(… κάνοντάς τα αιώνια
Τι ωφελεί;)
Παντοδύναμο σώμα σε
ανέχομαι ακόμα
Αν και φοράω κάτι ρούχα
μόλις καρφιτσωμένα στη χάρη των ώμων
και γλιστράω ανάμεσα
στο πλήθος και σε σένα
Διαφορετικά να παίζω με
τα τροχοφόρα
Βλαστημάνε και κάνουν
κάτι τρελούς ελιγμούς γύρω απ’ το
μέλλον μου
σα να θέλουνε να μ’
αποφύγουν
Αλλά γιατί χειρονομώ και κλαίω
Ή δεν χειρονομώ και ούτε κλαίω
όμως είναι σαν να τους
λέω
Μη μ’ αφήνετε σε τόση μοναξιά
η αυτοκτονία είναι η
πιο βαθιά επικοινωνία
[κτερίσματα στίχων από
τη συλλογή της Ζέφης Δαράκη Ο ΛΥΚΟΣ ΤΟΥ ΜΕΣΟΝΥΧΤΙΟΥ 1978
εκλογή αποσπασμάτων από
τη συγκεντρωτική έκδοση ΖΕΦΗ ΔΑΡΑΚΗ ΠΟΙΗΣΗ 1971 – 1992, εκδόσεις Ελληνικά
Γράμματα 1999]
ΒΟΗΘΗΣΕ ΜΕ ΘΕΕ ΜΟΥ ΤΩΝ
ΚΑΚΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΛΥΠΗΜΕΝΩΝ
(απ’ τη συλλογή της Ζέφης Δαράκη Ο ΛΥΚΟΣ ΤΟΥ ΜΕΣΟΝΥΚΤΙΟΥ 1978)
Θεέ των αχόρταγων ψυχών και των
καταραμένων
Βοήθησε να περάσει η εποχή του καμένου χόρτου
Της περιφρονημένης αυγής που ξανά με κουλουριάζει
γύρω απ’ την αχρηστία του σώματός μου
Τώρα που έχω πια αδειάσει
απ’ την αβάσταχτη νοσταλγία για
ευτυχία
Βοήθησε τα ποτάμια
Τα γαλάζια πολύβουα ποτάμια της νιότης
να μπαζωθούν καλά με ήσυχους τάφους συζητήσεων
Κι ανούσια τριαντάφυλλα ανυποψίαστων μορφών
ΜΑΚΑΡΙ ΝΑ ’ΜΟΥΝΑ ΕΦΗΜΕΡΟ ΠΡΑΓΜΑ
(… αλλά ξέρω πράγματα που
ζήσαν χίλια χρόνια…)
Κι
εσύ που κλέβεις τη σκέψη κι ο άλλος
Κι
εσύ που παίρνεις τη λαλιά κι ο άλλος
μένω
μια δίφυλλη πόρτα πάλι δε με χωρά
ω
θερμή θλίψη – ζέστη του βορρά
Στ’
αυτιά μου ακούω σιγανή τη φωνή σου
κάτι
νεανικά φτερά με σηκώνουν
πλέω
πάνω απ’ τα δένδρα
Είμαι
πολύ δραστήρια όταν ονειρεύομαι
Έπειτα
όλα ψευτίζουν από αλήθεια χαμηλώνω
Ο
κόσμος φτωχό πανδοχείο
συνέχεια
οι σωληνώσεις των θαμώνων τρέχουνε
βρώμικα νερά
Μακάρι
να ’μουνα εφήμερο πράγμα
αλλά
ξέρω πράγματα που ζήσαν χίλια χρόνια
Θα
πρέπει να ζήσω αλλά δε θέλω τίποτα
τίποτα
ν’ αποστηθίσω
Χωρισμένη
στα δύο δεν προσέχω
Αδιαφορώ
Κοιτάζω
μέσα μου μήπως ξαναβρεθώ
μα
εξέχω προς τα άστρα
Άνανθη
γλάστρα
(ΧΩΡΙΣΜΕΝΗ
ΣΤΑ ΔΥΟ απ’ τη συλλογή της Ζέφης Δαράκη Ο ΛΥΚΟΣ ΤΟΥ ΜΕΣΟΝΥΚΤΙΟΥ 1978)
ΜΕΡΕΝΙΑ ΘΑ ’ΤΑΝ ΕΝΑ ΩΡΑΙΟ ΟΝΟΜΑ ΓΙΑ ΝΑ ΥΠΑΡΞΩ…
(απ’ τη συλλογή της
Ζέφης Δαράκη Ο ΛΥΚΟΣ ΤΟΥ ΜΕΣΟΝΥΧΤΙΟΥ 1978)
… σ’
έναν άλλο κόσμο δίχως δοκίμια και δίχως ιστορία
και
σα μαύρος καπνός η αλήθεια
Μα
πάντα με τον έρωτα ολομόναχη
Ολομόναχη
στο τερατώδες δωμάτιο
που
θα το κάνω να δακρύσει
Ανεπιθύμητη και
επιθυμητή
με
στολίδια κι άλλα μαρτύρια της ομορφιάς
Ω
σωτήρια πόρτα
που
δεν ακούστηκε επάνω σου το κλάμα
Τα
τρεμάμενα χέρια της λύπης σωτήρια βροχή
Κι ο
ωροδείχτης να δείχνει πέντε η ώρα το
πρωί
Μερένια
θα ’ταν ένα ανώδυνο όνομα
για
να υπάρξω σ’ ένα άλλο κόσμο
Δίχως
κατάπληξη και δίχως οργή
ΓΙ’ ΑΥΤΟ ΜΙΛΩ ΕΤΣΙ…
Είμαι
πεθαμένη γι’ αυτό μιλώ έτσι
Βρίσκομαι
στο μαυρογάλαζο βυθό μου
στον
εαυτό μου
και
σαν πεθαμένη σ’ αγαπώ
Είσαι
κι εσύ πεθαμένος – όχι
είσαι
κατάκοιτος σ’ ένα βουβό χαντάκι μόχθου
Έτσι
κυλάει από πάνω σου η ζωή
μα
τόσος μόχθος δε μοιάζει με μίσος;
Τι
λασπωμένες μέρες
κι η
καρδιά μου χτυπά σαν τρελή
Τι
λασπωμένες ώρες
Τραύματα
γέλιου ανοίγουνε στο στήθος μου
πληγές
κι όνειρα ασθενοφόρα
(απ’ τη
συλλογή της Ζέφης Δαράκη Ο ΛΥΚΟΣ ΤΟΥ ΜΕΣΟΝΥΧΤΙΟΥ 1978)
ΜΑΥΡΗ ΤΟΥΛΙΠΑ ΤΗΣ
ΜΝΗΜΗΣ
(απ’ τη συλλογή της Ζέφης Δαράκη Ο ΛΥΚΟΣ ΤΟΥ ΜΕΣΟΝΥΧΤΙΟΥ 1978)
Τι
κατάκοπο πάθος
μαύρη
τουλίπα της μνήμης φυσάει
ο
Μπαχ σε κατάξερα φύλλα σαν αέρας
Τοίχοι
σκισμένοι από φωνές ήσυχα νεκρωμένες
Δάκρυα
που σέρνονται
αβλαβή
ερπετά σε σωπασμένο χωμα
Ω
περιφρονημένο σώμα κλάμα
στα
γόνατά μου λυγισμένο
Τι
κατάκοπο πάθος
Ιούλιε
πίσω απ’ τις φυλλωσιές
μ’
ένα τρελό έφηβο στο βλέμμα
Τι
συντριμμένο πάθος μαύρη βεντάλια
από
φωτιά άνοιξέ μου τον κόσμο
Θέλω
να δω στου Πόρου το βυθό την κατάκοπη
βέρα
ΚΙ ΑΛΛΟΤΕ ΠΑΛΙ ΑΥΤΟΣ Ο ΕΚΠΕΣΩΝ ΑΓΓΕΛΟΣ ΤΟΥ ΓΕΛΙΟΥ ΣΟΥ…
(… κάποτε γέρναν τα φύλλα της δύσης στο μέτωπό του…
)
…Τι διάφανη που είσαι μεσ’ απ’
τον πάγο της μνήμης
Ή μήπως δεν είσαι εσύ του λέει
και κλαίγοντας ξεχύθηκε στις
σκάλες
Γιατί εκείνος την κοιτούσε
και το αυστηρό του μέτωπο
εστράφηκε
προς το κιγκλίδωμα των
παραθύρων
Σαν άγιος ήταν και σαν
δαίμονας
Επήρε το παιδί στην αγκαλιά
και
προχωρούσε αδύναμα κατά μήκος
των θάμνων
Κι εκείνη έφευγε μισοντυμένη
και γελούσε
στ’ ανάλαφρα ρόδα σαν τρελή
Κι όσο η ώρα προχωρούσε
σκοτείνιαζε
με μια γλύκα πάνω στις στέγες
Και πάνω απ’ τα χωράφια
[ΕΓΚΑΤΑΛΕΙΨΗ
από τη συλλογή της Ζέφης Δαράκη Ο ΛΥΚΟΣ ΤΟΥ ΜΕΣΟΝΥΚΤΙΟΥ 1978]
ΠΑΡΑΔΟΞΟ ΟΝΕΙΡΟ ΜΕ ΠΗΡΕ ΑΠ’ ΤΟ ΧΕΡΙ
ΚΑΙ ΜΕ ΓΥΡΝΟΥΣΕ ΣΤ’ ΑΠΕΡΑΝΤΟ ΣΠΙΤΙ
(από τη συλλογή της
Ζέφης Δαράκη Ο ΛΥΚΟΣ ΤΟΥ ΜΕΣΟΝΥΚΤΙΟΥ 1978 )
Είχε τη μορφή ενός κοριτσιού
Κι άλλοτε τη μορφή ενός άνδρα
που…
τιναζόταν απ’ το σκοτάδι στο
φως ξαφνικά
μ’ ένα βίαιο φως τα λόγια του ξύπνησαν την αλήθεια
Και τι ερημιά κάτω απ’ το
κροσωτό φως της λάμπας
Καταπακτή που τραβούσε το
κορμί μου προς τα κάτω
Θα γίνω ένα φάντασμα μικρό του
λέω μ’ ακίνδυνη φωνή
Κι η φούστα μου ωχρή απ’ τα
λουλούδια
σερνόταν ως τη γη
Μα με τι φαντασία ανέβαινε
μέσα στη νύχτα η σκάλα
Στα επάνω δωμάτια μια ήσυχη
χαρά
είχε τη δύναμη της πιο μεγάλης
λύπης
Σου σπάω τα γαλάζια σου δεσμά
σε εγκαταλείπω
Και λύθηκαν τα χέρια μου απ’
τα φύκια
σα να μου κόβανε τις φλέβες
Σε ξεβιδώνω από το φως σου
Παίρνεις τις διαστάσεις
σου σε εγκαταλείπω
Και πάγος που έλιωσε το
πρόσωπό του
Ξύπνησα σε μια μέρα
παγερή σαν καθαρή συνείδηση
Η ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ ΕΙΝΑΙ ΑΔΙΚΟ ΠΡΑΓΜΑ!!!
(… ώστε γι’ αυτό είστε τόσο δίκαιη…)
Από καιρό έχει χαθεί εκείνη η
γυναίκα με το πρόσωπο ενός άνδρα Είχε ένα άδικο αίσθημα αυστηρής
δικαιοσύνης Μαρμάρινα – μαρμάρινα
κατέβαιναν κρουνός τα σκαλοπάτια Κι όσο
περίμενα στη λάμψη της λίμνης ήμουν λυπημένη
Με σκούριασαν οι υποθέσεις των άλλων
γυρίζει και μου λέει ο αγαπημένος μου
Κι ήτανε πιο ωχρός κι από την
τσίγκινη δύση όταν ήρθε Μα πού είναι τα
δάση; Περπάτησε πάλι με το μισοσκόταδο
στήθος σου γεμάτο λουλούδια να δω τα δάση Θυμάμαι την ξύλινη προβλήτα Την επιείκεια της θάλασσας και το βαρύ μελάνι των μαλλιών της Τις νύχτες λέγαμε πολλά Ο ορίζοντας εβάθαινε στο τέλμα των
άτσρων Κουβεντιάζαμε γι’ αυτό το
ξάφνιασμα της αγάπης γι’ αυτό τον τρόμο
Μόνο που δεν μιλούσαμε [αποσπάσματα
από τη συλλογή της Ζέφης Δαράκη Ο ΛΥΚΟΣ ΤΟΥ ΜΕΣΟΝΥΚΤΙΟΥ 1978)
Δευτέρα,
21 Φεβρουαρίου 2022
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου