(… έρχονται νύχτες βροχερές βαμβακερές ομίχλες…)
… τ’ αλεύρι
γίνεται σπυρί ύστερα στάχυ
θροΐζει με πολλά δρεπάνια
αψύς
Ιούλιος στη μέση του χειμώνα.
Βλέπω το
υφαντό του κόσμου να ξηλώνεται
αόρατο το χέρι που ξηλώνει
και τρέμω
μην κοπεί το νήμα.
Νήμα νερού
στημόνι χωρίς μνήμη
σταγόνα διάφανη σε βρύα και λειχήνες
νιφάδα –
χνούδι των βουνών χαλάζι – φυλλοβόλο
κι άξαφνα
σκάφανδρο ζεστό στην κιβωτό της μήτρας.
Αρχαίο
σκοτάδι τήκεται και τρίζει
αχειροποίητη
φλογίτσα που το γλείφει.
Συναγωγές
υδάτων υετοί πρόγονοι παγετώνες
στην πάχνη
ακόμη της ανωνυμίας.
Έρχονται
μέρες που ξεχνάω τ’ όνομά μου.
Έρχονται
νύχτες ορυκτές λυσίκομος η μνήμη
βουλιάζει
ξαναφαίνεται θηραϊκή και μαύρη
με
χορταράκια της βοσκής όστρακα βελανίδια
ολίγο φως
και μακρινό – ψιχάλα νοσταλγίας.
Και βγαίνω
σ’ άλλες εποχές. Σώματα χρεωμένος.
Έρχονται
χρόνια χιόνια και με καίνε αίματα που
καλπάζουν
και μια
ματιά πανσέληνος από την άλλη όχθη.
Ψηλός
γαιώδης χωρικός – από τους λυπημένους –
με μια
γυναίκα φωτοστέφανο – ακάνθινο στην
κεφαλή του
και την
αγάπη αμίλητη στο στήθος…
[κι άλλα
αποσπάσματα από τη συλλογή του Μιχάλη Γκανά ΠΑΡΑΛΟΓΗ 1993 με αντιγραφή και επικόλληση από τη συγκεντρωτική
έκδοση:
ΜΙΧΑΛΗΣ ΓΚΑΝΑΣ ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1978-2012 εκδόσεις
Μελάνι 2013]
ΚΑΙ ΠΡΟΦΗΤΕΥΩ ΠΑΡΕΛΘΟΝ ΛΟΓΙΑ ΠΟΥ ΔΕΝ ΕΙΠΩΘΗΚΑΝ ΠΟΤΕ
ΚΑΙ ΛΕΩ…
(από τη συλλογή του Μιχάλη
Γκανά ΓΥΑΛΙΝΑ ΓΙΑΝΝΕΝΑ 1989)
Κάθε φορά που σ’ έβλεπα πιο μακρινή Και ξένη.
Γυναίκα του αδελφού μου έγκυος κιόλας στον Ανδρέα
κι εγώ στα δεκατέσσερα.
Κρατούσες ραγισμένο μαστραπά
εκείνη τη νύχτα στο κατώι
και μου ’φεγγες με το κερί.
Τι δύσκολη μετάγγιση
σα να ’ταν αίμα όχι κρασί
κι εμείς με χέρια τέσσερα
μάτια που δεν κοιτάζονται
κι αν ατακτούν το μετανιώνουν
προσηλωμένη στη ροή
σ’ αυτό το νήμα μέθης
που μας έδενε σαν λώρος
αλλάζοντας τον άρτο και τον οίνο των σωμάτων
σε μετάληψη.
Άκουγα ή μιλούσα;
Εύφορη λύπη μέσα μου
γινότανε θαμπός αστερισμός
με δημητριακή αφθονία
και πιο βαθιά κυμάτιζε η μαύρη χλόη
που θέλει δυο να τη βοσκήσουν ωμή βρεγμένη και πικρή
πριν ανέβει μέχρι τα μάτια
και μας γκρεμίσει στα λευκά σκοτάδια.
Κοιτάζω ένα πηγάδι. Με κοιτάζει.
Κοιταζόμαστε ώρα πολλή
σαν μαλωμένα αδέλφια.
Μονόφθαλμο σκοτάδι με τραβάει
και κατεβαίνω πέτρα – πέτρα
απόκρημνη ζωγραφική.
Σωτήρη. Με τα δικά σου δάχτυλα κρατιέμαι
με το δικό σου σώμα κινδυνεύω
γλιστρώ και με φωνάζεις Κωνσταντίνο.
Μου πέφτουν τα σγουρά μαλλιά και το ξανθό μουστάκι
σαν άρρωστο παιδάκι ψιθυρίζω
τη βραδινή μου προσευχή
ΜΙΑ ΜΑΝΑ ΓΥΡΕΥΑ ΝΑ ΒΡΩ
(… με εννιά μαχαίρια στο
πλευρό και με τη μια της κόρη…)
Τη βρίσκω στα βασιλικά
σε πέντε όνειρα κακά
και μες τα καρυοφύλλια.
Να ’πιανε μια νεροποντή
να ξύπναγε τον Κωνσταντή
να πάει βρεγμένος σπίτι.
Να του φορέσει τα στεγνά
να τον μαλώνει σιγανά…
Μάνα – δεν είναι τα βουνά
Είναι ο ίσκιος τους που με
πατάει.
Ούτε τα κυπαρίσσια.
Είναι το ερπετό χορτάρι. Με
πλακώνει.
Είναι μια μέλισσα ξανθή απ’
τον επάνω κόσμο.
Με βρίσκει στα λουλούδια
και μ’ αποδίδει στο κερί – όχι
στο μέλι.
Φαρμάκι να της γίνω.
Σ’ ένα ξωκλήσι θα καώ
λιώνοντας λιγοστό σκοτάδι
προτού με σβήσουνε
τα λαδωμένα δάχτυλα του
νεωκόρου.
Έτσι την πνίγουνε τη φλόγα
μάνα
όχι φυσώντας
μην πάρουν οι ψυχές φωτιά
και λαμπαδιάσει ο κάτω κόσμος.
Όρθρος βαθύς.
Σκύβει να πιει νερό και
ξαναμπαίνει
στο μνήμα από το κυπαρίσσι.
Μελίσσι γύρω τα πουλιά.
[αποσπάσματα από τη συλλογή του Μιχάλη Γκανά
ΠΑΡΑΛΟΓΗ 1993]
ΑΝ ΕΙΝΑΙ ΝΑ ΜΙΛΗΣΕΙ ΚΑΠΟΙΟΣ ΑΣ ΠΕΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΓΑΠΗ
(από τη συλλογή του Μιχάλη
Γκανά ΠΑΡΑΛΟΓΗ 1993)
Νύχτα των Κιμμερίων. Κατήφορος κοφτός
κι ακολουθώ τυφλά μαύρο κριάρι.
Ούτε κλαδάκι ούτε ρίζα να πιαστώ
τρίζουν τα κόκαλά μου.
Αέρας φέρνει πού και που δαφνόφυλλα ξερά
κι ένα τσεμπέρι – νυχτερίδα με τρομάζει.
Δεν είναι τόπος για παιδιά – τι θέλω
με το κοντό μου παντελόνι κουρεμένο
και γοερές κραυγές φωνάζοντας τη μάνα.
Απόκριση καμιά.
Εκτός κι αν αποκρίνεται
μια μυρωδιά μασχάλης ιδρωμένης
κι η ευωδιά της μέσα κάμαρης
εκεί που απλώναμε τα μήλα
έτσι όπως μύριζε 20 Δεκεμβρίου του ’57
απόγευμα ημέρα Τρίτη
κι άρχιζε έξω να χιονίζει…
Με ψάρεψε!..
Νιώθω βαθιά τ’ αγκίστρι του λυγμού
γλυκό το αίμα στο λαιμό μου
κι αφήνομαι στη μαύρη πετονιά
αιμορραγώντας όλη νύχτα
μνήμες βαθιές που νόμιζα πως είχαν κλείσει
-Εσύ δε θα πεθάνεις.
-Μάζεψε τη φωτιά.
Πεθαίνουν οι μανάδες. Δεν πεθαίνουν.
-Όχι Κοίταξε μην καείς.
-Κι η μάνα του Νικόλα γιατί πέθανε;
-Ήταν άρρωστη πόναγε η καημένη.
-Κι εσένα που σε πόναγε το δόντι;
-Άλλο το δόντι. Δεν πέθανε κανένας από δόντι.
Σύρε να παίξεις.
-Δε θέλω. Θέλω να μην πεθάνεις.
-Μπα στο καλό σου. Φέρε μου το σινί.
-Η γιαγιά όμως θα πεθάνει.
-Θα ’σαι μεγάλος τότε μη φοβάσαι.
-Πόσο μεγάλος θα ’μια;
-Άντρας. Θα ’χεις γυναίκα και παιδιά.
Μπορεί κι αγγόνια.
-Κι εσύ πώς θα ’σαι τότε;
-Σαν τη γιαγιά. Γριούλα.
-Σαν τη γιαγιά; Φαφούτα μ’ ένα μάτι…
Εσύ δεν θα ’σαι έτσι. Και ούτε θα πεθάνεις.
Θα πεθάνεις;
-Όχι δεν θα πεθάνω. Φέρε τη γάστρα.
-Άμα πεθάνεις θα πεθάνω να το ξέρεις.
-Κούφια η ώρα. Μη λες τέτοιες κουβέντες.
-Άμα πεθάνεις θα πεθάνω. Μ’ ακούς;
Σ’ ακούω. Ψεύτη.
Ούτε αυτά που μου ’ταξες παιδί δεν κράτησες.
ΑΝ ΕΙΝΑΙ ΝΑ ΜΙΛΗΣΕΙ ΚΑΠΟΙΟΣ ΑΣ ΠΕΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΓΑΠΗ
Αν είναι να μιλήσει κάποιος ας είναι ο Γρηγόρης Ράπτης.
Υπόδικος για μια υπόθεση πλαστογραφίας
που πρόκειται να γίνει η είδηση
και πρωτοσέλιδο σε λίγες μέρες.
(Θα σφάξει μπροστά τους δεσμοφύλακες –
τη δικηγόρο του μια μέρα πριν από τη δίκη)
Δεν το ’κανα εγώ θα πει – εγώ την αγαπούσα
τρομάζοντας τους κληρωτούς
του έρωτα
έφεδρους μόνιμους εξ εφέδρων
ευέλπιδες όλων των κλάσεων.
Θα δικαστεί θα καταδικαστεί
θα εγκλειστεί ισόβια στο σώμα του.
Εδώ υπάρχουν όλα τα στοιχεία
για τη μελλοντική αναπαράσταση.
[αποσπάσματα από τη συλλογή του Μιχάλη Γκανά ΠΑΡΑΛΟΓΗ
1993]
ΚΛΕΙΝΟΜΑΙ ΜΕΣ ΣΤΟ ΣΩΜΑ ΜΟΥ ΤΙΣ ΝΥΧΤΕΣ ΚΥΟΦΟΡΩΝΤΑΣ ΤΟ
ΔΙΚΟ ΣΟΥ ΣΩΜΑ
(από τη συλλογή του Μιχάλη
Γκανά ΠΑΡΑΛΟΓΗ 1993)
Μα πώς να πλάσω μέλη που ποθώ
που βλέπω μα δεν άγγιξα ποτέ μου.
Τυφλός κι από τα δυο μου χέρια.
Σε
πλάθω λίγο – λίγο κάθε νύχτα.
Έρχεται
η μέρα και γκρεμίζομαι μαζί σου.
Ολόκληρη
δεν θα σε δω ποτέ
Ούτε
θα σ’ έχω. Κάθε φορά
πρωτόπλαστα
τα μέλη σου και σκόρπια.
Έγινα
παντοδύναμος για χάρη σου
δεν
έγινα θεός.
Τι να
την κάνω τόση παντοδυναμία
όταν
απαγορεύεται το θαύμα.
Στέκεσαι
πίσω από τα κάγκελα και δεν χορταίνω να σε βλέπω.
Φοβάμαι
κάτι θα συμβεί και θα σε χάσω.
Γυάλινο
μάτι – κάμερα παγώνει την εικόνα
αλλά
στη θέση σου φυτρώνει κυπαρίσσι.
Φλεγόμενο
χωρίς πουλιά.
Ο
καταρράκτης του καπνού θροΐζει
γεμίζοντας
αφρούς τον ουρανό
κι
είμαστε λέει στη Σκουφά και δοκιμάζεις φούστες.
Σκύβω
και σε φιλώ στο στόμα.
Μαύρο
κραγιόν φορούσες βάφομαι
μουδιάζουν
σούρουπα τα χείλη
ενώ
χαμογελάς αχνά και χάνεσαι
ξανθιά
και βουρκωμένη.
Εσύ
ποτέ δεν ήσουνα ξανθιά.
Και ξύπνησα
ΑΥΤΑ ΤΑ ΒΛΕΜΜΑΤΑ ΔΕΝ ΞΕΡΩ ΑΝ ΓΙΝΟΥΝΕ ΠΟΤΕ ΧΕΙΡΟΝΟΜΙΕΣ…
Αυτά τα χέρια με κοιτούν
με δείχνουνε τις νύχτες
Με πυροβολούν.
Ας πέσω χτυπημένος
φτάνει να πέσω δίπλα σου.
Να κοιμηθώ μια νύχτα στο πλευρό σου
κι ας γίνει ο πόθος κούραση γλυκιά
το δέρμα μας τοπία χλωροφύλλης.
Γυμνά πέλματα σε σανιδένιο πάτωμα.
Κάποια γδύνεται λέει σιγά τ’ όνομά μου.
Την κυνηγώ και μου φεύγει ώρα πολλή.
Ακούω την ανάσα δίπλα μου κι απλώνω το χέρι.
Κάτι δασύ και υγρό.
Υπάκουη τώρα κι ανάσκελη με τα πόδια της ν’ ακουμπούν στο
ταβάνι
σπρώχνει πάνω στην ώρα και το σηκώνει.
Παίρνει φως και τη χάνω
λιώνει το πρόσωπο το κορμί της
ακούγονται κλάματα δυνατά
όπως τα γέλια στις αμερικάνικες κωμωδίες.
Είμαι μπρούμυτα με πλάτη καμένη και τσουρουφλισμένα μαλλιά.
Κλείνω τ’ αυτιά μην ακούω
μια φωνή σιγανή κι επίμονη.
Σαν το μοιρολόι της φώκιας…
[αποσπάσματα από τη συλλογή του Μιχάλη Γκανά
ΠΑΡΑΛΟΓΗ 1993]
ΑΥΤΟ ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ ΔΕΝ Σ’ ΑΓΑΠΑΕΙ ΓΙΑΤΙ ΣΕ ΘΕΛΕΙ ΕΚΕΙΝΟΣ
ΠΟΥ ΤΟ ΓΡΑΦΕΙ
(από τη συλλογή του Μιχάλη Γκανά ΠΑΡΑΛΟΓΗ 1993)
Αυτό
το ποίημα συστρέφεται σαν λαβωμένο
ερπετό
στρέφεται
εναντίον σου – φυλάξου!..
Ξέρει
καλά πως αν κερδίσεις
θα
χάσει αυτό τον σκλάβο που το γράφει
μαζί
με τ’ αποδημητικά του χέρια
κι
ανάπηρο θα μείνει.
Αυτό
το ποίημα – φυλάξου
μου
ξέφυγε κι αδέσποτο γυρίζει –
θέλει
να σε σκοτώσει.
Γιατί
ξέρει πως μόνον έτσι θα ’χει απογόνους
και
καλά στερνά κι άσπρες σελίδες
να τις
βρίσκει μαύρο χέρι – το χέρι μου –
καθώς
θα συνεχίζω αυτό το ποίημα
που
τότε θα σε προσκυνάει…
ΑΘΕΑΤΟΣ
ΒΑΣΙΛΙΚΟΣ ΜΥΡΙΖΕΙ…
Όλη τη νύχτα περνούσες μοναχή σου παλιό
γεφύρι. Κι εγώ χτισμένος στ’
όνειρο έτρεμα μην ξυπνήσω. Ψηλή γυναίκα
μου ρίχνεις τον ίσκιο σου και
σουρουπώνω. Πηγάδι γίνομαι βαθύ και με πονάνε τ ’άστρα. Κλείσε τα μάτια να ξαναδώ τον κόσμο με τα δικά μου. Βλέπω κλεισμένα βλέφαρα και τσίνορα που τρέμουν [στίχοι από τη συλλογή του Μιχάλη Γκανά ΠΑΡΑΛΟΓΗ 1993 ]
Παρασκευή, 24 Ιουνίου 2022
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου