(… κι αν σας αγάπησα, κυρία, δεν ξέρω μήπως ήσασταν εγώ…)
… ήσασταν ένα
σιελ φόρεμα απλούστατο
που απλώθηκε
πριν από σας στο κάθισμά σας
σαν αγκαλιά μιας
θάλασσας που πάνω μου
φλοίσβισε το
άρωμα μιας άλλης δεκαετίας.
Μείνετ’ εδώ όσο
γίνεται, κυρία,
με τη σοφία του
φυσικού σας περιδέραιου στο λαιμό
ανύποπτη ή
σχεδόν, για τ’ ακριβά του δέρματος κειμήλια
κι ίσως γι’ αυτό
διακριτικά λυπημένη.
Καταλαβαίνω δε
θα θέλατε ίσως να φανεί
πως θα μπορούσε
αν ήθελε το σώμα σας
να λησμονήσει
μιαν υπέροχη νωχέλεια
για να εκβιάσει
τον ιδρώτα μιας οργής.
Φαντάζεστε
λοιπόν σ’ ένα δωμάτιο
αν ξεκουμπώνατε,
όχι άλλο, τη χρυσή φουρκέτα
στα μαζεμένα σας
σφιχτά μαλλιά
που ήδη απ’ τις
ρίζες ταξιδεύουν προς ορίζοντα;
Όμως σας απομάκρυνε
μια πρόφαση έτσι αθόρυβη
όπως αθόρυβα τα
μυστικά της αίθριας πλήξης
με τα μαλλιά σας
όλα προς το παρελθόν
με τα μαλλιά σας
σαν μια υπόσχεση στο παρελθόν.
Στο παρελθόν τα
μάτια σας που τώρα
μετά τον ήχο
μίζας που αποφάσισε
πίσω απ’ το
τζάμι μοιάζουν με αχ βουβό·
γιατί, κυρία,
κανείς ποτέ δεν ξέρει ποιον αγάπησε
κι αν σας
αγάπησα κυρία δεν ξέρω
μήπως
ήσασταν εγώ!..
[Ω ΚΥΡΙΑ από τη συλλογή του Γιάννη Βαρβέρη Ο ΘΑΜΑΤΟΣ ΤΟ
ΣΤΡΩΝΕΙ, Ύψιλον/ βιβλία 1986, από τη συγκεντρωτική έκδοση των συλλογών του:
ΓΙΑΝΝΗΣ ΒΑΡΒΕΡΗΣ
ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΤΟΜΟΣ Α 1975 -1996, εκδόσεις Κέδρος]
ΣΥΜΜΟΡΙΤΗΣ
(από τη συλλογή του Γιάννη
Βαρβέρη Ο ΘΑΜΑΤΟΣ ΤΟ ΣΤΡΩΝΕΙ 1986)
στον ύπνο του είδε
πως δεν καθόταν φρόνιμα.
Σε μια συμμορία πως ήτανε
σχέδια καταστρώνανε, ληστείες μετά
φόνων,
πως φορούσαν στο πρόσωπο κάλτσες.
Σπάζανε πόρτες μουντάρανε,
συνταξιούχων
λυρίτσες αρπάζανε
τους κλοτσάγανε
και τα σπάγανε ύστερα σε κέντρα με
γκόμενες
ως το άλλο πρωί
σε παρτούζες μοκέτες κυλιόντουσαν.
Το πρωί
τα παιδιά η γυναίκα στην ώρα τους
τελευταίος ξεκίνησε
την πόρτα του ορθάνοιχτη ξέχασε
να μπουκάρουν.
ΠΟΚΑ ΣΤΟΝ ΟΛΥΜΠΟ
Όταν, προχωρημένη νύχτα πια,
στις κάμπιες των δαχτύλων μου
το ιδρωμένο αμόκ μοιράζει οργίλα
τραπουλόχαρτα
της πόκας ο καπνός σαν ηφαιστειώδες μανιτάρι
δοξάζεται ως τον Όλυμπο του
πολυελαίου.
Όμως ψηλά μες στο μυχό των χίλιων
φώτων
στο σχήμα του Άσου καις εσύ
στα θεία σου σκέλη περιμένοντας, θεά
τον ορειβάτη της βραδιάς εγώ – εγώ
μ’ αγκίστρι έναν βαλέ σπαθί
γαντζώνοντας
στα ριζιμιά κι από τολίπα σε τολίπα
του καπνού
κάποτε φτάνω
μα η άκρη του νυχιού σου απ’ τη
χλαμύδα
την τελευταία στιγμή σπρώχνει τα ρέστα
μου
κι απ’ τον υγρό φεγγίτη, πάει
γκρεμίζομαι
στην άσφαλτο των πρώτων τρόλεϊ της αυγής
[από τη συλλογή
του Γιάννη Βαρβέρη Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟ ΣΤΡΩΝΕΙ ΥΨΙΛΟΝ/ βιβλία 1986]
ΦΕΓΓΑΡΑΔΑ
(από τη συλλογή του Γιάννη
Βαρβέρη Ο ΘΑΜΑΤΟΣ ΤΟ ΣΤΡΩΝΕΙ 1986)
-Σας ενδιαφέρουν, υποθέτω, θέματα πνευματικά, τηρώντας τον πληθυντικό μέχρι
– να τον εγκαταλείψουμε, σπάγδην αποκαλύπτω κι άπληστα ρουφάτε κύκλων
ίντριγκες. πόσο νερό στο ουίσκι σας, say when!, μιας ιπποσύνης μου άτεγκτης η οροφωνία, σας την κερνώ,
αν το νιώσατε, σε υπέροχα μπιζού ριγηλών φθόγγων που υπερίπτανται κι ενίοτε
ίσως υπαινίσσονται πως σας χαϊδεύουν α, τα πανούργα μου αεράκια (νι δέλτα
καθαρό και των υγρών συμφώνων παρηχήσεις) κάνουμε σκι στα σλάλομ των αυτιών
σας, ενώ τι μελαγχολικά οι λησμονημένοι λόγιοι τα μαγεύουν κι αμέσως ανασύρω
ανέκδοτα της κουίντας πιπεράτα, να, γελάτε, και ξεκαρδίζετε στον αέρα
υπερσιβηρικόν οδοντωτό, τραντάζοντας
ποδιών αναίδειες σκαληνές μοιρών εκατόν είκοσι και των μαστών σας πόλεις σ’
όποια θέση, α πώς την τρέμω, κι όμως πρέπει, μια ελάχιστή μου εικαστική στα
μάτια σας παραλλαγή, βρήκα, σας δείχνω: δείτε πέρα, σαν φεγγαράδες για τα
ζευγαράκια της Σελήνης πώς – αλλάζω πόδι – ξαγρυπνούν τα πυροφάνια, ω βέβαια,
να τα δούμε και μαζί, να τα προωθήσουμε, γιατί όχι, σ’ ένα εκδότη (καθυστερώ,
καθυστερώ, απ’ την οδό Εμπειρίκου τώρα θα είχα φτάσει στους μαστούς της) ή
καλύτερα, γκαρσόν, δυο ουίσκι ακόμη, σύρριζα καταπίνοντας τα ρω. μα enivrez-vous, μεθύστε, καθώς το ’πε κι ο Μποντλέρ, και τι εποχή, θα
συμφωνείτε, με Βερλέν – Ρεμπώ, μια σφαίρα που ξαστόχησε γιατί… γιατί σηκώνεστε,
το ουίσκι σας, πού πάτε…
Σπάζει ουρλιαχτά παγάκια λίγα μέτρα μακριά
το στόμα σου στ’ αυτιά μου από την ντίσκο.
ΧΕΙΜΕΡΙΝΕΣ ΑΠΟΣΚΕΥΕΣ
Καπνίζει τώρα στη σεζλόνγκ και θα
’λεγε κανείς
ότι ψηλώνουν γύρω του με τον καπνό
τα τέλεια σώματα. Σκέπτεται Γκρέκο
πώς βελτιώθηκε η φυλή μας κι άλλα
ψύχραιμα
ενώ το βόλεϊ στέλνει σώματα σε γκελ
ξυστό·
μόνον η μπάλα γλίστρησε ως τα χέρια
του
ο ιδρώτας της –
τόσο μονάχα από κορμί
για ένα χειμώνα ολόκληρο.
Ρουφάει δαγκώνοντας το καλαμάκι μήπως
τα κρατήσει·
μόνο γυαλιά στην άμμο χνάρια και
ρολόγια
μακριά να εικάζει στο νερό συνέχειες
προοπτικές
κουκίδων που μικραίνουνε σαν μία
σηκώνεται οπισθοχωρεί
απέναντί τους και μικραίνει προς την
έξοδο
το βλέμμα του ζυγιάζοντας
ως να χωρέσει
ευθεία ανάμεσά τους.
[από τη συλλογή
του Γιάννη Βαρβέρη Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟ ΣΤΡΩΝΕΙ ΥΨΙΛΟΝ/ βιβλία 1986]
ΕΝΥΔΡΕΙΟ ΚΑΠΝΟΥ
(από τη συλλογή του Γιάννη
Βαρβέρη Ο ΘΑΜΑΤΟΣ ΤΟ ΣΤΡΩΝΕΙ, 1986)
Ας είναι ο καπνός
Ο μόνος που αυτοκτονεί για την
έπαρση!..
Και τα παράθυρα κλειστά
κι η χαμηλή μου λάμπα του γραφείου
φανός λονδρέζικης ομίχλης.
Με νωθρές απλωτές
σοφά θα επικαθίσει στις γωνίες του
σώματος
θα ψιθυρίσει πάχνης λόγια
χάδι το χάδι
θα με καπνίσει σαν τσιγάρο του
ο καπνός.
Ανοίγοντας την πόρτα μην αγγίζεις
ένα σταχτί κουφάρι στο χαλί
κάθε άλλη τρυφερότητα
το θρυμματίζει!..
ΕΩΘΙΝΟ ΤΗΣ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗΣ
Ξημέρωσε και ράγισα στα δυο
σαν παλιό κτίριο
που ξεσπάει επιτέλους σε κλάματα
σύγκορμη τρίζοντας
σκάζοντας πλάκες φλοιού
κοτρόνες ύπνου βιβλικού σωριάζοντας
στο φως
μέσα σε σκόνη
που ήδη δρασκελώντας και τις γρίλιες
ανέβαινε στη μέρα και στον ουρανό.
[από τη συλλογή
του Γιάννη Βαρβέρη Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟ ΣΤΡΩΝΕΙ ΥΨΙΛΟΝ/ βιβλία 1986]
ΚΑΘΑΡΗ ΔΕΥΤΕΡΑ
(από τη συλλογή του Γιάννη
Βαρβέρη Ο ΘΑΜΑΤΟΣ ΤΟ ΣΤΡΩΝΕΙ 1986)
Το χείλι μου
σαλιώνοντας το φάκελο
ματώνει λίγο·
πίκρα του παραλήπτη –
ενός αγνώστου σ’ άλλη γη
που δε θα λάβει.
Το γράμμα σαν μισό πουλί
βαφτίζω στο κιβώτιο·
το ράμφος ήδη πέταξε σαν χαρταετός
κι η ουρά ικετεύει το ύψος της
με μορς στα παιδικά μου δάχτυλα.
Απ’ τους αγέρες
όταν με το καλό γυρίσει ο φάκελος
που πάνω του έχω γράψει τ’ όνομά μου
να πάλι του πατέρα η μακρινή φωνή:
«Σουρούπωσε Γιαννάκη
μάζευε λίγο – λίγο τον αετό σου
να παηγαίνουμε».
ΟΙ ΜΗ ΕΚΔΡΟΜΙΚΟΙ ΤΥΠΟΙ
ΚΙΝΔΥΝΕΥΟΥΝ
Αυτή η εκδρομή μου χάλασε το κέφι.
Δεν είναι μόνο τ’ ορεινό χωριό μ’ όλα
τα τόσα
που όμως τις λέξεις τους έχω για πάντα
χάσει
και που δεν ξέρω πια γι’ αυτά να γράφω
ποιήματα
δεν είναι που μου φράζει τα ρουθούνια
τόση πατρίδα μονομιάς
όσο είναι κείνες οι αγελάδες που ενώ βόσκουν
τη γύρω χλόη γεμίζουνε
μ’ αμέριμνες πελώριες κοπριές
κι η μυρωδιά κι ο ήλιος στο μυαλό
σ’ ανάβει και ζαλίζεσαι και θες
να γίνεις ένα
να κυλιστείς στην ύλη τους
να κυλιστείς
να βρεις συγχώρεση.
[από τη συλλογή
του Γιάννη Βαρβέρη Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟ ΣΤΡΩΝΕΙ ΥΨΙΛΟΝ/ βιβλία 1986]
ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΠΟΛ ΛΕΟΤΌ Σ’
ΕΡΩΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟ ΜΟΥ
(από τη συλλογή του Γιάννη
Βαρβέρη Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟ ΣΤΡΩΝΕΙ 1986)
-Τι νιώθει μια γάτα
πατώντας στο δρόμο
το σάλιο;
Τι νιώθει το σάλιο
σαν πέφτει;
Η γάτα τι νιώθει
πατώντας τη γόπα;
Κι η γόπα;
Τι νιώθει μια ρόδα
πατώντας τη γάτα;
-Ό,τι νιώθει
μια γάτα
πατώντας μια γάτα
λιωμένη!..
ΜΕ ΤΙΤΛΟ ΤΟ ΧΕΡΙ
Το χέρι μου γράφει ένα ποίημα
με τίτλο «Το χέρι»
Το ποίημα είναι εικόνα χεριού με μολύβι
κι από τη σελίδα ψηλά στον αέρα
σκιτσάρει ένα χέρι
κι εκείνο γραμμή τη γραμμή με
σκιτσάρει,
σκιά τη σκιά με τελειώνει
να γράφω ένα ποίημα με τίτλο Το Χέρι»
και πώς κι από πού
να ξεφύγω
[από τη συλλογή του Γιάννη Βαρβέρη Ο ΘΑΝΑΤΟΣ
ΤΟ ΣΤΡΩΝΕΙ ΥΨΙΛΟΝ/ βιβλία 1986]
ΚΡΥΠΤΕΙΑ
(από τη συλλογή του Γιάννη
Βαρβέρη Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟ ΣΤΡΩΝΕΙ 1986)
Η τουαλέτα μικρό σου βασίλειο
γλιστράς κλείνεσαι βάζεις το σύρτη.
Το μολύβι και λίγο χαρτί
τ’ ακριβά σου κτερίσματα.
Ανασαίνεις αγνή αμμωνία
φτερουγίζεις ψηλά τα φυλλώματα.
Όταν βγεις κάποια ώρα και κρύβοντας
ταπεινά εργαλεία στις τσέπες σου
θα ’σαι ο άψογος πάλι και νόμιμος
της πεζής σιωπηρής υποψίας τους.
Με τη λάμψη στα μάτια σου πάντοτε
με τη λάμψη στα μάτια κρυφά
ενός μόνου που τέλεια ιερούργησε
στη φωλιά τους την ίδια και μ’ άλλοθι
τα δικά τους τα ούρα
και κόπρανα.
ΑΥΓΑ ΜΑΤΙΑ
Είπα κι
εγώ ένα βράδυ να βυζάξω τα τοπία.
Ξερίζωσα
λοιπόν τα δυο μου μάτια
κι έκαψα
βούτυρο σ’ ένα φαρδύ τηγάνι
να πιω
βουνά και λίμνες στέρεα τώρα.
Ο κόσμος
είναι δυο μαστοί το δίχως άλλο
με μια
και δυο κουτάλα της κουζίνας
πήρα να
τους γευτώ μέσα στο πιάτο·
ψαύοντας
με τη γλώσσα τις θηλές τους
τα δάκρυα
σαν παιδάκια είχαν κλοτσήσει
σαν τόπια
τα τοπία είχαν κυλήσει
στο νέο
τους χάρτη μιας πεδιάδας ομελέτας.
Αυγά και
μάτια ένα μπαστούνι παίρνω τώρα
κι όπου
σας βρίσκω θα τρυπάω και θα βαδίζω.
[από τη συλλογή
του Γιάννη Βαρβέρη Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟ ΣΤΡΩΝΕΙ ΥΨΙΛΟΝ/ βιβλία 1986]
ΜΙΑ ΧΑΡΑΜΑΔΑ ΔΑΚΡΥ
(από τη συλλογή του Γιάννη
Βαρβέρη Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟ ΣΤΡΩΝΕΙ 1986)
Χειροκροτήματα σαν γρίλιες που απότομα
πέφτουν
γρίλιες σαν καταρράκτης που οδηγεί
στην πλήρη τύφλωση.
Το πίσω μάτι σου το γυάλινο τρυπάει το
σκότος κι εφορμάς
ω τρένο. Δε θέλει φως το μέλλον είναι
τούνελ
μόνο με βραχυκύκλωμα μπορείς να βρεις
το φως σου
σπάζοντας τα πετρώματα της σήραγγας
μπροστά στην έκπληξη των ποντικών
αόρατων και τυφλών από το μαύρο που
ροκάνισαν.
Το ξέρουν πως ορμώντας στις εξόδους
χάνεις. Και γελούν.
Δύστυχε γύρνα πίσω κι ερωτέψου το
βαγόνι σου.
Δεν έχει βραχυκύκλωμα και κάρβουνα κι
ατμούς
και το βαγόνι σου είναι γυάλα
μέσα τα ψάρια κολυμπούν τα βλέπεις
όνειρα
τα ψάρια είναι λαχτάρα τρέχουνε με
χίλια και ξυπνάς
αόμματος. Το θέμα μάτια μου είναι πως δεν είχαμε
παρά ένα μάτι που δεν έβλεπε απ’ το
κλάμα
κι εδώ στα υπόγεια δεν μας έμεινε άλλη
δύναμη
αυτό το σύστημα υδροκίνησης μονάχα
το τρένο κλαίει και πάει θέλω να πω
και χρειαζόμαστε ποσότητες απίθανες
χειροκροτήματα σαν γρίλιες που απότομα
πέφτουν
ερμητικές μπροστά μας γιατί αλλιώς –
μια χαραμάδα δάκρυ και χαθήκαμε!..
ΝΑΥΤΙΛΟΙ
Αυτός που
φοράει μια μάλλινη ρόμπα
ζεσταίνεται
γιατί
άλλους βρήκε
η μπόρα
στο
δρόμο.
Αυτός με
τη γυναίκα του
καυλώνει
γιατί
άλλοι
ψωνίζονται
τώρα
στις πιάτσες.
Όμως εμάς
τους πονηρούς
πλήρωμα
του ισόγειου καραβιού σου
με τις λάμπες
ομίχλης στο χέρι
και μέσα
παγάκι τρεμάμενο φως
πέτα μας έξω
πέτα μας στη
θάλασσα
δεν την
αξίζουμε
μπάρμαν
την
τρικυμία!..
[από τη συλλογή
του Γιάννη Βαρβέρη Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟ ΣΤΡΩΝΕΙ ΥΨΙΛΟΝ/ βιβλία 1986]
ΚΡΥΦΤΕΙΤΕ ΜΕΣΑ ΣΤΑ ΠΑΛΤΑ ΜΕΣΑ ΣΤΑ
ΠΟΙΗΜΑΤΑ
(…μες
στα βυζιά της γυναικός σας κι αν δεν έχετε…)
… βάλτε τα χέρια
σας στο πρόσωπό σας κάψτε με την ανάσα
σας τις σκοτεινές παλάμες κι αναπνεύστε
τις αν βρίσκεστε στο δρόμο μπείτε σε ταξί
σε σινεμά στο κάθισμα βουλιάξτε μην
κινείστε σε σπίτι φιλικό γλιστρήστε
στην τουαλέτα τέλος βάλτε περισπωμένη
στ’ όνομά σας κι ας οξύνεται μπείτε από
κάτω κάτι θα κρατήσει μια κολοβή αλεπού που πιάστηκε στο δόκανο λέγεται δόκανο που ψάχνει γι’ αλεπού ξέρω ένα φόβο που φοβάται την ουρά του και με το φόβο αυτού του φόβου σας καλώ κρυφτείτε μέσα του [ΑΛΕΠΟΥ από τη συλλογή
του Γιάννη Βαρβέρη Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟ ΣΤΡΩΝΕΙ, ΥΨΙΛΟΝ/ βιβλία 1986]
Δευτέρα, 20
Ιουνίου 2022
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου