Κυριακή 7 Σεπτεμβρίου 2025

ΟΙ ΣΤΙΧΟΙ ΣΟΥ ΤΟΥΣ ΦΟΡΕΣΑΝ ΕΜΒΛΗΜΑΤΑ ΟΙ ΕΧΘΡΟΙ ΣΟΥ

 Όταν δονούνται ακόμα οι αίθουσες,   

Όταν αφού σιωπήσει  ο ομιλητής

Και λάμπει γλυκά σαν άστρο το πρόσωπό του

Ανάμεσα στα άλλα τα σκοτεινά,

Όταν αποσιωπούνται όλα μαζί τα εγκλήματα

 Κιι αργά μελετημένα χαμηλώνουν τα παραπετάσματα

Και σκοτεινιάζουν στο βάθος τα βουνά  και γύρω στο τραπέζι τα πρόσωπα

Βυθίζονται   κι έρχονται μόνο οι φωνές

Όταν κανείς πια δεν τολμάει να σηκωθεί

Να πάει κοντά στον ποταμό να κάτσει  είτε κοντά στη φωτιά να ζεσταθεί

Κι ολόγυρα στ’ άδειο δωμάτιο θα περιμένουν οι προεστοί περίλυποι

Χωρίς να τρώνε ή να μιλάνε

Δολοφόνοι και νεκροί θα μοιάζουν τότε

Όσο φως και να ρίχνεις,  όσες φωτογραφίες και να παραβάλλεις.

Όσοι αθώοι και να συλλαμβάνονται την αυγή

Είτε στην κλίνη τους είτε κρυμμένοι στις καλαμιές

Με την ελπίδα να περάσει το καράβι

Να ξυπνήσουν μια μέρα στις προκυμαίες τα παλιά κανόνια

Και να κυλήσει ως το πέλαγος η σκουριασμένη φωνή.

 

Υπάρχουν νεκροί που στέκονται και ψιθυρίζουν σαν κυπαρίσσια

Κι άλλοι που υποκρίνονται ποτάμια και πολιτείες

Υπάρχουν κοντά στο σπίτι μας μερικοί νεκροί   που διόλου νεκροί δεν είναι

Όμως υπάρχουν πολλοί που ταξιδεύουν την άνοιξη

Άλλοι από χρεία άλλοι για να δούνε τα νησιά

Άλλοι με προσωπίδες δεμένες στο πρόσωπό τους

Για ν’ αποφύγουν το αυστηρό βλέμμα του ήλιου

Κι  άλλοι χωρίς τίποτε που ταξιδεύουν γυμνοί μες στα σεντόνια

Όμως κατέχοντες τον πλούτο και τον πόνο της ψυχής!..

 

Ώστε μοιάζουν λοιπόν αν παραβάλεις τα κείμενα και τις φωτογραφίες

Τα δυο πρόσωπα στις διάφορες ηλικίες

Το βρέφος το παιδί ο έφηβος και ο νεκρός

(Άνδρας δεν πρόλαβε να φωτογραφηθεί)

Όμως εδώ συγχύζονται οι ημερομηνίες κι εμφανίζονται

Τα δυο πρόσωπα το ’να να περικλείει τ’ άλλο σαν κουτί

Το ’να εδώ στην όχτη τη δική μας στέκεται κι αδημονεί να περάσει

Τ’ άλλο στην απέναντι όχτη ψυχορραγεί.

 

Όσο να μοιάζει η ζωή μας με τη δική τους

Όταν μακραίνουν οι όχτες και δε διακρίνεις

Μήτε σάρκα μήτε ψυχή όταν πλησιάζουν

Και πάλι δεν διακρίνεις μες στην ομίχλη

Παρά σχήματα και σκιές, όσο να μοιάζουν

Οι δυο ζωές και να μιλούν την ίδια γλώσσα

Τους ίδιους ήχους τα ίδια γράμματα, τα πρόσωπα

Δεν θα τα δεις ποτέ μαζί για να συγκρίνεις

Το ένα πάντα σκεπασμένο, το άλλο πάντα γυμνό

Σαν άγαλμα στον κουρνιαχτό.

 

Ώστε υπάρχουν ακόμα νεκροί ανάμεσά μας

Και μάλιστα αφοσιωμένοι στο σπίτι μας μες στις μηλιές

Ποιος θα το φανταζόταν κοντά σ’ αυτά τα δένδρα

Που στέκονται ολοστρόγγυλα σα φράχτης στο Βοριά

Κοντά σ’ αυτά τα δάση πως υπάρχουν αρχαίοι νεκροί

Που μας προστατεύουν απ’ τους χιονιάδες;

Ποιος από σας θα βύθιζε το χέρι του στο κισσό

Κινδυνεύοντας να ερεθίσει το ναρκωμένο φίδι

Ή θα ’φηνε ποτέ τον ύπνο να γλιστρήσει στα βλέφαρά του

Όταν απ’ το παράθυρο τα σκεπασμένα πρόσωπα

παραμονεύουν να εισχωρήσουν κρυφά.

 

Το χέρι της θάλασσα που απλώνεται υγρό και μας χωρίζει από τον ύπνο

Το ξένο χέρι που μας χαϊδεύει τα όνειρα που μας ορίζει την πορεία του ύπνου

Το τρίτο χέρι που φέρνει μέσα μας την εποχή των εραστών

Τα μήλα αυτά που στρώνουν καταγής για να περάσει

Ελαφρά θριαμβευτικά το Φθινόπωρο

Πατώντας στα ώριμα κορμιά. Η θλίψη στις ακρογιαλιές

Όταν θολώνουν τα νερά και μεγαλώνουν στον ορίζοντα τα πανιά.

 

Άραγες θ’ αράξει το καράβι που βλέπουμε

Ή θα περάσει πάλι απαρατήρητο στο σκοτάδι

Μερικές εκατοντάδες οργιές  στ’ ανοιχτά

Χωρίς ν’ ανάψει ούτε ένα τσιγάρο, χωρίς ν’ ακουστεί

Ούτε ένας ψίθυρος στη γέφυρα

Ο καπετάνιος αόρατος, οι άνδρες στα χαρτιά.

[ήταν το ποίημα Η ΕΠΟΧΗ ΤΩΝ ΕΡΑΣΤΩΝ 

από την τέταρτη ενότητα με τον ίδιο τίτλο  

στη συλλογή του Νάνου Βαλαωρίτη

Η ΤΙΜΩΡΙΑ ΤΩΝ ΜΑΓΩΝ 1947.

Συγκεντρωτική έκδοση: 

ΝΑΝΟΣ ΒΑΛΑΩΡΙΤΗΣ ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1, 1944 -1964  ΥΨΙΛΟΝ/ βιβλία  ]

 

 


ΑΝΔΡΟΜΕΔΑ 

(από την ΕΠΟΧΗ ΤΩΝ ΕΡΑΣΤΩΝ, 4η ενότητα στη συλλογή του Νάνου Βαλαωρίτη  Η ΤΙΜΩΡΙΑ ΤΩΝ ΜΑΓΩΝ 1947)

Όταν παλεύει ο έσπερος με τις φλογέρες

Όταν ξανά τον Αύγουστο ψυχορραγούν οι μέδουσες

Όταν αρχίζει αλλού κρυφά η τελευταία μας τρικυμία

 

Όταν γεμίζει ο Αμβρακικός ασπίδες και ναυάγια

Όταν περνάει ο κυρ Βοριάς καβάλα στα κατάρτια

Όταν στην κλίνη σου έριχνε τον ίσκιο της η γη

 

Όταν ταιριάζει η συννεφιά με τα μαλλιά μας

‘Όταν σωριάζεται νεκρός και ο τελευταίος φρουρός

Όταν τρομάζουν τα πουλιά κι απομακρύνονται

 

Καθώς μαζεύονται σ’ ένα κορμί οι πιο γενναίες καρδιές

Τώρα που κόπασε η βροχή στα παραθύρια μας

Μέσα στα μάτια της ξυπνούν τα πιο παλιά μας όνειρα

 

Τόσο βαθιά τόσο βαθιά η κόρη αποκοιμήθηκε

Τόσο βαθιά που δίστασε να πάει μπροστά ο καιρός

Τόσο κοντά που στάθηκε του φεγγαριού ο σφυγμός

 

Τέτοια στιγμή τη χώρα μας ταράζουν νέοι σεισμοί

Τέτοιο κορμί το πέλαγος δεν είδε πιο γυμνό

Τέτοιο κορμί που αιχμάλωτο κρατούσε η μουσική

 

Μα κάτω εκεί ένα νόμισμα που φέγγει μες τα δάση

Εκεί που αλλάζει ο αυγερινός κάθε πρωί κρεβάτι

Εκεί που ρίχνει το αυστηρό του βλέμμα ο ήλιος

 

Κάτω εκεί στις αμμουδιές όπου βογκάει το Αιγαίο

Απ’ το πλευρό που σκίστηκε θανάσιμα η Ελλάδα

Τρέχει νερό που πίνει ο άνεμος όταν διψάσει

 

Στήθος παλιό - παλιό που κάρφωσε η σαΐτα

Πόσο σου μοιάζει ο ωκεανός στα νιάτα του

Πόσο σου μοιάζουν οι βροχές όταν κοιτάζεις κάτω

 

Το πρόσωπό σου ωρίμασε σιγά - σιγά σαν άστρο

Από τα μάτια μας το μυστικό σου ξέφυγε

Από τα χείλια μας στον κόσμο θα περάσει.

 

Το βράδυ εκείνο φύτρωσαν τριαντάφυλλα στην άμμο

Μήπως κινδύνευε ξανά στα βράχια η Ανδρομέδα;

Μήπως ξαναζωντάνεψε το κοιμισμένο ηφαίστειο;

 

Τον ήρωα δεν τον είδαμε ποτέ στα μάτια

Μας πάγωσε από μακριά η τρομερή ομορφιά του

Όταν ο ήλιος έπεφτε απάνω στην ασπίδα

 

ΕΙΣ ΜΝΗΜΗΝ ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΚΟΜΗΤΟΣ ΣΟΛΩΜΟΥ

(άσμα για δύο φωνές)

Δεν άφησε στο διάβα του παράθυρα ο καιρός

Δεν άφησαν τριαντάφυλλα τα χέρια του στη γη

Περνούσαν τα καράβια του στ’ αρχοντικό σου εμπρός

 

Ο τελευταίος ανάπηρος στη χώρα μας εσύ

Ένας μεγάλος πόλεμος μας πήρε την ψυχή σου

Τώρα στην αμασχάλη σου κοιμούνται οι κεραυνοί

 

Πέντε χιλιάδες άγγελοι επλάγιασαν μαζί σου

Δεν είναι πια σαν άλλοτε ο κόσμος σταθερός

Οι στίχοι σου τους φόρεσαν εμβλήματα οι εχθροί σου

 

Στο μέτωπό σου έλαμπε σαν άστρο ο στοχασμός

Δεν μπόρεσε όταν έπεσες η γης να σε δεχθεί

Κι ανάμεσά μας έγειρε την πόρτα του ο καιρός

 

ΤΑ ΠΟΥΛΙΑ

Τι είναι τα βήματα που ακούω πυκνά

Σαν να περνάει στρατός τη νύτα;

Τι είναι κάτι παράξενες φωνές

Σαν να μας δίνουν προσταγές;

 

Δεν είναι τίποτα παιδί μου

Είναι ο άνεμος μες τα πανιά

Είναι η βροχή στα κεραμίδια

Κοιμήσου κι αύριο θα δεις

Στο πέλαγος να φέγγουν τα νησιά.

 

Τι είναι τα χτυπήματα που ακούω

Αδιάκοπα στα παραθύρια

Σαν να ’θελαν να  μπούνε μέσα

Χιλιάδες άγρια πουλιά;

 

Είναι τα κύματα που ακούς παιδί μου

Που έρχονται από πέρα

Είναι τα άλογα του κυρ Βοριά

Κοιμήσου κι αύριο θα δεις

Το πέλαγος σπαρμένο γιασεμιά.

 

Τι είναι τα φώτα εκείνα μακριά

Που τρέμουν σαν αστέρια

Πες μου το όνομα πατέρα

Του μεγάλου καραβιού.

 

Δεν έχει όνομα παιδί μου

Το πλοίο αυτό που ταξιδεύει

Αόρατο χωρίς πανιά

Κοιμήσου τώρα και σ’ ακούνε

Στον κόσμο πέρα και θρηνούν.

 

Πατέρα μη μ’ αφήσεις μόνο

Γιατί ραγίζουν τα παράθυρα

Κι ορμάνε μέσα τα πουλιά

Που φτερουγίζουνε χωρίς φτερά

(από την ΕΠΟΧΗ ΤΩΝ ΕΡΑΣΤΩΝ, 4η ενότητα στη συλλογή του Νάνου Βαλαωρίτη Η ΤΙΜΩΡΙΑ ΤΩΝ ΜΑΓΩΝ 1947)

 

ΕΝΑ ΧΟΡΙΚΟ

(από την ΕΠΟΧΗ ΤΩΝ ΕΡΑΣΤΩΝ, 4η ενότητα στη συλλογή του Νάνου Βαλαωρίτη  Η ΤΙΜΩΡΙΑ ΤΩΝ ΜΑΓΩΝ 1947)

 

ΞΕΝΟΣ:

Οι τρικυμίες με πέταξαν, ω φίλοι, σε τούτα τ’ ακρογιάλια

Ο άνεμος και οι βροχές μου σκάλισαν αυτό το πρόσωπο

Τα μάτια μου σκληράθηκαν κοιτάζοντας το πέλαγος

Η γλώσσα που μιλάω δεν είναι πια δική μου

Άλλαξε σιγά-σιγά καθώς ταξίδευα

Η μουσική σταμάτησε, οι ανθρώπινες φωνές χαμήλωσαν κι αποκοιμήθηκα.

 

ΧΟΡΟΣ:

Υπερήφανη σαν άστρο μια τέτοια αγωνία

Είσαι η ψυχή που χτύπησε αναπάντεχα η σαΐτα

Είσαι το βλέμμα  όπου πηγάζουν υγρές ακόμα οι αναμνήσεις

Από τα βάθη του καιρού μας ήρθες ταξιδεύοντας

Σαν το αθάνατο πουλί μες στα σεντόνια

Στοχάσου λοιπόν το απαίσιο αυτό παιχνίδι

Που μας ενώνει με τους αιώνες

 

ΞΕΝΟΣ:

Πώς θέλετε ν’ ακούσω μέσα στην ταραχή και την ομίχλη

Πώς θέλετε να θυμηθώ το αρχαίο κορμί που σύντριψε η κατάρα

Πώς να διακρίνω ένα καράβι από μια ψυχή

Αφού ταξιδεύουν κι οι δυο τόσο απαράλλαχτα στο πέλαγος;

 

ΧΟΡΟΣ:

Δοκίμασε να θυμηθείς, δοκίμασε να θυμηθείς

Το σώμα που σωριάστηκε στο νυφικό τραπέζι

Το σπέρμα που τινάχθηκε μέσα στο άδειο κορμί

Το χαμόγελο που φανερώθηκε την αυγή

Το χέρι που πρόδωσε το ηλιοβασίλεμα

Και το πανί που ανέλπιστα φουσκώνει  ο άνεμος

Όπως ανάβει ξαφνικά μες στο σωρό ένα πρόσωπο

Και γίνεται ολοκαύτωμα σαν πεύκο στο σκοτάδι.

 

ΞΕΝΟΣ:

Οι τρικυμίες με πέταξαν, ω φίλοι, σε τούτα τ’ ακρογιάλια

Πώς θέλετε ν’ αναγνωρίσω, πώς θέλετε να καταλάβω

Τόσα καινούρια πρόσωπα τόσα καινούρια βλέμματα

Τα σπίτια αυτά δε μοιάζουνε μ’ αυτά που κατοικούσα

Κοκάλωσαν τα χέρια μου βαστώντας το τιμόνι

Πού ’ναι τα δένδρα που ήξερα, πού’ ναι τα κελαηδίσματα;

 

ΧΟΡΟΣ:

Είναι τα μονοπάτια που διαλέξαν ν’ αποφύγουν οι θεοί

Είναι τα πράσινα βουνά τώρα ολόγυμνα

Τόσες ψυχές που κατρακύλησαν σαν πέτρες μέσα στα χρόνια

Ήτανε κάποτες πανίσχυρες σαν τριαντάφυλλα

Ήταν λαφρύτερες απ ’το νερό σκληρότερες απ’ τη φωτιά

Ήταν γενναίες και μεθοδικές σαν αηδόνια

Μάθε λοιπόν δεν είσαι συ το μόνο αμάρτημα του ήλιου.

 

ΞΕΝΟΣ:

Τι είναι λοιπόν αυτές οι μαχαιριές ω φίλοι

Αυτός ο θόρυβος των λουλουδιών που μεγαλώνουν

Αυτό το τρίξιμο των εποχών που αλλάζουν

Αυτός ο ψίθυρος των πλοίων που με πλησιάζουν σημαιοστολισμένα;

 

ΧΟΡΟΣ:

Είναι τα σπίτια που αγαπήσαμε τόσο απόμακρα

Είναι τα χείλια που ακουμπήσαμε τόσο αλλαγμένα

Είναι τα δυο κρεβάτια όπου κοιμούνται ατάραχοι οι ωραίοι νεκροί

Αμάραντος και Κριναγόρας

 

ΤΑ ΣΚΟΤΕΙΝΑ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΑ

Πέρα τα σκοτεινά τριαντάφυλλα ωριμάζουν

ποιο χέρι τα ποτίζει και ξαναφυτρώνουν

ποιο μάτι τα κοιτάζει και μεγαλώνουν

Κρυφά τη νύχτα όταν κοιμόμαστε.

 

Όταν πρωτόρθανε σε τούτο το ακρογιάλι

Ο ήλιος έλαμπε πάνω στα νησιά

Το αίμα φτερούγιζε ζεστό στις φλέβες μας

Τα μάτια μας ήταν γερά και διάβαζαν

 

Μέσα στον ύπνο τα όνειρα

Μέσα στο βλέμμα σου τις πυρκαγιές

Μες στη φωνή σου τις φωνές

 

Μιας μακρινής στεριάς… Τώρα από παντού

Ακούμε τα βαριά τους πέταλα να προχωρούν

Αργά ψιθυριστά σαν τα φιλιά των εραστών

Κατά δώθε που στεκόμαστε κι αγναντεύουμε

 

Σαν στρατιώτες τη μεγάλη συμφορά.

Ποιος μας ετοίμασε το δείπνο τούτο;

Ποιος μας έφερε εδώ που μόνο οι σαύρες ζούνε;

Ποιος χάραξε στην πύλη μας το τρομερό αυτό μήνυμα;

 

Έτσι καθώς ζαρώνουν πέρα τα βουνά

Αδειάζει σιγά-σιγά το σπίτι που αγαπήσαμε

Όπως μια βρύση που στερεύει και γύρω μας

Γιγαντώθηκαν τα σκοτεινά τριαντάφυλλα

(από την ΕΠΟΧΗ ΤΩΝ ΕΡΑΣΤΩΝ, 4η ενότητα στη συλλογή του Νάνου Βαλαωρίτη Η ΤΙΜΩΡΙΑ ΤΩΝ ΜΑΓΩΝ 1947)

 

ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΜΑΣ ΗΤΑΝ ΓΕΡΑ ΚΑΙ ΔΙΑΒΑΖΑΝ ΜΕΣΑ ΣΤΟΝ ΥΠΝΟ ΤΑ ΟΝΕΙΡΑ

(… και γύρω μας γιγαντώθηκαν τα σκοτεινά τριαντάφυλλα…)

Και για να ’ρθουμε από τον τόπο μας εις άλλα μέρη    Το βλέμμα σου σα δυνατή γαλέρα μας πηγαίνει   Τ’ απόκρυφα που η κάθε μας πολιτεία μνημονεύει   Στα πιο παλι΄στα ενδότερά της όνειρα   Κι από τα παραθύρια τα μυστικά, τα υπόγεια, κοίτα   Ω ταξιδιώτη έξω φουσκώνει αγέρας τα πανιά   Ένας κόσμος βολικός σα φορεσιά που κάποτες φορέσαμε   Οι αμμουδιές χωρίς πουλιά  και  τα νερά αταξίδευτα   Και οι μεγάλες πέτρινες στιγμές των αγαλμάτων   Ώσπου να ’ρθουνε πιο κοντά στις λυγαριές τα τζάμια όπου κοιτάμε   Ώσπου να λιώσουν τα χαμόγελα οι βροχές  και ν’ ακουστούνε   Κόκκινες  και  μακρινές σαν αναμνήσεις οι βροντές.   Ω ζωή χωρίς αρώματα, χωρίς βαθιές παρήφανες ματιές   Που καρτεράνε σαν μαχαιριές το απόγευμα   Ο ουρανός εδώ ποτέ του δεν ανθίζει γιασεμιά   Κι οι ώρες κυλούν αιχμάλωτες σαν δάκρυα μες τα τείχη   Και να ’σπαγε  μες στο νερό σαν άλλοτες το ρόδι   Γεμάτο περιστέρια!..     [ΕΙΣ ΑΛΛΑ ΜΕΡΗ από την ΕΠΟΧΗ ΤΩΝ ΕΡΑΣΤΩΝ, 4η ενότητα στη συλλογή του Νάνου Βαλαωρίτη Η ΤΙΜΩΡΙΑ ΤΩΝ ΜΑΓΩΝ 1947 – Συγκεντρωτική έκδοση: ΝΑΝΟΣ ΒΑΛΑΩΡΙΤΗΣ ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1, 1944 – 1964, ΥΨΙΛΟΝ/ βιβλία

Δευτέρα, 8 Σεπτεμβρίου 2025

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΕΙΝΑΙ ΑΓΡΙΟ ΝΑ ΠΕΡΝΑΣ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ…

  (… καλύτερα από δίπλα τους  γιατί το δίπλα μας είναι η ζωή το μέσα μας ο θάνατος…) Την τρίτη μέρα προς το σούρουπο φάνηκαν κάτω τα...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ