(… κι άλλα ουράνια σώματα κι
επίγειοι γαλαξίες κι υπόγειοι ποταμοί κι εγώ δεν είμαι παρά ένας ψαράς στην
όχθη του εαυτού μου…)
α
Είμαι χρόνος κι
είμαι μες στο χρόνο
Είμαι ένα ρολόι
κουρδισμένο ισόβια
Κι έχω ένα ρολόι
να μετρώ το χρόνο
Να ρυθμίζω έτσι
τη ζωή μου
β
Είμαι ψάρι στου
ψαρά το στομάχι
Είμαι ψαράς στο
στομάχι του ψαριού
Είμαι
περιεχόμενο που περιέχει
Είμαι απόσταση
που διανύει αποστάσεις
Είμαι αίνιγμα
που λύνει αινίγματα
γ
Είμαι η
λυκοπαγίδα κι είμαι ο λύκος που
πιάστηκε σ’ αυτή
Κανένας δεν το
βλέπει δεν το ξέρει
Ούτε εκείνοι που
με χαιρετούν από μακριά
Ούτε αυτοί που
μ’ αγκαλιάζουν ή μου σφίγγουνε το χέρι
Τόσο έντεχνα έχω
πνίξει μέσα μου το ουρλιαχτό
Του θριάμβου το
ουρλιαχτό του πόνου
Κυκλοφορώ
ανάμεσά τους μ’ άνεση φορώντας
Το πιο αδιάφορο
χαμόγελο το πιο καθημερινό
Ενώ οι δαγκάνες
μου χώνονται βαθιά
Όλο και πιο
βαθιά μες στα πλευρά μου
δ
Αρχίζω από τα
πόδια μου Και στο κεφάλι μου τελειώνω
Μέσα σ’ αυτό το
χώρο διπλωμένα
Ωραία και
ταχτικά όπως ασπρόρουχα
Στα ράφια της
ντουλάπας Τα μυαλά και τα πλεμόνια
Τα νεφρά και τ’
έντερά μου
Κι άλλα διάφορα
είδη Οργανικού νοικοκυριού
Από το κεφάλι
μου ως τα πόδια
Από κει και πέρα
τίποτα άλλο
Ούτε ρίζα προς
τα κάτω Ούτε κεραία προς τα πάνω
ε
Βέβαια είμαι
κύριος των κινήσεων μου
Μπορώ να δώσω
εντολή στα πόδια μου
να μ’ οδηγήσουν
δεξιά αριστερά
Μπρος πίσω κάτω
πάνω πολύ πάνω
Αν ασκηθώ και
θέλω γίνεται να φτάσω
Πολύ ψηλά
αφάνταστα ψηλά
Όμως ποτέ δε θα
μπορέσω Να σκαρφαλώσω στο κεφάλι μου
Παράξενο αλήθεια
να μπορώ
Τόσο ψηλά να
φτάσω και να μην μπορώ
Να σκαρφαλώσω
στο κεφάλι μου
στ
Είμαι
δυστυχισμένος γύρω μου
Συμβαίνουν
ποιήματα συμβαίνουν άστρα
Συμβαίνουν
λουλούδια κι άλλα
Ουράνια σώματα
κι επίγειοι γαλαξίες
Κι υπόγειοι
ποταμοί κι εγώ δεν είμαι
Παρά ένας ψαράς
στην όχθη του εαυτού του
Ρίχνω τ’
αγκίστρι και δε βγάζω
Παρά τ’ αγκίστρι
ούτε ένα ψάρι
Ψάρι πίστη ψάρι
σύμβολο ούτε ένα
-Κι αυτό’ ναι το
χειρότερο –
Ψάρι ελπίδα για
την πείνα μου
ζ
Ο κυνηγάρης
σκύλος όταν Δεν έχει τίποτα να
κυνηγήσει
Κυνηγάει την
ουρά του
Όταν την πιάσει
γίνεται ένα Μηδενικό που όλο μικραίνει
Γιατί την τρώει
την ουρά του
Κι ύστερα
αρχίζει το κορμί να τρώει
Ώσπου να φτάσει
στο λαιμό στην κεφαλή και στο μουσούδι
Ο κυνηγάρης
σκύλος όταν Δεν έχει τίποτα να
κυνηγήσει
Τελειώνει μέσα
στις μασέλες του
η
Μέσα στη μοναξιά
μου είναι ένα σπίτι
Όπου κατοικώ εγώ Με μέσα μου τη μοναξιά μου
Όπου βρίσκεται
το σπίτι Όπου κατοικώ εγώ κι η μοναξιά
μου
[ΤΟ ΠΕΡΙΕΧΟΝ
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟΝ, πρώτη ενότητα στην ποιητική συλλογή του Αργύρη Χιόνη ΤΥΠΟΙ ΗΛΩΝ,
Εκδόσεις Εγνατία Σειρά ΤΡΑΜ/λογοτεχνία 1978. Ακολουθούν τα ΤΕΡΑΤΑ και οι
ΙΣΚΙΟΙ, δεύτερη και τρίτη ενότητα στη
συλλογή. Αντιγραφή και επικόλληση από τη συγκεντρωτική έκδοση: ΑΡΓΥΡΗΣ ΧΙΟΝΗΣ Η
ΦΩΝΗ ΤΗΣ ΣΙΩΠΗΣ Ποιήματα 1966 – 2000, εκδόσεις Νεφέλη)
Β. ΤΕΡΑΤΑ
(από την ποιητική συλλογή του
Αργύρη Χιόνη ΤΥΠΟΙ ΗΛΩΝ1978)
α
Τα
κόκαλά μας είναι κάτι
Πίφερα
φλάουτα φλογέρες που ένας
Κακός
θεός τα ’φραξε με μεδούλι
Τα
’θαψε κάτω από στρώματα πολλά
Σάρκας
και λίπους και είναι
Μια
θλίψη τώρα τ’ άκουσμα των ήχων
Που
βγαίνουν απ’ τα πλαδαρά κορμιά τους
Μια
θλίψη ανυπόφορη όταν ξέρεις
Πως
μέσα μας βαθιά υπάρχει τόση
Πνιγμένη
μουσική
β
Βλέφαρα
δεν έχουνε τα μάτια μας
Κοιτάμε
- κοιτάμε αδιάκοπα κοιτάμε
Ακόμα
κι όταν τίποτα δεν βλέπουμε
Ήχο
δεν έχουν τα λαρύγγια μας
Μιλάμε
αδιάκοπα τα χείλια μας κουνάμε
Λαλιά
καμιά δεν βγαίνει από το στόμα μας
Είμαστε
ψάρια δίποδα σε τούτο τον επίγειο βυθό
γ
Είμαστε
κάτι πτωματόμυγες
Απάνω
στο κουφάρι του καιρού μας
Γεννηθήκαμε
Μες
τα ρουθούνια μες στα άδεια μάτια του
Θρεφόμαστε
από
τις σαπισμένες σάρκες του
Η
σκέψη μας είναι βούισμα φτερών
Η
ομιλία μας είναι βούισμα φτερών
Το
κλάμα μας είναι βούισμα φτερών
Το
γέλιο μας είναι βούισμα φτερών
Το
τραγούδι μας είναι βούισμα φτερών
Προορισμός
μας
Η
μετάδοση των μικροβίων
δ
Είμαστε
καραμέλες
Πάνω
στης αιωνιότητας τη γλώσσα
Λιώνουμε
και τελειώνουμε
Μέσα
στο σκοτεινό της καταπιώνα.
ε
Είμαστε
σαν το γρασίδι των δημόσιων κήπων
Κάθε
τόσο μας κουρεύουν σίρριζα τη σκέψη
Χάριν
συμμετρίας
στ
Αν
τα μαλλιά δεν παίρναν δύναμη
Απ’
το κορμί μας μα του δίναν
Θα
’τανε ρίζες κι εμείς θα ’μασταν
Δένδρα
αντεστραμμένα
Θα
’μασταν κάτι
Τώρα
δεν είμαστε άλλο από μια θέληση
Να
’μαστε κάτι
ζ
Μέσα
στο έγκλημα νιώθω όπως το ψάρι στο νερό
Όπως
ο αστός μες στο κουστούμι του
Σκοτώνω
αδιάκοπα σκοτώνω μόνο και μόνο
Για
τη χαρά του σκοτωμού χωρίς αιτία
Χωρίς
λογική μίσος εκδίκηση ή πείνα
Σφαγές
παράλογες όπως της χορτασμένης τίγρης
Τα
πτώματα τα παραχώνω βέβαια σε μέρος σίγουρο
Μες
στο κεφάλι μου στο στήθος μου είμαι ένα
Νεκροταφείο
κινητό θυμάτων
Ένας
Άδης σκοτεινός την είσοδό μου
Φυλάει
ακοίμητο ένα γέλιο –Κέρβερος
η
Έχετε
ένα σπίτι που περιέχει το σώμα σας
Έχετε
ένα σώμα που περιέχει την ανάγκη για σπίτι
Έχετε
μιαν ανάγκη για σώμα
Έχετε
έναν κώλο στο σχήμα της πολυθρόνας σας
Έχετε
μια ψυχή στο σχήμα του κώλου σας
Καθόσαστε
αναπαυτικά στην ψυχή σας
Έχετε
ένα κεφάλι που χωράει στο καπέλο σας
Έχετε
σκέψεις που χωρούν στο κεφάλι σας
Έχετε
μόνο τέτοιες σκέψεις
Είσαστε
ανυποψίαστοι κι ωραίοι σαν παιδιά
Γνήσια
παιδιά ενός θεού που πλάσατε κάποτε
Κι
από τότε σας πλάθει
Κατ’
εικόνα και ομοίωσή σας
Και
είσαστε δίκαιοι:
Αγαπάτε
μόνο όταν πρέπει
Σκοτώνετε
μόνο όταν πρέπει
Εγώ
ένας του είδους σας αλλά εκφυλισμένος
Ένας
ανεπίδεκτος δικαιοσύνης
Πάντα
σας αγαπώ
Και
πάντα σας σκοτώνω
Γ. ΙΣΚΙΟΙ
(από την ποιητική συλλογή του Αργύρη Χιόνη ΤΥΠΟΙ ΗΛΩΝ 1978)
α
Τι
το ’θελα αυτό το κατακόρυφο ταξίδι
Δεν
θα ’ταν πιο καλά να μείνω εκεί
Μέσα
στη σιγουριά του λαβυρίνθου
Μέσα
στης μοίρας τ’ άντερα που με χωνεύαν
Αργά
- αργά κι ανώδυνα τι το ’θελα
Τα
μάτια να σηκώνω προς τον ήλιο
Με
κέρινο μυαλό να κάνω όνειρα φωτιάς
β
Τα
μεγάλα όνειρα που είχαμε κάποτε
Ήταν
κάτι πολύχρωμα μπαλόνια που μας χάριζαν
Αφού
υποσχόμασταν να τρώμε όλη τη σούπα μας
Δεμένα
στο σπαγγάκι τα κρατούσαμε
Κι
εκείνα μας τραβούσαν ελαφρά το δάχτυλο
Σα
να επιχειρούσαν να μας πάρουνε
Μαζί
τους για μια πτήση στον αγέρα
Πολύχρωμα
γκαζιού μπαλόνια που ’σκαγαν
Κάθε
φορά που συναντούσαν το μοιραίο τσιγάρο
Αφήνοντας
να κρέμεται στο δάχτυλό μας το σπαγγάκι
Και
στην άκρη του τον απαγχονισμένο τους λαιμό
γ
Όλο
φουσκώνει η ελπίδα μας
Όλο
φουσκώνει κι όλο ξεφουσκώνει
Σαν
το μπαλόνι η ελπίδα μας
Σίγουρα
στέρφα θα ’ναι η το σπέρμα
Θα
’ναι ξεθυμασμένο του καιρού μας
Όλο
φουσκώνει κι όλο ξεφουσκώνει
Υστερικό
ανεμογκάστρι αεροφαγία
Σίγουρα
θα ’χει η ελπίδα μας
δ
Το
στερέωμα μόνο στερέωμα δεν είναι
Ένα
ταβάνι ετοιμόρροπο είναι
Σκασμένοι
οι σοβάδες του γδαρμένοι
Απ’
του καιρού τα νύχια πέφτουν
Πέφτουνε
τα ζωγραφιστά του αστέρια
Το
στερέωμα μόνο στερέωμα δεν είναι
Ένα
δένδρο αρρωστημένο είναι
με
ρίζες στομωμένες τα κλαδιά του
Ρίχνουν
στη γη φεγγάρια σκουληκιάρικα
Μαραγκιασμένους
ήλιους
Το
στερέωμα μόνο στερέωμα δεν είναι
Μια
μαύρη τρύπα δίχως χείλια είναι
Ξέσκεπους
κι απροστάτευτους μας βρίσκει
Η
παγωμένη ανάσα του θανάτου
ε
Ας
κλείσουμε τα μάτια κι ας κρυφτούμε
Κάτω
απ’ τα βλέφαρά μας στο σκοτάδι
Πιο
σίγουρο κρησφύγετο δεν έχει
Για
να γλιτώσουμε απ’ τους κυνηγούς μας
Η
νύχτα είναι η μοναδική καταφυγή μας
Μα
δε φτάνει πάντα φτάνει
Η
μέρα φέρνοντας μαζί της
Τους
κυνηγούς με τα σκυλιά και τη θηλιά
Ας
κλείσουμε τα μάτια μας λοιπόν
Κάτω
απ’ τα βλέφαρά μας ας κρυφτούμε
Να
διαιωνίσουμε τη νύχτα
στ
Είδα
κάποτε ένα βρέφος
Τόσο
ωραίο τόσο ωραίο Σαν το μήλη
Σαν
το μήλο που ’χει μέσα του σκουλήκι
Κι
είν’ απόξω ρόδινο
θ
Είπες
βαθιά να σκάψεις μες τον εαυτό σου
Να
τον γνωρίσεις να τον καταχτήσεις ίσως
Μα
τι νόμισες πως είναι ο εαυτός σου
Στοές
ν’ ανοίγεις και ν’ αναζητάς
Φλέβες
χρυσάφι φλέβες κάρβουνο
Ή
μήπως νόμισες πως είναι χώρος αρχαιολογικός
Που
κρύβει μέσα του στρώματα – στρώματα
Πολιτισμούς
χαμένους
Ένα
κομμάτι πονεμένη σάρκα είσαι
Κι
όσο κι αν σκάψεις μέσα σου δεν θα ’βρεις
Παρά
αίμα σκοτωμένο κι αίμα ζωντανό
Και
τρόμο για το σκοτωμένο αίμα
ι
Τίποτα
μην κοιτάς από κοντά
Κι
η πιο γερή αλήθεια έχει ρωγμές ψευτιάς
Κι
η πιο λαμπρή σοφία έχει σκιές βλακείας
Τα
νύχια του περιστεριού είν’ αρπαχτικά
Ο
ύπερος του ρόδου είναι μια κάμπια
Μείνε
καλύτερα στο πέταγμα
Μείνε
στο χρώμα και την κίνηση
Μείνε
στη γενική αρμονία
Ποτέ
σου μην κοιτάς από κοντά
Ό,τι
κοντά σου θέλεις να κρατήσεις
Ακόμα
και το πιο αγαπημένο πρόσωπο
Το
πιο ωραίο έχει πόρους
Μπορεί
να σου φανεί τοπίο σεληνιακό
Μπορεί
ν’ απομακρυνθεί πολύ αν πλησιάσεις
ια
Τον
άνθρωπο τον καλό δεν τον γνωρίζω
Τον
άνθρωπο τον κακό δεν τον γνωρίζω
Γνωρίζω
μόνο τον άνθρωπο δοχείο
Πήλινο
σταμνί νερό γεμάτο ή κρασί
Φαρμάκι
ή μέλι
Γνωρίζω
μόνο τον άνθρωπο ηχείο
Κόχυλα
κούφιο ή καλάμι
Όπου
διάολοι κι άγγελοι φυσούνε Το σκοπό
τους!..
ιβ
Είμαι
μια τέλεια μια ελάχιστη τελεία
Πάνω
σ’ ένα άσπρο άγραφο χαρτί
Τέλος
μιας πρότασης νοητής
Αρχή
μιας άλλης το ίδιο νοητής!
Αυτός
που μ’ έβαλε σαν μ’ είδε μόνη
Έγραψε
γύρω μου έναν κύκλο
Τώρα
εδώ’ ναι η απορία
Το
’κανε για να με προστατέψει
Απ’
όλο αυτό το απέραντο άσπρο
Φοβήθηκε
με του το σκάσω
Ή
μήπως θέλησε να δείξει
Ότι
δεν είμαι ένα σημείο στίξης
Και
να καλύψει έτσι την ανημποριά του
Να
γράψει μια ή δυο προτάσεις
ιγ
Ο
ουρανός μου πιέζει τους ώμους
Η
γη αντιστέκεται στα πόδια μου
Είμαι
σαν τον ποντικό στην φάκα
Σαν
το καρύδι στον καρυδοσπάστη
Σαν
την πρόκα στην τανάλια
Σαν
τον άνθρωπο ανάμεσα σ’ ουρανό και γη
ιδ
Μην
είσαι τελικά ένας καραγκιόζης
Ποιος
μου κουνάει τις σούστες ποιος
Τη
μακριά χερούκλα μου οδηγεί
Στην
καρπαζά ή στο χάδι
Ποιος
ενώ θα ’θελα να μείνω σιωπηλός
Μιλάει
με το στόμα μου και λέει
Λόγια
π’ αρέσουνε στον ίδιο και σ’ αυτούς
Π’
ακούνε λόγια ποιος
Είναι
πεινασμένος και για χάρη του
Ουρλιάζω
εγώ από πείνα
Ποιος
είναι διψασμένος κι η δική μου
Γλώσσα
κολλάει στον ουρανίσκο μου
Ποιος
είν’ αυτός που τη Φατμέ ποθεί
Κι
είν’ ο δικός μου ο φαλλός που ορθώνεται
Μέσα
στο φως κι εγώ κι αυτός
Όμως
το φως μονάχα εμένα φανερώνει
Είμαι
σαν την αράχνη μες στο φωτεινό καταμεσήμερο
Που
κρέμεται απ’ αόρατους ιστούς κι ανεβοκατεβαίνει
Κωμική
μες τον αέρα
Άιντε
μια τούμπα κι άλλη μια
Ακόμα
λίγο γέλιο λίγο κλάμα
Δυο
καλαμπούρια ακόμα μια βρισιά
Και
καληνύχτα στα καλά παιδιά
Μην
είσαι τελικά ένας καραγκιόζης
Ποιος
είν’ αυτός που δεν κουνάει πια τις σούστες του
Ποιος
είναι αυτός που μάζεψε το φως
Που
με διπλώνει βιαστικά και με πετάει
Μέσα
στη σκοτεινή βαλίτσα του
ιε
Αυτοί
που σκάβουν τη γη για να βρούνε κάρβουνο
Και
βρίσκουν
Αυτοί
που σκάβουν τη γη για να βρούνε κάρβουνο
Και
δεν βρίσκουν
Αυτοί
που σκάβουν τη γη για να βρούνε χρυσάφι
Και
βρίσκουν.
Αυτοί
που σκάβουν τη γη για να βρούνε χρυσάφι
Και
δεν βρίσκουν
Αυτοί
που σκάβουν τη γη για να βρούνε κάρβουνο
Και
βρίσκουν χρυσάφι
Αυτοί
που σκάβουν τη γη για να βρουν χρυσάφι
Και
βρίσκουν κάρβουνο
Σκάβουν
τη γη
ΠΕΡΑΣΑ ΤΗ ΖΩΗ ΜΟΥ ΟΛΗ ΝΑ ΚΟΙΤΑΖΩ
ΑΥΤΟ ΤΟ ΣΠΙΤΙ (ιστ) (από τους ΙΣΚΙΟΥΣ, 3η
ενότητα στη συλλογή του Αργύρη Χιόνη ΤΥΠΟΙ ΗΛΩΝ 1978)
Τις
σκοτεινές κλειστές του πόρτες
Τις
ατέλειωτες σειρές παράθυρα
Και
πίσω από τα τζάμια και τις μισοδιάφανες κουρτίνες
Τους
ίσκιους που άλλοτε θαρρείς χορεύουν
Στον
ήχο μουσικής ανήκουστης
Κι
άλλοτε πάλι σαν να σμίγουν μέσα στην σιωπή
Ερωτικά
ή θανάσιμα
Ίσκιοι
που άλλοτε αυξαίνουν γίνονται αμέτρητοι
Κι
άλλοτε λιγοστεύουν λες και θα χαθούν
Πίσω
απ’ τα τζάμια πίσω απ’ τις κουρτίνες
Ετούτου
του σπιτιού που το κοιτάζω
Μια
ολόκληρη ζωή κι ακόμα
Δεν
είδα ούτε έναν άνθρωπο να μπαίνει
Ούτε
έναν άνθρωπο να βγαίνει
(ζ) ΕΙΝΑΙ ΩΡΑΙΑ ΣΑΝ ΤΟ ΑΝΑΜΜΕΝΟ
ΚΑΡΒΟΥΝΟ… Η ΖΩΗ ΣΟΥ!..
(… ανάμεσα στα δάχτυλά σου θες να
την κρατήσεις…
Στο πρόσωπό σου να τη φέρεις με
το βλέμμα
Με τα χείλια σου να την
χαϊδέψεις…
Είναι ωραία αλλά επικίνδυνη…
Σαν αναμμένο κάρβουνο μονάχα με
την τσιμπίδα γίνεται να την κρατήσεις τη
ΖΩΗ ΣΟΥ)
(οπότε…
) Αν δεν μπορείς να τραγουδήσεις
μίλα Αν δεν σου αρέσει η ομιλία γέλα ή
χαμογέλα Ή κάνε κάτι με το πρόσωπό σου
κούνα Τα χείλια ή τα βλέφαρα έστω
ανεπαίσθητα Σμίξε τα φρύδια σούφρωσε το
μέτωπο Δείξε πως σκέφτεσαι δείξε πως
ζεις Δείξε μονάχα τέντωσε το δάχτυλο
και δείξε Δεν έχει σημασία τι θα
δείξεις δείξε Αν μείνεις έτσι δεν θα
την γλιτώσεις Θα σε μετακομίσουνε στην
αποθήκη Μαζί με άλλα έπιπλα μ’ άλλα
μπαλσαμωμένα ζώα (ζ και η αποσπάσματα
από τους ΙΣΚΙΟΥΣ, τρίτη ενότητα στη συλλογή του Αργύρη Χιόνη ΤΥΠΟΙ ΗΛΩΝ 1978)
Δευτέρα, 24
Ιανουαρίου 2022
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου