινή μέθοδος
όταν τίποτα δεν λάμπει
στους δαιδάλους του νου
μόνο μια πράξη γυρισμού
που τελειώνει στο χάος.
Μοιάζει η σκέψη μια
τελετουργία
με κινήσεις και πατήματα στον αέρα
μια εορτή που θυμίζει τη γνώση…
Αλλά να η ανθισμένη μυγδαλιά
με βάζει ξανά στα στοιχήματα της φύσης
και στο κρανίο
οι μικροί όγκοι
οι ερυθρές φυσαλίδες
αλλάζουν την όψη του κόσμου.
Να ο κλώνος
η οικειότητά του
με τα εύθραυστα λουλούδια
κι η κεφαλή μου
είναι ξανά αυτό το παράξενο
φρούτο
που ονειρεύεται…
Ακούω τους τριγμούς
πώς σκάνε τα ξύλα
στα έπιπλα τα μέσα
και ξαφνικά δεν θέλω πια
δε θέλω πια
καμιά στιγμή ευτυχίας
μαζί σου.
Μόνο να ’ρθει πάλι
ο αέρας – ύπνος
να θυμηθώ το μέλλον μου
μια βαρκάδα το φεγγάρι
άδειο στη μέση.
[από τη συλλογή της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ Ο
ΘΡΙΑΜΒΟΣ ΤΗΣ ΣΤΑΘΕΡΗΣ ΑΠΩΛΕΙΑΣ 1978]
ΠΟΙΜΕΝΙΚΟ
(από τη
συλλογή της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ Ο ΘΡΙΑΜΒΟΣ ΤΗΣ ΣΤΑΘΕΡΗΣ ΑΠΩΛΕΙΑΣ 1978)
«Αυτό το ποίημα γράφει αυτό το
ποίημα»
κι η γραμμή της ζωής μου
αυτοδιαγράφεται
Ρωτάω ανθρώπους καθαρούς σαν
το νερό
για την ησυχία των
προβάτων στα παιδικά τοπία
το θόρυβο που κάνει η
νύχτα όταν μπαίνει…
Πλατάνια μες στα σύννεφα
χαμένα
κι ο φοβισμένος βοσκός
να λικνίζεται στον αέρα
θαρρώντας ότι τραγουδάει.
Θεέ μου μικρέ
εσύ που πάντα αγαπούσες τους
μεγάλους πιο πολύ
κοίτα για πόσο λίγο
ενθουσιαζόμαστε
πόσο λίγα μας αφήνουν
τα κάρβουνα μάτια του χρόνου.
Θεέ μου μικρέ
ας ήταν το πάθος στα μέτρα μου
να μην ποθώ ξαφνικά
ολόκληρη την ημέρα σε ύψωμα με φλογέρα
κι ανασηκωμένα τα φουστάνια
στο πράσινο.
«Αυτό το ποίημα γράφει αυτό το
ποίημα»
η ζωή μου αυτή την τελεία.
Κι έπειτα μια παύλα –
στο άσπρο στήθος κείνου του πουλιού
του πολύ παλιού αγαπημένου
που τρίφτηκε και κιτρίνισε μέσα μου σαν χώμα.
Πάντα μια άλλη ζωή φαίνεται
πιο ελεύθερη, πιο ζωή απ’ τη
δική μου:
ο βοσκός στην απόλυτη ερημία
του γάλακτος
όταν η μάνα υπάρχει μόνο
κοπαδιαστά
όπως η αγάπη στις βαθιές
καρδιές
αυτών που ξέρουν.
ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ
Απαντώ στη φωνή σου
στους ανάλαφρους τόνους της
ηλικίας σου:
Το ποίημα δεν είναι αυτά που
είπαμε
ούτε τα λίγα ακόμα που θα
ζήσω.
Δεν είναι αυτά που μου ’δειξες
αμίλητος
σαν να μην ήτανε δικά σου
ούτε η δική μου ένδεια
μπρος στους κήπους.
Κοίτα
η λέξη μόνο βγαίνει από τη λέξη
κι η ιδιοσυγκρασία της
αναβλύζει ολόκληρη σαν φύση.
Αποτυχαίνω στην ποίηση
όταν συγκεντρώνομαι στην αιώνια έκφραση
του πρόσκαιρου
και πληγωμένη φτιάχνω τα προπλάσματα
της ανημποριάς μου.
Όμως όταν συλλαμβάνω
το μέλλον με χόρτα
με νεύματα, νέφη και στάχτες
όπως παλιά οι ζωώδες
φύσεις των ποιητών
τότε τ’ ανάποδα άσπρα μάτια
μου
ανθίζουν σαν βολβοί
και γίνονται χρησμοί
οι ελαφροί σου κυνισμοί της νύχτας
[από
τη συλλογή της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ Ο ΘΡΙΑΝΒΟΣ ΤΗΣ ΣΤΑΘΕΡΗΣ ΑΠΩΛΕΙΑΣ 1978]
Η ΕΜΠΕΙΡΙΑ ΤΗΣ ΕΜΠΝΕΥΣΗΣ
(από τη
συλλογή της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ Ο ΘΡΙΑΜΒΟΣ ΤΗΣ ΣΤΑΘΕΡΗΣ ΑΠΩΛΕΙΑΣ 1978)
Ολόκληρη η
κοιλιά μεταμορφώνεται σε κάτι βαθύ
ένα δάσος
με σκιές μεταθανάτιες
κι ο αφαλός
ένα σιωπηλό πνευστό
όργανο θείο
για να
μαντεύεις τα πράγματα στο ρίγος
Πλαταίνει
το παιχνίδι του νου·
μεσ’ απ’ το
νου γεννιέται
άλλος νους
λαμπρότερος
νοείται η
μικρότατη μέρα της πυγολαμπίδας
κι
εξαίρεται το πρόσωπο σαν πρωταγωνιστής.
Κι όπως μια
συγκίνηση
απλώνεται
στην ύπαρξη
ανοίγει και
το πιο σκληρό κέλυφος
αφομοιώνεται
η αρρώστια
τα χίλια
λάθη κι οι αναπηρίες
ανθίζουν
στο λευκό τετράγωνο
παρτέρι του
χαρτιού
ΕΜΙΛΥ
Έμιλυ λιγομίλητη
με τη σκιά της λάμπας σου
να ζωγραφίζει μάγια
στου σούρουπου τα χνάρια…
Έξω άσπρα χιόνια
ή άσπρα τριαντάφυλλα
τα άγγιζες η έγκλειστη
κι έπιανες τους αγγέλους
μέσα σιωπή, το χαλί
η πέρδικα ζωγραφισμένη στο πιάτο
με το κυνηγό της
στο τζάκι η φωτιά
μια συντροφιά άγρια κι ημερωμένη.
Γλιστρούν τα σκαλοπάτια
σαν γυάλινα
τα παράθυρα, βαθιά σφαλιστά μάτια
Άμερστ
ο ουρανός χαμηλός
στρώνεται κενός γύρω απ’ την εκκλησία
η μυρωδιά του κρύου βγαίνει από τη γη
οι στίχοι σου κρέμονται
σαν κλαδιά από ψηλά
Έμιλυ
ταξιδεύεις ολομόναχη
με λίγο αρυτίδωτο νερό
στο μέρος της καρδιάς σου
ανεβαίνεις και σιγοτραγουδάς
με στρογγυλά φωτεινά σώματα
γύρω τριγύρω το λαιμό:
«Άλλος κανείς, άλλος κανείς ποτέ
κοντά στα χείλια»
Την ωραία ακινησία της ανέραστης
φαντάζομαι
μες στη δική μου νύχτα
όταν ο τρελός πετεινός
παράλογα ξυπνάει, κράζει
κι είναι η ησυχία
μια έκκριση εσωτερική
που μ’ εναρμονίζει με τα γύρω.
Παρακολουθώντας τον ύπνο της φύσης
βλέπω άγρυπνη τη λογική της σιωπής
να συμπεραίνει όνειρα
και μαντεύω λίγο
την άγρια εγκατάλειψη
στους στίχους
με το κεφάλι του έρωτα
κομμένο
να πλέει στους ατμούς της μνήμης.
Το πάθος της απουσίας
γίνεται μια κίνηση λυτρωτική
κι η νύχτα φανταχτερή
υπονοεί ελαφρότατα μυστικά
μια κοινωνία εσωτερική
από άφατες εμπνεύσεις.
[από
τη συλλογή της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ Ο ΘΡΙΑΝΒΟΣ ΤΗΣ ΣΤΑΘΕΡΗΣ ΑΠΩΛΕΙΑΣ 1978]
Η ΠΟΙΗΣΗ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΒΑΣΑΝΟ ΤΗΣ ΥΛΗΣ
(… κι η
μουσική παρηγοριά του άυλου…)
Χαϊδεύεται ο κόσμος με ήχους μα τα εξαπτέρυγα οι λέξεις θλιβερά λικνίζονται στο παγωμένο Πάσχα. Ασφόδελος το χέρι σου σε στάση αναπαμού, ο Μπαχ κι εσύ απρόσιτος χωμένος στη ντροπή της πιο προσωπικής ευτυχίας με τα υγρά σου χείλη βαμμένα το ροζ της
αθανασίας γλυκά ακουμπισμένα στον
αέρα… Όχι, κανείς δεν σε πικραίνει πια μεσ’
απ’ τα λόγια ούτε εγώ σαν λαχάνιαζα το
όνομά σου πάνω στο δέρμα σου. Μουσική… Οι φθόγγοι των αγγέλων δεν είναι νοητοί αλλά ολοκάθαρα ακούγονται οι παραγγελιές του θεού στα ανοιχτά
λουλούδια με τους ύπερους ολόστητους να διαπερνούν τη μέρα [από τη συλλογή της
Κατερίνας Αγγελάκη – Ρουκ Ο ΘΡΙΑΜΒΟΣ ΤΗΣ ΣΤΑΘΕΡΗΣ ΑΠΩΛΕΙΑΣ 1978]
Δευτέρα, 6 Ιουνίου 2022
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου