Δευτέρα 2 Αυγούστου 2021

ΟΜΩΣ ΚΑΜΙΑ ΦΟΡΑ ΘΥΜΑΜΑΙ ΤΟ ΔΕΝΔΡΟ ΠΟΥ ΥΠΗΡΞΑ (κι αντί ν’ ανοίξω το σπίτι, ανοίγω το δάσος)

 Έχω κι εγώ τις αρθρώσεις μου∙ μερικούς σπονδύλους∙

Μεντεσέδες που πάνω τους γλιστράω σαν χορεύτρια.

Έχω τους δικούς μου τρόπους να τραυλίζω   όταν οξειδώνονται τα μέταλλα.

Να κοιτώ φιλύποπτα σαν μένω μισάνοιχτη.  

Κρατάω μακριά τη βουή, αυτό τον άσκοπο χείμαρρο των
γεγονότων που αφρίζει στο κατώφλι.

Έχω το δικό μου  πεισματάρη συρτή.

Τη δική μου κλειδαριά στη σκέψη που είναι ειρκτή ισοβίως,

αν δεν ήταν ο μεγάλος μου έρωτας τ' αντικλείδια.

Κάποτε η βροχή σκεβρώνει τα μαδέρια.

Το κάτω χείλος πέφτει προς τα πίσω σαν ημίπληκτο.

Άλλοτε πρήζομαι· ένας ανοικονόμητος νεκρός που δε χωράει πια στην κάσα.

Τη χτυπάνε με σμίλες.   Πλανιάρουν τις προεξοχές.

Γίνεται μικροπανικός, κάτι σαν φάρσα με έκφρενους πενθούντες.
Όμως πίσω στη ράχη, και σε ύψος ανθρωποειδές, έχει φυτρώσει ένα μάτι:   χθόνιο, κατασκοπευτικό.
(Δαρβίνειο τέρας της εξέλιξης να το πείτε.)
Το δέρμα μου βερνίκι κι υδροχρώματα δεν ανασαίνει.

(Κάτω του σφίγγω καπνούς, κάρβουνο, φωτιές.)

Ανοιγοκλείνω μέσα κι έξω. Προσδιορίζω το μέσα και το έξω.
Μια είσοδος στη συμβατικότητα. Μια έξοδος στην επίσης συμβατικότητα.
Όμως καμιά φορά θυμάμαι το δέντρο που υπήρξα.
Κι αντί ν' ανοίξω το σπίτι, ανοίγω το δάσος.
Σπρώχνω το πλήθος σ' άγριες πυρκαγιές.
Παίρνω μαζί μου το σπίτι έλκηθρο στα βουνά
με τους ανέμους.

[Η ΠΟΡΤΑ ΤΑΡΑΝΔΟΣ  από τη συλλογή του Μανόλη Πρατικάκη, Η ΜΑΓΕΙΑ ΤΗΣ ΜΗ ΔΙΕΚΔΙΚΗΣΗΣ, εκδόσεις Καστανιώτης 1990 κι άλλα ποιήματα απ’  αυτή τη συλλογή εδώ αντιγραφή και επικόλληση από την ΕΚΛΟΓΗ από το ΕΡΓΟ του Ποιητή, εκδόσεις Καλέντης 2014]  

 


ΤΟ ΕΛΑΦΙ (από τη συλλογή του Μανόλη Πρατικάκη Η ΜΑΓΕΙΑ ΤΗΣ ΜΗ ΔΙΕΚΔΙΚΗΣΗΣ 1990)

Το ελάφι, το ελάφι, το ελάφι όλη τη μέρα στο έτρεξε μες στις οξιές. Το ελάφι σκυφτό, το μουσούδι του βραδιού σκυφτό στην αλμυρή πηγή. Άκουσα τη χήνα μ’ ένα χήνειο νάδισμα να κρώζει στο χαλίκωμα. Το πελαργόνι και το νεροπούλι σε παλιούς παιδικούς ύπνους είδα, σε τρυφερούς βιότοπους. Αλλά εκεί η σκοτεινή τρυγόνα πάνω στ’ απόμακρα κάθεται νερά – στο θολό κάτοπτρο το ταίρι της; Είδα την ποταμίδα και την κίσσα. Όπως τους τρόπους των ματιών σου που είναι πλήρης πράξη. Τι πιστός ποιμένας ο αγέρας∙ τι κυρτός φυσιοδίφης∙ τι αγέρινος μουσικάνθρωπος! Κατά κει σπρώχνει τα γεννήματα στο υπέροχο χορταράκι. Η λευκότατη φύση πλαντάει στα μαστάρια.

Ω να βρω λέξεις που να τους είμαι απόλυτα πιστός.

Να με βρουν λέξεις. Όχι λέξεις:

Εφαρμογές πραγμάτων στον αισθητικό μου φλοιό.

Όπως: το νερό στο ρυάκι, ο άνεμος στο φυσερό.

Αύριο λέω να βαδίσω με τις ρίζες των δένδρων –

Αυτή είναι η απόσταση.

Να ταιριάξω τ’ άδεια με τα γεμάτα κάδα της φωνής,

στο γύρισμα του μαγκανιού

(καθώς αγαθά ζώα γυρνούν τον άξονα και το κέντρο).

Από κει ν’ ακουστεί ο Λόγος.

 

Ν’ ακουμπήσω το στόμα στα αμύριστα χείλη με τη χιλιόχρονη φωνή.

Από κει να ’ρθει η απάντηση.

 

Με ό,τι πονάς, με ό,τι σε δένει το αίμα

αυτό είναι το έχει σου.

Με ό,τι αγαπάς θα ταράζεις τη σκοτεινιά

 

ΤΑ ΔΕΝΔΡΑ

Τι δίκαια και πόσο σιωπηλά είναι τα δένδρα.

Δε ζητάνε διόλου παραπάνω από αυτό που τους αναλογεί.

Είτε σε έρημο είτε σε πολυσύχναστη πλατεία,

η λεύκα λεύκινα, η λεμονιά λεμονένια θα ντυθεί.

Ή πάλι μετατρέπονται σε οικοτροφεία και ξενώνες

για της πλάσης τα στρουθιά – αληθινό περίττωμα η λέξη έξωση.

Στο παραμικρό αεράκι πιάνουν το τραγούδι.

Όταν τα πληγώσεις, δε βογκάνε∙ δεν τραβάνε τα πλούσια μαλλιά τους.

Δακρύζουνε κρυφά κι ακούν οι ρίζες.

Όμως καμιά φορά πεισμώνουν όταν ο άνθρωπος τα βασανίζει.

Αγριεύουν τότε, συστρέφονται, φτύνουν τον καρπό.

Εκδικούνται το χέρι που τα καίει.

Ρίχνουν χωριά μες στις πλημμύρες.

Με δένδρινα μυαλά νομοθετούνε.

Με θεσπίσματα θεία αφανίζουνε φυλές.

[από τη συλλογή του Μανόλη Πρατικάκη, Η ΜΑΓΕΙΑ της μη ΔΙΕΚΔΙΚΗΣΗΣ 1990]

 

ΤΗΣ ΦΥΣΗΣ (από τη συλλογή του Μανόλη Πρατικάκη Η ΜΑΓΕΙΑ ΤΗΣ ΜΗ ΔΙΕΚΔΙΚΗΣΗΣ 1990)

Και τι πλουραλισμός – πολυφωνία εννοιών καθώς μπαίνω στη φύση!

Βαθύφωνα και αιχμηρά μεσημέρια  τ’ αρχαία μαδριγάλια των πηγών∙

ποτέ εξωστρέφεια σε σκεπτόμενο βράχο – αλλά κρύπτεσθαι φιλεί,

έτσι που κάτω από έλυτρα λουρίδες - λουρίδες

συλλαβίζω τους ξένους.

Ακόμα μια πληγή αυτοσυνειδησίας μου εγκολπώνει σύρριζα  τη λάμψη της.

Η φιλότης, το νείκος, η φιλότης, το νείκος.

Και ιδού της παρουσίας μου το άδειο αποκτά νεαρά αιμοφόρα αγγεία.

Μέσα στο μονοπάτι μητρική συνομιλία η σάρκα μου με τη μυρτιά.

Στο νωπό μου δέρμα η αφή της φύσης σαν εκχύμωση.

Με ελέγχει ο βάτος που κρατώ, κρύβει φωτιά κι εκείνος…

(Από δω των όντων οι ολόφωτες Ουσίες)

Ψαλμοί της μέλισσας, ψαλμοί της σφήκας στα διόδια των αισθήσεων.

Ξάφνου τα ξέφωτα, σαν ανευρύσματα της Ύπαρξης.

Οι οσμές της γης να φυτρώνουν στον οσφρητικό μου φλοιό.

(Καθετί που μ’ αγγίζει ανιχνεύοντας μέσα μου αλήθευση)

Ο στυφός στυφνός, οι αγχίνοες γκορτσιές, με του φτερού το σάλαγο και με κανέναν ήχο.

Οι σκούρες σακούλες των πεύκων ωσάν μικροί σπλήνες.

Οι έμβρυες λέξεις-κάμπιες, σκοτεινός πλακούντας γενεσιουργίας

το Άρρητο.

 

Ο ΑΙΓΑΓΡΟΣ [Ι]

Τον βλέπετε στέκεται ψηλά. Γίνεται απόκρημνη ιδέα.

Άγρια. Άυλη. Ύστερα ένα γκρι συννεφάκι

που διαρκώς αλλάζει σχήμα και χάνεται.

Και πάλι γήινος, αγέρινος∙  θριαμβικός ανάμεσα στους θάμνους∙

ένα κινούμενο βέλος∙  νευρώδης, γεμάτος οσμές τρομακτικών βοτάνων.

(Σ’ ακατέργαστο σκοτάδι μυρίζοντας τον κίνδυνο της σωτηρίας)

‘Ένα ζώο των άστρων μ’ εκείνο το μαγνητικό και λείο τρίχωμα.

Ένα απόλυτο  ον που το κοιτάς και το θυμάσαι μόνο σε απόσταση.

 

 

Ο ΑΙΓΑΓΡΟΣ [ΙΙ]

Ένα απόλυτο ποίημα που σβήνεται, γράφεται,

που δέχεται ατέλειωτες αναγνώσεις καθώς ξεδιπλώνεται

πολυσέλιδο δάσος παραπέμποντας παντού.

Μια προεξοχή του βράχου, να σπρώχνει ανήμερος

το χρόνο προς τα έξω. Ένα άγνωστο ένστικτο

που διέφυγε, που ολοένα διαφεύγει. Μ’ εκείνα τα θανάσιμα

άλματα τ’ από πριν ταιριασμένα στη θεία τους πατημασιά.

Αστράφτει το σύμπαν ακατάκτητο στα κέρατά του.

Μια μαύρη φλόγα που τρέχει στα βουνά.

Μια απλησίαστη στιγμή πίσω από περιβλήματα

ένα σχήμα στο κενό των όντων που γίνεται όνειρο και δίχτυ.

Που θολώνει το νερό στο μάτι∙ και κάνει μπερδεμένο κουβάρι το μυαλό.

Σαν απόμακρη τουφεκιά από θανάτους ή βαφτίσια∙

να αστράφτει η μνήμη σαν βρυσούλα∙

από χλωρά κλαδάκια να καπνίζει.

 

Κι όταν οι κυνηγοί του ρίχνουνε και πέφτει

και βάφει με το αίμα του τις πέτρες∙

όταν πλησιάζουν οι άνθρωποι και τα σκυλιά, δεν είναι τίποτα

Εκεί.   Ούτε ίχνος, τρίχωμα ή σώμα, αλλά μια χαράδρα∙

που σε σπρώχνει με τρελούς μαγνήτες πίσω το Απλησίαστο.

 

14 ΣΗΜΕΙΑ ΤΟΥ ΑΙΓΑΓΡΟΥ

2. Στο χείλος της καταστροφής είναι η πατρίδα του. Εκεί ησυχάζει, εκεί γεννάει τα παιδιά του. Ρίχνει ο αγέρας τα κόκαλα στα βάθη, και μην άκουσες την άκρη τους.

7. Έχει στην όσφρηση αφομοιώσει το ελάχιστο χόρτο του παντός που του αντιστοιχεί.

8. Τα κέρατά του από απολιθωμένο ζωικό ιστό, στριφτά πάνω σε κρανία ασπαλάθων, ξεχασμένων ύμνων, σε ευλύγιστους τραχήλους πηγών. Τα κέρατά του ανέμη τυλίγουν τον ορίζοντα.

10. Εκείνο που τον φέγγει σαν τετράποδο ρουμπίνι είναι τ’ αχνιστό μέταλλο. Τ’ ορυκτό του θανάτου

[από τη συλλογή του Μανόλη Πρατικάκη, Η ΜΑΓΕΙΑ της μη ΔΙΕΚΔΙΚΗΣΗΣ 1990]

 

ΠΗΛΙΝΟ ΣΤΑΜΝΙ (από τη συλλογή του Μανόλη Πρατικάκη Η ΜΑΓΕΙΑ ΤΗΣ ΜΗ ΔΙΕΚΔΙΚΗΣΗΣ 1990)

Κατάγομαι από την πικρή αλλά ωραία φυλή των αγγειοπλαστών.

Η ανάσα τους εγώ   πήλινο σταμνί∙

σαν τη φωνή που σπάει, σαν τη φωνή που προσπαθεί να μαζέψει από τη γη τα θρύψαλα.

Τη μνήμη του πηλού θυμάμαι, το στρόβιλο στ’ αδράχτι του τροχού  σαν τη χορεύτρια∙

Και την παλάμη του τεχνίτη απαλή πάνω στην απαλή κι άγουρη σάρκα μου.

Το ευρύχωρο άνοιγμα της σάρκας μου θυμάμαι να συλλάβει το νερό.

Σχεδόν το εγκυμονεί, το κρύβει από το φως και το φυλά σε καιρούς αναβροχιάς.

Σαν ζώο κάθομαι στη σκιερή γωνία.

Αμίλητο ζώο να φρουρεί ισόβια τη λάμψη σας.

Σαν πίθηκος πετάγομαι στον ώμο της και τρέχουμε μαζί προς την πηγή.

Το χέρι της στο χέρι μου, μην πέσω, μη χτυπήσω και μου χυθεί η ψυχή σαν υγρασία,

και μείνουμε μονάχα σκόρπια κόκαλα στο μονοπάτι.

Καμιά φορά  γλουτ – γλουτ ακούγεται το γέλιο μου καθώς μου χαμηλώνει το λαιμό.

Καμιά φορά στα μάτια της λαμποκοπούν τα δάκρυα μου.

Η δίψα της είναι δίψα μου.   Είναι το δίκιο μου.   Είναι η παρουσία μου.

Κατάγομαι από τον πηλό.  Και κρέμομαι τεράστιος καρπός από ανθό καταρράχτη!..

 

Ο ΜΑΓΙΚΟΣ ΚΟΣΜΟΣ ΤΩΝ ΣΚΥΛΙΩΝ

Οι οσμές είναι ο δρόμος των σκυλιών. Σε πρώτο πλάνο

παραστέκουν τους ανθρώπους.  Φρουρούν

τα σπίτια τους  φρουρούν τα βράδια των κλεφτών.

Ο κάθε κίνδυνος τα δείχνει. Τα ονομάζει.

Απειλητικά φωσφορίζει στα δόντια τους.

Το σχήμα τους σαν τρέχουν πλάι σε κινούμενα στάχυα:

πως είναι ο σχήμα της κραυγής.

Επιμηκύνονται σαν το νερό στον υπόνομο∙

σαν το σκυφτό περιστρεφόμενο νερό και σαν το γκρίζο της ομίχλης

τρίχωμα έξω από μπαρ και κρεαταγορές γυρνούν.

Μυρίζουν σε απόσταση πολλών ωρών το θάνατο

και με σκουξίματα μας προειδοποιούν.

Κάθε κόκαλο σφαγείου συνέχει εχθρικά το πεπρωμένο τους.

Σε δεύτερο πλάνο χρησιμοποιούν τους ανθρώπους.

Σαν τυφλούς τους οδηγούν, τους σέρνουν απαλά ως το ανεξιχνίαστο.

Τα γαβγίσματά τους μέσα στο άπειρο της νύχτας

είναι τα μονοπάτια που δεν πήραμε,   τα όνειρα που δεν κάναμε∙

η απειλή που δεν αποφύγαμε.

 

Κανείς δεν ξέρει από πού έρχονται.

Αν είναι ένα παλιό ταπεινωμένο αίσθημα.

Κανείς ποιες μήτρες τρυφερές εκπροσωπούν στον ουρανό∙

ποια δυσανάγνωστα καλούπια.

Από ποια όνειρα κατάγονται.

Και ποια η αληθινή τους Πατρίδα.

[από τη συλλογή του Μανόλη Πρατικάκη, Η ΜΑΓΕΙΑ της μη ΔΙΕΚΔΙΚΗΣΗΣ 1990]

 

ΤΡΥΦΕΡΟ ΒΑΡΑΘΡΟ (από τη συλλογή του Μανόλη Πρατικάκη Η ΜΑΓΕΙΑ της μη ΔΙΕΚΔΙΚΗΣΗΣ 1990)

Μην απαντήσατε ποτέ την πέρδικα να σέρνει τα μικρά της;

Μέσα στον γκρίζο φόβο παριστάνει τέλεια τη λαβωμένη.

Και χτυπά τα φτερά, χτυπά το στήθος της στις πέτρες,

σαν να ξεψυχά σους θάμνους

Με τα κοκκινάκια της εδώ κι εκεί

να ομοιάζουν στην περιστροφή μικρές πιτσιλιές από αίμα.

Για λίγο ακίνητη και ακέφαλη

(με το λαιμό στη φτερούγα)

χτυπημένη λες από θανατερά σκάγια.

Και πάλι και πάλι πεταρίζει δοσμένη στ’ άγριο

σπαρτάρισμα. Με τα πολύχρωμα πλουμιά: βουνίσια άστρα

με τα πλουμιά-αγριολούλουδα η απότομη πλαγιά

γλιστρά προς το χαμό της, βρίσκοντας την έκταση της σωτηρίας.

Σαν ν’ ανοίγεται μέσα της τρυφερό βάραθρο ξάφνου η μητρότητα.

Ώσπου να κρυφτούνε τα μικρά στα γύρωθε σταχτιά

θυμάρια: γυρισμένα τ’ ανάποδα κι ασάλευτα

σηκώνουνε τα ολιγόμηνα ποδαράκια τους, που πια

δεν ξεχωρίζεις από τα τρίκλωνα κλαδάκια του θυμαριού

 

 

ΜΥΡΤΩΟ Α

Ακουμπισμένοι στο πέλαγος πίναμε καφέ.

Η μνήμη είχε περιπλέξει τα λόγια μας με δίχρωμα δίχτυα.,

Φως, πολύ φως ως τα οστά, αποτύπωνε τα όντα.

Ένας άγνωστος άνδρας βαδίζει προς την προκυμαία.

Σαν κάτι γνώριμο στον τρόπο που βγαίνουνε τα μέλη του απ’ τις αρθρώσεις.

Στην κλίση των ματιών, στα κενά ανάμεσα στους φθόγγους, όταν τα λόγια ζωηρεύουν, καθώς ένας σπινθήρας τα φορτίζει ως τον παροξυσμό.

Ήταν οκτάχρονο όταν πια δεν το ξανάδα.

Είναι ο γιος του Γιάννη, Γιάννη του φωνάζω.

Καθώς στρέφει το πρόσωπο, φωτίζεται όλο μου το παρελθόν.

 

Ανακαλώ τα αποτυπώματα και τα σημάδια

μέσα στο ρεύμα του καιρού, καθώς περνούνε

σαν φλόγες ζωηρές και ρόδινες εντός μου και με λένε.

Ανακαλώ τη λάμψη των ματιών και τις φωνούλες

των μικρών αγοριών που περπατάνε

πλάι στου Παραδείσου τα νερά κι ύστερα σβήνουν

μέσα σε σκοτεινούς και κουρασμένους άνδρες

[από τη συλλογή του Μανόλη Πρατικάκη, Η ΜΑΓΕΙΑ της μη ΔΙΕΚΔΙΚΗΣΗΣ 1990]

 

 

ΜΝΗΜΗ ΤΟΥ ΞΥΛΟΥ (από τη συλλογή του Μανόλη Πρατικάκη Η ΜΑΓΕΙΑ ΤΗΣ ΜΗ ΔΙΕΚΔΙΚΗΣΗΣ 1990)

Μνήμη του ξύλου τώρα που η φωτιά σε λέει

δωσ’ μας λίγο τη φεγγοβολή του μυστηρίου σου.

Εξήγησέ μας τα «νερά».

Το μελανό φτερό του σπίνου την αυγή

που καμπυλώνει προς τον Άδη.

Δως μας για λίγο μες την αστραπή

που σε σαλπίζει τα κλειδιά της πόρτας

που δεν έγινες.

 

ΠΡΟΠΑΙΔΕΙΑ

Αυτό είναι δύναμη αφομοίωσης κι εξαγνισμού∙

να μπορείς να προσθέτεις του προσωπικού σου

βάραθρου τα ρίγη στη φωνή σου∙ την έρημο

που σου αντιστοιχεί στου κορμιού σου την

καρποφορία. Αυτό είναι δύναμη∙

να μπορείς ν’ αφαιρείς την πανοπλία

που μέσα της βουίζει ο Μεσαίωνας.

Ν’ αφαιρείς και να λιγοστεύεις

ώσπου να γίνεις δυσδιάκριτος  μέσα στο

πλήθος. Μια παλιά πέτρα χτισμένη

ανάμεσα στις άλλες.

Ν’ αφαιρείς τις πράξεις σου από τις σκέψεις σου

καταπώς το στάρι   από τ’ άχυρο

στο λίχνισμα. Αυτός είναι ο τρόπος

του ανέμου.

(Η πληγή του βάρους και της αλαφράδας).

Ν’ αφεθείς του ανέμου. Εκεί είναι

η Απάντηση.

 

Να μιλάς μόνο σαν είναι αναπόφευκτο.

[από τη συλλογή του Μανόλη Πρατικάκη, Η ΜΑΓΕΙΑ της μη ΔΙΕΚΔΙΚΗΣΗΣ 1990]

 

ΓΙΑ ΝΑ ΒΓΕΙ ΑΞΙΑ ΜΟΥΣΙΚΗ, Η ΦΛΟΓΕΡΑ ΟΦΕΙΛΕΙ ΝΑ ’ΝΑΙ ΤΟ ΛΑΡΥΓΓΙ ΠΟΥ ΠΡΟΕΞΕΧΕΙ…

Ο άνεμος συνομιλεί στις φυλλωσιές. Ζώα λάμπουν

στο υγρό σκοτάδι, αγαθά ένστικτα

μας στέλνουν από κει το ασήμι τους.

Κάτω από το πεύκο ακούω του ανέμου τον ψίθυρο:

η περιττή ευφράδεια είναι τραύλισμα.

Μην τρέχεις, μην πράττεις. Άφησε το θολό νερό

να καταλαγιάσει και θα γίνει διάφανο.

Ο σκίουρος είναι μαλακός∙ είναι αυτοκράτορας

γιατί δεν έχει προκαταλήψεις.

Ο σοφός νους είναι σαν το νερό: παίρνει

τις πιο χαμηλές θέσεις που οι άλλοι αποφεύγουν,

κι όμως γεμίζει πρώτος τα χάσματα.

Άκουσα ακόμα: άμα δεν έχεις πάθος,

δεν κλοτσάει το σκαρί. Θα τραυλίζουν

οι αρμοί και τα ξύλα, αν ο νους σου δεν έχει

του Ωκεανού τους τρόπους.

 

Για να βγει άξια μουσική, η φλογέρα οφείλει

να ’ναι το λαρύγγι που προεξέχει

[Ο ΨΙΘΥΡΟΣ ΤΟΥ ΤΑΟ από τη συλλογή του Μανόλη Πρατικάκη, Η ΜΑΓΕΙΑ της μη ΔΙΕΚΔΙΚΗΣΗΣ 1990 κι άλλα ποιήματα απ’ αυτή τη συλλογή με ΚΛΙΚ στο σύνδεσμο του Ιστολογίου – βλέπε ΣΧΟΛΙΑ – Art by Alexandra Cimatoribus]

 

Ω, να βρω λέξεις που να τους είμαι απόλυτα πιστός.  Να με βρουν λέξεις. Όχι λέξεις: Εφαρμογές πραγμάτων στον αισθητικό μου φλοιό.

Η σύγχρονη ποίηση έχει την τάση να εγκαταλείπει την ηχητική ποιότητα των λέξεων και των φράσεων, διαχέοντας τις σημασίες τους σε ένα ευρύ δίχτυ συνυποδηλώσεων. Πιστεύω ότι αυτό, όπως και ο κρυπτικός της χαρακτήρας, οφείλεται εν μέρει στο ότι προορίζονται για ανάγνωση. Η μουσικότητα του ποιήματος χάνεται όταν διαβάζεται, ενώ αντίθετα αναδεικνύεται με την απαγγελία. Πολλοί όμως επιμένουν ότι η εγκατάλειψη αυτή είναι λάθος, γιατί η ποίηση δεν είναι μόνο νόημα, ούτε μόνο ήχος, είναι ήχος και νόημα, και ο εξασκημένος αναγνώστης βρίσκει τον ήχο της, όπως με τον ελεύθερο ρυθμό της ανάγνωσης συλλαμβάνει πιο άνετο το νόημα της. Ο Πρατικάκης φαίνεται να συμμερίζεται αυτήν την άποψη. Ένας υπόγειος ρυθμός, μια υποψία μέτρου, σκόρπιες παρηχήσεις, διαπερνούν τα ποιήματα του. Υπέροχο δείγμα είναι οι δύο πρώτοι στίχοι από το «Φυσερό του τεχνίτη». Το σφυρί του χαλκιά συνομιλεί με το σίδερο κι ανασαίνει βαθιά το φυσερό του τεχνίτη.

Δευτέρα 2 Αυγούστου 2021

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΠΑΝΤΑ Σ’ ΟΛΟ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΤΡΑΓΟΥΔΟΥΣΑΜΕ…

  (…χωρίς ποτέ κανείς να μας ακούει…) («Γιατί σωπαίνουν τα κοχύλια; Γιατί δεν τραγουδούνε τα παιδιά; Τα ζώα τ’ αφανίσαμε και τα φυ...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ