Βράδυ λίγο πριν την αυλαία
η λήξη ενός
μέρους από μια κάποια πράξη.
Όλοι σε μια
βεράντα πέτρινη μετά το δείπνο
φορούσαν
πρόχειρα πουκάμισα δαντέλες ή μαύρα κι
άσπρα επίσημα.
Μπροστά η
θάλασσα κι οι πρώτες – πρώτες φωτεινές κουκίδες της πόλης μες στον μαβί αχνό.
Άρρωστα
δένδρα και κουνούπια
Καθένας κι
ένα πρόσωπο σβησμένο κοιτάζανε το δράμα
που έπαιρνε τέλος
θεαματικά
όπως πάντα
(το πορφυρό
σκούρα βουνά οι βάρκες)
απ’ το
υπαίθριο θεωρείο.
Τότε
κάποιος που ήτανε μισογερμένος σ’
έπιπλο ψάθινο δεξιά
με ξέπνοη
φωνή απ’ τα τσιγάρα τη μυρουδιά της ζέστης
τραγούδησε:
«Στο
άνοιγμα το βραδινό βρήκα σκοτάδια.
Όλο το
απόγεμα ξεχάστηκα μ’ άδεια μάτια.
Σε νάρκη
έγειρα μέχρι τον έφηβο.
Μ’ ένα
βιβλίο ανοιχτό έζησα ως τα γηρατειά κάτω
απ’ τη λάμπα.
Νωχελικά
εχάιδεψα ό,τι κοιμόταν δίπλα μου
γυρεύοντας
μιαν άλλη πιο πνιχτή χαρά στα ένστικτα.
Δεν ξέρω
άλλο απ’ το ημίφως ενός μισοσυνείδητου
ύπνου
κι από τον
έρωτα σπασμούς στα πρόθυρα του ξύπνου.
Και τώρα
όπως δύει ζητάω να χαθώ μες σ’ ένα τέλμα
αγάπης
να κατέβω
γαλήνια ως τ’ άδυτο της λάσπης
πίσω μου
αφήνοντας μόνο σπιτιών κι ανθρώπων
εντυπώσεις
περ’ από
ανάμνηση και γνώσεις»
[ΤΟ ΑΠΟΓΕΜΑ
ΕΝΟΣ ΧΑΥΝΟΥ από τη συλλογή του Στρατή Πασχάλη ΑΝΑΣΚΑΦΗ 1984, εδώ αντιγραφή και
επικόλληση από τη συγκεντρωτική έκδοση: Στρατής Πασχάλης ΣΤΙΧΟΙ ΕΝΟΣ ΑΛΛΟΥ Ποιήματα
1977 – 2013, εκδόσεις Μεταίχμιο. ΟΙ ΣΤΙΧΟΙ ΕΝΟΣ ΑΛΛΟΥ είναι η αυτοβιογραφία
του άλλου εαυτού… «Πρόκειται για ένα ποιητικό μυθιστόρημα, ανοικτό και
δυσερμήνευτο, διαυγές μέσα στη μυστικότητά του. Θεμέλιος λίθος αυτής της
ποίησης είναι η λέξη. Η ψηφίδα που λάμπει αφ’ εαυτής, μια μονάδα αναγκαία για
τη νοηματική και αισθητική αρτιότητα του συνόλου»]
… Πέρασαν χρόνια. Σαν ένα
πείραμα το αποφάσισαν
έτσι αμοιβαία τηλεφωνήθηκαν
για να συναντηθούν.
Δεν είχανε χαθεί τόσον
καιρό ίδιες παρέες ίδιοι τόποι
κοιτάζονταν από μακριά ένευαν
λίγο
χωρίς να συγκινούνται, δυο
άγνωστοι
πιο άγνωστοι μετά από τέτοιο
πάθος.
Έτσι δεν πρόσεχαν τις αλλαγές
στα πρόσωπά τους.
Βλεπόντουσαν σα να μη
βλέπονται.
Βρεθήκανε. Κάπου καθίσαν και
τα είπαν.
Ήξεραν βέβαια λίγο πολύ
τη νέα ζωή του άλλου ο καθένας.
Πεζή κινήθηκαν σ’ ένα τυχαίο
τόπο
μες στο δωμάτιο γυμνώθηκαν
για λίγο παρατήρησαν τα σώματά
τους:
η κόπωση των χρόνων οι απαλές
ραβδώσεις
μια νιότη που λίγο λες και
ταπεινώθηκε
έμεινε μόνο η ανταύγεια – μια
χάρις μεσ’ απ’ τη φθορά.
Ύστερα πέσανε στον έρωτα σαν
αδηφάγοι
αρχαιολόγοι γνωρίζοντας
καλά τους τρόπους και τις έξεις
σκάβοντας για παλιά κτερίσματα
φιλιά που βούλιαξαν χάθηκαν
μες το χρόνο
ή μείναν μόνον ίχνη μες στην
ενθύμηση σχεδόν σβησμένα.
Έψαχναν να ενώσουνε τα φύλα
το ίδιο αίσθημα ζητώντας
λίγο από το δέρμα παίρναν με
το στόμα
να ξαναβρούν την ίδια γεύση
γυρεύοντας με όλα τους τα
δάχτυλα
έναν χαμένο κόσμο στο άδειο
χώμα.
Και όπως ψάχναν έβρισκαν
απορημένοι
πιο χαλαρά τα μέλη πια λίγο
καταστραμμένα
πιο τακτική όμως πιο έμπειρη
τη χρήση των χειλιών
και πιο βαριά η ανάσα.
Πιο πλούσια τα στήθη
κλείνουνε ό,τι δέχονται και το
νεκρώνουν – τότε πιο άγρια –
τώρα στην ίδια ένταση αλλά
θλιμμένα
το πιο σημαντικό οι οργασμοί
αλλεπάλληλοι
εύκολοι μεν αλλά βαθείς
σ’ όλες τις στάσεις τις μορφές
–
τότε πιο δύσκολοι πιο ακριβοί πιο δυνατοί
σε σύσπαση και νεύρο
απελπισμένοι –
στο ανοιγμένο σκάμμα.
Όμως αυτές οι νύξεις που δηλώναν μιαν αδιόρατη
αλλαγή
αντί να τους ξενίζουν ακόμη πιο πολύ τους ερεθίζανε
τους προκαλούσαν για πιο
ενδιαφέρουσες ανακαλύψεις…
Μέσα στη νύχτα χωριστήκανε
λίγο μετά χωρίς υπόσχεση άλλη
να συναντηθούν.
Έτσι χαμένοι χωρισμένοι
κείνη τη νύχτα ένιωσαν να
περπατούν
(στην Όλυνθο την Άβυδο τη
Βύβλο)
μες στα ερείπια νωπά κι
αλλοιωμένα
πόλης ολόκληρης αρχαίας
που εκείνοι φέρανε στο φως
μεσ’ απ’ τα χώματα ενός έρωτα
χαμένου…
ΕΛΒΙΡΑ
Ερχότανε από γενιές παλιές που δεν έχουν άλλο
εκτός από την παλαιότητα έρμα
όπως τα πράγματα στην εποχή τους
ευτελή
μα όταν γίνουν αρχαία
σπάνια είναι αποκτήματα.
Μισοεβραία μισοσπανιόλα
ορθόδοξη
με προγόνους στην Αφρική
κι άλλους που φύγαν βόρεια.
Ντυμένη ρούχα μιας εποχής
απροσδιόριστης
ένα σύμφυρμα ρυθμών από
ύφασμα ξεχασμένων.
Το σπίτι της δε φάνταζε γι’
ανάκτορο
αν και φκιασιδωμένο
ενωμένο με άλλα οικήματα πίσω
από δένδρα.
Ζητιάνα μ’ όλο που φύλαγε σε κάθε στρώση ρούχων
βικτώριες κι άλλα χρυσά
ναπολεόνια.
Χωνότανε χειμώνα παγωμένη στις
εκκλησιές
να ζεσταθεί σε λειτουργίες
πρωινές
λη σ’ ολονύκτιες αγρυπνίες.
Όταν μιλούσε θύμιζε παλιά
διανοουμένη
άλλοτε μια χωριάτα.
Κείνο το απόγεμα πέρασε μακριά
στην κουπαστή του δρόμου
ήτανε ώρα εσπερινού
πίσω το άνοιγμα του λιμανιού
και πέρα η θάλασσα κενή χωρίς καράβι.
Ερχότανε σαν την ασκήμια
με ανοιχτό το μαύρο το σκιάδι
μιλώντας μόνη βήχοντας
καθώς της έπεφτε η Σύνοψη
ενώ κάποτε δάκρυζε
συλλογισμένη
κι έπειτα γέλαγε και πάλι
μόνη.
Τέλος προτού χαθεί στο γύρισμα
της παραλίας
(ήτανε ώρα εσπερινού πίσω ακούοντας καμπάνες)
γύρισε κι άφησε μέσα στο
δειλινό σαν μουεζίνης
ένα θλιμμένο και πνιχτό μουγκανητό
που ερχότανε από το βάθος του αιώνα.
[από τη συλλογή του Στρατή Πασχάλη ΑΝΑΣΚΑΦΗ
1984]
ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΓΙΑ ΤΡΙΑ ΡΟΜΑΝΤΣΑ
(από τη συλλογή του Στρατή
Πασχάλη ΑΝΑΣΚΑΦΗ 1984)
Τρίζουνε τα πατώματα βαμμένα και μεγάλα.
Οι αίθουσες φοβίζουν.
Τα έπιπλα μόλις χωράνε αλλού κι αλλού απομόναχα
κι αντίκρυ λες κι
αναζητάν
τον άνθρωπο που χάθηκε στο γύρισμα της σκάλας.
Κλειδί που λείπει.
Στο κομοδίνο μένουνε κλειστές
«η Ραϊσά» «η Ντεζιρέ» κι «η
Παναγία των Σλήπινς»
Μες στο υπόγειο νεκροί και ζωντανοί κοιμούνται
αντάμα δούλοι κι άρχοντες μοιράζονται τη φτώχεια.
Τ’ άλλα δωμάτια βαρέθηκαν
όλες τις εποχές να
μένουνε τα πράγματα σαβανωμένα.
Έξω η φύση σκηνικό.
Κηδεία μες το σπίτι.
Μα στα συρτάρια με τις σελίδες
τους υγρές
«η Ραϊσά» «η Ντεζιρέ» κι «η
Παναγία των Σλήπινς»
Πέθαναν όλοι χάθηκαν τα έπιπλα πουλιούνται.
Κανείς στα πρόθυρα
στην πίσω αυλή και στο λουτρό κανείς.
Γκρεμίζεται το σπίτι.
Μόνο που μένει ζωντανό
ακέραιο ξαναγυρνάει στο νου
στο στόμα σου όταν πλήττει
είναι οι τρεις
μισοσχισμένες χάρτινες θεές
«η Ραϊσά» «η Ντεζιρέ» κι «η
Παναγία των Σλήπινς»
ΜΑΘΗΜΑ ΓΑΛΛΙΚΩΝ
Φοράει μια ρόμπα βυσσινί.
Κουτσαίνει
γέρνοντας κάθε τόσο με το πλάι
κάνοντας τεμενάδες
βλέμμα που κάποτε απουσιάζει
από μαλλιά χλωμά και γένια
μέσα
όλο γελά και φαίνονται τα λίγα
δόντια:
«Δύσκολα – δύσκολα χρόνια.
Προορισμός ενός δασκάλου
επαρχιακού
για ιδιαίτερα μαθήματα ξένων
γλωσσών
μπορεί και να ’ναι η
γελοιοποίηση.
Περνώ από την αγορά μου φεύγει
το μπαστούνι
πάω να κρατηθώ πέφτουνε τα
βρακιά
-θέαμα που μαζεύει κόσμο –
με δυσκολία βρίσκω ταξί και
γυρίζω»
Τις μεσονύκτιες ώρες άυπνος
διατηρεί
μία κατάσταση ανάμεσα κάπου
σε ανάγνωση και προσευχή μαζί
με κάθε μαθητή του.
Δύσκολα – δύσκολα τα χρόνια
ένα κλειστό σαλόνι με τραπέζι
που πάντα βόλευε και για
γραφείο
(στους τοίχους κρέμονται
παντού μεγάλα σχέδια
με κάρβουνο σε κίτρινο χαρτί
κόκκινοι τόμοι παλιωμένοι
σε μια μικρή εταζέρα μ’ ένα
θαμπό εικόνισμα
στο πάνω ράφι)
όλο καπνοί και στάχτες
η φυλακή της επανάληψης
φράσεων τιποτένιων
που ακούγεται ψιθυριστά
στις άδειες κάμαρες το μάθημα
να προχωράει:
«Τοποθετώ τα γράμματα σαν
ξύλινα κασόνια
στα μάρμαρα του τάφου… Να βρω
την πρόταση γυρεύω (σαΐτα με
διπλή φορά στο χρόνο)…
Στέφανε ή Ανδρέα…
μπορεί κα να ’τανε ηθοποιός
και τεχνουργός
ή κοσμηματοτέχνης ο πιο
αληθινός αυτόχειρας…»
Μεγάλων διαστάσεων
καμπουριασμένος
όταν σε κάποιον μαθητή του
κάποτε
σκύβει και βρίσκει μια
λαθεμένη λέξη κι υπογραμμίζει
φέρνει στο νου το εικονίδιο
γέρου ανθρώπου χαμένου σε κλειστό
κήπο βιβλίων
γκρίζου ορφνού
προσεκτικά σ’ ένα χαρτί που
χαράζει
επίγραμμα κόσμημα πεθαμένων.
ΤΥΠΟΓΡΑΦΙΚΟ
Ανάγλυφο επίθημα:
Διατηρώ την ίδια
γνώση του νεκρού
μέσα στο ύφασμα του αγγέλου.
(Ψιμύθιο στη σελίδα εντύπου)
[από τη
συλλογή του Στρατή Πασχάλη ΑΝΑΣΚΑΦΗ 1984]
CARTES POSTALES
(από τη συλλογή του Στρατή
Πασχάλη ΑΝΑΣΚΑΦΗ 1984)
1 ΕΝΤΟΣ ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΩΝ
«Ερείπια στον περίβολο των
ανακτόρων φέρουν τα ίχνη του σοβά
που λείος κάλυπτε ολόκληρη την
τότε ακεραία πλινθοποιία.
Ζώα της θάλασσας ή ωκεάνιες
μορφές και άλλα τέρατα βουβά
διακοσμούν τα δάπεδα μέσα σε
μια γεωμετρική χρωματουργία.
ΣΥΝΕΧΕΙΑ από τη σελ. 60
2 ΕΝΔΟΝ ΧΩΡΑ
Αδιέξοδο η πόλη. Χωρίς καμιά
σύνδεση με το χώρο ρυθμοί κλείνουνε από παντού κάθε πέρασμα προς το άμεσο
αντίκρισμα της θαλάσσης.
ΣΥΝΕΧΕΙΑ από τη σελ. 61
3 «VUE METELIN»
Φως καστανό σα να ’ναι με χώμα
διαλυμένο.
Συγκεχυμένα χρώματα στις ίδιες
αρμονίες
θαμπά και υγρά, οι πινελιές.
ΣΥΝΕΧΕΙΑ από τη σελ. 62
ΣΤΗΛΗ
(στιχούργημα για να γραφεί
στον ανδριάντα ενός πεθαμένου αστού)
Γυρεύω τα σπασμένα λόγια τ’
άνυδρα σώματα
κομψά οικήματα με τα σαθρά
τους δώματα
γυρεύω τα παλιά μου οράματα
τις γαίες μου του πλούτου μου
τα δράματα
τους δούλους που ξεπέσανε σε
πρόστυχους και ταπεινούς αστούς
τους σκύλους μου τους νόθους
μου τους χωρικούς
τα λίγα ή τα πολλά μου γαλλικά
που έμαθα από παιδί από νέρσες
(εν Σαλαμίνι ναυμαχία η
Ακρόπολη και Πέρσες)
γερμανικές ή αγγλικές γκραβύρ
απομιμήσεις
φαύνους τοπία της Αιγύπτου
άλλες απεικονίσεις
στην Οδυσσό την Αλεξάνδρεια
Βιέννη και σμύρνη την Τεργέστη Ανκόνα
εμπόρια τοκογλυφίες
επιχειρήσεις και ταξίδια·
γυρεύω μιαν εικόνα…
Στη γέννηση μου σχεδόν μισάνθρωπος.
Στην κοίμησή μου σχεδόν
απάνθρωπος.
[από τη
συλλογή του Στρατή Πασχάλη ΑΝΑΣΚΑΦΗ 1984]
ΚΟΧΥΛΙ
(από τη συλλογή του Στρατή
Πασχάλη ΑΝΑΣΚΑΦΗ 1984)
Είχε αυτοκτονήσει. Το νεαρό
του σώμα μόνο με παντελόνι
μισόγυμνο και τα μαλλιά
βρεγμένα. Μες το σεντόνι
τα υγρά που του έβαλαν πριν
πεθάνει πινελιές
είχανε μείνει μες τις
πτυχώσεις. Παντού σκιές.
Κουρέλι πλάι του ένας άνδρας.
Από μαργαριτάρια
βρεχότανε το πρόσωπό του. Τα
λιγοστά φανάρια
του δρόμου έξω σβήσανε. Το
σώμα πήραν
το δροσίσανε. Μία λευκή φανέλα
σύραν
στο πάνω μέρος του. Τον
χτένισαν. Δεν ακουγότανε ανάσα.
Σε λίγη ώρα ήρθανε και πήρανε
τα μέτρα για την κάσα.
Είχε πεθάνει μες σε οδύνες.
Οσμές ξυδιού
και οινοπνεύματος μες στο
βαμπάκι. Στου σκοταδιού
τα ξέφωτα γυναίκες όλη τη
νύχτα στις σκάλες τις κυρτές
τους καλυμμένους με χαλιά
διαδρόμους ή κάποτε σκυφτές
στα μυστικά δωμάτια. Ένα μόνο
πρόσωπο ανδρικό
μεσόκοπο σαν γερασμένο κάπου
μέσα απ’ τις γριές διακο-
νισσες φιγούρες ή άλλοτε στο
βυσσινί
της κάμαρας με τον αυτόχειρα
μ’ ένα πανί
ξεχώριζε το δέρμα να στεγνώνει
στα μαλλιά κάτι ν’ αγγίζει
στοργικά πέφτοντας κάπου εκεί
πλάι να δακρύζει.
Χαράματα ξεψύχησε. Κι αυτός ο
άνδρας αφού συμφω-
νησε την αμοιβή με όλους – να
κρατηθεί κρυφό –
κι ετοιμάστηκε κάθισε κάπου
και περίμενε μόνος.
Το πρόσωπό του ενώ ράβδωνε
βαθιά ο πόνος
όπως εχθές δε βρέχονταν σιγά
και συνεχώς από μαργαριτάρια
-μάζευαν γύρω του σεντόνια
γάζες και πεταμένα μαξιλάρια
τακτοποιούσαν – όπως
χρειάζεται λες για πομπή θυσία
(έχοντας πια η ανάμνηση
ακριβώς την ίδια σημασία
μ’ ένα τσαλακωμένο απ’ τον
καιρό πολύτιμο μαντίλι)
αργά επίσημα η όψη του σχήμα
θλιμμένο έγινε, κοχύλι.
Ο ΑΝΤΙΝΟΟΣ
Αλλεπάλληλα κέντρα κι άλλα
κτίρια μπαρόκ
αισθήματα κτιστά με αετώματα
έλικες κόκκινα κεραμικά
σειρά οι τέντες και τα καΐκια
όλα μέσα στη βρόμα· η παραλία.
Εκεί ψηλά στην πρόσοψη μεγάλου καφενείου με μπιλιάρδα
(είναι ο πρώτος όροφος ενός παλιού
σπιτιού
που το ισόγειο έχει γίνει
καφενείο)
σε μια κόγχη έστεκε χρόνια το
άγαλμα ενός εφήβου.
Η στάση του νωχελική σώμα σαν γυμνασμένο
λερωμένο από τη μούχλα σκόνη
αρμύρα
να γέρνουν άφηνε οι ώμοι τα
πλούσια στερνά
ο λαιμός και το προτεταμένο
γόνα
χωρίς ένταση λυγισμένο.
Όσο περνούσανε τα χρόνια και
το έφθειραν
τόσο εκείνο φάνταζε πιο άφοβο
μπρος στις κατεδαφίσεις
αντίγραφο διακοσμητικό
σε μια παραλλαγή άγνωστου
έργου.
Στο καφενείο έβλεπες
ανάλογα με τις ώρες ή με τις εποχές
(ήταν μια αίθουσα τεράστια
μαρμάρινα τραπέζια μαύρες
καρέκλες
και οι καθρέφτες όρθιοι γύρω
τριγύρω)
το πήγαιν’ έλα κάθε λογής
ανθρώπων
και το παιχνίδι ρωμαλέο στα
μπιλιάρδα
ή πιο σιωπηρό και πάλι
θορυβώδες
στο τάβλι τα χαρτιά. Γέροι που
έλιωναν
χρόνια στην ίδια θέση
γυμνασιόπαιδες σ’ έξαψη και σε
γέλια
παιδάκια πρόστυχα ντυμένα
ζητιάνες μουρμουρίζαν στα
κατώφλια
περαστικοί που άφηναν κάτι
αδιάφορες κουβέντες
μέσα στη σκόνη να λιμνάζουν
κι άλλοι πλανόδιοι πωλητές
μεσοαστοί
εργάτες και χωριάτες ή και
γυναίκες σκόρπια
πλήθη μες σε κινήσεις θορύβους
και συνήθειες κοινές
ή ερημίες φιγούρες μόνες μέσα
σε ήλιο ασθενικό
κι αρρωστημένα φώτα…
Όμως το άγαλμα πάντα στην
πρόσοψη
(τύπος από την αρχαιότητα
φερμένος
σε αστική διακόσμηση του
περασμένου αιώνα
που έτυχε στη θέση αυτή να
αντιτίθεται
σ’ ό,τι το αιώνιο το επώνυμο
και το μοναδικό)
έμοιαζε ο θεός το είδωλο του καφενείου
ενός ναού φθοράς και
εξουθένωσης
συναγωγής των πιο περίεργων
ανταλλαγών
χώρου ιερού ερωτικού
λιωμένου από τα μέλη τα
δέρματα τους ήχους
του καθημερινού του ασήμαντου
και του ανώνυμου.
[από τη
συλλογή του Στρατή Πασχάλη ΑΝΑΣΚΑΦΗ 1984]
ΚΙ ΑΥΤΟΙ ΟΙ ΔΥΟ ΚΟΣΜΟΙ
ΣΥΝΥΠΗΡΧΑΝ Ο ΕΝΑΣ ΚΛΕΙΣΤΟΣ ΜΕΣΑ ΣΤΟΝ ΑΛΛΟ –
(… σάρκα υπερώριμη άγουρου
φρούτου…
Ο κήπος που άρχιζε με επιτήδευση
και τέλειωνε σε περιβόλι ελεύθερο μα
φροντισμένο ενώνονταν σε μια σύζευξη
αρμονική με τ’ όλο τοπίο των ελαιώνων
της λυγαριάς και των σκίνων ανάλαφρος
μακάριος κι ειρηνικός: Στην αρχή αλέες
σχήματα γύρω από σιντριβάνια μεγάλες γλάστρες
αρχαιοπρεπείς με ιβίσκους και
γεράνια στα μάρμαρα τα περιστέρια πέρα ψηλά οι βραγιές και τα σύδενδρα κάπου – κάπου μια γάτα εξαίσια το σπίτι σχεδόν σβησμένο στη ζέστη του καλοκαιριού. Αλλ’ όμως μέσα μόλις περνούσες το
κατώφλι στο δροσερό σκοτάδι άλλη πανίδα
και χλωρίδα τεχνητή άγριας νύχτας: Απέναντι σκιά πυκνή σαν από ύλη πουλιά νεκρά που κρέμονται δράκοι
αναπαυμένοι δρυμός βαρύς που
αναρριχάται κισσός ξυλόγλυπτος όλο
απειλές· ένας μπουφές. Μέσα στον πάγο του καθρέφτη χειμερινά
ξερόκλαδα· πτυχώσεις. Κι η οροφή συννεφιασμένη. Βαθιά ο καναπές στο έρεβος - η
ράχη έπιανε τα μισά του τοίχου σε ύψος -
τον έστεφε μια σκέτη κεφαλή ελαφιού
βαρύτιμη και απαθής (μισοφαινόταν)
ενώ στην αγκαλιά του όγκος κρεάτων
μες σε βελούδα περιδέραια φτερά βεντάλιας και μαξιλάρια σκοτεινά κουφάρι ενός θηρίου·
η σωριασμένη δέσποινα… [ΕΠΑΥΛΕΙΣ από
τη συλλογή του Στρατή Πασχάλη ΑΝΑΣΚΑΦΗ 1984]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου