Όχι σαν τα πουλιά, που τα τυφλώνουν με καρφίτσες πυρωμένες και κελαηδούν σπαρακτικά,
ώσπου να σπάσει η αστέρινη καρδιά τους,
ώσπου το διάφανό τους ράμφος ν’ ακουμπήσει στην πλάκα της
σιωπής απλώνοντας μια κόκκινη κηλίδα,
για ν’
αρχινάνε απ’ αυτού τη ρέμβη τους τα
μάτια που χορτάσανε το γέλιο,
για ν’
αρχινά απ’ αυτού η φιλολογία μιας βρωμερής ευαισθησίας τυράννων,
όχι σαν τα
πουλιά που τα τυφλώνουν…
Οι
αμείλικτες φωνές μας θα τρελάνουν τη σιωπή, και θα λυσσάξουν την παχιά ησυχία,
θα
ξεσκεπάσουμε την έκταση του πόνου απ’ άκρη σ’ άκρη,
θα δείξουν
όλη την ασχήμια της σκλαβιάς,
θα κάμουν
τα παιδιά να φτύσουνε στα μάτια των γονιών τους,
που τα
στόλισαν και τα στρίμωξαν σε τόσο σπαραγμό, να καμαρώσουν τις άγριες
παρελάσεις,
το αύριο
που στριφογυρνάει σαν το λιοντάρι στο κλουβί,
θα κάμουν
τα παιδιά να ορκιστούν μια νέα ζωή
τρέχοντας
μες στα στάχυα των λυγμών τους…
Για να μην
είναι τσίρκο ο κόσμος,
για να
σιγήσουν πια για πάντα τα μεγάφωνα του μίσους,
να κλείσουν
τα εργαστήρια της απανθρωπίας
κι όλα τα
μαγαζιά που καθιερώνουν τρομαχτικές εκπτώσεις
συνειδήσεων
[ΟΧΙ ΣΑΝ ΤΑ ΠΟΥΛΙΑ από τη συλλογή του Βύρωνα Λεοντάρη ΟΡΘΟΣΤΑΣΙΑ
1957 κι άλλα ποιήματα απ’ αυτή τη συλλογή]
ΔΕΝ ΗΛΠΙΖΑ (από τη συλλογή του Βύρωνα Λεοντάρη ΟΡΘΟΣΤΑΣΙΑ
1957)
Δεν ήλπιζα ποτέ μου πια μες στ’ άγρια τα συντρίμμια
να ξανατραγουδήσω, γιατί οι μέρες μου φρικτές
κι η μπόχα τους μου ανέβαζε στα δόντια τη βλαστήμια,
όμως τραγούδησα ξανά σ’ ατίθασες αυλές,
όταν τα λόγια της χαρά γίνονταν μαύρο χώμα·
όταν άλλα ναυάγια πια δε βάσταε τούτο το σκαρί,
όταν τριγύρω ουρλιάζανε με τρικυμίας στόμα
τα «έπεσες έξω», κίνησες να πλεύσεις, ω ψυχή,
τα έκθαμβα μάτια των νυχτών – φυτείες τυφώνων. Τότες
των νέων κραυγών μου δάγκωσα τις φλέβες και ξέσπασαν,
τότε εγώ πάλι πάλεψα και στου κορμιού τις πρώτες
πληγές επάνω άλλες πληγές – άνθη από φλόγα – σκάσαν.
-Σήκω, πρόσωπο αγέρωχο, απ’ τις χούφτες, που δαγκώνεις,
σήκω, η καρδιά σειέται ξανά, τα χιόνια της γκρεμνά,
γκρεμνούν τα όρνια, που ζύγωσαν, άξαφνα ως τα τυφλώνει
μια λάμψη αγάπης άγρυπνης, που το αίμα κυβερνά.
Να μη μισήσεις πάλεψε. Στον θάνατο ανήκει
όποιος μισεί. Γιατί είναι το μίσος ξέρα φοβερή,
είναι καπνιά το χώμα του, οι αγέρηδές του λύκοι,
είναι αίμα τα πηγάδια του, τα νέφη του χολή.
Όποιον ξεράσει εκεί η ζωή, τότε ξεφτούν κατάρες,
το αίμα του κόβει, κόκαλα στραβώνουνε κι αρμοί,
είναι αδικίες τα χέρια του, τα μάτια του σαχάρες
κι ελπίδα πια δεν έχει αυτός ποτέ για επιστροφή.
Ποτέ από μίσος μη μεθάς, μα απ’ άκρατο θυμό ανθρωπιάς
κι απ’ την αγριάδα της τιμής. Το βλέμμα σου να στρίβεις
μακριά απ’ τις βρώμικες ακτές, με νέα τραγούδια να χυμάς
αστράφτοντας τις φοβερές σου νύχτες να συντρίβεις.
ΤΟΥ ΔΡΟΜΟΥ…
Ι
… Τις φωνές των πουλιών που φύγανε
στο τρομαγμένο διάστημα, που χωρίζει τα χέρια μας από τα
χέρια αυτών που δεν θα ξανάρθουν·
το αίμα των παιδικών μας χρόνων, που κυκλοφορεί , χωρίς να
εξαργυρώνεται,
το πρόσωπο της αγαπημένης μας σκόρπιο στο πέλαγος μιας ξένης πολιτείας…
ΙΙ
Σηκώνουμε τους τραυματίες σαν τσαμπιά
… οι φωνές τους ξερίζωσαν τον ήλιο,
σταγόνες αίμα σκορπιστήκανε παντού σαν άχρηστα νομίσματα
κηλίδες αίμα, τρομερά, μεγάλα αποσιωπητικά μες στη ζωή μας…
ΙΙΙ
Γιορτές των πυροτεχνημάτων στην Πορτογαλία
Κάγκελα της βροχής μέσα στους δρόμους,
κάγκελα μες στα
μάτια μου,
κάγκελα στην καρδιά μου.
Τι να σου πω, τι να σου πω;
Με μαχαιρώνουν κάθε μέρα,
μου αρπάζουνε κομμάτια απ’ την καρδιά μου.
Γι’ αυτό είναι τόσο ξαφνικά,
τόσο παράξενα πράγματα
τα ζεστά χέρια,
το στρογγυλό πρόσωπο,
τα βότσαλα του γέλιου σου
κι όλα, μικρή μου, ετούτα, που μου λες:
«… γιορτές των πυροτεχνημάτων στην Πορτογαλία…»
ΙV
Κάτοχος, φυσικά, και ξένης γλώσσης,
είκοσι χρονών, με λεπτή κορμοστασιά,
μήνες και μήνες τρέχει για δουλειά.
«-Δυστυχώς δεν εδόθηκαν πιστώσεις…»
Πρόσωπα αγαπημένα, πρόσωπα χλωμά
-περηφάνιας γραμμές, μ’ όλη την άλλη
δυστυχία σας στραμμένη από την άλλη-
μην κλαίτε. Αύριο ξανά, αύριο ξανά…
Σκάλες, ουρές, ουρές λογής-λογής
χαρτιά κι αιτήσεις πάνω στις αιτήσεις.
Και να ’χεις τόσα, τόσα ν’ αγαπήσεις,
είκοσι χρονών «στο άνθος της ζωής»…
V
Ζωή καμίνι
ζωή σκόνη
ζωή ορθοστασία
ζωή, πότε θ’ αλλάξεις πρόσωπο;
VΙ
«-Άλλαξε ο άνθρωπος» - πώς θες να μην αλλάξει,
πώς θες να μείνει ο ίδιος
όπως όταν τον άφησες για να λύσεις το δικό σου αίνιγμα -
ποιο αίνιγμά;
όπως όταν ξεστόμισες: «αν έχει ο κόσμος βάσανα, κι εγώ έχω
τα δικά μου» - ποια δικά σου; -
Σκύβοντας πάνω απ’ τις «δικές» σου τις πληγές,
πάνω απ’ τη «δική σου άβυσσο»
τον άφησες να περιμένει έξω απ’ τις κλεισμένες πόρτες
των ταμείων και των νοσοκομείων,
με ιστορίες κοριτσιών πλεγμένες σε μακριές κι ασάλευτες
σειρές,
σαν τη σταχτιά κοτσίδα της άρρωστης πνιγμένη στη βουή του
πυρετού.
Μισός σκόνη και μισός δάκρυα – πώς θες να μην αλλάξει
σκαμπανεβάζοντας στις σκάλες των δικαστηρίων.
Μισός λάσπη και μισός κραυγή
μες στο ληνό δυο παγκοσμίων πολέμων.
Κάτω απ’ τις πένθιμες κωδωνοκρουσίες των νομισμάτων,
που τον παζάρεψαν, τον μέτρησαν, τον σκότωσαν,
πώς θες να μείνει ο ίδιος; Πώς να μη είναι τώρα
ο άνθρωπος ένας ξένος,
ο άνθρωπος, απ’ όπου κι αν τον κοιτάξεις,
ένα πρόσωπο στραμμένο αλλού;
Τράβηξε το στιλέτο της σιωπής που ’χεις καρφώσει στο πλευρό
του,
μίλησε με το αίμα του,
περπάτησε με την κραυγή του – και θα δεις
για ποια ομορφιά είναι αυτός πλασμένος
και ποια αξημέρωτη ευτυχία είναι η καρδιά του.
[από
τη συλλογή του Βύρωνα Λεοντάρη ΟΡΘΟΣΤΑΣΙΑ 1957]
ΝΑΝΟΥΡΙΣΜΑ ΓΙΑ ΕΝΑ ΜΙΚΡΟ ΧΤΙΣΤΗ (απ’ τη
συλλογή του Βύρωνα Λεοντάρη ΟΡΘΟΣΤΑΣΙΑ 1957)
Νωρίς που από το χάδι σ’ αποκόψαν
κι απ’ το φιλί σε ξεριζώσαν και σε κόψαν…
Και μου ’γινες «μεγάλος», ενώ ακόμη
στάζουν φιλιά απ’ τα δάχτυλά σου κι απ’ την κόμη
και σύννεφο στο βλέμμα σου ανεβαίνει,
που κρύβει εντός του μιαν αστραπή μετανιωμένη..
Κύκνε μου σκονισμένε, ποτέ πια σου
δεν τρέχεις τώρα να χτυπήσεις τώρα τα φτερά σου
στη λίμνη της αγκάλης μου – Κοιτάζεις
τα μαύρα ρούχα μου, γυρνάς κι αναστενάζεις.
Μα όπου κι αν πας δεν φεύγεις μακριά μου,
είσαι ρυάκι που φλεβίζει απ’ την καρδιά μου.
Στα δάχτυλά μου ξάπλωσε, ρυάκι,
κοιμήσου, άγριο μου, αφρισμένο ποταμάκι.
Ποιες στρίγγλες μοίρες θέλουνε, για σπίτι
να ’χεις πορνεία, σφαιριστήρια, μάζικ σίτυ;
Και ποια φριχτά κρεβάτια μ’ άθλιες στρώσεις
σου παζαρεύουν της καρδιάς σου τις εκτρώσεις;
Φύγε, άνεμε κακέ, απ’ τον άσπρο ανθό μου,
κοιμήσου δάκρυ μου, κοιμήσου αχνόγελό μου,
λειψό φεγγάρι, χόρτο πατημένο,
κοιμήσου εσύ, αναφιλητό μου δαγκωμένο.
Πολύπαθο μικρό, γλυκιά μου σάρκα,
ο ύπνος σου να ’ναι σιντριβάνια, να ’ναι πάρκα,
να ’ναι πουλιά, τραγούδια, πανηγύρια,
ποτάμια ολάνθιστα κι αστέρινα γεφύρια,
μικρό μου, που απ’ το χάδι σ’ αποκόψαν
κι απ’ το φιλί σε ξεριζώσαν και σε κόψαν…
ΜΙΛΗΣΤΕ ΜΟΥ ΓΙΑ ΑΣΤΡΟΦΕΓΓΙΕΣ… ΓΙΑ ΚΕΡΑΣΙΕΣ ΚΑΙ ΓΙ’
ΑΝΟΙΧΤΑ ΠΑΡΑΘΥΡΑ (σε μια ταξιθέτρια που λιγοθύμησε):
Μιλήστε μου γι’ αστροφεγγιές,
δώστε μου σιντριβάνια,
πέστε και ξαναπέστε μου τον παιδικό σκοπό, που σφύριζα
γυρνώντας
μες στα χαμόκλαδα των φώτων της Αθήνας
-δρόμοι που παίζαμε,
λόφοι πυρπολημένοι από πανσέληνο,
με φυσαρμόνικες ανάμεσα στα πεύκα,
δεκαοχτώ χρονών - κι ουρανός ξεστήθωτος
να σ’ αγκαλιάζει… Ω!.. Άλλο μη λέτε απόψε∙
μονάχα γι’ αστροφεγγιές.
Ξέρετε, βέβαια, τι με πνίγει.
Την ξέρετε την μυρωδιά του σινεμά,
την ταγγάδα του καπνιστηρίου,
τις ξέρετε τις σκάλες του εξώστη
κι αυτά τα νεύρα, που δαγκώνουν πίσω από τα γόνατα…
Γι’ αστροφεγγιές
και γι’ αναμμένες κερασιές μιλήστε μου,
για τις τρελές χορεύτριες των περιβολιών που
στροβιλίζονται,
ωσότου να ζαλίσουν τ’ άστρα,
ώσπου να φτάσει η αυγή να γείρουν δακρυσμένες στο χλωρό
χαμόγελό της
-κι ας σπάει η απελπισία τα δόντια της στης νιότη της μας
το βράχο!
Μιλήστε μου γι’ αστροφεγγιές, για κερασιές
και γι’ ανοιχτά παράθυρα
- ω, ανοιχτά παράθυρα
ω ανάσα από τη θάλασσα
φωνή που με φωνάζει από μακριά με το χαϊδευτικό μου
μιλήστε μου, ακούω,
δεν έχω καμιά λιγοθυμιά.
Οι άνεμοι ζαλίστηκαν,
ζαλίστηκαν χορεύοντας γύρω από την καρδιά μου.
[ποιήματα από τη
συλλογή του Βύρωνα Λεοντάρη ΟΡΘΟΣΤΑΣΙΑ 1957]
Τι γίνεται όταν ο ποιητής «αυτό
που γυρεύει είναι όχι η μετουσίωση, αλλά ακριβώς το άγγιγμα του αμετουσίωτου,
του ατόφιου, του μη επιδεχόμενου μορφοποίηση»; Και ποιά θα είναι η ποίηση του
ποιητή που υπερασπίζεται αυτό ακριβώς που δεν μπορεί να μορφοποιηθεί, αυτό που
δεν μπορεί να εκφραστεί; Μοιραία θα οδηγηθεί σε μια καταλυτική αντίφαση και σε
μια ιδιαίτερη ποίηση τόσο γόνιμη όσο και το πάθος της υπεράσπισής της. Ο Βύρων
Λεοντάρης έχοντας συνείδηση αυτού του πάθους, έγραψε για τον Καρυωτάκη:
«Οριακός ποιητής με ποιήματα αμετάκλητα – δοκίμια αυτογνωσίας της ποιητικής
λειτουργίας» καθώς δεν περπατούσε «στο χείλος του γκρεμού» γράφοντας, αλλά είχε
«αντικρύσει κατά μέτωπο τον γκρεμό», εκεί όπου «η ποίηση φτάνει στην οριακή της
στιγμή». Αυτήν την οδό ακολούθησε και ο ίδιος, γράφοντας ποιήματα σαν «δοκίμια
αυτογνωσίας της ποιητικής λειτουργίας», γνωρίζοντας συγχρόνως πως ο βαθύτερος
πυρήνας της λειτουργίας αυτής είναι και θα παραμείνει άβατο.
Παρασκευή 30 Ιουλίου 2021
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου