Η φωνή της ήταν
βαριά μελωδική και λίγο ένρινη
ώστε κάθε τι που
λέει ήταν σαν μια ειρωνική μελωδία. Μια
διαταγή στ’ αστεία.
Η φωνή της έσβηνε και έφευγε όπως η σειρήνα
των καραβιών.
Η φωνή της βάραινε γινόταν ασήκωτη σαν άγκυρα
γινόταν μια ρόδα, και κύλαγε ίσαμε τη ρίζα του λόφου
(εμείς όλοι
καθισμένοι ψηλά)
Ίσια- ίσια, αυτό
θέλω ν’ αποφύγω. Ετούτο δω, ίσια- ίσια.
Η φωνή της γινόταν μια σφαίρα και κυλούσε
ίσαμε εκεί που τελειώνει ο λόφος κι αρχίζει ο δρόμος, που πάει πίσω στην πόλη:
στο Κλεινόν Άστυ!
Η φωνή της ήταν
ενός πουλιού που σιγοτρέμει στον αέρα.
Η φωνή της - φοβόταν
μην πεθάνει η φωνή της,
κι ανυψωνόταν
φτεροκοπώντας,
ένρινη ίσαμε τον
Υμηττό, ίσαμε το σταθμό Ραντάρ,
απ’ την
Καισαριανή, κι από κει ποιος ξέρει, ίσαμε τον ουρανό,
όπου την άκουγε
με το ’να αυτί του, ο ίδιος ο Θεός,
απολαμβάνοντας με τα ρουθούνια του την ευωδιά.
[Η ΣΥΝΟΙΚΙΑΚΗ
ΚΟΥΚΟΥΒΑΓΙΑ από το βιβλίο του Νάνου Βαλαωρίτη ΜΕΡΙΚΕΣ ΓΥΝΑΙΚΕΣ, εκδόσεις Θεμέλιο
1982.
Ακολουθούν
κάποιες άλλες γυναίκες από την ίδια συλλογή (τίτλοι των ιστοριών τους):
Η ΚΑΛΟΓΡΙΑ, Η ΜΑΡΙΑ κι ΕΓΩ, ΑΥΛΑΙΑ,
ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΜΕ
ΜΟΥΣΤΑΚΙΑ, ΣΕ ΜΙΑΝ ΑΤΜΟΣΦΑΙΡΑ ΘΥΣΙΑΣ,
ΗΤΑΝ ΟΛΟΙ ΤΟΥΣ
ΤΗΣ ΙΔΙΑΣ ΘΡΗΣΚΚΕΙΑΣ, ΤΟ ΤΡΕΝΟ
και κατακλείδα ΛΕΞΕΙΣ – ΓΥΝΑΙΚΕ Σ… που ανοίγουν ερμάρια
ντουλάπια συρτάρια… ψυχές προοπτικές…
Η
«ΚΑΛΟΓΡΙΑ»
(από τη
συλλογή του Νάνου Βαλαωρίτη ΜΕΡΙΚΕΣ ΓΥΝΑΙΚΕΣ 1982)
Κάθε φορά που κλείνει ένα παράθυρο, κατεβαίνει ένα στόρι, ανοίγει μια πόρτα
– βρίσκεται σ’ ένα άλλο κόσμο – όχι πια το δικό του, είναι σαν ν’
ανοιγοκλείνουν οι πόρτες και τα παράθυρα της συνείδησής του.
Κάθε φορά που στρίβει μια γωνιά ή βλέπει ένα καινούργιο πρόσωπο, ο κόσμος
αλλάζει – σταματάει απότομα και η νέα πραγματικότητα καταστρέφει όλες τις
άλλες. Έτσι ενώ ανοίγει την πόρτα ενός αυτοκινήτου για τους συγγενείς του,
βλέπει τους απαγωγείς του, που τον καραδοκούν και που τον πάνε προς τη θάλασσα,
όπου και θα τον ξεκάνουν, αν τα καταφέρουν, πράγμα φυσικά αμφίβολο, γιατί
αγρυπνά και κάθε τους κίνηση φροντίζει να την εξουδετερώνει με μια άλλη κίνηση
ανάλογη – σε μιαν άλλη κατεύθυνση.
Η Σάρα είχε πεθάνει. Το γεγονός αυτό δε φάνηκε να ενοχλεί καθόλου τα εν
λόγω πρόσωπα. Όλοι πίστεψαν την ιστορία που τους την είχε πει ο υπηρέτης. Πως
δεν μπορεί δηλαδή να γυρίσει εγκαίρως, αλλά θα ’ρχοτανε αν προλάβαινε – και ας
κάθονταν να φάνε αν θέλανε, χωρίς να την περιμένουνε.
Είναι τώρα πια βέβαιο πως η
«Καλόγρια» λεγόταν Σάρα και πως είχε γδυθεί και στεκόταν μπροστά του εντελώς
γυμνή. Το «γκαρσόνι» τα είχε χαμένα: «Γδύσου» του λέει αυταρχικά. Τρέμοντας
γδύθηκε κι αυτός. Η «Καλόγρια» κάθισε πάνω στο πάτωμα σταυροπόδι και περίμενε.
Μια ελαφρή ειρωνεία ήταν ζωγραφισμένη στο πρόσωπό της. Ήταν όπως το πουλί της
θύμησης έρχεται και ξυπνάει την εικόνα στο θολωμένο μυαλό εκείνου που ξέχασε.
-Κοίταξε, του λέει, αλλά δεν θ’ αγγίξεις. Η σάρκα μου είναι ιερή. Ο Θεός με
έφτιαξε από το πλευρό σου, ενώ εσένα σ’ έφτιαξε από χώμα κοινό!.. Το «γκαρσόνι»
σκέφτηκε πολλή ώρα. Δεν μπόρεσε να απαντήσει. Ύστερα του ήρθε η έκφραση εν
αδαμιαία περιβολή και της είπε δειλά:
-Είσαι αδαμίστρια!..
Το «γκαρσόνι» αργότερα είπε ψέματα ότι η Σάρα «έφυγε και πήγε ταξίδι». Η
αλήθεια ήταν ότι την είχε κρύψει – για να την βλέπει και να την απολαμβάνει
μέρα νύχτα.
Η «Καλόγρια» ήταν νέα και ωραία. Τα μεταξωτά μαύρα της μαλλιά φτάναν ίσαμε
τη μέση της. Το δέρμα της ήταν άσπρο σαν το γάλα. Τα μάτια της ήταν πράσινα
όπως ο βυθός τη θάλασσας. Άμα μιλούσε είχε μια φωνή βαθιά σαν να ’βγαινε από το
πιθάρι. Μύριζε χώμα και πρασινάδες – σχοίνους, ρείκια και θυμάρια.
Το «γκαρσόνι» ήταν τώρα γεμάτο πρόκες και ροκανίδια. Της έφτιαχνε το
φέρετρό της. Πριόνιζε από το πρωί ως το βράδυ τη σανίδα που είχε βρει στο
υπόγειο.
Σε λίγο καιρό το φέρετρο ήταν έτοιμο. Εκεί θα κοιμόταν από δω και μπρος ο ίδιος
– για να συνηθίσει λέει το θάνατο. Από δω και μπρος δεν ήθελε πια να τη λένε «Καλόγρια»
αλλά «Μοναχή» γιατί δεν ήταν ούτε καλή ούτε γριά αλλά μόνη της τον περισσότερο
καιρό.
Το «γκαρσόνι» ήταν ένας καρκαλέτσος που δεν είχε καμιά μυική ή άλλη δύναμη.
Έκανε ολόκληρο μήνα για να φτιάξει εκείνο το φέρετρο. Η «Μοναχή» και το «γκαρσόνι»
είχαν συναντήσει της Τύχης τους τα γραφτά – γεμίζοντας το χώρο τους με
προαισθήματα.
Παράδοξο, πώς τα πράματα δεν άλλαζαν για πολύ καιρό. Έμειναν στάσιμα.
Άλλωστε καμιά ριζική αλλαγή δεν είναι δυνατή, χωρίς να διακινδυνέψει κανείς την
υπόστασή του την ίδια. Ώστε – ό,τι γινόταν ήταν το αποτέλεσμα ώριμης σκέψης.
Καμιά κίνηση δεν γινόταν χωρίς να μελετηθεί να ζυγιαστεί το υπέρ και το κατά.
Το υπέρ ήταν συνήθως ισχυρότερο από το κατά. Αλλά αυτό δεν είχε σημασία.
Σημασία είχε ο τρόπος με τον οποίο γινόταν όλη αυτή η διαδικασία. Το γδύσιμο
κάθε βράδυ – το κοίταγμα – το αμοιβαίο – και η έκσταση στην οποία πέφτανε τα
δυο πρόσωπα ύστερα από μισή ώρα μόλις – και τα φοβερά όργια που κάνανε τότε, με
μόνο μέσο τη φαντασία και με κλειστά συνήθως τα μάτια.
Καθόντουσαν ο ένας απέναντι στον άλλον – απολύτως ακίνητοι και σιγά – σιγά –
το φίδι τύλιγε και συνέπαιρνε τα κορμιά τους σ’ ένα στρόβιλο – σε μια δίη
ιλίγγου. Πολλές φορές ξεσκίζανε ο ένας τη σάρκα του άλλου, σε χίλια κομματάκια.
Πολλές φορές είχαν δαγκωθεί ως το αίμα αποκολλώντας τα περισσότερα μέρη του
σώματος τους… Τι μεγάλη αξέχαστη κι οδυνηρή ευτυχία.
Η ΜΑΡΙΑ
ΚΙ ΕΓΩ
Η Μαρία κι εγώ – οι καμπάνες χτυπούσαν – μέναμε σ’ ένα σπίτι πολύ παλιό σ’
ένα στενό δρομάκι. Η κάμαρα ήταν γεμάτη απ’ την ατμόσφαιρα μιας άλλης εποχής με
μεγάλα κρεβάτια κι έπιπλα παλιά. Τα χαλιά ήταν όλα μαγικά. Τα μάτια της Μαρίας
ήταν μεγάλα και μένανε ανοιχτά νύχτα μέρα. Δυο μάτια βαθιά σαν πηγάδια. Έξω ο
κόσμος ήταν πολύ απλός. Βγήκαμε να πάμε μια βόλτα – κάτω περίμενε ένα κλειστό
καρότσι του παλιού καλού καιρού. Το χρώμα του ήταν κόκκινο χωματί. Βγήκαμε αργά
και με αρκετό κόπο – το άλογο ήταν γέρικο – από την πόλη. Στο δρόμο τον εξοχικό
κατεβήκαμε και καθίσαμε λίγο στο χορτάρι. Ξαφνικά πάνω σ’ ένα μικρό δρομάκι
ήταν ένα ελαφάκι μωρό – σκοτωμένο. Το σημάδι αυτό ήταν μια προειδοποίηση. Σε
λίγο έγινε η πρώτη απόπειρα εναντίον μου. Γυρίσαμε πολύ βιαστικά στην πόλη. Οι
δολοφόνοι, όλοι γυναίκες, μας προσπερνούσανε στο δρόμο. Ήταν άγνωστες οι αιτίες
που ήθελαν να με σκοτώσουν. Γυρίζοντας στο σπίτι βρήκα ένα χαρτί «Όπου και να
πας θα σε κατεβάσουμε, θα σε κάνουμε με τα πατατάκια – τ’ αλατιού. Μην ελπίζεις
ότι θα μας ξεφύγεις». Αποφάσισα να μη βγαίνω παρά μονάχα στο μπαλκόνι να παίρνω
αέρα – κι αυτό σε ώρες που δεν μπορούσανε να με σημαδέψουν από το δρόμο.
Αποφάσισα να φύγω. Δεν είναι ζωή αυτή – είπα στη Μαρία – κάτω ο δρόμος ήταν
γεμάτος απειλές. Σκέφτηκα πως θα ’ταν καλύτερα να φύγουμε αμέσως για την Αγγλία
ή το Βέλγιο αεροπορικώς. Κατέβηκα να πάω στο πρακτορείο ταξιδίων. Το καρότσι με
περιμένει αλλά είναι αδύνατο να κουνήσει. Οι δρόμοι είχαν στενέψει ακόμα
παραπάνω. Και τ’ άλογο δεν μπορούσε να τα σύρει. Φοβόμουνα να πάω πεζή. Με
χίλιους κόπους έφτασε ως το πλάτανο. Δυο μαινάδες το πλευρίζανε. Αλλά ευτυχώς
δεν με είδανε. Βρέθηκα πίσω στο δωμάτιο με το εισιτήριο στο χέρι. Η Μαρία
ετοίμαζε τις βαλίτσες της. Μέσα σε μιαν απερίγραπτη ατμόσφαιρα φόβου – ξύπνησα - ανακουφισμένος από ένα όνειρο διονυσιακό.
[από τη συλλογή του Νάνου Βαλαωρίτη ΜΕΡΙΚΕΣ
ΓΥΝΑΙΚΕΣ, Θεμέλιο 1982]
ΑΥΛΑΙΑ
(από τη
συλλογή του Νάνου Βαλαωρίτη ΜΕΡΙΚΕΣ ΓΥΝΑΙΚΕΣ 1982)
Η κλέφτρα του νερού της λίμνης συνελήφθη επ’ αυτοφόρω από την υγειονομική
επιθεώρηση σε κέντρον διασκεδάσεως – στα μέσα του δάσους και στα τόσα του
Ιουλίου.
Ο Μάρκος το παιδί των ονείρων μου ενταφιάστηκε κάτω από τις υποσχέσεις. Υποσχέσεις ύπουλες και γλαφυρές. Τον είχαν μια
φούρκα οι άνθρωποι που τριγυρνούν στα μαγαζιά. Μια φούρκα που δεν περιγράφεται
που αγγίζει τα όρια της υστερίας. Μεταξύ άλλων ατυχημάτων συνέπεσε κι αυτό. Να
πάει έτσι χαμένο ένα τόσο όμορφο παιδί, μια τόσο καλή παρέα – ανοιχτή καρδιά –
κακό λόγο δεν έλεγε για κανέναν – ήταν σωστός άγγελος. Και να πεις πως τους είχε
κάνει και τίποτα να πω: ναι!.. Αλλά αυτός ήταν κι αθώος – τελείως αθώος – κι ανίδεος
γι’ αυτά που τον κατηγορούσαν. Ήταν μια σπάνια περίπτωση. Μα τώρα ήταν πια
αργά. Τίποτα δεν μπορούσε να τον σώσει από τα γυάλινα δοχεία, απ’ τους αλχημιστές
του περασμένου αιώνα. Κι αυτός – ο έρμος – είχε γίνει τελευταία αθέατος = δεν
γνώριζα την αιτία. Εκείνοι δεν έλεγαν τίποτα, μόνο σφίγγαν τα δόντια τους και
δε λέγανε λέξη σε κανέναν – άλλωστε και τι να πούμε; Ήτανε πάντοτες στη μέση
αυτό το διαβολοθήλυκο που δεν τους άφηνε να μιλήσουν. Δεν τους άφηνε ούτε
στιγμή – και νιώθανε όλοι ένοχοι. Και ας κάνουν πάντα τους αδιάφορους στις γκαρσονιέρες.
ΓΥΝΑΙΚΕΣ
ΜΕ ΜΟΥΣΤΑΚΙΑ
Γυναίκες με μουστάκια - που παρ’ όλα αυτά δε θα λέγαμε όχι, αν μας δινόταν
η ευκαιρία - κι εφόσον δεν υπάρχουν
άλλες, αλλά ακόμα κι αν υπάρχουν άλλες, γιατί όχι κι αυτές, ας έρθει το πράγμα
έτσι τυχαία, κι όχι προμελετημένα χωρίς καμιά προσπάθεια, χωρίς πρόθεση - χωρίς
καν να παρατηρήσει κανείς τη διαφορά ανάμεσα στη συνηθισμένη περίπτωση και στην
περίπτωση που είναι κάπως πιο παράμερη από τις άλλες - θα ’λεγα μάλιστα = για
να φτάσω απευθείας στο ψαχνό - μια υπόθεση που σου πέφτει από τον ουρανό όχι
γιατί δεν την σκέφτηκες, αλλά γιατί έτσι το θέλει ο νόμος τη βαρύτητας που
διέπει τις σχέσεις των αντικειμένων με τη γη, και των ίδιων των ανθρώπων μεταξύ
τους - αφού έλκονται και απωθούνται - με την ίδια ένταση και ανάλογα με την
κίνηση που κάνει ο ένας γύρω στον άλλον,
αν κρατάει ένα σχοινάκι και στριφογυρίζουν κι οι δυο, όπως ο Δερβίσης
μόνος του γύρω από τον εαυτό του - πέφτοντας στο τέλος, ο ένας στην αγκαλιά του
άλλου. Το ανεξήγητο αυτό φαινόμενο, που λέγεται βαρύτης, ο Νεύτων το είδε, το
διαπίστωσε, αλλά δεν το εξήγησε, και σήμερα ακόμα γίνονται εικασίες - τελευταία
ο Fred Hoyle, δεν υπέθεσε πως είναι το σύνολο, της απωστικής δύναμης των ευρισκομένων
στο σύμπαν σωμάτων, που προκαλεί τη βαρύτητα,
πράγμα που δεν ξέρω τι σημασία έχει στα μαθηματικά, πάντως βρίσκω ότι τα
πράματα έχουν πάει λιγάκι πολύ μακριά: Να χρειαστεί να φτάσουμε ως την άκρη του
κόσμου για να εξηγήσουμε την πτώση ενός μήλου - ούτε ο Νεύτων είμαι σίγουρος
δεν το ’βαλε αυτό με το νου του, όταν ένα απόγευμα τον ξύπνησε στο περιβόλι,
από μεσημεριάτικο ύπνο (υποτίθεται), η πτώση ενός μήλου, - πράγμα που μας φέρνει σε μιαν άλλη πτώση - ετούτη
τη φορά ηθική που συνέβηκε με το μήλο που πρωτοδάγκωσε ο Αδάμ, όταν του το
προσέφερε η Εύα, κι έτσι σήμερα οι δύο πτώσεις γίνανε μία, και δεν μπορεί πια
να διακρίνει κανείς που αρχίζουν οι νόμοι της φυσικής και που τελειώνει η
αμαρτία, - το παράπτωμα δηλαδή - που το
δικάζουνε στα πταισματοδικεία, και σε τι διαφέρουν τελικά τα μουστάκια των
γυναικών από των ανδρών, από τη σκοπιά της βαρύτητας της φαντασίας των ποιητών.
[από τη συλλογή
του Νάνου Βαλαωρίτη ΜΕΡΙΚΕΣ ΓΥΝΑΙΚΕΣ, Θεμέλιο 1982]
ΣΕ ΜΙΑΝ
ΑΤΜΟΣΦΑΙΡΑ ΘΥΣΙΑΣ
(από τη
συλλογή του Νάνου Βαλαωρίτη ΜΕΡΙΚΕΣ ΓΥΝΑΙΚΕΣ 1982)
Στην αρχή δε φαινότανε καμιά διαφορά στο τοπίο – όλα έμοιαζαν κανονικά – τα
δένδρα εκεί – οι αλέες – οι σκεπαστές – τα αρχαία μια γκρεμισμένη έπαυλη – ο
κάβος μέσα στη θάλασσα – οι βράχοι – οι γλάροι – τα βουνά πίσω – οι λόφοι – ο δρόμος
με τις στροφές – τα νησιά στο βάθος – ο ουρανός – άδειος γαλήνιος χωρίς σύννεφα
– ο ήλιος – και το φεγγάρι ακόμη πολύ χλομό και ξαφνικά εκεί που δεν το
περιμένεις – ορθώνεται μπροστά σου το θυσιαστήρι – τρομερό, προμαντικότερο παρά
ποτέ – τεράστιο – πολλές σκάλες για να φτάσεις στην κορφή του εκεί που θυσιάζει
πάντοτε ο ιερεύς του ήλιου εκεί που τρέχουν τα αίματα ως κάτω στη βάση της πυραμίδας
– και οι φονείς εκείνων που σφάζουνε κάθε λεπτό και από έναν, τους πηγαίνουνε
δεμένους και με τα μάτια δεμένα – τους γυρίζουν προς τη δύση – και ύστερα μια
με το μαχαίρι και τους βγάζουν την καρδιά που σπαράζει ακόμα – και τη ρίχνουν κάτω
– εκεί που περιμένουν τα σκυλιά του ήλιου να τη φάνε – και γαυγίζουν και
κουνάνε την ουρά τους.
Ω ανθρώπινο θυσιαστήρι – σε αναλογίστηκα πολλές φορές πριν να σε δω – τώρα όμως
που σε είδα πώς να σε ξεχάσω – τώρα που σε είδα στα χωράφια τούτα μέσα – τα τόσο
ήσυχα όπου διαβαίνουν οι αγρότες με τα κάρα με τ’ άχυρα και τα σανό και με τα
καλαμπόκια. Τώρα που σ’ είδα – εδώ στο Σούνιο κοντά σε μια στροφή όπου ποτέ δεν
περνάει τ’ αυτοκίνητο στο δρόμο το διχαλωτό που τόνε λένε κακορίζικο. Πού να το
φανταστώ πως από το μακρινό Μεξικό, ήρθες εδώ ανάμεσά μας να υψωθείς και να
φτάσεις ίσαμε τον ουρανό – τόσο που χόρτασαν αίμα για καιρό, οι νυχτερίδες, οι
καρδιορουφίχτρες, οι λάμιες και οι λαμπηδόνες, και οι βδελλογέννητες και βδελλοκαμωμένοι
κοριοί, και τα κουνούπια και… ξαφνικά
είδα πως το θυσιαστήρι ήταν ξύλινο – και το ’χε κατεβάσει ο Θεός με σπάγκο από
τον ουρανό, όπως οι Τρώες το νόμισαν σαν είδανε το Δούρειο Ίππο και είδα πως,
ό,τι παίζονταν εκεί επάνω ήταν από μαριονέτες που κουνούσαν σπασμωδικά τα χέρια
και τα πόδια τους και πεθαίνανε και ξαναζούσανε, για να ξανανεβούν επάνω στο
ικρίωμα αμέτρητες φορές – και διάρκεσε αυτό όσο διαρκεί αυτή η κωμωδία της ζωής
μου.
ΗΤΑΝ
ΟΛΟΙ ΤΗΣ ΙΔΙΑΣ ΘΡΗΣΚΕΙΑΣ
Όλοι όσοι συναντούσαμε γράφανε – άλλοι γράφανε στίχους άλλοι γράφανε στους
τοίχους κι άλλοι στα χαρτιά των αποχωρητηρίων. Φορούσανε γραβάτες ανάποδα – και
περπατούσανε οι περισσότεροι ξυπόλυτοι.
Μερικοί μιλούσαν μα το θθθ κι άλλοι με το δδδ.
Φορούσαν πολύ στενά παντελόνια και χρωματιστά γιλέκα –είχαν κουμπότρυπες με
ασημένια κουμπιά.
Η γλώσσα τους – δεν καταλαβαίναμε τις περισσότερες φορές τι λέγανε – ήταν
ένα μείγμα ευρωπαϊκών εκφράσεων με ασιατικές και αφρικάνικες λέξεις ριγμένες
μέσα σαν την κρέμα στο καφέ. Τα ξένα λόγια επιπλέανε ασύνδετα όπως η μύγα μέσα
στο γάλα. Από το πολύ κρασί φουσκώνανε και κυλούσανε ως τον κοντινότερο σταθμό
Πρώτων Βοηθειών. Εκεί τους παίρναν ελικόπτερα και τους άδειαζαν στη λίμνη. Η
λίμνη ήταν βαθιά και ανεξιχνίαστη – επιπλέανε πάνω στη λίμνη σαν φούσκες – σαν
μπαλόνια. Στο τέλος ερχόντουσαν – χιλιοπαρακαλώντας για ένα ποτήρι νερό. Για
φανταστείτε από όσα σας είπα να ζητάνε κι από πάνω νερό. Δε φτάνει το νερό που
ήπιανε στη λίμνη. Δε φτάνει τ’ αυγά που φάγανε, τις γυναίκες που μασήσανε σαν
μπισκότα, τα τέρατα που ξηγηθήκανε, τα λεπτά που τσεπώσανε του κοσμάκη – αλλά
ζητάγανε και τα ρέστα. Τι άνθρωποι ήταν αυτοί. Τι ζώα!
[από τη συλλογή
του Νάνου Βαλαωρίτη ΜΕΡΙΚΕΣ ΓΥΝΑΙΚΕΣ, Θεμέλιο 1982]
ΤΟ
ΤΡΕΝΟ
(από τη
συλλογή του Νάνου Βαλαωρίτη ΜΕΡΙΚΕΣ ΓΥΝΑΙΚΕΣ 1982)
Σε μεγάλο συνωστισμό του
Ηλεκτρικού Σιδηροδρόμου, στη γραμμή Αθηνών – Πειραιώς, μια γυναίκα μου κόλλησε
δυνατά από πίσω.
Μου ψιθύρισε στ’ αυτί:
-Θέλεις ν’ αλλάξουμε; Να γίνω εγώ εσύ και συ γω; Γύρισα – όσο μπορούσα, γιατί
ήταν σχεδόν αδύνατο να κινηθεί κανείς και είδα μια σκυλομούρα φοβερή με δόντια
χαλασμένα, σχεδόν μαϊμου.
-Είμαστε τόσο όμοιοι,
είπε, και άνοιξε το στόμα της μισή πήχη. Είδα τότε πως το στόμα της ήταν η
είσοδος του υπογείου σιδηροδρόμου και από τις δύο μεριές περνούσαν ηλεκτρικά
καλώδια και γραμμές ηλεκτροφόρες. Οι κοινές γραμμές δεν φαίνονταν πουθενά.
Παρ’ όλα αυτά το τρένο
έμπαινε με ιλιγγιώδη ταχύτητα εκεί μέσα. Αν πάμε έτσι, σκέφτηκα, θα είναι
αδύνατο να σταματήσει ο οδηγός στην Ομόνοια. Κοίταξα με ανησυχία το ρολόι μου.
Μου μένανε πέντε λεπτά για να προλάβω ένα σπουδαίο ραντεβού. Τώρα η γυναίκα
ψιθύρισε ρυθμικά στ’ αυτί μου –Είσαι εγώ, είμαι εσύ, είσαι εγώ είμαι εσύ. Τα
λόγια της ακολουθούσαν πιστά, αντιγράφοντας τον ρυθμό το τάκα-τακ-τάκα-τακ-τακ
της αμαξοστοιχίας. Η ταχύτητα είχε αυξηθεί και στο πιο ψηλό σημείο, ξέσπασε ένα
είδος μουσικής όπως της σβούρας που κατέληξε, ενόσω ελαττώνονταν βαθμιαίως η
περιστροφή της σβούρας, σε σπασμούς και τελικά σε ένα είδος σύρσιμο μεταλλικό
καταγής. Το τρένο είχε σταματήσει στο Σταθμό. Όταν προσπάθησα να βγω είδα πως
ήταν αδύνατο να σηκωθώ από τις γραμμές. Το τρένο ήμουν εγώ!
Η ΚΕΦΑΛΗ ΜΙΑΣ ΛΕΞΗΣ ΜΕΔΟΥΣΑΣ
(Γυναίκα: Λέξη Πανάκεια Σύμπαντος – για να τη
δούμε):
Να χρησιμοποιείτε
μόνο λέξεις – κλειδιά, που ανοίγουν ερμάρια ντουλάπια συρτάρια σεντούκια κουτιά
γραφεία κονσόλες βιβλιοθήκες σαπουνοθήκες μπαούλα τσάντες βαλίτσες ψυχές
προοπτικές - που ανοίγουν ανοίγματα στους τοίχους - που ανοίγουν διάπλατα
πόρτες παράθυρα και τα πόδια των
γυναικών - που ανοίγουν κλειστά μυαλά και γραμματοκιβώτια - που ανοίγουν
διαθήκες υποθέσεις μητρώα χρηματοκιβώτια (με οξυγόνο) και κρεβατοκάμαρες όπου
κοιμάται κάποια ύπαρξη περιπόθητη με αντικλείδια – χρησιμοποιείτε μόνο λέξεις
που απειλούν παλάτια – κουτιά με κονσέρβες της μνήμης παλιά φανταστικά καλύβια
των παραμυθιών και των διηγήσεων – λέξεις που ανοίγουν σπηλιές, σωλήνες
οντάδες, μυστήρια και πρατήρια – που ανοίγουν παρακαταθήκες αιώνων κι
οπωροπωλεία –τάφους και κρυψώνες – λέξεις που με το διπλό και το τρίδιπλο τους
νόημα καταπλήσσουν απελπίζουν μπερδεύουν, μαγεύουν και προκαλούν την αγανάκτηση
στους ανίδεους και την απέραντη ευτυχία σε όσους γνωρίζουν – λέξεις μάνταλα
μαντέμια και ματσούκια, λέξεις γρανάζια - λέξεις γρανάζια, λέξεις ψηφιδωτά,
λέξεις ανεμόσκαλες λέξεις χαρταετοί, λέξεις διαλέξεις, λέξεις γυναικείες λέξεις
φαντάσματα - λέξεις μεζέδες μπαξέδες μενεξέδες και αμανέδες λέξεις ορτύκια
λέξεις ορμητήρια - και παροράματα- λέξεις σταυρόλεξα. Μόνο τέτοιες λέξεις και
όχι άλλες να χρησιμοποιείτε - λέξεις κεριά λέξεις φανάρια και φαρμάκια - λέξεις
κρεβάτια λέξεις κολόνες λέξεις μπαμπάκια
από χαρτόνι λέξεις μπαλόνια λέξεις κυδώνια λέξεις σαγόνια λέξεις σαλόνια λέξεις
παγόνια λέξεις χρόνια λέξεις στόμια, λέξεις, λέξεις και λέξεις χελιδόνια!
Σπασμένος καθρέφτης εφτά χρόνια γρουσουζιά – λέξεις γυναίκες, η γυναίκα γνώση,
η γυναίκα κλάδος – η γυναίκα κάδος και των απόκρυφων επιστημών η γυναίκα προμετωπίδα στο εξώφυλλο ενός
βιβλίου ανεύρετου, η γυναίκα σάλπισμα για να πέσουν τα τείχη - της ακοής - όπου
τρώνε όπου μασουλάνε τα λόγια τους σαν τα φύλλα των περιβολιών οι παράτολμοι
απομυζητές της ανίας οι απαίσιοι καταζητούμενοι των ορέων και των εσπλανάδων –
οι χαρτοπαίχτες οι άνεργοι – του δάσους οι ύποπτοι που τριγυρίζουν κι οσφραίνονται
γύρω από μια απλή συνουσία το αίμα της καρδιάς τους και που μαλάζοντάς το όπως
ο χαμαιλέων τ’ ανασηκώνουν μέσα στα
χόρτα για να λάμψει πάνω στην τελευταία αχτίδα του ήλιου – η κεφαλή μιας λέξης
ΜΕΔΟΥΣΑΣ – ΓΙΑ ΝΑ ΤΗ ΔΟΥΜΕ [ΛΕΞΕΙΣ-ΓΥΝΑΙΚΕΣ, ακροτελεύτιο
πόνημα Νάνου Βαλαωρίτη στο βιβλίο του ΜΕΡΙΚΕΣ ΓΥΝΑΙΚΕΣ, εκδόσεις Θεμέλιο 1982]
Δευτέρα,
18 Οκτωβρίου 2021
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου