Κυριακή 27 Ιουνίου 2021

ΑΥΤΗ Η ΦΘΑΡΜΕΝΗ ΦΑΝΤΑΣΙΑ ΘΑ ’ΠΡΕΠΕ ΚΑΠΟΤΕ ΝΑ ’ΤΑΝ ΑΛΗΘΕΙΑ

 Μισθοφόροι γιατροί    σε προσχεδιασμένα άσπρα χαμόγελα

Έπειτα τα κράνη σκέπαζαν τη νύχτα

το φεγγάρι συσκοτισμένο σε μοβ χαρτί.

Κι οι πανσέδες δίπλα της ένα φως    απαγορευμένο για πάντα

Μα τι στέκεσαι με πρόσωπο χωρισμένο στα δύο    από τα δάκρυα

Τι στέκεσαι μ’ ένα κλωνάρι αθώο –

λυγισμένο άγγελο μέσα στα μάτια

 

Μια νύχτα το ’σκασε

Πύρε το κλειδί απ’ τ’ όνειρο του γιατρού και το ’σκασε

Κατέβηκε νυχτοπατώντας    τις σκάλες όλων των απαγορεύσεων

μ’ ένα φόρεμα τεντωμένο στο πορτοκαλί

Αφού πήγες τόσο μακριά πώς θες να σε ξεχάσω…

Τι στριφογυρίζει πάλι

Τι στριφογύριζαν αυτά τα λόγια    όπως τα δύσκολα παιχνίδια στο κεφάλι της

Αυτή μισούσε τον κήπο με τα χαλίκια

Νοικοκυρές γαρδένιες κι άλλα

 

Γι’ αυτό δε θα γυρίσω πίσω ούτε τώρα ούτε ποτέ

Περπάτησε ώσπου η αυγή    άρχισε να ιδρώνει στις μασχάλες της

Μεσ’ απ’ τις παλάμες της ανέτελλε αργά το φως

Ένα γέλιο αθόρυβο άρχισε ν’ ανεβοκατεβαίνει    αόρατο στην καρδιά της

 

Τι καλά να ’σαι μακριά    απ’ τον κουρεμένο ήλιο της χλόης

Ώσπου να ξημερώσει και να νυχτώσει πάλι

Κι αυτό για πάντα    γύρω από ένα μοναδικό παιχνίδι

Σα να ’ταν αυτό ο κόσμος

 [πρώτο απόσπασμα από τη συλλογή της Ζέφης Δαράκη Ο ΑΡΧΑΓΓΕΛΟΣ ΚΑΘΡΕΦΤΗΣ 1976, που συνεχίζεται αμέσως παρακάτω με επιλογές κι άλλων αποσπασμάτων από την ίδια συλλογή όπως ανθολογήθηκαν στη συγκεντρωτική έκδοση ΖΕΦΗ ΔΑΡΑΚΗ ΠΟΙΗΣΗ 1971-1992, εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα]

 

 


ΠΕΡΠΑΤΟΥΣΕ ΓΥΡΩ ΑΠ’ ΤΟ ΑΓΚΑΘΙ ΤΟΥ ΦΡΑΧΤΗ (απ’ τη συλλογή της Ζέφης Δαράκη ΑΡΧΑΓΓΕΛΟΣ ΚΑΘΡΕΦΤΗΣ 1976)

Κι η ησυχία σκυλί λυπημένο την πονούσε

Κι όταν ρωτούσαν τ’ όνομά της ψέλιζε ακόμα το δικό του κι όταν

κοιτούσαν τα χέρια της δεν ήξερε να τους πει

αν είναι αυτά τα δάχτυλά της

 

Τι είναι αυτό που με φέρνει πίσω

στις στάχτες του κήπου

Παραμιλώ τη φωνή σου γίνομαι

ένα χαρούμενο πράγμα να με φυλάξεις

να με ανακαλύψεις

Να σου πέσω απ’ τα χέρια να με χάσεις;

Θέλεις να με επιστρέψεις στον εαυτό μου;

Μα δε θα σου φέρω άλλα δώρα γιατί

θα μου το ανταποδώσεις μ’ ένα επίσημο άνθος

με μια γλαδιόλα

 

Θα με κάνει να πεθάνω αυτό το σπίτι

ριζωμένο χρόνια στον ίδιο τόπο

έλεγε η μητέρα

Το γέρικο σκυλί που κουτσαίνει προς το γκρίζο

να πηδάει με κόπο μεσ’ απ’ την πανσέληνο

 

Κι η αιώνια σκυμμένη γυναίκα

με τις θαμπές αντανακλάσεις στα χέρια

Όμορφη που είσαι μ’ αυτές τις πεταλούδες στα μάγουλα

της έλεγε ο πατέρας

Κι αυτή κουνιόταν γελώντας στην πολυθρόνα

 

Αυτά βέβαια συνέβησαν

πριν από αιώνες γέλιου στ’ όνειρό μου

Όταν ακόμη έβρεχα τις μύτες των παπουτσιών μου στη μπλε χλόη

Τώρα γιατί σκοτείνιασε όταν ξύπνησα δεν ξέρω

Το αγοράκι όμως που παίζει στην ακροποταμιά

μ’ ένα φανταστικό αδελφό είναι δικό μου

 

ΚΑΠΟΤΕ ΤΟ ΤΡΑΠΕΖΙ ΧΑΝΟΤΑΝ ΣΤΗΝ ΟΜΙΧΛΗ ΤΟΥ ΚΗΠΟΥ

Κι οι καλεσμένοι ανάστροφα μιλούσανε μεσ’ απ’ τη λίμνη

Θυμάμαι καθώς τους έδινα τα παλτά τους

κι ο ένας χαμογελούσε στον άλλο

μεσ’ στο σκοτάδι των χειραψιών

και των τελευταίων λόγων

λίγο πριν ξημερώσει

Την ώρα που τ’ αγιάζι τρέμοντας

διπλώνεται μεσ’ στα λουλούδια

 

Θυμάμαι που περίσσευε ένα ρούχο

«Ποιανού ανήκει αυτό το παλτό;»

«Μα όχι… σε κανέναν» μου λέγανε

ανήσυχα λιγάκι και γελώντας αμήχανα

γλιστρούσανε τα δάχτυλα επάνω στα παλτά τους

Και κοίταζαν γύρω τους να δούνε

ποιος είναι αυτός ο αόρατος παρών εκεί σιμά τους

 

Μα κανένας δεν ήταν

Και φύγανε όλοι σιωπηλοί

κάτω απ’ το πρώτο φως που άχνιζε στα δένδρα

Κι εγώ έστεκα εκεί χαϊδεύοντας ένα παλτό

 

Ένα κρύο ρούχο απατηλό

Σαν κορμί που ’χει αδειάσει κι έχει φύγει

(αποσπάσματα απ’ τη συλλογή της Ζέφης Δαράκη ΑΡΧΑΓΓΕΛΟΣ ΚΑΘΡΕΦΤΗΣ 1976)

 

 

ΑΠΟ ΤΩΡΑ ΚΙ ΕΠΕΙΤΑ ΣΕ ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΩ ΝΑ ΓΡΑΦΕΙΣ ΠΑΓΩΜΕΝΗ ΠΟΙΗΜΑΤΑ (απ’ τη συλλογή της Ζέφης Δαράκη ΑΡΧΑΓΓΕΛΟΣ ΚΑΘΡΕΦΤΗΣ 1976)

Κι ύστερα η καλησπέρα

εβούλιαξε ψυχρά μεσ’ τον αέρα

Ποιοι να ’ναι οι ξένοι μας

να τους αλλάξουμε σεντόνια

Ξενάγησέ τους στους χώρους της καρδιάς

Τέσσερις άνθρωποι στις τέσσερις γωνίες του δωματίου

τα χέρια σέρνονται στο κενό μα δεν αγγίζονται

Μιλάνε απλά για πράγματα ασήμαντα

αλλά είναι σα να θέλουνε ν’ αγκαλιαστούνε

Τα χέρια τους αναζητούνε κάτι στην πέμπτη γωνία μα είναι άδεια

Βυθίζονται ξανά στην πληγή τους

Σιωπηλός αέρας σιωπηλός ήλιος

σιωπηλά φορέματα σιωπηλά λουλούδια

σιωπηλές φωνές

 

Λείπει κανείς ή κάνω λάθος;

Μα πού είναι ποιος είναι;

Το αόρατο βέλος. Το αόρατο πάθος…

Κι όμως δεν είναι αλήθεια

Γιατί άλλος δεν είναι

από τα βυθισμένα τριαντάφυλλα και το παιδί

 

Άδικα τα πράγματα τώρα

Άδικα περιμένουν με άγρια ανοιγμένα στόματα

άπληστα γι’ ανθρώπινα χέρια

Τα πράγματα οι τέσσερις τοίχοι άδικα

 

Τώρα το φως τρέχει από τοίχο σε τοίχο

αηδιαστικό ερπετό

βγάζοντας έξω μια γλώσσα τρομερής ειρωνείας

Τουλάχιστον αυτό το σχήμα του βάζου είναι δικό σου

Τουλάχιστον αυτή η λάμπα σου ανήκει

Μα τι αδιάφορα οι πολυθρόνες

σαν δυο ήσυχες πόρνες σε κοιτάζουν

 

Καληνύχτα

Είπε και σήκωσε τη νύχτα με άδεια βήματα

Από τώρα κι έπειτα σε καταδικάζω να γράφεις

παγωμένη ποιήματα

 

 

Η ΦΑΝΤΑΣΙΑ ΕΙΝΑΙ Η ΜΟΝΗ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ

Έχει ρελάκι κόκκινο η χαρά και πέπλα μαύρα

Μη σηκωθείς και φύγεις δίχως το παλτό σου

 

Όχι δεν θα χαθώ όπως άλλοτε

που με ’σπρωχνες γελώντας στο κενό

Κι εγώ δεν είχα πού να στηριχθώ μια πράξη από αίμα

Κι έπειτα είπες πως όλα τα φαντάστηκα

 

Τι να πιέζω πια το μέτωπο στο παγωμένο τζάμι

να σχεδιάζω δάση και πουλιά στην πάχνη

Τι να κρεμιέμαι από μια νιότη   που ανήκει σ’ άλλους

Τι να σε περιμένω σε κατακλυσμούς σταθμών και διαβάσεις

σε φωταγωγημένα πλοία κι έρημα σαλόνια

Εγώ θα μείνω εδώ στην κρύπτη αυτή

όταν η ανάσα μου θα δυναμώνει αυτούς τους τοίχους

Αλλά θα πνίγει αργά-αργά εμένα

 

Η φαντασία είναι η μόνη πραγματικότητα της ψυχής

Της είπε κι έσβησε το φως της εισόδου

(αποσπάσματα απ’ τη συλλογή της Ζέφης Δαράκη ΑΡΧΑΓΓΕΛΟΣ ΚΑΘΡΕΦΤΗΣ 1976)

 

 

ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΗ ΜΟΝΑΞΙΑ ΤΩΝ ΕΠΙΠΛΩΝ ΚΑΙ ΠΑΝΩ ΣΤΟ ΧΑΛΙ ΤΟ ΦΩΣ ΚΥΛΟΥΣΕ ΜΑΥΡΟ ΑΙΜΑ (απ’ τη συλλογή της Ζέφης Δαράκη ΑΡΧΑΓΓΕΛΟΣ ΚΑΘΡΕΦΤΗΣ 1976)

Απ’ τη βεράντα γλιστρούσε στο δωμάτιο

η βαθιά ανάσα των λουλουδιών

Ακίνητα τα βάζα και ωραία

περιεργαζόντουσαν τους καλεσμένους και το χώρο

μακρινές αστραπές ζωγράφιζαν το τέλος της ημέρας στα τζάμια

 

Ξέρω πολύ καλά τι μου συμβαίνει

Αφήστε με ξυπόλητη στον ουρανό

φυτέψτε στα δωμάτια δένδρα

Στα σκαλιστά σας έπιπλα φέρτε αηδόνια

κι εγώ θα κοιμηθώ βαθιά

Το στήθος της έτρεμε λίγο σαν από λυγμούς

όμως δεν έβγαινε από πουθενά ούτε μια νότα

Κι ο άλλος κοίταζε επίμονα

στο πουκάμισό του μια κηλίδα αίμα

Προσπαθούσε να στεριώσει

κάτι πεσμένο επάνω του ή μέσα του

Όμως δεν έβγαινε από πουθενά ούτε μια κραυγή

 

Το κουδούνι χτυπούσε από χρόνια

Θα πρέπει ν’ ασκηθείς σ’ αυτή μου τη σιωπή

 

Στο τρελό κίτρινο του ορίζοντα δύση μαζί κι ανατολή

χάραζαν πάλι αδίστακτα μια απάνθρωπη ζωή

Να σε αγκαλιάσω θα ’ταν εύκολο

Να σ’ αγγίξω όμως θα ’ταν φοβερό

έπαιζε η τζαζ ξεριζώνοντας

τα τελευταία άνθη της χαράς

Με τρόπο εκκωφαντικό

 

ΧΑΣΟΥ ΑΠ’ ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΜΟΥ,  

της είχε πει κάποτε ο μονήρης περιπατητής στις όχθες των ρεμβασμών της

 Έτσι απόμεινε το γαλάζιο να τυραννιέται μόνο του από κλώνο σε κλώνο σαν πουλάκι που ξέμαθε τον ουρανό. Τότε άρχισε μια παράξενη ροή του χρόνου… Όλα σταματημένα και βουβαίνονταν ήσυχα στο πέρασμά της. Όχι – καθόλου από την ομορφιά της, βουβαίνονταν από ένα απροσδιόριστο πένθος στις ανάλαφρες και κάποτε χαρμόσυνες χειρονομίες της κι από αυτή την εκμηδένιση στο πρόσωπο σαν σκοτωμένο αίμα βγαλμένο απ’ το σκοτάδι και για το σκοτάδι όταν το θηρίο της ερημιάς ατάραχα το περιβάλλει κι όταν σαν χρησιμοποιημένα σεντόνια πέφτουν οι νύχτες άχρηστες πια η μια πάνω στην άλλη έτσι που το ανθρώπινο πρόσωπο τελειώνει το έργο του Τότε τα λόγια φτερουγίζουν σαν δειλά μισοφέγγαρα βαθαίνοντας τις ρυτίδες στην άκρη του στόματος και εκεί σωπαίνουν για μιαν άλλη –πεισματικά δική τους ζωή…

Δευτέρα, 28 Ιουνίου 2021

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΝΑ ΜΗΝ ΑΝΗΣΥΧΕΙΣ ΛΟΙΠΟΝ…

  (… είμαι πολύ καλά…) Στέκομαι   καθώς   στέκονται τ’ αγάλματα στους κήπους   και   στις ανοιχτές πλατείες όταν τ’ αφήνουν οι αστ...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ