Σάββατο 18 Δεκεμβρίου 2021

ΟΧΙ ΜΕ ΣΤΑΧΥ ΚΑΙ ΣΠΥΡΙ Μ’ ΑΛΕΥΡΙ ΤΟ ΠΛΗΡΩΝΟΥΜΕ ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ

 Βήματα στο πλακόστρωτο·  και τίνος να ’ταν.

 

Το σπίτι σκοτεινό, του φόβου μάτι.

Όλοι κοιτούσαν χαμηλά·

κι ο κρότος πότε άλογο   και πότε φίδι.

Δεν σήκωσα το σκούρο το πανί –

πριν το παράθυρο με πρόφτασ’ η φωνή της:

 

«Όποιος ιδεί βουβαίνεται·  τα δάχτυλά του σπάζουν»!..

 (ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΓΡΑΦΗΣ κι άλλα ποιήματα από τη συλλογή του Χρήστου Μπράβου ΜΕ ΤΩΝ ΑΛΟΓΩΝ ΤΑ ΦΑΝΤΑΣΜΑΤΑ 1985 -  εδώ αντιγραφή και επικόλληση από τη συγκεντρωτική έκδοση ΒΡΑΧΝΟΣ ΠΡΟΦΗΤΗΣ Ποιήματα και Κριτικά Κείμενα 1981-1987, εκδόσεις Μελάνι 2018 )

 


Ο ΕΚΤΕΛΕΣΜΕΝΟΣ ΤΟΥ ΚΑΦΕΝΕΙΟΥ «ΚΑΘΕΣΑΙ ΣΤΗΝ ΚΑΡΕΚΛΑ ΤΟΥ», ΜΟΥ ΕΙΠΑΝ (Με τους Λυπημένους)

(από τη συλλογή του Χρήστου Μπράβου ΜΕ ΤΩΝ ΑΛΟΓΩΝ ΤΑ ΦΑΝΤΑΣΜΑΤΑ 1985)

Όχι ο βάτραχος κι ο γρύλος

μα το σούρουπο: Εσάλπιζε τα μάγια.

Βυθός με νυχτοπούλια και σκυλιά·

κι η πικροδάφνη φόβος.

Έσερνε το σκοτάδι

ο πατέρας, καλούσε τα φαντάσματα.

Άξαφνα ο Θόλος άστραψε

ακούστηκαν οι κρότοι.

«Μπουμπουνητά» ψιθύρισα.

«Άλογα» είπε ο γιος μου.

κι ο άλλος γιος μου: «Ντουφεκιές».

Η γάτα έγδερνε το φράχτη,

η μάνα γέλασε.

 

Τ’ άλλο πρωί τον βρήκαν

τον προδότη. Με το κορμί

το κόσκινο. Βρήκαν τις μαύρες

κάπες και τα δίκοχα· και τις οπλές

στη λάσπη. Τις πήρανε,

βγήκαν στα πίσω χρόνια.

 

ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΑΠΩΝ (στον Χρήστο Δ. Γκαγκτζή)

Και στα χαντάκια του καιρού

το κόκκινο θ’ ανθίζει.

Το χέρι μου θ’ ανοίγει το σεντούκι

να βγάλει τη μικρή φωτογραφία

 

και θα πηδάει λιγνός βοσκός.

Θα κρύβεται σε θάμνο· ως τη νύχτα.

Να πάει με τους παράνομους·

και με τους λυπημένους.

[από τη συλλογή του Χρήστου Μπράβου ΜΕ ΤΩΝ ΑΛΟΓΩΝ ΤΑ ΦΑΝΤΑΣΜΑΤΑ 1985]

 

ΜΑΥΡΗ ΚΙΒΩΤΟΣ

(από τη συλλογή του Χρήστου Μπράβου ΜΕ ΤΩΝ ΑΛΟΓΩΝ ΤΑ ΦΑΝΤΑΣΜΑΤΑ 1985)

Το τελευταίο σπίτι ήταν το δάσος·

του φόβου κιβωτός. Βγαίναν κομ-

μάτιαζαν τον ύπνο κατοικίδια

με σκοτεινά ονόματα.

 

Έπεσε νύχτα με πριόνι και θηλιά

κι οι λυπημένοι διάλεξαν τ’ αγρίμια·

νύχτα με χέρι σιδερένιο του τυφλού

στο δάσος οι παράνομοι εγλιστρήσαν.

 

Οι άλλοι μπήκαν με τουφέκια

και σκυλιά να βρουν το αίμα,

να φέρουν τα κεφάλια. Δεν εγύρισαν.

Πέλμα του λύκου πορφυρό και δόντι

τ’ άγριου χοίρου στο λαιμό τους·

 

να ’χουν πετρώσει τα σκυλιά

κι οι λυπημένοι να ’χουν πιάσει   άγριες ράχες.

 

Η ΜΗΛΙΑ

Σε φράχτη τέλειωνε η γυναίκα,

ματωμένη. Έφερνε αέρας τα σκυλιά,

τα ’παιρνε πάλι.

 

Επέρασ’ ένας μ’ άλογο,

κυνηγημένος. Η ματωμένη

τραύλιζε. Αυτός βαριά ελυπήθη.

Κι όπως την κάμα ετράβηξε

κι απόστρεψε τα μάτια

 

σκίρτησε η γης

βγάζει μηλιά

τα μήλα φορτωμένη·

 

κι αυτή σε μαύρο σύννεφο

-ώι μηλιά –

για χαμηλά ποτάμια   ετραβούσε.

 [από τη συλλογή του Χρήστου Μπράβου ΜΕ ΤΩΝ ΑΛΟΓΩΝ ΤΑ ΦΑΝΤΑΣΜΑΤΑ 1985]

 

ΣΤΑ ΟΡΕΙΝΑ ΤΟΥ ’50

(από τη συλλογή του Χρήστου Μπράβου ΜΕ ΤΩΝ ΑΛΟΓΩΝ ΤΑ ΦΑΝΤΑΣΜΑΤΑ 1985)

Πέταλα δίχως άλογα· και στάχτη.

Μάνα τρελή κακιά

στον άγριο Θόλο·

μονάχα σκύλα νυχτωμένη

λέει ονόματα.

 

Αλλού καλπάζουν τώρα οι λυπημένοι.

Τ’ ανέμου οι μαύρες κάπες. Του καπνού.

 

Κι είν’ από μισοφέγγαρο τα πέταλα του αλόγου.

 

ΠΑΡΑΛΥΤΑ ΜΑΛΛΙΑ

Κατέβαιναν από ψηλά. Μ’ άλογα

μαύρα, με φτερά, χωρίς κεφάλι.

 

Τότε θρυμμάτισα το τζάμι

κι άγρια φώναξα. Βγήκανε

στρατιώτες μ’ άδεια μάτια

και το σακί ανάποδα εγύρισαν.

Κεφάλια κύλησαν με κόκκινα

μαλλιά και παγωμένα.

 

Κι έπειτα οι καβαλάρηδες εσκόρπισαν

με δυνατό κερί κι άλογα δίχως

στους έρωτες στους ποταμούς

λίγο μετά τη λύπη πριν τα αίματα.

 

Όλη τη νύχτα ακούονταν σκυλιά –

τα βρήκαν το πρωί φαρμακωμένα·

στις πόρτες μαύρους είδανε σταυρούς.

 [από τη συλλογή του Χρήστου Μπράβου ΜΕ ΤΩΝ ΑΛΟΓΩΝ ΤΑ ΦΑΝΤΑΣΜΑΤΑ 1985]

 

ΤΟ ΚΡΙΑΡΙ

(από τη συλλογή του Χρήστου Μπράβου ΜΕ ΤΩΝ ΑΛΟΓΩΝ ΤΑ ΦΑΝΤΑΣΜΑΤΑ 1985)

Όμως της λύπης ο χρόνος

τέλος δεν ξέρει· της λύπης

ο τροχός θα ξανατρίξει.

 

Θα μπει στον ήσυχο ύπνο

άγρια μύγα

στ’ αθώου τη μηλιά

θ’ ανθίσει φίδι.

Θα βγει κριάρι μαύρο.

Θ’ ανεβαίνει   σκάλες  που τρέμουν

πόρτες θα γκρεμίζει.

Δεν θα ’ναι όνειρο κακό –

αίμα θα είναι

κι άντερα χυμένα

και δίκαιο κριάρι τρομερό.

 

Με θρύψαλα και θρήνους   θα τινάζεται

στον σκοτεινό ουρανό   των λυπημένων.

 

ΑΝΑΤΟΛΗ (στον Χρήστο Μπουρονίκο)

Μα η μέρα το σκορπά το μυστικό της.

Κι είπε  «σκοτάδι ας γίνει, ας γίνει φόβος».

Ακούστηκαν χτυπήματα στην πόρτα.

Με των αλόγων τα φαντάσματα περνούσαν οι νεκροί.

Σηκώθηκε μια λύπη.

Κι όλοι το ’νιωσαν -  ο μάγος είχε φτάσει.

 

Τότε πέρασαν χρόνια. Τ’ άλογα, ματωμένα και τρελά, κατέβαιναν στους κάμπους· έπεφταν στ’ αποσπάσματα.

Όμως ο μάγος σώπαινε.

Τίναζε μονάχα τα δάχτυλά του, τραβούσε αόρατα σκοινιά.

Ώσπου ανοίξανε τα σπλάχνα του και βγήκε το βαμπάκι.

 

Ύστερα έπεσε μ’ αφρούς.

Κι ήρθε η Σελήνη, όμορφη, με μαύρα της φωτιάς· μου τραγουδούσε το αίμα.

Κατέβαιναν οι άγγελοι της λύπης, πέφταν τουφέκια, φύσαγε.

«Πίσω» ακούστηκε η φωνή· και πολλούς έσφαξαν.

«Τώρα θα μπεις στο γκρίζο» είπε ο μάγος.

Τότε πέρασαν χρόνια και στις πόλεις εφάνηκα.

Είδα τα σάβανα στους δρόμους τα σκυλιά κι αυτόν τον μουσουλμάνο με την τίγρη.

Τον έγδερνε σιγά – σιγά τον διαιρούσε.

Με τα μαλλιά στην άμμο θρόισε· «τ’ όνομά της ρωτώ – άνθος ή άλογο;»

Τα πέταλά σου ήτανε, πατρίδα.

 

Τώρα τα ξέραμε όλα.

Μόνο το πρόσωπό της δεν είδαμε και μόνο την κάμα της.

Το κλάμα της ακούαμε τη νύχτα κέρινο χέρι το ’γλειφαν σκυλιά.

Ποιο βυζί και ποιο γάλα· ένα στέρφο πουλί μόνο ήτανε.

«Όλα χαθήκαν, χάθηκαν» έλεγε ο μάγος.

Κανείς, κανείς δεν ράγισε.

Σε θεοσκότεινη σπηλιά παίζαν το φόρεμά της ενώ στους δρόμους δείχναν το κεφάλι της!..

 

Πήρε να λιώνει ο μάγος και να σώνεται.

«Δώσ’ μου το δαχτυλίδι σου» του είπα.

Το ’βγαλε και το πέταξε σε σκοτεινό ποτάμι.

Ακούστηκαν οι πετεινοί και το θαύμα εσκόρπισε.

Είδα κορμιά στον ποταμό, αυτό μόνο πρόφτασα.

Κι είδα τα σκέλια του βουνού· ανοιχτά και ταράζονταν.

Έβγαινε με κεφάλι ματωμένο η μέρα.

«Όλα γράφονται πάλι, όλα γράφονται πάλι» εψιθύρισα.

[από τη συλλογή του Χρήστου Μπράβου ΜΕ ΤΩΝ ΑΛΟΓΩΝ ΤΑ ΦΑΝΤΑΣΜΑΤΑ 1985]

 

ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΗΣ ΝΥΧΤΑΣ (Του Λυπημένου)

(από τη συλλογή του Χρήστου Μπράβου ΜΕ ΤΩΝ ΑΛΟΓΩΝ ΤΑ ΦΑΝΤΑΣΜΑΤΑ 1985)

Βγήκανε μ’ ανοιχτά φτερά   άλογα μαύρα·

ακινητούν   στον ουρανό.

 

Σε φράχτη θα το δείτε το κεφάλι μου.

 

Σε καθαρή πετσέτα να το βάλετε

και να το πάτε.

Στάχτη και πριονίδι μη σκορπίσετε –

πίνουν το αίμα όχι τη φωνή του.

 

Δέστε το μαύρο άλογο που τρέχει

δέστε τα’ άσπρα φτερά του που χτυπούν·

κι ανοίξτε στη γριά μα τ’ άγρια

δάχτυλα να μπήξει στο σανίδι

το καρφί της.

 

ΟΜΩΣ ΤΟ ΠΙΟ ΓΛΥΚΟ ΒΙΟΛΙ ΤΟ ΠΑΙΖΕΙ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ…

Αυτόν τον έρημο χειμώνα πώς επέρασα δίχως ποτάμια κι άλογα με σώματα ειπωμένα…  Η νύχτα ένα θανάσιμο φτερό.   Κι η πεθαμένη τραγουδά  και τη φοβάμαι:   «Όλο γεφύρια να περνάς·   όλο ν’ ακούς το κλάμα της χτισμένης!..  [ΣΦΡΑΓΙΔΑ από τη συλλογή του Χρήστου Μπράβου ΜΕ ΤΩΝ ΑΛΟΓΩΝ ΤΑ ΦΑΝΤΑΣΜΑΤΑ 1985]

Δευτέρα, 27 Δεκεμβρίου 2021

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΠΑΝΤΑ Σ’ ΟΛΟ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΤΡΑΓΟΥΔΟΥΣΑΜΕ…

  (…χωρίς ποτέ κανείς να μας ακούει…) («Γιατί σωπαίνουν τα κοχύλια; Γιατί δεν τραγουδούνε τα παιδιά; Τα ζώα τ’ αφανίσαμε και τα φυ...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ