Δευτέρα 6 Δεκεμβρίου 2021

ΓΥΡΙΣΕ ΛΟΙΠΟΝ ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΣΟΥ ΝΑ ΚΟΙΤΑΞΩ ΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟ (δος μου τα χέρια σου να κρατήσω τη ζωή μου…)

 

Νύχτωνε γρήγορα.

Ο αγέρας ερχόταν από μακριά μυρίζοντας βροχή και πόλεμο.

Τα τραίνα γεμάτα φαντάρους περνούσαν βιαστικά

μόλις προφταίναμε πίσω απ’ τα τζάμια να τους δούμε.

Μεγάλα σιδερένια κράνη κλείναν τον ορίζοντα.

Γυάλιζε η άσφαλτος βρεγμένη.

Πίσω απ’ τα παράθυρα καθαρίζοντας λίγα ξερά κουκιά σωπαίναν οι γυναίκες.

Και το βήμα της περίπολος έπαιρνε τη σιωπή απ’ το δρόμο κι απ’ τον κόσμο τη ζεστασιά.

 

Γύρισε λοιπόν τα μάτια σου να κοιτάξω τον ουρανό

δος μου τα χέρια σου να κρατήσω τη ζωή μου.

Πόσο χλωμή είσαι, αγαπημένη μου!

 

Σα να χτυπούσε η πόρτα μας τη νύχτα.

Η μητέρα σου σέρνοντας τα χοντρά της τσόκαρα πήγαινε ν’ ανοίξει.

Κανείς. Κανείς, ξανάλεγε. Ο αγέρας θα ’ναι!..

Εμείς σφιγγόμαστε ο ένας πλάι στον άλλο.

Γιατί ξέραμε, αγαπημένη μου, πως δεν ήταν ο άνεμος.

 

Χιλιάδες άνθρωποι πεθαίναν έξω από την πόρτα μας.

[εισαγωγικό  απόσπασμα από τη συλλογή του Τάσου Λειβαδίτη ΑΥΤΟ ΤΟ ΑΣΤΕΡΙ ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΟΛΟΥΣ ΜΑΣ 1952 που αποδελτιώνονται παρακάτω και τα πέντε μέρη του]

 


ΠΟΥ ΠΑΝΕ ΛΟΙΠΟΝ ΤΟΣΑ ΠΑΙΔΙΑ; 

Σ’ ΟΛΟΥΣ ΤΟΥΣ ΤΟΙΧΟΥΣ ΑΠΟΨΕ ΝΤΟΥΦΕΚΙΖΕΤΑΙ Η ΖΩΗ!..

(από τη συλλογή του Τάσου Λειβαδίτη ΑΥΤΟ ΤΟ ΑΣΤΕΡΙ ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΟΛΟΥΣ ΜΑΣ 1952)

Κοίταξε πώς ρήμαξε η γειτονιά μας, αγαπημένη μου.

Ο άνεμος μπαινοβγαίνει μες στις χαραμάδες των σπιτιών

οι τοίχοι μουσκεύουνε, φουσκώνουν, ύστερα γκρεμίζονται.

Πού πήγαν τόσοι γειτόνοι μας χωρίς να μας χαιρετήσουν

αφήνοντας μισοασβεστωμένο το πεζούλι τους

το χαμόγελό τους μισοτελειωμένο.

Έτσι να στρίψει κανείς τη γωνιά και δεν τον ξαναβλέπουμε.

Λέγαμε καλημέρα κι έπεφτε άξαφνα το βράδυ.

 

Πού πάνε λοιπόν τόσα παιδιά;

Κι εκείνος ο ξανθός ομπρελάς που τραγουδούσε τα πρωινά ντουφεκίστηκε

κι ο περιπτεράς που μας άπλωνε τα ρέστα χαμογελώντας ντουφεκίστηκε

και το παιδί που μας ζύγιζε τα κάρβουνα – το θυμάσαι αλήθεια

ντουφεκίστηκε.

Το καρότσι του αναποδογυρισμένο σε μια γωνιά.

 

Η αγαπημένη του θα κοιτάει τώρα κατάματα τη νύχτα

θα χώνει σα σκυλί το πρόσωπο και θα μυρίζει το πουκάμισό τους.

 

Κι ο ταχυδρόμος που άνοιγε με τη φωνή του τα παράθυρα ντουφεκίστηκε.

Πάρε λοιπόν το κόκκινο στόμα σου από κοντά μου, Μαρία.

Κρυώνω.

 

Σ’ όλους τους τοίχους απόψε ντουφεκίζεται η ζωή.

 

Αγαπημένη μου

σ’ αγαπώ πιο πολύ απ’ ό,τι μπορώ να σου πω με λόγια

θα ’θελα να πεθάνω μαζί σου, αν κάποτε πέθαινες

κι όμως, αγαπημένη μου

δε μπορούσα

δε μπορούσα πια να σ’ αγαπώ όπως άλλοτε.

 

Κλείναμε πίσω μας την πόρτα και κρυώναμε

κλείναμε τα παράθυρα και κρυώναμε πιο πολύ

και καθώς γύριζα να δω τα μάτια σου

έβλεπα τα μάτια της γειτόνισσας που της σκοτώσαν τέσσερα παιδιά

και καθώς άπλωνα να βρω το χέρι σου

ήταν σα να ’κλεβα το ψωμί απ’ τα χέρια των πεινασμένων.

 

Μ’ αγκάλιαζες

μα εγώ απ’ τον ώμο σου κοίταζα το δρόμο.

Κι όταν θέλαμε να μιλήσουμε σωπαίναμε ξαφνικά.

Αφουγκραζόμαστε  απ’ το ανοιχτό παράθυρο μακριά

το βήμα των μελλοθανάτων.

 

Πώς να ζεστάνει πια η κουβέρτα μας τόση παγωνιά

πώς να μας προστατέψει η πόρτα μας απ’ όλη αυτή τη νύχτα

Ανάμεσα μας ρίχναν οι άνθρωποι το μεγάλο ίσκιο τους.

Τι θ’ απογίνουμε, αγαπημένη;

 

Αγαπημένη μου, ακούς;

Όχι δεν είναι ο άνεμος, φτάνει από πιο μακριά

θα ’λεγες πως χιλιάδες βήματα κατηφορίζουνε στους δρόμους

χιλιάδες αρβύλες που βροντάμε τα καρφιά τους πάνω στην άδφαλτο.

Πού πάνε;  Πώς μπορούν και φεύγουν;

 

Πώς θα μπορούσα να ζήσω μακριά σου, αγαπημένη μου,

πώς θα ’ναβα μια λάμπα αφού δε θα ’τανε για να σε δω

πώς να κοιτάξω έναν τοίχο που δε θα περνοδιαβαίνει ο ίσκιος σου

πώς ν’ ακουμπήσω σ’ ένα τραπέζι που δε θ’ ακουμπάς τα χέρια σου

μια φέτα ψωμί που δε θα τη μοιραζόμαστε πώς να την αγγίξω;

 

Μα όσο πάει και μεγαλώνει αυτός ο θόρυβος.

Δεν έχει τόπο να κοιμηθείς. Γωνιά δεν είναι να καθίσεις

Όχι, δεν είναι ο άνεμος, φτάνει από πιο βαθιά.

Κόψε λοιπόν, αγαπημένη, το σεντόνι μας

σκίσε το φόρεμά σου και βούλωσε τις χαραμάδες.

 

Οι άνθρωποι ρίχνουν βιαστικά στο μπόγο ους όλο το σπιτικό τους

γιατί όλο το σπιτικό δεν είναι

παρά λίγο ψωμί, ένα ενθύμιο κι η αγάπη τους στη ζωή.

Ύστερα φιλιούνται και χάνονται μέσα στη νύχτα.

 

Ύστερα μένουμε εμείς. Πού μένουμε; Γιατί μένουμε;

Πώς θ’ άνοιγα μια πόρτα όταν δεν θα ’τανε για να σε συναντήσω

πώς να διαβώ ένα κατώφλι αφού δε θα ’ναι για να σε βρω.

Όχι, δε θα μπορούσα να ζήσω μακριά σου, αγαπημένη μου.

 

Μα απόψε σ’ όλες τις γωνιές  μας περιμένουν οι άνθρωποι.

Δώσε μου μια στιγμή το στόμα σου. Κι ετοίμασέ μου το μπόγο μου, Μαρία.

 

(2ο μέρος)

ΗΤΑΝ ΣΑΝ ΝΑ ΕΙΧΕ ΠΕΘΑΝΕΙ ΚΑΙ Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΝΑΜΝΗΣΗ ΠΑΝΩ ΣΤΗ ΓΗ

(από τη συλλογή του Τάσου Λειβαδίτη ΑΥΤΟ ΤΟ ΑΣΤΕΡΙ ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΟΛΟΥΣ ΜΑΣ 1952)

Ο άνεμος έπαιρνε τις σκηνές μας

τις στήναμε και τις ξανάπαιρνε.

Η ομίχλη περπατούσε κουτσαίνοντας πάνω στις πέτρες.

Μεγάλα μαύρα συρματοπλέγματα αμπάρωναν τον ουρανό.

Βράδιαζε σ’ όλο το στρατόπεδο. Θέλαμε να κοιτάξουμε

να όλο και βράδιαζε. Όλο και πιο πολύ μάκραινε ο κόσμος.

Θέλαμε ν’ ακούσουμε

μα όλο και φύσαγε. Όλο και μας πλησίαζε του σκοπού το βήμα.

 

Πού είναι λοιπόν το χαμόγελο να μας βεβαιώσει πως υπάρχουμε

κείνη η φωνή πού να ’ναι μες στη νύχτα.

Θέλαμε να θυμηθούμε

μα είχαμε πολλούς νεκρούς να θάψουμε.

 

Ύστερα τέλειωνε η αγγαρεία και χτυπούσε σιωπητήριο.

Και τότε αρχίζανε τα κλεφτοφάναρα, τ’ αυτόματα, οι κραυγές άρχιζε τότε ο φόβος

απ’ τα φυλάκια ακούγαμε στη νύχτα να φωνάζουν αλτ

μα όλο και χτύπαγε η καρδιά μας και ξαναφώναζαν αλτ.

 

Έλεγες πως θα πέθαινες

ίσως να ’χες κιόλας πεθάνει

τόση ήταν η νύχτα και η βροχή

ο άνεμος   οι πληγωμένοι

όταν ένιωσες ξαφνικά ένα χέρι να ψαχουλεύει στο σκοτάδι

και να σφίγγει το δικό σου χέρι.

 

Κι ήταν σαν να είχε γεννηθεί η πρώτη ελπίδα πάνω στη γη.

 

Τις μέρες μα τρελαίνει πάντοτε ο νοτιάς.

Οι πάσσαλοί σπάνε στον αγέρα  - θα ’λεγες ξεθαμμένα κόκκαλα.

Εμείς κουβαλάμε μεγάλες πέτρες από το βουνό

κουβαλάμε στην πλάτη μας τα μεγάλα αυλάκια απ’ τις κοντακιές

το βράδυ καθόμαστε στη σκηνή και μπαλώνουμε τις φανέλες μας

λέμε κάνα αστείο

σκάβουμε με τα μάτια μας τον πάτο της καραβάνας.

Και ξαφνιαζόμαστε που τα χέρια μας γίναν γερά σα δυο χοντρές αρβύλες.

Έξω στάθηκε μια στιγμή ο σκοπός και χασμουρήθηκε.

Ο Πέτρος χαμογελάει καθώς σκίζει τη φόδρα του και δένει την πληγή μας

ο γέρο – Μαθιός έχει δυο μάτια ήρεμα και τρία σκοτωμένα αγόρια

κι ο Ηλίας λέει: «εγώ θα βρω τον τρόπο να παίξω φυσαρμόνικα»

κι ας του ’χουν κόψει και τα δυο του χέρια.

 

Ύστερα αλλάζουμε κουβέντα

Και νιώθεις πως δε θα ’φτανε ο κόσμος να χωρέσει τούτο το τρύπιο αντίσκηνο

πως θα ’φτανε όμως η καρδιά σου να χωρέσει όλον τον κόσμο.

 

Κι έτσι κάθε βράδυ η λάμπα έσβηνε τη μέρα μας.

 

Κι έτσι κάθε μέρα η βροχή σβήνει απ’ το χώμα τα βήματά μας.

 

Κάθε που παίρνουν έναν σύντροφό μας

εμείς του τοιμάζουμε τα ρούχα και του δίνουμε το χέρι μας –

Ύστερα βάζουμε στην άκρη την καραβάνα του.

Νυχτώνει.

Γρήγορα που πληθαίνουν οι άδειες καραβάνες στη γωνιά.

 

Κάποιος θα ’θελε να βήξει, έτσι γιατί δεν ξέρει τι να πει

ενώ ένας άλλος στέκεται ώρα και κοιτάει τα χνάρια

που άφησαν τα παπούτσια εκείνου

που πια δε θα ξαναγυρίσει.

 

Πόσοι σύντροφοι αλήθεια

κοντά στην ίδια λάμπα και στην ίδια ελπίδα

μπροστά στο ίδιο ψωμί και στον ίδιο θάνατο

την ώρα που κρυώναμε μας σκεπάσαν με τα μάτια τους

την ώρα που πεινούσαμε μας μοιράσανε την καρδιά τους.

Κι όταν ήτανε να πεθάνουμε αυτοί μας μίλησαν για τη ζωή.

 

Τότε κι εμείς μπορέσαμε να πεθάνουμε.

 

Κείνος ο σύντροφος μας είχε ένα καφετί σκούρο

και μας τον φέρανε πληγωμένο την ώρα που βράδιαζε

ώρα που η μάνα του θ’ ανάβει το λύχνο

και θα τραγουδάνε οι γρύλλοι στους φράχτες της πατρίδας του.

 

Τον είχαν μέρες βασανίσει. Καθώς του βγάλαμε τις αρβύλες

ήταν γεμάτες αίμα. Καθίσαμε κοντά του

δίχως να μιλάμε

σέρναμε τα δάχτυλα στο χώμα, δίχως να μιλάμε

μονάχα νιώθαμε να μας τρυπάει η καρδιά

σαν ένα πιρούνι ξεχασμένο μες στην τσέπη του αμπέχωνου.

 

Τότε πήρε να βρέχει και νιώσαμε πως θα πέθαινε.

Εκείνος γύρισε και μας κοίταξε. Έναν – έναν. Στο καλό Θωμά.

Κι αυτό που μας ζητάν τα μάτια σου, σου τ’ ορκιζόμαστε Θωμά.

Δε θα προδώσουμε ποτέ τα μάτια σου.

 

Και ξαφνικά στα μάτια του συντρόφου μας που έφευγε τόσο απλά

ξανάβρισκα τα μάτια σου, αγαπημένη…

 

Ναι, αγαπημένη

μπορούσα και σ’ έβρισκα παντού.

Άναβα τώρα τη λάμπα κι έτρεμα, όπως όταν την άναβα για σένα

μοίραζα το ψωμί με το διπλανό μου σα να το μοιραζόμαστε μαζί

και καθώς άπλωνα να σφίξω ένα χέρι, έβρισκα το χέρι σου

και καθώς έσκυβα ν’ ακούσω μια φωνή, έβρισκα τη φωνή σου.

 

Οι άνθρωποι που μας χώριζαν, οι ίδιοι τώρα σε ξανάδιναν σε μένα.

 

Και σ’ έβρισκα μέσα στη σιωπή, σ’ ένα άστρο, στην απόφασή μας

σ’ αυτό το ξεφτισμένο ημερολόγιο που μ’ άφησε ο διπλανός μου πριν πεθάνει

σ’ ένα παγούρι που το λιγοστό νερό του κελαηδούσε σαν το γέλιο σου

σ’ έβρισκα στ’ αναμμένα μας τσιγάρα που φέγγαν στο σκοτάδι σαν τα δάκρυά σου

σ’ έβρισκα στην απελπισιά μας, στην ελπίδα μας, σ’ ένα μισό κασκόλ

τ’ άλλο μισό το φόραγε ένας σύντροφος την ώρα που ντουφεκιζόταν.

 

Σ’ είχα ξανάβρει όλες τις νύχτες που δεν ήξερα αν θα σε ξαναδώ.

Κι όταν το βράδυ πλάγιαζα στο παγωμένο αντίσκηνο

κι άκουγα τη βροχή

ονειρευόμουνα   και σ’ έβρισκα.

 

Σ’ έβρισκα, αγαπημένη, στο χαμόγελο όλων των αυριανών ανθρώπων.

 

 

(3ο μέρος)

ΝΑΙ, ΑΓΑΠΗΜΕΝΗ ΜΟΥ. ΠΟΛΥ ΠΡΙΝ ΝΑ ΣΕ ΣΥΝΑΝΤΗΣΩ ΕΓΩ ΣΕ ΠΕΡΙΜΕΝΑ.  ΠΑΝΤΟΤΕ ΣΕ ΠΕΡΙΜΕΝΑ

(από τη συλλογή του Τάσου Λειβαδίτη ΑΥΤΟ ΤΟ ΑΣΤΕΡΙ ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΟΛΟΥΣ ΜΑΣ 1952)

Σαν ήμουνα παιδί και μ’ έβλεπε λυπημένο η μητέρα μου

έσκυβε και με ρωτούσε. Τι έχεις αγόρι;

Δε μίλαγα. Μονάχα κοίταζα πάνω απ’ τον ώμο της έναν κόσμο άδειο από σένα.

Και καθώς πηγαινόφερνα το παιδικό κοντύλι

ήτανε για να μάθω σα σου γράφω τραγούδια.

Όταν ακούμπαγα στο τζάμι της βροχής ήταν που αργούσες ακόμα

όταν τη νύχτα κοίταζα τ’ αστέρια ήταν γιατί μου λείπανε τα μάτια σου

κι όταν χτύπαγε η πόρτα μου κι άνοιγα

δεν ήτανε κανείς. Κάπου μες τον κόσμο ήταν η καρδιά σου που χτυπούσε.

 

Έτσι έζησα. Πάντοτε

Κι όταν βρεθήκαμε για πρώτη φορά – θυμάσαι; - μου άπλωσες τα χέρια τόσο τρυφερά

σα να με γνώριζες από χρόνια. Μα και βέβαια

με γνώριζες. Γιατί πριν μπεις ακόμα στη ζωή μου

είχες πολύ ζήσει μέσα στα όνειρά μου

αγαπημένη μου!...

 

Θυμάσαι, αγάπη μου, «την πρώτη μεγάλη μέρα μας»;

Σου πήγαινε αυτό το κίτρινο φόρεμα

ένα απλό φτηνό φόρεμα, μα ήταν τόσο όμορφα κίτρινο

Οι τσέπες του κεντημένες με μεγάλα καφετιά λουλούδια

Σου πήγαινε στο πρόσωπό σου ο ήλιος

σου πήγαινε στην άκρη του δρόμου αυτό το τριανταφυλλένιο σύννεφο

κι αυτή η φωνή μακριά ενός πλανόδιου ακονιστή – σου πήγαινε.

 

Έβαζα τα χέρια μου στις τσέπες, τα ξανάβγαζα.

Βαδίζαμε δίχως λέξη. Μα και τι να πει κανείς

όταν ο κόσμος είναι τόσο φωτεινός και τα μάτια σου

τόσο μεγάλα. Ένα παιδί στη γωνιά τραγούδαγε τις λεμονάδες του.

Ήπιαμε μια στα δύο. Κι αυτό το χελιδόνι που πέρασε ξαφνικά

πλάι στα μαλλιά σου. Τι σου είπε λοιπόν;

 

Είναι τόσο όμορφα τα μαλλιά σου. Δεν μπορεί, κάτι θα σου είπε!..

 

Το ξενοδοχείο ήταν μικρό σε μια παλιά συνοικία πλάι στο σταθμό

που μες την αντηλιά κοιτάζαμε να μανουβράρουνε τα τρένα.

 

Αλήθεια κείνη η άνοιξη, εκείνο το πρωινό, εκείνη η απλή κάμαρα της ευτυχίας

αυτό το σώμα σου που κράτησα πρώτη φορά γυμνό

αυτά τα δάκρυα που δεν μπόρεσα στο τέλος να κρατήσω –

πόσο σου πήγαιναν.

 

Α, ήταν ζεστό το σπιτικό μας τότε

χαρούμενη η λάμπα μας

μεγάλος ο κόσμος.

Απ’ την κουζίνα μύριζε τηγανισμένο λάδι.

Έσκυβα αγάπη μου και φιλούσα τ’ αλευρωμένα χέρια σου

τα χείλια μου γεμίζανε όλο αλεύρια. Σε φίλαγα ύστερα στο στόμα

και γέμιζαν και τα δικά σου χείλια αλεύρια.

Κοιτούσε ο ένας τον άλλον και γελούσαμε.

Απ’ το ανοιχτό παράθυρο μας καλησπέριζε η άνοιξη. Ένα κορίτσι αντίκρυ τραγουδούσε.

Πόσο ήταν όμορφο να ζει κανείς.

 

Ύστερα ερχόταν η βροχή. Μα έγραφα σ’ όλα τα χνωτισμένα τζάμια τ’ όνομά σου

κι έτσι είχε ξαστεριά στην κάμαρά μας. Κράταγα τα χέρια σου

κι έτσι είχε πάντοτε η ζωή ουρανό κι εμπιστοσύνη.

Θυμάσαι που γονάτιζα τα βράδια και σου ’βγαζα τα παπούτσια

πόσο με πίκραιναν τα παπούτσια σου, πάντοτε λυπημένα, φαγωμένα στις άκρες

ίσως κιόλας να μπάζανε νερά, αγάπη μου

μα δεν το ’λεγες. Μόνο χαμογελούσες.

Ύστερα έσκυβες σιωπηλή και μπάλωνες το παλιό σακάκι μου.

Έν’ ανθισμένο κλωνάρι μυγδαλιάς ο γερτός λαιμός σου.

 

Όχι λοιπόν, δε θα σε πάρει από τα χέρια μου ο άνεμος

μήτε η νύχτα

κανείς δε θα σε πάρει. Ακούς; Ακούς;

 

Ήταν τότε που οι μέρες δεν ξέρανε την καταχνιά

τότε που άδειαζε η δύση στην αυλή μας μια ποδιά γεμάτη ροδοδάφνες.

 

Θυμάμαι ένα βράδυ που χτένιζα τα μαλλιά σου

και συ με κοίταζες απ’ τον καθρέφτη και κάτι σιγοτραγουδούσες;

Τα μαλλιά σου είναι μαύρα όπως μια νύχτα, στο στόμα σου ανασαίνει ολάκερη άνοιξη

στα χέρια σου για πάντοτε ακούμπησα την καρδιά μου.

Τα μάτια σου

α, τι να πω, αγάπη μου, για τα μάτια σου

όταν τα μάτια σου είναι όμορφα σαν όλα μαζί του κόσμου τα τραγούδια

όταν είναι μεγάλα τα μάτια σου σαν την πιο μεγάλη ελπίδα.

Τα μάτια σου.

 

Όταν χαμογελούσες ένα περιστέρι διάβαινε στη βραδιασμένη κάμαρα

κι ένα σύννεφο χρυσό ταξίδευε στον ουρανό όταν χαμογελούσες.

Όταν χαμογελούσες ξεχνούσα τη στέγη που έσταζε, ξεχνούσα το τρύπιο πάτωμα

έλεγα κιόλας, να μες απ’ τις τρύπες του

όπου και να ’ναι θα φυτρώσουνε μεγάλα κόκκινα τριαντάφυλλα.

 

Όλα μπορούσανε να γίνουνε στον κόσμο, αγάπη μου

τότε που μου χαμογελούσες.

 

Θυμάμαι κείνη τη νύχτα που κοιτάζαμε ώρες τον ουρανό

σ’ ένιωθα μες στα χέρια μου να τρέμεις.

«Αστέρια μου, είπα, κάντε την αγάπη μας λαμπερή

κάντε την αγαπημένη μου χαρούμενη.

Αστέρια μου, καλά μου αστέρια, κάντε εγώ κι εκείνη να πεθάνουμε μαζί»

 

Κι έτσι αυτήν τη νύχτα

είχαμε στη μέση των άστρων για πάντοτε παντρευτεί.

 

Α, θα ’θελα να φιλήσω τα χέρια του πατέρα σου, της μητέρας σου τα γόνατα που σε γεννήσανε για μένα

να φιλήσω όλες τις καρέκλες που ακούμπησες περνώντας με το φόρεμά σου

να κρύψω σα φυλαχτό στον κόρφο μου ένα μικρό κομμάτι απ’ το σεντόνι που κοιμήθηκες.

Θα μπορούσα ακόμα και να χαμογελάσω

στον άνδρα που σ’ έχει δει γυμνή πριν από μένα

να του χαμογελάσω, που του δόθηκε μια τόσο ατέλειωτη ευτυχία.

Γιατί, εγώ αγαπημένη, σου χρωστάω κάτι πιο πολύ απ’ τον έρωτα

εγώ σου χρωστάω το τραγούδι και την ελπίδα, υα δάκρυα και πάλι την ελπίδα.

 

Στην πιο μικρή στιγμή μαζί σου, έζησα όλη τη ζωή.

 

Ήξερες να δίνεσαι, αγάπη μου. Δινόσουνα ολάκερη

και δεν κράταγες για τον εαυτό σου

παρά μόνο την έγνοια αν έχεις ολάκερη δοθεί!..

 

Καθώς γδυνόσουν θρόιζαν τα φύλλα ενός δάσους μακρινού

ο ουρανός ξαστέρωνε μονομιάς καθώς γδυνόσουνα.

 

Σαν μια αγκαλιά άσπρα λουλούδια τα εσώρουχά σου πάνω στην καρέκλα.

Κι ύστερα τίποτ’ άλλο παρά η αγάπη μας

τίποτ’ άλλο παρά εγώ κι εσύ

τίποτ’ άλλο παρά οι δυο μας

κι ούτε χθες   ούτε αύριο

τίποτ’ άλλο παρά μόνο τώρα

τίποτ’ άλλο παρά εγώ κι εσύ

τώρα, τώρα   μαζί   τώρα μαζί   πάντα μαζί

οι δυο μαζί…

 

Σε σκέπαζα ύστερα με το σεντόνι

Το παιδί μας θα ’θελα να σου μοιάζει, έλεγα.

Όχι, έκανες εσύ. Το παιδί μας θα ’θελα να μοιάζει εσένα.

 

Τότε σπάσαν την πόρτα μας.

Έπρεπε να χωριστούμε, Μαρία,

να χωριστούμε για να μην ξαναχωρίζουν οι άνθρωποι.

 

Ακούμπησα το χέρι μου στην κοιλιά σου ν’ αποχαιρετήσω το παιδί μας.

Αντίο, αντίο.

 

Το παιδί μας, Μαρία, θα πρέπει να μοιάζει μ’ όλους τους ανθρώπους

που δικαιώνουν τη ζωή.

  

(4ο μέρος)

ΤΩΡΑ ΘΑ ΠΕΦΤΕΙ ΑΠΟΤΟΜΑ ΤΟ ΒΡΑΔΥ. ΘΑ ΒΙΑΖΟΝΤΑΙ ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΣΤΟΥΣ ΔΡΟΜΟΥΣ…

(από τη συλλογή του Τάσου Λειβαδίτη ΑΥΤΟ ΤΟ ΑΣΤΕΡΙ ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΟΛΟΥΣ ΜΑΣ 1952)

Οι γυναίκες θα κλείνουν τρομαγμένες την πόρτα τους και θ’ αγκαλιάζουν τα παιδιά τους.

Με τα πεινασμένα πρόσωπα των παιδιών ρίχνουν στον τοίχο έναν ίσκιο μαύρο

σαν τον ίσκιο ενός ψωμιού.

Εσύ θα κάθεσαι στο ίδιο εκείνο χαμηλό σκαμνί μας

η στέγη ολοένα θα στάζει

από ένα παλιό σεντόνι θα ράβεις τα ρουχαλάκια του παιδιού μας

θα μπαλώνεις με την πίκρα σου το κενό του χωρισμού.

 

Άραγε φέγγει ακόμα ο ουρανός που βλέπαμε απ’ το παράθυρο

ανθίζει πάντα στην αυλή η μικρή ροδακινιά;

Ένας – ένας θα χάνονται οι εργάτες απ’ το αντικρινό μηχανουργείο.

Μα όταν χτυπάει η πόρτα μας τη νύχτα

η μητέρα μου δε θα φοβάται πια.

Θ’ ανάβει μονάχα τη λάμπα για να μη χάνουνε το δρόμο οι μελλοθάνατοι

ύστερα θα φυσάει τη φωτιά για να ’χουν ζεστασιά οι σκοτωμένοι

κι εσύ θ’ ανοίγεις με χέρια σίγουρα και θ’ αφουγκράζεσαι στη νύχτα

εκείνον το μεγάλο θόρυβο

εκείνο το ασίγαστο και μακρινό ποδοβολητό

Γιατί, τώρα, αγαπημένη, ξέρεις

γιατί ξέρουμε.

 

Χιλιάδες άνθρωποι υπερασπίζονται τον κόσμο

και την αγάπη μας.

 

Ναι, αγαπημένη μου

εμείς γι’ αυτά τα λίγα κι απλά πράγματα πολεμάμε

για να μπορούμε να ’χουμε μια πόρτα, έν’ αστρο, ένα σκαμνί

ένα χαρούμενο δρόμο το πρωί

ένα ήρεμο όνειρο το βράδυ.

Για να ’χουμε έναν έρωτα που να μη μας τον λερώνουν

ένα τραγούδι που να μπορούμε να το τραγουδάμε.

 

Όμως αυτοί σπάνε τις πόρτες μας

πατάνε πάνω στον έρωτά μας

μας σκοτώνουν.

 

Μας φοβούνται και μας σκοτώνουν.

Φοβούνται τον ουρανό που κοιτάζουμε

φοβούνται το πεζούλι που ακουμπάμε

φοβούνται το αδράχτι της μητέρας μας και το αλφαβητάρι του παιδιού μας

φοβούνται τα χέρια σου που ξέρουν ν’ αγκαλιάζουν τόσο τρυφερά

και να μοχτούνε τόσο αντρίκια

φοβούνται τα λόγια που λέμε οι δυο μας με φωνή χαμηλωμένη

φοβούνται τα λόγια που θα λέμε αύριο όλοι μαζί

μας φοβούνται, αγάπη μου, κι όταν μας  σκοτώνουν

νεκρούς μας φοβούνται πιο πολύ.

 

Σ’ αγαπώ όσο δεν μπορώ να σου πω με λόγια.

Όλη η χαρά είναι στα μάτια σου, ολάκερη η ζωή στα χέρια σου

όλος ο κόσμος σ’ έναν τοίχο που πέφτει ο ίσκιος σου το βράδυ.

Όχι, δε θα μπορούσα μα ζήσω μακριά σου, αγαπημένη μου.

 

Όμως εμείς μπορούμε ν’ αγαπάμε και να χωρίζουμε

αυτό θα μείνει πάντοτε δικό μας

αυτό δεν μπορεί κανείς να μας το πάρει.

 

Αυτήν την αγάπη, αυτόν τον πόλεμο, αυτήν την πίστη μας στη ζωή.

 

Αντίο, λοιπόν, αντίο.

Για να ’ναι πάντοτε τα μάτια σου γελαστά

αντίο

για να μη χαθούν οι όμορφες στιγμές που ζήσαμε

αντίο

για να μη μας τρομάζει η νύχτα, να μη μας κλέβουνε τον ουρανό

αντίο.

Για να πάρει τέλος πια η αδικία στον κόσμο

αντίο

 

Μπορεί κιόλας να σκοτωθούμε, αγάπη μου. Μα ποιος το λογαριάζει.

Χιλιάδες άνθρωποι πεθαίνουν κάθε μέρα

δίχως όνομα

χιλιάδες γυναίκες ξύπνησαν ξαφνικά το πρωί

και βρέθηκαν για πάντα μονάχες.

Τα παιδιά δεν έχουν ούτε χάδι, ούτε ψωμί. Αντίο.

 

Ίσως να μην ξαναγυρίσω.

Ένας άλλος θα κλειδώσει τα χέρια του γύρω απ’ το ζεστό κορμί σου.

Μη το ξεχάσεις.

Μα όχι, αγάπη μου, πρέπει να με ξεχάσεις.

Θα πρέπει ολάκερη να του δοθείς

όπως κάποτε δόθηκες και σε μένα.

Μονάχα όταν κάποτε ακούσετε ζητωκραυγές και σταθείτε στη μέση του δρόμου

κοιτάζοντας τις σημαίες μας να ξεδιπλώνονται στον ήλιο τότε

ω, τότε, θυμήσου με – θυμήσου με μια στιγμή – μια στιγμή μόνο.

 

Κι ύστερα σφίξε το χέρι του κι ανοίξτε το βήμα σας

βαδίζοντας προς το μέλλον.

 

Έλα, λοιπόν, σκούπισε τα μάτια σου, μην κλαις. Θε μου, τι όμορφα μάτια!

Θυμάσαι, αλήθεια, ένα βράδυ που καθόμαστε στο παράθυρο

μακριά ένα γραμμόφωνο κι ακούγαμε δίχως να μιλάμε.

Είπες: Ας μην έχουμε γραμμόφωνο, κι ας μη βάλανε αυτή την πλάκα του για μας.

Όμως αυτό το σιγαλό τραγούδι είναι δικό μας. Κι αυτό το βράδυ είναι δικό μας.

Κι εκείνο τ’ άστρο, εκεί, κατάδικό μας. Έτσι είχες πει.

Μιλάς σαν ποιητής, αγάπη μου, έκανα ξαφνιασμένος.

Πέρασες τα όμορφα μπράτσα σου γύρω απ’ το λαιμό μου

και με φίλησες. Όπως εσύ μονάχα ξέρεις να φιλάς.

 

Έλα, λοιπόν, μην κλαις.

Έτσι μπράβο, έτσι μ’ αρέσεις – να χαμογελάς.

Εμείς θα ζήσουμε, αγαπημένη μου, και θα νικήσουμε. Ό,τι κι αν κάνουν

θα νικήσουμε.

 

Μια μέρα θα ξαναβρεθούμε.

Θ’ αγοράσουμε τότε κι εμείς ένα δικό μας γραμμόφωνο

και θα το βάζουμε να παίζει όλην την ώρα. Ναι, αγάπη μου,

θα κάτσουμε κιόλας στο παράθυρο, κοντά – κοντά.

 

Θα ξαναβρεθούμε μια μέρα.

Και τότε

όλα τα βράδια κι όλα τ’ άστρα κι όλα τα τραγούδια

θα ’ναι δικά μας.

 

ΘΑ ’ΘΕΛΑ ΝΑ ΦΩΝΑΞΩ Τ’ ΟΝΟΜΑΣ ΣΟΥ, ΑΓΑΠΗ, Μ’ ΟΛΗ ΜΟΥ ΤΗ ΔΥΝΑΜΗ 

(να τ’ ακούσουν οι χτίστες απ’ τις σκαλωσιές και να φιλιούνται με τον ήλιο…)

… να το μάθουν στα καράβια οι θερμαστές και ν’ ανασάνουν όλα τα τριαντάφυλλα   να τ’ ακούσει η άνοιξη και να ’ρχεται πιο γρήγορα   να το μάθουν τα παιδιά για να μη φοβούνται το σκοτάδι,   να το λένε τα καλάμια στις ακροποταμιές, τα τρυγόνια πάνω στους φράχτες   να τ’ ακούσουν οι πρωτεύουσες του κόσμου και να το ξαναπούνε μ’ όλες τις καμπάνες τους   να το κουβεντιάζουνε τα βράδια οι πλύστρες χαϊδεύοντας τα πρησμένα χέρια τους!..     Να το φωνάξω τόσο δυνατά   που να μην ξανακοιμηθεί κανένα όνειρο στον κόσμο   καμιά ελπίδα πια να μην πεθάνει. Να τ’ ακούσει ο χρόνος και να μη σ’ αγγίξει αγάπη μου, ποτέ   Και να, που πιά δεν είμαστε εμείς οι δυο μες στην αγάπη μας.   Μες στην αγάπη μας η πεθαμένη μητέρα μου ανεβαίνει έναν άσπρο λόφο   και μαζεύει στην ποδιά της τις αχτίδες του πρωϊνού   μες στην αγάπη μας διαβαίνουν με καντάδες όλα τα σκοτωμένα παιδιά της γειτονιάς μας   μες στην αγάπη μας όλα τα μαραμένα κορίτσια δεν αναστενάζουν πιά   μα έχουν κι αυτά ένα χαμόγελο, ένα λουλούδι κ’ ένα παλικάρι που θα τού δοθούνε   κι εκείνο το άλαλο παιδάκι της γειτόνισσας μες στην αγάπη μας μπορεί και τραγουδάει   μες στην αγάπη μας μια λάμπα φέγγει στους ταπεινούς   μες στην αγάπη μας αχνίζει ένα ψωμί για όλους τους πεινασμένους   μες στην αγάπη μας είναι   ένα δροσερό κλωνάρι   ένα σπουργίτι   μια φυσαρμόνικα   μες στην αγάπη μας όλοι οι νεκροί δεν είναι άγνωστοι πια   μα τούς φωνάζουμε όπως η μητέρα τους με τα μικρά ονόματά τους   μες στην αγάπη μας χιλιάδες άνθρωποι βαδίζουν με σημαίες   άλλος πέφτει, άλλοι τρέχουν αμέσους και σηκώνουν τη σημαία του   κι όλο βαδίζουν κι όλο προχωράνε κι όλο πηγαίνουν με ζητωκραυγές   – μες στην αγάπη μας.   Και ξαφνικά, αγαπημένη μου,   είναι σάμπως να μη χωρίσαμε ποτέ.   Ποιος θα μπορούσε εμάς τους δυο να μας χωρίσει!   Εμείς και μ’ όλη τούτη τη μεγάλη θάλασσα ανάμεσά μας   είμαστε κοντά   έτσι λίγο να κάνω και πάνω απ’ όλη αυτήν τη θάλασσα   θ’ αγγίξω τα μαλλιά σου.   Θα βρω το στόμα σου.   Εμείς είναι σα να ’μαστε μπροστά σ’ εν’ ανοιχτό παράθυρο   στο σπιτικό μας, ένα φεγγερό πρωϊνό του Μάη.   Κοίταξε, κοίταξε, αγαπημένη μου,   οι γυναίκες της γειτονιάς μας βγήκαν κι ασβεστώνουν τα πεζούλια τους.   Τι περιμένουν άραγε και τ’ ασβεστώνουν. Κάτι περιμένουν. Κ’ εμείς περιμένουμε.   Κι η Ισπανία περιμένει.   Καλημέρα γειτόνισσες.   Να, κι εκεί, αγάπη μου, εκεί στη γωνιά, κοίταξε την άνοιξη που ’ρχεται   κοίταξε αυτά τα παλικάρια που μάς γνέφουνε με τα δρεπάνια   και τα κορίτσια πίσω τους που δένουν σε δεμάτια τις αχτίνες του ήλιου   κοίταξε, μάς γνέφουν. Όλα μάς γνέφουν. Καλημέρα…   Καλημέρα όλα εσείς μακρινά μου αδέρφια.
Ελάτε να σάς γνωρίσω την αγαπημένη μου. Πέστε μου, δεν είναι όμορφη;   Σαν τη ζωή και το τραγούδι, αδέρφια μου, την αγαπάω. Και πιο πολύ.   Καλημέρα ουρανέ, καλημέρα ήλιε, καλημέρα άνοιξη.  Ελάτε, λοιπόν, να σας γνωρίσω την αγαπημένη μου.
Καλημέρα ευτυχία.   Κι όταν πεθάνουμε, αγαπημένη μου, εμείς δε θα πεθάνουμε.   Αφού οι άνθρωποι θα κοιτάζουν το ίδιο αστέρι που κοιτάξαμε   αφού θα τραγουδάνε το τραγούδι που αγαπήσαμε   αφού θ’ ανασαίνουν σ’ έναν κόσμο, που εγώ κ’ εσύ τον ονειρευτήκαμε  ε, τότε, αγαπημένη, θα ’μαστε πιο ζωντανοί από κάθε άλλη φορά.   Αφού κάθε στιγμή οι άνθρωποι θα μας βρίσκουν   στο ήρεμο ψωμί,   στα δίκαια χέρια,   στην αιώνια ελπίδα,  πώς θα μπορούσαμε, αγαπημένη μου,
να ’χουμε πεθάνει… [τελευταίο απόσπασμα από τη συλλογή του Τάσου Λειβαδίτη ΑΥΤΟ ΤΟ ΑΣΤΕΡΙ ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΟΛΟΥΣ ΜΑΣ 1952]

Δευτέρα, 6 Δεκεμβρίου 2021

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΠΑΝΤΑ Σ’ ΟΛΟ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΤΡΑΓΟΥΔΟΥΣΑΜΕ…

  (…χωρίς ποτέ κανείς να μας ακούει…) («Γιατί σωπαίνουν τα κοχύλια; Γιατί δεν τραγουδούνε τα παιδιά; Τα ζώα τ’ αφανίσαμε και τα φυ...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ