Κυριακή 22 Μαΐου 2022

Ο κ. ΣΤΡΑΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΙΝΟΣ ΠΕΡΙΓΡΑΦΕΙ ΕΝΑΝ ΑΝΘΡΩΠΟ...

(ως παιδί, έφηβο, παλικάρι και ως άνδρα) 


Μα τι έχει αυτός ο άνθρωπος;

Όλο το απόγεμα (χτες προχθές και σήμερα) κάθεται με τα μάτια καρφωμένα σε μια φλόγα

σκόνταψε πάνω μου ένα βράδυ και μου είπε:

«Το κορμί πεθαίνει το νερό θολώνει η ψυχή διστάζει

κι ο αγέρας ξεχνάει όλο ξεχνάει

μα η φλόγα δεν αλλάζει».

Μου είπε ακόμη:

«Ξέρετε αγαπώ μια γυναίκα που έφυγε ίσως στον κάτω κόσμο·

δεν είναι γι’ αυτό που φαίνομαι τόσο ερημωμένος

προσπαθώ να κρατηθώ από μια φλόγα γιατί δεν αλλάζει».

Ύστερα μου διηγήθηκε την ιστορία του




 [η εισαγωγή από το ποίημα Ο ΣΤΡΑΤΗΣ Ο ΘΑΛΑΣΣΙΝΟΣ ΠΕΡΙΓΡΑΦΕΙ ΕΝΑΝ ΑΝΘΡΩΠΟ από την ενότητα Ο κ. Στρατής Θαλασσινός στη συλλογή του Γιώργου Σεφέρη  ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ 1928-1937– το ποίημα συνεχίζεται με την αφήγηση της περιγραφής του ανθρώπου

ως ΠΑΙΔΙΟΥ,   που του αρέσουν πολύ τα πράσινα φύλλα αλλά το βασανίζουν οι ρίζες των δένδρων «όταν μέσα στη ζεστασιά του χειμώνα ερχόντανε να τυλιχθούν γύρω στο κορμί μου»

ως ΕΦΗΒΟΥ,   που ανοίγουν μέσα στο νου του ταξίδια, που συλλογίζεται να πηγαίνει κάθε βράδυ στ’ ακρογιάλι και την τρίτη μέρα ν’ αγαπάει μια κοπέλα που την έλεγαν Βάσω ή Φρόσω ή Μπίλιω… αλλά «τη νύχτα πάνω στην κουβέρτα του Άι-Νικόλα ονειρεύτηκα μια παμπάλαιη ελιά να δακρύζει»

 ως ΠΑΛΙΚΑΡΙΟΥ και ως ΑΝΔΡΑ,   που ο κύριος της «Αναγέννησης» του μαθαίνει «να μην περιμένει πολλά πράματα από τη Δευτέρα Παρουσία…

Μας έλεγαν θα νικήσετε όταν υποταχθείτε.

Υποταχθήκαμε και βρήκαμε τη στάχτη.

Μας έλεγαν θα νικήσετε όταν αγαπήσετε.

Αγαπήσαμε και βρήκαμε τη στάχτη.

Μας έλεγαν θα νικήσετε όταν εγκαταλείψετε τη ζωή σας.

Εγκαταλείψαμε τη ζωή μας και βρήκαμε τη στάχτη…

Βρήκαμε τη στάχτη. Μένει να ξαναβρούμε τη ζωή μας, τώρα που δεν έχουμε πια τίποτα…]


 

2. ΠΑΙΔΙ

(όπως το περιγράφει ο κ. Στρατής ο Θαλασσινός στο ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ του Γιώργου Σεφέρη)

Όταν άρχισα να μεγαλώνω με βασάνιζαν τα δένδρα

γιατί χαμογελάτε: πήγε ο νους σας στην άνοιξη που είναι σκληρή με τα μικρά παιδιά;

μ’ άρεσαν πολύ τα πράσινα φύλλα

νομίζω πως έμαθα λίγα γράμματα γιατί το στουπόχαρτο πάνω στο θρανίο μου ήταν κι εκείνο πράσινο

με βασάνιζαν οι ρίζες των δένδρων όταν μέσα στη ζεστασιά του χειμώνα ερχόντανε να τυλιχθούν γύρω στο κορμί μου

δεν έβλεπα άλλα όνειρα σαν ήμουν παιδί·

έτσι γνώρισα το κορμί μου

 

3. ΕΦΗΒΟΣ

Το καλοκαίρι στα δεκαέξι μου χρόνια τραγούδησε μια ξένη φωνή μέσα στ’ αυτιά μου

ήταν θυμούμαι στην ακροθαλασσιά, ανάμεσα στα κόκκινα δίχτυα και μια βάρκα ξεχασμένη στην άμμο, σκελετός

δοκίμασα να την πλησιάσω τη φωνή εκείνη βάζοντας την ακοή μου πάνω στην άμμο

η φωνή χάθηκε   μα ένα πεφταστέρι

σα να ’βλεπα για πρώτη φορά ένα πεφταστέρι

και στα χείλια η αρμύρα του κυμάτου.

Τη νύχτα εκείνη δεν ήρθαν πια οι ρίζες των δένδρων.

Την άλλη μέρα ένα ταξίδι ανοίχθηκε μέσα στο νου μου κι έκλεισε πάλι σα ζωγραφισμένο βιβλίο·

συλλογίστηκα να πηγαίνω κάθε βράδυ στο ακρογιάλι

να μάθω πρώτα τ’ ακρογιάλι  κι έπειτα να πάρω το πέλαγο·

την τρίτη μέρα αγάπησα μια κοπέλα πάνω σε μια κορφή

είχε ένα άσπρο σπιτάκι σα ρημοκλήσι

μια γριά μάνα στο παραθύρι με σκυμμένα γυαλιά πάνω σε βελόνες, πάντα σιωπηλή

μια γλάστρα βασιλικό μια γλάστρα γαρούφαλα

την έλεγαν νομίζω Βάσω Φρόσω ή Μπίλιω·

έτσι ξέχασε τη θάλασσα.

Μια Δευτέρα του Οχτώβρη

βρήκα μια σπασμένη στάμνα μπροστά στο άσπρο σπιτάκι

η Βάσω (για συντομία) φάνηκε μ’ ένα μαύρο φουστάνι αχτένιστα μαλλιά και κόκκινα μάτια

όταν τη ρώτησα:

«Πέθανε, ο γιατρός λέει πέθανε γιατί δε σφάξαμε το μαύρο κόκορα στα θεμέλια… πού να βρεθεί μαύρος κόκορας εδώ - πέρα… μονάχα άσπρα κοπάδια… και τα πουλιά τα πουλούν μαδημένα στην αγορά»

Δε φανταζόμουνα έτσι τη θλίψη και το θάνατο

έφυγα και ξαναγύρισα στη θάλασσα.

Τη νύχτα πάνω στην κουβέρτα του «Αι-Νικόλα» ονειρεύτηκα μια παμπάλαιη ελιά να δακρύζει.

 

4. ΠΑΛΙΚΑΡΙ

Ταξίδεψα ένα χρόνο με τον Καπετάν Δυσσέα

ήμουν καλά

στην καλοκαιριά βολευόμουνα στην πλώρη πλάι στη γοργόνα

τραγουδούσα τα κόκκινα χείλια της κοιτάζοντας τα χελιδονόψαρα,

στη φουρτούνα τρύπωνα σε μια γωνιά στ’ αμπάρι μαζί με το καραβόσκυλο που με ζέσταινε.

Σα βγήκε ο χρόνος είδα ένα πρωί μιναρέδες

ο ναύκληρος  μου είπε:

«Είναι η Αγια-Σοφιά, θα σε πάω το βράδυ στις γυναίκες».

Έτσι γνώρισα τις γυναίκες που φορούν μονάχα κάλτσες

εκείνες που διαλέγουμε μάλιστα.

Ήταν ένας περίεργος τόπος

ένα περιβόλι με δύο καρυδιές μια δράνα ένα πηγάδι

τριγύρω ο τοίχος με σπασμένα γυαλιά στην άκρη

ένα αυλάκι τραγουδούσε: «Εις το ρεύμα της ζωής μου»

Τότες είδα για πρώτη μου φορά μια καρδιά

τρυπημένη με τη γνωστή σαΐτα

ζωγραφισμένη στον τοίχο με κάρβουνο.

Είδα τα φύλλα της κληματαριάς κίτρινα

πεσμένα χάμω

κολλημένα στις πλάκες στη φτωχή λάσπη

κι έκανα ένα βήμα να πάω πίσω στο καράβι.

Τότε ο ναύκληρος μ’ άρπαξε από το γιακά και με πέταξε μέσα στο πηγάδι·

το ζεστό νερό και τόσο ζωή τριγύρω στο δέρμα…

Έπειτα το κορίτσι μου είπε παίζοντας απρόσεχτα με το δεξί του στήθος:

«Είμαι από τη Ρόδο, με αρρεβώνιασαν 13 χρονώ για 100 παράδες»

Και τ’ αυλάκι τραγουδούσε «Εις το ρεύμα της ζωής μου».

Θυμήθηκα τη σπασμένη στάμνα μέσα στο δροσερό απομεσήμερο και συλλογίστηκα·

«Θα πεθάνει κι αυτή, πώς θα πεθάνει;»

Της είπα μονάχα

«Πρόσεξε θα το χαλάσεις είναι η ζωή σου».

Το βράδυ στο καράβι δε βάσταξα να σιμώσω τη γοργόνα, τη ντρεπόμουνα.

[απόσπασμα από την ενότητα Ο κ. ΣΤΡΑΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΙΝΟΣ ΠΕΡΙΓΡΑΦΕΙ ΕΝΑΝ ΑΝΘΡΩΠΟ στη συλλογή του Γιώργου Σεφέρη ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ 1928 – 1937]

 

5. ΑΝΤΡΑΣ

(όπως τον περιγράφει ο κ. ΣΤΡΑΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΙΝΟΣ  στο ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ του Γιώργου Σεφέρη):

Από τότες είδα πολλά καινούργια τοπία· πράσινους κάμπους που σμίγουν το χώμα με τον ουρανό, τον άνθρωπο με το σπόρο, μέσα σε μιαν ακατάσχετη υγρασία· πλατάνια κι έλατα· λίμνες με τσαλακωμένες οπτασίες και κύκνους αθάνατους γιατί έχασαν τη φωνή τους – σκηνικά που ξετύλιγε ο θεληματικός σύντροφός μου, ο πλανόδιος εκείνος θεατρίνος, καθώς έπαιζε το μακρύ βούκινο που του είχε ρημάξει τα χείλια, και γκρέμιζε με μια στριγκιά φωνή, ό,τι πρόφταινα να χτίσω, σαν τη σάλπιγμα στην Ιεριχώ. Είδα και μια παλιά εικόνα σε κάποια χαμηλοτάβανη αίθουσα· τη θαύμαζε πολύς λαός. Παράσταινε την ανάσταση του Λαζάρου. Δε θυμάμαι ούτε το Χριστό ούτε το Λάζαρο. Μόνο σε μια γωνιά, την αηδία ζωγραφισμένη σ’ ένα πρόσωπο που κοίταζε το θαύμα σα να το μύριζε. Αγωνιζότανε να προστατέψει την ανάσα του μ’ ένα πελώριο πανί που κρεμότανε από το κεφάλι. Αυτός ο κύριος της «Αναγέννησης» μ’ έμαθε να μην περιμένω πολλά πράματα από τη δευτέρα παρουσία…

 

Μας έλεγαν θα νικήσετε όταν υποταχθείτε.

Υποταχθήκαμε και βρήκαμε τη στάχτη.

Μας έλεγαν θα νικήσετε όταν αγαπήσετε.

Αγαπήσαμε και βρήκαμε τη στάχτη.

Μας έλεγαν θα νικήσετε όταν εγκαταλείψετε τη ζωή σας.

Εγκαταλείψαμε τη ζωή μας και βρήκαμε τη στάχτη…

 

Βρήκαμε τη στάχτη. Μένει να ξαναβρούμε τη ζωή μας, τώρα που δεν έχουμε πια τίποτα. Φαντάζομαι, εκείνος που θα ξαναβρεί τη ζωή, έξω από τόσα χαρτιά, τόσα συναισθήματα, τόσες διαμάχες και τόσες δυσκολίες, θα είναι κάποιος σαν εμάς, μόνο λιγάκι πιο σκληρός στη μνήμη. Εμείς, δεν μπορεί, θυμόμαστε ακόμη τι δώσαμε. Εκείνος θα θυμάται μονάχα τι κέρδισε από την κάθε του προσφορά. Τι μπορεί να θυμάται μια φλόγα; Α θυμηθεί λίγο λιγότερο απ’ ό,τι χρειάζεται, σβήνει· Α θυμηθεί λίγο περισσότερο απ’ ό,τι χρειάζεται, σβήνει. Να μπορούσε να μας διδάξει, όσο ανάβει, να θυμόμαστε σωστά. Εγώ τελείωσα· να γινότανε τουλάχιστο να αρχίσει κάποιος άλλος από κει που τελείωσα εγώ. Είναι ώρες που έχω την εντύπωση πως έφτασα στο τέρμα, πως όλα είναι στη θέση τους, έτοιμα να τραγουδήσουν συνταιριασμένα. Η μηχανή στο σημείο να ξεκινήσει. Μπορώ μάλιστα να τη φανταστώ σε κίνηση, ζωντανή, σαν κάτι ανυποψίαστα καινούργιο. Αλλά υπάρχει κάτι ακόμα· ένα απειροελάχιστο εμπόδιο, ένα σπυρί της άμμου, που μικραίνει, μικραίνει χωρίς να είναι δυνατό να εκμηδενιστεί. Δεν ξέρω τι πρέπει να πω ή τι πρέπει να κάνω. Το εμπόδιο αυτό μου παρουσιάζεται κάποτε σαν ένας κόμπος δάκρυ χωμένος σε κάποια κλείδωση της ορχήστρας που θα την κρατά βουβή ώσπου να διαλυθεί. Κι έχω το ασήκωτο συναίσθημα πως ολόκληρη η ζωή που μου απομένει δε θα ’ναι αρκετή για να καταλύσει αυτή τη στάλα μέσα στην ψυχή μου. Και με καταδιώκει η σκέψη πως αν μ’ έκαιγαν ζωντανό αυτή η επίμονη στιγμή θα παραδινότανε τελευταία.

Ποιος θα μας βοηθούσε; Κάποτε, όταν ήμουν ακόμη στα καράβια, ένα μεσημέρι τον Ιούλιο, βρέθηκα μόνος σε κάποιο νησί, σακάτης μέσα στον ήλιο. Ένα καλό μελτέμι μου έφερνε στοργικούς στοχασμούς, όταν ήρθαν και κάθισαν λίγο παραπέρα, μια νέα γυναίκα με διάφανο φουστάνι, που άφηνε να ζωγραφίζεται το κορμί της, λιγνό και θεληματικό σαν ζαρκαδιού, κι ένας σιωπηλός άντρας που, μια οργιά μακριά της, την κοίταζε στα μάτια. Τον εφώναξε Τζιμ. Τα λόγια τους όμως δεν είχαν κανένα βάρος και οι ματιές τους σωφιλιασμένες και ακίνητες άφηναν τα μάτια τους τυφλά. Τους συλλογίζομαι πάντα γιατί είναι οι μόνοι άνθρωποι, που είδα στη ζωή να μην έχουν το αρπαχτικό ή το κυνηγημένο ύφος που γνώρισα σ’ όλους τους άλλους. Το ύφος εκείνο που τους κάνει ν’ ανήκουν στο κοπάδι των λύκων ή στο κοπάδι των αρνιών. Τους συνάντησα πάλι την ίδια μέρα σ’ ένα από τα νησιώτικα κλησάκια που βρίσκει κανείς όπως περπατά και τα χάνει μόλις βγει. Κρατούσαν πάντα την ίδια απόσταση κι έπειτα πλησίασαν και φιληθήκανε. Η γυναίκα έγινε μια θαμπή εικόνα και χάθηκε, μικρή καθώς ήταν. Ρωτιόμουν αν ήξεραν πως είχαν βγει από τα δίχτυα του κόσμου…

Είναι καιρός να πηγαίνω. Ξέρω ένα πεύκο που σκύβει κοντά σε μια θάλασσα. Το μεσημέρι, χαρίζει στο κουρασμένο κορμί έναν ίσκιο μετρημένο σαν τη ζωή μας, και το βράδυ, ο αγέρας περνώντας μέσα από τα βελόνια του, πιάνει ένα περίεργο τραγούδι, σαν ψυχές που κατάργησαν το θάνατο, τη στιγμή που ξαναρχίζουν να γίνονται δέρμα και χείλια. Κάποτε ξενύχτισα κάτω από αυτό το δένδρο. Την αυγή ήμουνα καινούργιος σα να με είχαν κόψει την ώρα εκείνη από το λατομείο.

Α! να ζήσει κανείς τουλάχιστο έτσι, αδιάφορο

                                                               (Λονδίνο, 5 Ιουνίου 1932)

[απόσπασμα από την ενότητα Ο κ. ΣΤΡΑΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΙΝΟΣ ΠΕΡΙΓΡΑΦΕΙ ΕΝΑΝ ΑΝΘΡΩΠΟ στη συλλογή του Γιώργου Σεφέρη ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ 1928 – 1937]

 

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΓΙΑ ΜΙΑΝ «ΕΒΔΟΜΑΔΑ»

(… κάποτε ζωντανεύουν τα όνειρά τους…

κι άγγελοι γυμνοί τρέχουν μέσα στις φλέβες τους…)

Μέσα στα σκυφτά ασφοδίλια οι τυφλοί κοιμούνται    ένας λαός τυφλών και τ’ ασφοδίλια σκύβουν μαυρισμένα από την πάχνη της αυγής.    (Θυμούμαι τα παφιοπέδιλα τον άλλο χειμώνα κλεισμένα στη ζέστη.    Αρκείτω βίος)    Προσκέφαλά τους όργανα εξοντωμένα   ραχιτικοί φωνογράφοι   τρύπιες φυσαρμόνικες  αρμόνια γονατισμένα·    να ’χουν πεθάνει;    Ένας ακίνητος τυφλός δεν ξεχωρίζει εύκολα    κάποτε ζωντανεύουν τα όνειρά τους γι’ αυτό λέω πως κοιμούνται.    Τριγύρω στα σπίτια, φορέματα αγγέλων μου γνέφουν μαρμαρωμένα    το ποτάμι δεν κυλά έχει ξεχάσει τη θάλασσα    κι όμως υπάρχει η θάλασσα και ποιος θα την εξαντλήσει;    οι τυφλοί κοιμούνται, οι άγγελοι γυμνοί τρέχουν μέσα στις φλέβες τους    τους πίνουν το αίμα και τους δίνουν φρόνηση    κι η καρδιά με τα φριχτά της μάτια λογαριάζει πότε θα στερέψει.    Κοιτάζω το ποτάμι  ανάλαφρες σπιλιάδες περνούν από τον ανήμπορο ήλιο    τίποτε άλλο, το ποτάμι περιμένει·    λυπήσου εκείνους που περιμένουν.    Τίποτε άλλο· φτάνει για σήμερα    [Η ΔΕΥΤΕΡΑ από τις ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ για μια «ΕΒΔΟΜΑΔΑ» από τη συλλογή του Γιώργου Σεφέρη ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ 1928 – 1937 – Οι Σημειώσεις συνεχίζονται για μια ΤΡΙΤΗ, που κάθε άνθρωπος περπατά σα χαμένος μέσα στην πολιτεία χωρίς να ξέρει αν άρχισε ή τέλειωσε… αν θ’ αποδράσει, αν έχει διαφύγει…   για μια ΤΕΤΑΡΤΗ, που όλοι κοιτάζουν τι θα κάνεις κι εσύ κοιτάζεις τα πλήθη που σε κοιτάζουν·    για μια ΠΕΜΠΤΗ, που τώρα πια ξέρω πως δεν είναι τίποτε παραπέρα και περιμένω…   μιαν άλλη νύχτα που τραβιούνταν τα νερά πίνοντας απαλά την πίκρα τους κι ούτε κατάλαβα όταν ψηλάφισα τα υγρά φύκια πόση τιμή απομένει στις παλάμες του ανθρώπου…   Για μια ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ κι ένα ΣΑΒΒΑΤΟ, που από τότε πόσες φορές πέρασε μπροστά στα μάτια μου μια γυναίκα, που της απόμεναν μονάχα τα μαλλιά και τίποτε άλλο, γοργόνα ταξιδεύοντας στο πέλαγο, κι αναμεσό τους  κυκλοφορούσε το φρέσκο αεράκι, ωσάν γαλάζιο αίμα.   Και μια ΚΥΡΙΑΚΗ δυο βαριά άλογα και ένα αργό αμάξι, αυτό ή κάτι άλλο, έξω από το παράθυρό μου στο δρόμο… 

Δευτέρα, 23 Μαΐου 2022

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΠΑΝΤΑ Σ’ ΟΛΟ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΤΡΑΓΟΥΔΟΥΣΑΜΕ…

  (…χωρίς ποτέ κανείς να μας ακούει…) («Γιατί σωπαίνουν τα κοχύλια; Γιατί δεν τραγουδούνε τα παιδιά; Τα ζώα τ’ αφανίσαμε και τα φυ...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ