Σταμάτησαν δυο φορτηγά τα φανάρια τους πάνω μας.
Εμείς όλο περιμένουμε.
Ένα κομμάτι ασβέστη στα μάτια μας το
φως
σαν ένα σακί με κόκαλα στην πλάτη μας
η νύχτα.
Ένας κοντόχοντρος λοχαγός ξεκόλλησε απ’ το σκοτάδι
το πηλήκιο στραβά έν’ αποτσίγαρο στα δόντια
οι σκοποί χαμηλώνουν τα κράνη τους
ακροβολίζονται.
Μα γιατί τα χαμηλώνουν.
Τότε ένα σφύριγμα και ξαφνικά
ακούστηκαν τα πολυβόλα τα
τα τα
μια κραυγή ένα ουρλιαχτό
τα πολυβόλα δεν ακούνε τα
τα τα τα τα
τρέχουμε στο σκοτάδι πού πάμε
σε κάθε ύψωμα μας περιμένουν τα
τα τα
Οι σφαίρες σφυρίζουν μια στιγμή
ένα σκισμένο πρόσωπο
οι σφαίρες καρφώνουν ο σκοτάδι
κάποιος σηκώνει το σακάκι του μήπως κρυφτεί
κανείς δε θέλει να πεθάνει
ο άλλος κουλουριάζεται γίνεται ένα μικρό κουβάρι
να σωθεί.
Ένα κομμάτι μολύβι
ξέρετε τι θα πει
όταν κρυώνει κανείς.
Όταν δεν θέλεις να πεθάνεις
ξέρετε τι θα πει ζωή.
Κάποιος κολλάει στο χώμα
θα ’θελε να ’ναι ένα με το χώμα.
Τα πολυβόλα δεν ξέρουν πως έχουμε μητέρα τα
τα τα
Ένας κάνει να τρέξει ο άλλος κρεμιέται πάνω του
δεν τον αφήνει
ένας ουρλιάζει
όλο το πρόσωπο ένα στόμα τα
τα τα
Οι σφαίρες δαγκώνουν μια στιγμή
ύστερα τίποτα
οι σφαίρες δε βλέπουν στο σκοτάδι
ξέρετε τι θα πει ζωή τα
τα τα τα τα.
[κι άλλα αποσπάσματα από τη συλλογή
του Τάσου Λειβαδίτη ΜΑΧΗ ΣΤΗΝ ΑΚΡΗ ΤΗΣ ΝΥΧΤΑΣ Το Χρονικό της Μακρονήσου 1952]
ΠΡΟΣΩΠΑ ΜΕ ΚΡΑΝΗ
ΠΡΟΣΩΠΑ ΑΠΟ ΣΤΑΧΤΗ ΠΡΟΣΩΠΑ ΔΙΧΩΣ
ΟΥΡΑΝΟ ΠΡΟΣΩΠΑ ΔΙΧΩΣ ΠΡΟΣΩΠΑ… (από τη συλλογή του Τάσου Λειβαδίτη ΜΑΧΗ ΣΤΗΝ ΑΚΡΗ ΤΗΣ ΝΥΧΤΑΣ 1952)
… χτυπάνε τις αρβύλες τους
να μην ακούνε την καρδιά τους
σφίγγονται στη ζωστήρα τους για να μη σωριαστούν
τους λένε για πατρίδα
μα δε φτάνει να ζεσταθούνε
τους δώσαν έν’ αυτόματο
για να φοβούνται να πεθάνουν.
Φοβούνται το ήλιο, τα παράθυρα τα μάτια τους, την ελπίδα.
Μας κοίμιζε άλλοτε η μάνα μας μ’ ένα τραγούδι σιγανό
τι κάνατε το τραγούδι αυτό;
Τη νύχτα κρύβουνε τα χέρια τους για να μπορούν να κοιμηθούν
κι ο ύπνος τους είναι μια σκαλωσιά όπου γκρεμίζονται τα όνειρα.
Νύχτα τα πολυβόλα
είναι τυφλά
χιλιάδες άνθρωποι πεθαίνουν
την ώρα που οι φαντάροι
κοιτάζουν τ’ άδεια σκέλια τους
και τα φυλάκια μυρίζουν
σπέρμα και χασίς.
Οι άλλοι κρύβονται πίσω τους
αυτοί που κρύβονται στη νύχτα
σας κάνουν να ξεχάσετε
πως τα δάκρυα μοιάζουν σε όλους
πως ο κόσμος φτάνει για όλους.
Για σας μιλάμε
δήμιοι του ήλιου
εχθροί του ψωμιού
δε σας σώζει τίποτα
μια μέρα οι αρβύλες μας
θα συντρίψουν τα κόκαλά σας.
Νύχτα
στους δρόμους σου οι άνθρωποι δε γνωρίζονται
στους δρόμους σου οι άνθρωποι δώσανε τα χέρια
Ποιος θα μπορέσει να σε ξεχάσει
νύχτα.
Μα εσείς
εσείς που μπορείτε ακόμα
να κοιτάτε τον ουρανό
εσείς που τρέμετε
όταν πυροβολείτε
να, εδώ είναι το
χέρι μας.
Ο κόσμος είναι για την ευτυχία.
Γεια σας.
ΕΙΝΑΙ ΠΙΚΡΗ ΕΤΟΥΤΗ Η ΝΥΧΤΑ ΠΩΣ ΘΑ ΠΕΡΑΣΟΥΜΕ ΟΛΗ ΑΥΤΗ ΤΗ ΝΥΧΤΑ… (αφήστε να τυλίξω στο σακάκι μου αυτό το μωρό)
Είναι ένα μωρό παράξενο
λίγο άσχημο μ’
ακόμα ζεστό
εσείς θα το λέγατε
ένα κομμένο πόδι
αφήστε με να το νανουρίσω εγώ.
Κομμένο απ’ το γόνατο
με λιωμένο το γόνατο
δεν είναι τίποτα με
κασμά το κόψαμε
κι έλιωσε λίγο
τίποτ’ άλλο
μονάχα πιο σιγά
πέστε τους να μη φωνάζουν
γιατί νυστάζει
πέστε τους να μην πεθαίνουν
γιατί κρυώνει.
Αυτό το παιδί είναι ένα παιδί
το παιδί σου αδελφέ μου
το παιδί μου
μέσα σε τέσσερα παιδιά
πρέπει να θάψεις και τα τέσσερα
το τελευταίο χωρίς παπούτσια
τυλιγμένο σ’ ένα τρύπιο σάλι
ας κοιμηθεί κοντά στη μητέρα του
συλλογιέσαι ας
κοιμηθεί.
Όποιο δρόμο κι αν πάρετε
θα συναντάτε αυτό το παιδί
όπου κι αν κρυφτείτε
αυτό το παιδί είναι δικό σας
μα πέστε τους να μην φωνάζουν
γιατί τόσοι άνθρωποι φωνάζουν
μου ζητάτε τ’ όνομά μου
δε θυμάμαι πια τ’ όνομά μου
ένα χαρτί λένε και
μπορείς να ζήσεις
μα πώς θα ζήσουν
χιλιάδες παιδιά δίχως ψωμί
χιλιάδες παιδιά δίχως όνειρο
χιλιάδες παιδιά είναι τ’ όνομά μου
μα πέστε τους λοιπόν να μη φωνάζουν
ας φωνάζουν πιο σιγά
ας πεθαίνουμε πιο γρήγορα
γιατί κρυώνει
κρυώνουμε κι εμείς.
Μα ας φύγουμε γρήγορα από δω
ας αφήσουμε αυτό τον άνθρωπο
να κλαίει και να μιλάει
αυτόν τον τρελό που
μπορεί να ’σουνα εσύ
μπορεί να ’μουνα εγώ
που δεν είναι άλλος από μας τους δυο αδελφέ μου
[αποσπάσματα από τη συλλογή του Τάσου
Λειβαδίτη ΜΑΧΗ ΣΤΗΝ ΑΚΡΗ ΤΗΣ ΝΥΧΤΑΣ Το Χρονικό της Μακρονήσου 1952]
ΑΛΤ ΑΛΤ ΠΟΙΟΣ ΕΙΝΑΙ ΕΚΕΙ… (από τη συλλογή του Τάσου Λειβαδίτη ΜΑΧΗ ΣΤΗΝ ΑΚΡΗ ΤΗΣ ΝΥΧΤΑΣ 1952)
Δεν είναι κανείς φανταράκο μου
μονάχα οι άνθρωποι στον κόσμο
πεινασμένοι
βασανισμένοι γυμνοί
κι ακούς την οργισμένοι καρδιά τους.
Κι ο αξιωματικό εφόδου
θ’ αργήσει
ο αξιωματικός εφόδου
δε θα ’ρθει
έκανε να θυμηθεί τη μάνα του
μα δε μπορούσε
το πρόσωπό της μάνας του κρυμμένο
πίσω από μια κηλίδα μαύρη
μια κηλίδα αίμα
άνοιξε σιγά την πόρτα
η αποθήκη σκοτεινή
ένοιωθε να κρυώνει
και κρεμάστηκε
μήπως ζεσταθεί τα τα τα
Τι ώρα να’ ναι.
Μυρίζει τ’ αναμμένο μέταλλο
το χιονόνερο σιγανό
ο ένας σέρνεται ο
άλλος βογγάει
ο ένας δυο τρύπες στο κεφάλι
ο άλλος τα πόδια του αλλού
Μακριά μια σάλπιγγα.
Μες στο σκοτάδι
πηγαινοέρχονται οι άσπρες γκέτες τους
πατάνε πάνω μας να περάσουν
κι η σάλπιγγα δε
σταματάει
ο ένας η κοιλιά του κόκκινη
ο άλλος το πετσί του μαύρο
ο ένας παίζει τυφλόμυγα
ο άλλος δεν έχει χέρια.
Πεταμένοι σαν
μπόγοι που λυθήκανε
σαν μπόγοι με
παλιόρουχα στο χώμα.
Ζούσαν κάποτε.
Κοιτάζανε τον ήλιο
ψάχναν τις τσέπες τους για λίγο καπνό
ονειρευόντουσαν έναν κόσμο άλλο.
Θα τους θάψουμε σε λίγο.
Μια μυρουδιά από κάτουρο
το αίμα έχει δική του οσμή
τα φορεία
αναποδογυρίζουν μες τα φορτηγά
οι νεκροί πέφτουν μ’ ένα βαρύ χτύπο.
Θα τους λησμονήσουμε σε λίγο.
Κάτι μεγάλα φορεία
από χοντρό μουσαμά.
Να μπορούσε να βαδίσει κανείς
μες στη λάσπη
να περιμένει όλη τη νύχτα
μες στη βροχή
μα όχι να ’ναι νεκρός
όχι –
τσιμουδιά.
Να ’ταν να πέθαινε κανείς
δίχως ποτέ του να ’χει ζήσει.
Ο ένας έχει λόξυγκα
ο άλλος δαγκώνει μιαν αρβύλα
ο ένας τα σκέλια του ανοιχτά
ο άλλος δεν ξέρει να πεθάνει
βασανίζεται.
Όλοι κοιτάζουμε τη νύχτα
έχουμε όλοι την ίδια νύχτα
σιγά το ίδιο
όνειρο
ποιο όνειρο
κανείς μας δεν θα ξημερώσει
κι αυτή η σάλπιγγα
γιατί χτυπάει
μια στιγμή να ψαχτώ
στο σπίτι είχαμε ένα ολόκληρο συρταράκι
με παραμάνες
να ψαχτώ μήπως βρω μια
να καρφώσω αδελφέ μου
το κομμένο σαγόνι σου
θα ’θελα να μου μιλήσεις
θέλουμε κάποιος να μας πει αύριο
έστω να μας πει
ποτέ
Μα να μας μιλήσει.
Ένας φαντάρος σκύβει
και μας δίνει το παγούρι του
ύστερα χάνεται κατά το δρόμο
μες στη σκοτεινιά
ο ένας θυμάται ο
άλλος δε θυμάται τίποτα
ο ένας κάρβουνο το πρόσωπο
ο άλλος το πρόσωπο χαρτί.
Κι αυτή η σάλπιγγα
γιατί δε σταματάει
γιατί χτυπάει μέσα στη νύχτα
τι να ζητάει μέσα στη νύχτα.
Θα ξημερώσει.
Μα ακόμα είναι νύχτα σύντροφε παγωνιά σύνροφε!..
ΜΑ ΑΚΟΜΑ ΕΙΝΑΙ ΝΥΧΤΑ ΣΥΝΤΡΟΦΕ ΠΑΓΩΝΙΑ ΣΥΝΤΡΟΦΕ (ποιος τρελός λοιπόν
σαλπίζει μες τη νύχτα…)
Προχωρείτε - προχωρείτε
ο λοχαγός φωνάζει το λοχία
ο λοχίας είναι κίτρινος
προχωρείτε -
προχωρείτε
ο σαλπιγκτής κύριε λοχαγέ
τον τρόμαξαν τα πολυβόλα κύριε λοχαγέ
προχωρείτε -
προχωρείτε
κάπου έχει κρυφτεί κύριε λοχαγέ
οι φαντάροι δαγκώνουν τις κουβέρτες τους
οι φαντάροι κλαίνε κύριε λοχαγέ
προχωρείτε - προχωρείτε
τ’ απόσπασμα ψάχνει μες τη νύχτα
τα σύννεφα χαμηλά
χιονίζει
προχωρείτε - προχωρείτε…
Ένα μισοσκεπασμένο φυλάκιο
τον βρήκαμε κύριε λοχαγέ
ένα σαλπιγκτής πεθαίνει εύκολα
πόσο εύκολα πεθαίνουμε κύριε λοχαγέ
τα μάτια του μείναν ανοιχτά
όπως και τα δικά σας κύριε λοχαγέ
μα ακούστε δε
σταματάει
δε σταματάει η σάλπιγγα
κύριε λοχαγέ δε
σταματάει η ζωή
προχωρείτε -
προχωρείτε…
[αποσπάσματα από τη συλλογή του Τάσου
Λειβαδίτη ΜΑΧΗ ΣΤΗΝ ΑΚΡΗ ΤΗΣ ΝΥΧΤΑΣ Το Χρονικό της Μακρονήσου 1952]
Ο ΗΛΙΟΣ ΓΙΑ ΟΛΟΥΣ ΤΟΥΣ ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ Η ΜΕΡΑ ΕΙΝΑΙ ΚΟΝΤΑ ΘΑ ΒΑΔΙΣΟΥΜΕ (από τη
συλλογή του Τάσου Λειβαδίτη ΜΑΧΗ ΣΤΗΝ ΑΚΡΗ ΤΗΣ ΝΥΧΤΑΣ 1952)
Ένας τοίχος στη νύχτα
ο ασβέστης σπασμένος σε πολλές μεριές
χωρίζει δυο κελιά
χωρίζει δυο ανθρώπους.
Δεν ξέρει ο ένας τον άλλο
μα γνωρίζονται
καθώς ο δήμιος σήκωνε το χέρι του
βγάλαν την ίδια κραυγή
καθώς η μέρα πήρε να βραδιάσει
είχαν κι οι δυο τα χέρια τους καμένα
καθώς για μια στιγμή σφαλίσαμε τα μάτια
είδαμε όλοι το ίδιο όραμα
αύριο θα σας το πούμε.
Τα πόδια τους σπασμένα
στριμμένα τα χέρια τους
μα θέλουνε να φτάσουν
σέρνονται
το κορμί διπλώνεται
και ξεδιπλώνει
σαν μια παλάμη που πότε ζητιανεύει
και πότε σφίγγει σε γροθιά.
Ακόμα λίγο
ο τοίχος είναι δίπλα
σύντροφε μ’ ακούς
ο άλλος χαμογελάει πίσω απ’ τον τοίχο
ένα μικρό βασανισμένο γέλιο
ένα γέλιο σαν μια
χαραμάδα φως
ένα γέλιο που φέρνει το θάνατο
σ’ όσους ξεχάσουν αυτό το γέλιο
σύντροφε σ’ ακούμε
αυτό το γέλιο ταπείνωσε τους εχθρούς.
Δεν ξέρει ο ένας τον άλλο
μα γνωρίζονται
σε λίγο δεν θα υπάρχουν
μα μπορούν
τα δάχτυλά τους πληγιασμένα
κάνουν τον τοίχο να ξυπνάει
ο ένας λέει: ο ήλιος
για όλους τους ανθρώπους
ο άλλος λέει: η μέρα είναι κοντά
κι οι δυο λένε: θα βαδίσουμε.
Μέσα στη νύχτα τα χτυπήματα
σαν μια παιδική ανάσα
σαν την κραυγή ενός τρελού
σαν το βήμα ενός ανθρώπου
που ’ρχεται να μας συναντήσει
σαν μια καρδιά μια
σίγουρη καρδιά.
Ο δεσμοφύλακας κοιμήθηκε στην πόρτα
η νύχτα προχωράει στη νύχτα
αδέλφια
βασανισμένα μου αδέλφια
χαμηλώστε βάλτε το
αυτί σας στον τοίχο
σ’ όλους τους τοίχους του κόσμου
ν’ ακούσετε αυτά τα χτυπήματα
ν’ ακούσετε την
ίδια σας φωνή.
Ο ήλιος για όλους τους ανθρώπους
η μέρα είναι κοντά
Θα βαδίσουμε!...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου