Τρίτη 29 Ιουλίου 2025

ΕΡΩΤΑΣ, ΕΛΛΕΙΨΗ ΚΑΙ ΓΛΩΣΣΑ

 (…ό,τι  φαίνεται να συμβαίνει υλικά, με λέξεις,

κλειδώνει και ξεκλειδώνει από ένα κλειδί άυλο…)

Η Μαρία Μήτσορα στο βιβλίο της ΜΕ ΛΕΝΕ ΛΕΞΗ φιλοσοφεί μετ’ ευτελείας για τους πραγματικούς ή φανταστικούς έρωτες...

Υπάρχουν άραγε έρωτες πραγματικοί τη στιγμή που είναι βέβαιο ότι ερωτευόμαστε πλάσματα της φαντασίας μας;

Στην ιστορία, για παράδειγμα, ΕΡΩΤΑΣ, ΕΛΛΕΙΨΗ και ΓΛΩΣΣΑ (αμέσως παρακάτω)

 η ηρωίδα ερωτεύεται έναν τοίχο και ψηλαφώντας τον

θα κάνει το γύρο του κόσμου στις τρεις σελίδες αυτής της ιστορίας...

Τα πιο αποκαλυπτικά ταξίδια είναι μέσα σ’ ανθρώπους.

Μπορεί να έχεις ταξιδέψει από τον Πολικό Κύκλο έως την Αϊτή

γράφοντας όμως με λέξεις μικρές ή μεγάλες ιστορίες,

σε παίρνουν οι άνεμοι ενός άγνωστου ωκεανού..

Έτσι και η ίδια η συγγραφέας που η ζωή και η γραφή της είναι ένα,

κάνει  με τις λέξεις κόλπα ταχυδακτυλουργικά

και έχει το βλέμμα στραμμένο εκεί όπου το δικό μας…

Ενδεχομένως να μη φτάσει ποτέ σε κάποιον τελικό προορισμό.

Έρχεται όμως μια στιγμή που ανοίγει και πάλι ο καιρός

και μαζί του οι δρόμοι και οι φράσεις,

και (εφ)ευρίσκεται η λέξη-κλειδί,  

που προστάζει, που αποσαφηνίζει…

Δεν θα πεθάνουμε ούτε από κρύο ούτε από μοναξιά…

Οι ήρωες της Μαρίας Μήτσορα συνήθως λογοδοτούν

στη γεωμετρία του Τυχαίου,

στη μεταφυσική του Τίποτα,

στην ποίηση του Λαχταρώ.

Και στο ΑΝΝΑ ΝΑ ΕΝΑ ΑΛΛΟ και στο ΜΕ ΛΕΝΕ ΛΕΞΗ

η συγγραφέας περιφέρεται, εντός και εκτός σελίδων,

μ’ ένα ανικανοποίητο αίσθημα αποχαιρετισμού ερώτων

(διάβαζε: εξημερωμένων θανάτων), ταξιδιών

(λαβύρινθων αυτοπαρατήρησης), ιστοριών (μασκαρεμένων σιωπών).

Η γραφή της Μήτσορα βυθίζει τον αναγνώστη,

 μ’ ανελέητο (μαύρο κέφι), στο παραδεισένιο μηδέν

του ξανακερδισμένου εαυτού.

Ακολουθούν δύο ΙΣΤΟΡΙΕΣ «με λένε λέξη»: (αφιερωμένες εξαιρετικά]:

ΕΡΩΤΑΣ, ΕΛΛΕΙΨΗ και ΓΛΩΣΣΑ   και

ΤΟ ΚΡΕΒΑΤΑΚΙ ΤΟΥ ΡΗΜΑΤΟΣ   (Art by Amit Bar)

 


ΕΡΩΤΑΣ, ΕΛΛΕΙΨΗ και ΓΛΩΣΣΑ

(από το βιβλίο της Μαρίας Μήτσορα ΜΕ ΛΕΝΕ ΛΕΞΗ, Εκδόσεις Πατάκη 2006)

Δεν θα μιλήσω σ’ αυτό το βιβλίο για τους έρωτές μου τους πραγματικούς. Φτάνει να πω ότι έχω ερωτευτεί ακόμα κι έναν τοίχο. Υπάρχουν άραγε έρωτες πραγματικοί; Αφού ερωτευόμαστε πλάσματα της φαντασίας μας. Μοιάζει με σοφιστεία. Θα μιλήσω για ό,τι καθόρισε τον τρόπο να ερωτεύομαι το φανταστικό. Μόλις τώρα μίλησα για τον Τέο. Στην Περίληψη του Κόσμου ένας τυφλός λέει στη Σοφία: «Οι τοίχοι μου δείχνουν το δρόμο», κι εκείνη, που επίσης ερωτεύτηκε έναν τοίχο, θα κάνει ψηλαφώντας τον, μέσα σ’ ένα καλοκαίρι, το γύρο του κόσμου της.

Ίσως εξαιτίας του Τέο (και εξαιτίας του αδελφού μου) να ερωτεύτηκα στα είκοσι τρία τον Θάνο. Κι επειδή η γνώση που διέθετα όταν ήμουν παιδί είχε πια από καιρό χαθεί, μόνο εγώ δεν ήξερα ότι αυτή η ιστορία θα τέλειωνε άσχημα. Μόνο εγώ δεν ήξερα ότι ήταν πραγματικά τρελός. Νόμιζα ότι ήταν κάποιο ξωτικό, κάποιος παραπλανημένος άγιος… Μέχρι να δω στην κοιλιά μου το μαχαίρι που κρατούσε, με παραμορφωμένο πρόσωπο (λίγο αίμα, γιατί η ζώνη μου ήταν από χοντρό δέρμα), μέχρι να πετάξει από τον τρίτο όροφο και να μου αλλάξει τη ζωή. Όταν πηγαίνω καμιά φορά στο Πρώτο Νεκροταφείο, στέκομαι πάνω από τον τάφο του και του ψιθυρίζω «Εσύ, που έμεινες για μένα είκοσι έξι χρονών, θα με περιμένεις, το ξέρω, στο Σκοτεινό Πέρασμα»

Στον έρωτα δίνουμε και παίρνουμε αυτό που δεν έχουμε. «Le don de ce quon na pas» μου έγραφε, μία δεκαετία αργότερα, τη φράση του Lacan ο Χρήστος. Έτσι είναι, στον έρωτα χαρίζουμε αυτό που μας λείπει, ελπίζοντας πως το ίδιο θα κάνει κι ο άλλος. Πως θα μας χαρίσει αυτό που η έλλειψή του είναι τόσο βασανιστική. Κι αν δεν το κάνει, υποθέτουμε ότι δεν μας ερωτεύτηκε αρκετά. Ένα πλεόνασμα έλλειψης μαγικά κλειδώνει, σε κάτι σαν – δύο ελλείψεις κλειδώνουν σε μία κατάφαση, σε μία κατάσταση, όπου, της φαντασίας υπερέχουσας, πλανάται η μοναδική ευκαιρία για πληρότητα. Στον έρωτα, όταν δεν είναι άγιος, τίποτα δεν μας ενώνει, αντίθετα, μας χωρίζει, αλλά και μας κρατά καθηλωμένους, το μέγεθος της έλξης. Επειδή τα αντίθετα έλκονται, κάθε μεγάλη έλξη μας διαφοροποιεί.

Σκέφτομαι ότι χάρις στην έλλειψη γράφω. Θυμάμαι φράσεις από βιβλία γλωσσολογίας: «η γλώσσα γεννιέται από μια κρίσιμη παραίτηση, από την ταύτιση με τη μητέρα» (Α.Φ. Χριστίδης), «Το ασυνείδητο είναι η κατεξοχήν πατρίδα της μεταφοράς». Πάλι θα πω για το μαργαριτάρι που είναι μια αρρώστια, ένα βάσανο για το στρείδι, ενώ για τους ανθρώπους πολύτιμο. Και πάλι θα πω ότι υπάρχουν ελλείψεις που δεν σου επιτρέπουν να περπατάς, αλλά σου μαθαίνουν να πετάς.

«Ίπταμαι, υπερίπταμαι, καθίπταμαι» έγραψα μία και μοναδική φορά αυτό που αισθανόμουν, στη μητέρα μου, από τη Γαλλία (έχοντας πάρει, είναι η αλήθεια, μερικές αμφεταμίνες), αντί για να γνωστά «Γλυκιά μου μαμά». Όταν γύρισα, μου είχε κλείσει ραντεβού με έναν ψυχίατρο στο σπίτι κι εκείνος επέμενε, μετά από μία σύντομη συζήτηση, ότι είμαι σχιζοφρενής. Όσο περισσότερο επέμεναν και οι δύο να καθίσω ένα διάστημα σε κάποια κλινική (η μητέρα μου στο τέλος λέγοντας «Κάν’ το για χάρη μου»), τόσο περισσότερο γελούσα, κι εκείνος της έλεγε «Το βλέπετε αυτό το αναίτιο γέλιο». Τελικά εγώ δεν πείστηκα, και τότε η μητέρα μου, από το άγχος της ότι δεν είμαι καλά, μπήκε η ίδια στη Γαλήνη. Έτσι συνέχισα να ίπταμαι και να υπερίπταμαι της κλινικής. Τρεις φορές την εβδομάδα να καθίπταμαι, για να την επισκεφτώ. Οι μοιραίες στρατηγικές που περιγράφει ο Baudrillard. Μόνο που εκείνος ήταν ένας τόσο γοητευτικός φιλόσοφος, ώστε όταν πέθανε να γράψουν «Πέθανε το ομοίωμα του φιλοσόφου»! Ενώ εγώ ίσως να μην σας γοητεύσω αρκετά, πριν από την ιστορία με τα Πουλιά Μαθηματικούς, να αφεθώ για λίγο ακόμα σ’ αυτήν τη φιλοσοφική διάθεση.

 

ΕΝ ΤΩ ΜΕΤΑΞΥ Η ΖΩΗ ΠΕΡΝΑΕΙ…

(…ας πάρουμε τη λέξη ζωή κι ας φανταστούμε μια ζωή να ξεδιπλώνεται σαν χάρτης παράδοξος,

μ’ ένα μονοπάτι  που αμυδρά διακρίνεται, να περνάει μέσα από γκρεμισμένες αψίδες παλιών θριάμβων…)

 

Οι λέξεις ήταν τότε πολύ πιο κοντά στην πρώτη τους συγκίνηση. Οι λέξεις ήτανε σύννεφα που έσταζαν άλλες εικόνες (για να παραφράσω το Vigotsky). Η λέξη άλσος π.χ. έκρυβε ένα ολόκληρο δάσος από νοερά πεύκα.

Εν αρχή ήν ο λόγος: μήπως ο καθένας μας είναι το κρυφό του όνομα στο άπειρο λεξικό του Θεού;

Εν αρχή ην η πράξη: μήπως ο καθένας μας είναι η πράξη που τον διαχωρίζει από μία αρχέγονη Ευκτική; Καμιά φορά, παίζοντας, στα όρια, με τον αυτιστικό εαυτό μου, λέω μήπως είμαστε όλοι ρήματα; Άλλος στην Ενεργητική, άλλος στην Παθητική φωνή (κι εγώ συχνά στους τετελεσμένους μέλλοντες). Ίσως η Ζωή μας, η Περίληψη του κόσμου μας, η Σκόρπια μας Δύναμη να συνοψίζεται σ’ ένα επιφώνημα Αχ! Ας μην δύσει ποτέ αυτός ο ήλιος.

Μέσα στο σπίτι όπου μετρούσαν τις αλλαγές του ύψους μου με μολυβιές στον τοίχο, υπήρχε ένα έπιπλο, που ακόμα με ακολουθεί σε κάθε μετακόμιση: η βιβλιοθήκη του πατέρα μου. Από μαόνι, με κρύσταλλα στις πόρτες, που τότε κλείδωναν. Αυτό το κλειδί το ονόμαζα το Κλειδί του Παραδείσου. Πολλά από τα βιβλία μέσα ήταν γραμμένα σε ξένες γλώσσες, αλλά ορκιζόμουν πως μία μέρα θα τις ξεκλειδώσω. Κι έτσι ένιωθα πραγματικά, κάθε φορά που άρχιζα να μαθαίνω μια ξένη γλώσσα, σαν διαρρήκτης ένιωθα. Άρχισα ξεκλειδώνοντας τα Ελληνικά… Τα άπαντα του Καρυωτάκη, τα ποιήματα του Καβάφη… Έχω κηδεύσει όμως πολλές φορές το απαρέμφατο. Τι είναι το απαρέμφατο; Είναι το κρεβατάκι του ρήματος. Εκεί όπου το ρήμα αναπαύεται παίρνοντας δυνάμεις, ενώ απολαμβάνει τη διάρκεια. Το απαρέμφατο χάθηκε από τα Νέα Ελληνικά, γι’ αυτό πιστεύω, ένας εκνευρισμός μπάζει από παντού. Πιστεύω πως αυτή η απώλεια μας έχει ανυπόμονους και πρόχειρους.

Όταν το μυαλό μου είναι γεμάτο εικόνες της πόλης, όπως ήταν κι όπως είναι, θυμάμαι το ποίημα του Καβάφη: «Είπες θα πάω σ’ άλλη γη, θα πάω σ’ άλλη θάλασσα, μια πόλις άλλη θα βρεθεί καλύτερη απ’ αυτή… Δεν έχει πλοίο για σε, δεν έχει οδό. Έτσι που τη ζωή σου ρήμαξες εδώ, στην κώχη ετούτη τη μικρή, σ’ όλη τη γη τη χάλασες». Όπως τις πόλεις, έτσι και τις ζωές μας τις φτιάχνουμε και τις χαλάμε, τις φτιάχνουμε και τις χαλάμε. Είμαστε σαν είδος, οι πιο μανιώδεις μαστροχαλαστές του σύμπαντος.

Γιατί δεν έφτιαξα τη ζωή μου σε μία ωραιότερη πόλη, από αυτές που επισκέφτηκα; Γιατί λέω πως είμαι δεμένη με την Ελλάδα, όπως ο δολοφόνος με τον τόπο του εγκλήματος; Γιατί εδώ οι λέξεις συντελέσανε τους πρώτους φόνους των αντικειμένων. Γι’ αυτό εδώ πάντα ελπίζω να λειτουργήσουν σαν χάρτες, που θα οδηγήσουν πίσω, πριν από την Πρώτη Απώλεια και την Έλλειψη. Αν οι λέξεις είναι ένα «αναθεωρημένο πάθος», όπως λέει ο Elliot, εγώ εξακολουθώ να πιστεύω ότι οι Μάγισσες που μου χάρισαν τις λέξεις άφησαν να πλανιέται στον αέρα ανάμεσά μας την υπόσχεση ότι αυτές οι λέξεις κάποτε θα με οδηγήσουν στα πρωταρχικά μου πάθη. Ίσως ακόμα και με τον τελευταίο αναστεναγμό που θα βγει από το στόμα μου. Έτσι κι αλλιώς, αυτές μου χάρισαν τις βίαιες, ανατρεπτικές μεταφορές «που ανακινούν τα πάθη» (Locne). Αυτές με έκαναν να ψάχνω μια γλώσσα πέρα από την καθημερινή, που Heidegger περιγράφει σαν ένα «εξαντλημένο ποίημα». Κάτι ανάμεσα στο τραύλισμα και στην ποίηση.

Εν τω μεταξύ η ζωή περνάει. Ας πάρουμε τη λέξη ζωή κι ας φανταστούμε μια ζωή να ξεδιπλώνεται σαν χάρτης παράδοξος, μ’ ένα μονοπάτι  που αμυδρά διακρίνεται, να περνάει μέσα από γκρεμισμένες αψίδες παλιών θριάμβων, πλάι σε αγάλματα αρχαίων θεών που τώρα τα σκαρφαλώνουν πλάσματα σχεδόν άμορφα, οι ξεχασμένες λατρευτικές λέξεις.

Παρακάτω, να! ένας χείμαρρος! αυτός που μας χωρίζει στα δύο. Και από πάνω του μία γέφυρα, ελαφριά κι επικίνδυνη, από καλάμια ίσως, που ίσως κάποτε να μας ενώσει. Ας πούμε πάλι πως όλα τα τοπία είναι τοπία της ψυχής. Τώρα, σ’ ένα πάρκο, μ’ ένα ηλιακό ρολόι, φτιαγμένο από πανσέδες κι ένα κομμάτι μάρμαρο, κάθεται σ’ ένα παγκάκι ένας ηλικιωμένος κύριος. Προσπαθεί, λύνοντας σταυρόλεξο, να βρει στα ελληνικά μία λέξη από πέντε γράμματα που αρχίζει από Φ. Τι κοιμάται κάτω απ’ το κρεβάτι μας; Κι ακόμα και στον ύπνο μας ροκανίζει τη ζωή; Ο Φόβος, καμιά φορά κρυμμένος κάτω απ’ το κρεβάτι μας, ψιθυρίζει το όνομά μας. Τα χειρότερα είδη φόβου είναι ο φόβος για την ελευθερία και για τη ζωή. Κι όμως, υπάρχει μία Δεύτερη Παρουσία που έχουνε τα πράγματα, λίγο πριν ή λίγο μετά τον ύπνο, λίγο λοξά απ’ τη ζωή μας, που συνεχίζει να πλέκεται με τη δική μας, αναιρώντας τις απώλειες που σημειώνονται στην Πρώτη Παρουσία. Υπάρχει κι ένα κρυμμένο κείμενο που υφαίνεται παράλληλα με το φανερό, όπου στις λέξεις παραμονεύει μία σχέση πριν και μετά την απώλεια του αντικειμένου, και την καταργεί.

Ο Λόγος, όταν εμπεριέχει Θεϊκή Ανάσα, είναι μια ιερή φλόγα που φωτίζει την  κάθε λέξη, κάνοντάς την ζωοφόρα και απόλυτη. Και όλες οι λέξεις μαζί, είναι αναμμένες, ρίχνουνε φως στο χρόνο που μας έχει διατεθεί. Υπάρχουν και τα σκοτεινά νοήματα που δεν πρέπει να προφέρονται, γιατί δεν προσφέρονται για σύγκλιση, αλλά για απόκλιση, για ψυχρή απομάκρυνση, συντριβή και καταστροφή.

Από μικρή πιπιλούσα τις λέξεις, προσπαθώντας να πιαστώ από αυτές σαν να ήτανε σωσίβια, ψάχνοντας να βρω την πρώτη τους γεύση, το πρώτο τους άρωμα, τον πρώτο μου έρωτα για τα πράγματα της ζωής. Τι και πώς σημαδεύει τον καθένα; Πώς συγκεντρώνεται η ιδιαιτερότητά του; Αυτή που προϋπήρχε στην υλική, κυτταρική υποδομή, «ένα Εγώ οργανικά δυνατό» θυμάμαι να λέει κάπου ο Freud.

Η δική μου ιδιαιτερότητα θα έλεγα ότι συγκεντρώνεται σ’ αυτό το λεκτικό ποτάμι που κυλάει ανάμεσα σε μένα και στα πράγματα. Λέξεις στριφογυρίζουν συνεχώς στο μυαλό μου, προσπαθώντας να συντάξουν ιστορίες.  Επειδή με λένε λέξη, οι ίδιες οι λέξεις είναι συχνά πιο ισχυρές από τα θέματα. Σε πείσμα της παντοδυναμίας τους (σε πείσμα του απολεσθέντος αντικειμένου!), θέλω να δοκιμάσω σ’ αυτό το βιβλίο τη δική μου δύναμη. Τώρα που το θέμα είναι το γράψιμο κι όλο το προτασιακό αλλά και το συγκινησιακό Σύμπαν, θέλω να γράψω πολλές ιστορίες, σαν παραδείγματα. Ιστορίες –παραδειγματικές πυγολαμπίδες- που να φωτίζουν στιγμές της διαδρομής μου. Θέλω οι λέξεις που στάζουν κι από τις άκρες των δαχτύλων μου να πήζουν σε ιστορίες, από τις οποίες να αναδύομαι ρευστή.

Όλα τα μαθαίνουμε πολύ νωρίς. Όλες τις ιστορίες που γράφω τις έζησα, με έναν ακίνητο τρόπο, όταν ήμουν παιδί. Τις διάβασα σε ταβάνια. Τις είδα μέσα από τους τοίχους. Γι’ αυτό να μην βάζετε τα παιδιά σας να ξαπλώνουν υποχρεωτικά τα μεσημέρια: τότε αποκτούν μαντικές ικανότητες, τότε ανακαλύπτουν τις διαφάνειες των τοίχων. Σε κείνη τη βαθιά ακινησία, μαθαίνουν να ζουν μεταφορικά. Κινδυνεύουν να ξεχάσουν να περπατάνε, ενώ μπορεί να μάθουν να πετάνε. Όλα τα μαθαίνουμε πολύ αργά. Φαίνεται πως δεν κατάφερα ακόμα να μεγαλώσω αρκετά, γι’ αυτό εξακολουθούν να με απασχολούν τα ταβάνια κι οι γραμμές που βλέπω – θυμάμαι – φαντάζομαι καθώς παρατηρώ στα ραγίσματα «γραμμές σε ανοιχτή παλάμη, της Ζωής και του Θανάτου. Γραμμές παράλληλες που ξαφνικά στρίβουν και συναντιούνται, άλλες που κόβονται, άλλες που σβήνουν και χάνεται η ζωή μου». (Σκόρπια Δύναμη)

Δεν ξέρω αν θέλω να ξεχάσω ότι όλοι οι τοίχοι είναι εν δυνάμει διάφανοι…

Η μητέρα μου και η υπηρέτρια μου έλεγαν, για να είμαι ήσυχη τα μεσημέρια, ότι το σημάδι από το παλιό κουρτινόξυλο, ψηλά πάνω απ’ το παράθυρό μου, ήταν το μάτι του Θεού. Κι άλλοτε πως στη διπλανή αυλή ζούσε σ’ ένα δωματιάκι ένας αστυνομικός, που μ’ ένα ειδικό μηχάνημα μπορούσε να με παρακολουθεί μέσα από τους τοίχους… Δεν έπαθα μανίες καταδίωξης… Απλώς, τυλιγόμουν με μια κόκκινη μεταξωτή εσάρπα, βάφοντας το παιδικό μου στήθος με κοκκινάδι, για να γοητεύσω το Θεό και τον αστυνομικό.

Για καλό και για κακό, βάζετε τα παιδιά σας να ξαπλώνουν υποχρεωτικά τα μεσημέρια, γι’ αυτό ποτέ δεν θα ξέρετε ποιον προσπαθούν να γοητεύσουν ενώ προσποιούνται τα κοιμισμένα. Όσοι όμως εξασκούνται στη γοητεία δυσκολεύονταν να μεγαλώσουν. Δυσκολεύονται καμιά φορά να ζήσουν, αφού η ζωή περιέχει και απογοήτευση. Επτά φορές πάνω και κι έξι φορές κάτω είναι η ζωή, όπως λένε οι βουδιστές. Η ζωή που… ψιθυρίζει… η ζωή… που ουρλιάζει. Θέλω να καταλάβω πότε τραγουδάει; Στον έρωτα τραγουδάει για λίγο, και μετά λαχανιάζει, μουρμουρίζει και σβήνει. Η ζωή ερωτεύεται πάλι και πάλι τις πιο αρχαίες πληγές της, για να τις σβήσει σβήνοντας.

(ΤΟ ΚΡΕΒΑΤΑΚΙ ΤΟΥ ΡΗΜΑΤΟΣ,  μια ιστορία από το βιβλίο της Μαρίας Μήτσορα ΜΕ ΛΕΝΕ ΛΕΞΗ, Εκδόσεις ΠΑΤΑΚΗ 2006)

Δευτέρα 28 Ιουλίου 2025

Η ΑΡΧΗ ΤΟΥ ΤΕΛΟΥΣ

 

“Όλα μου τα γραπτά έχουν ήχο κιθάρας πίσω τους.

Ακόμα και οι νουβέλες.”

LEONARD COHEN

 ΦΕΥΓΑΛΕΕΣ ΕΙΚΟΝΕΣ, συγκινήσεις ιδιοφυείς,

ευφυΐα της σπατάλης του χρόνου,

των ιδιωτικών στιγμών, του επώδυνου διλήμματος.

 

Τρυφερές λέξεις, με άπληστο ξόδεμα,

με έρωτες που γυαλίζουν πάνω στο δέρμα μας σαν διαμάντια.

Kι’ αυτή η διάθεση να ρισκάρεις τα πάντα που δυναμώνει κάθε χρόνο και περισσότερο.

 

Ένοχα κορμιά, φλογισμένα.   Ληγμένες αγάπες.

Που γαντζώθηκαν άγρια σε κάγκελα,

που περπάτησαν σε γυαλιά,

που κοιμήθηκαν τρεις φορές λιγότερο απ’ το κανονικό,

που έζησαν σε εγκαταλειμμένα κτίρια γιατί δεν μπορούσαν αλλιώς.

 

Ξεφτισμένα μακό, ποιήματα, βλέμματα κουρασμένα.

Ηλεκτρικά.

Οι φορτισμένοι στίχοι του Αρθούρου Ρεμπώ,   σαΐτες.

Ξεκουρδισμένες κιθάρες, ξεκουρδισμένες γραφές.

Ζωές που συγκρούονται μια ζωή, έτσι από ανάγκη.

 

Σκόρπια ταξίδια, ίριδες.   Χρώματα τρελαμένα.

Φυλλάδια στην διαδήλωση, Πανεπιστημίου,

στο ύψος του Music Corner.

 Σαν παρακαταθήκες μιας γενιάς που δεν έμαθε άλλο από το να αντιμιλάει.

Με τραγούδια καρφωμένα στο πέτο σηματάκι, διακριτικό της κάστας μας.

Με κονκάρδες των Jam, των Doors, των Eloy.

 

Εύθραυστη λίμπιντο, από πορσελάνη.

Σα ρεφρέν της Courtney Love τραγουδισμένο παράφωνα

από τον Country Joe. Άλλης δεκαετίας.

(αποσπάσματα από τη συλλογή του Σταύρου Σταυρόπουλου, ΓΙΑ ΟΣΟ ΡΟΚ ΑΝΤΕΧΕΙΣ ΑΚΟΜΑ, εκδόσεις  Απόπειρα, 2005):

 Η σπονδυλωτή γραφή, η αγωνία που διαποτίζει το κείμενο,   το φάντασμα μιας σχέσης που επιστρέφει ξανά και ξανά  για να δηλώσει την ανεξίτηλη παρουσία του,

μπορεί να σκιαγραφούν με απόλυτο τρόπο  το πορτρέτο της γυναίκας,   θηλυκού όμως γένους είναι και η γενιά.

Είναι και η εποχή.

Τα λάφυρά της γίνονται εδώ προτάσεις,  το ιδιωτικό της όραμα, περιπλάνηση,  η μουσική της, χάδι από βελούδο,

η ανάγκη της για αυτογνωσία, κραυγή,  η νοσταλγία της, νοσταλγία της νοσταλγίας.

Ο έρωτας παραμένει δικαιολογία, μια ανελέητη πρόφαση,

άλλες φορές φτηνή, επίπλαστη, αφελής,

 άλλες πάλι φορές ιδανική, θριαμβεύουσα, ποιητική.

 

Ακολουθούν αποσπάσματα και από άλλες  συλλογές του Σταύρου Σταυρόπουλου: 

ΤΙ ΓΙΝΟΝΤΑΙ ΟΙ ΛΕΞΕΙΣ ΟΤΑΝ ΜΕΓΑΛΩΝΟΥΝ, Ελληνικά Γράμματα 2008

ΔΥΟ ΜΕΡΗ ΣΙΩΠΗ, ΕΝΑ ΜΕΡΟΣ ΛΕΞΕΙΣ, Μεταίχμιο 2009   και 

Ο ΕΡΩΤΑΣ ΘΑ ΜΑΣ ΚΑΝΕΙ ΚΟΜΜΑΤΙΑ, πρώτη έκδοση Απόπειρα 2010:

Ύστερα από τόσες και τέτοιες φορμαλιστικές καταχρήσεις, παραδίδεται επιτέλους στις λέξεις

— αυτές τις λίγες λέξεις που έμειναν —

ο τάφος που τους αξίζει.

 Έχουν επιζήσει οι πιο καθαρές.

Αυτές που, όπως και η ηρωίνη, έχουν την ύστατη ευκαιρία της απομάγευσης.

Ο ελλειμματικός τους χαρακτήρας προδίδει σήμερα και το εύρος της παρέμβασής τους :

Όλα έχουν ειπωθεί. Όλα   (συνημμένη εικόνα  ΣΤΙΧΟΙ ΓΙΑ ΣΟΣΟ ΡΟΚ  ΑΝΤΕΧΟΥΜΕ ΑΚΟΜΑ




ΙΔΡΩΣΑΜΕ ΛΙΓΟ,  ΜΑ ΘΑ ΤΑ ΚΑΤΑΦΕΡΟΥΜΕ 

(από τη συλλογή του Σταύρου Σταυρόπουλου ΓΙΑ ΟΣΟ ΡΟΚ ΑΝΤΕΧΕΙΣ ΑΚΟΜΑ, Απόπειρα 2005)

Θαμμένοι ζωντανοί μέσα σε κατακόκκινα όνειρα, αποφύγαμε τις «σκόνες» την τελευταία στιγμή.

Καλά παιδιά, αεικίνητα. Και στο τέλος σωσμένα.

Είμαστε πια εναντίον της αποκατάστασης της τάξης, κατά της άγνοιας, υπέρ της ολοκληρωτικής διασάλευσης των αισθήσεων.

Μας αρέσουν ακόμα τα παιχνίδια, ίσως γιατί συγκεντρώνουν ενέργεια εκτονώνοντας το κυνήγι των ηδονών.

Τα βιβλία του Τσάρλς Μπουκόφσκι στις διαδρομές με τρένο Μοσχάτο – Ομόνοια. Και τα τραγούδια που περιέχουν το στερητικό without.

Με δεύτερο συνθετικό το you, κατά προτίμηση.

 

Μέσα στις κραυγές αγωνίας του «Ball and Chain» που σβήνει στο πικάπ σαν επιθανάτιος ρόγχος, παραμονεύει η πρώτη ύλη μιας – δημόσιας πια- μανιέρας που υπερβαίνοντας τις γνωστές συνταγές, προσπαθεί να δημιουργήσει, πέραν του εθισμού, και συναισθηματική ένταση.

Το υπερβατικό ουρλιαχτό της Janis Joplin καταγράφει με σαφήνεια έναν συντριμμένο κόσμο όπου τα πάντα έχουν ανατραπεί.

Αυτός υπήρξε ανέκαθεν ο μοναχικός δρόμος του ροκ εν ρολ. Η πεμπτουσία των συνθημάτων του.

Ούτε ο ανατρεπτικός ήχος, ούτε η προκλητική στάση, ούτε τα εντυπωσιακά γυρίσματα, ούτε καλά καλά το σκράτς-σκράτς του παλιού βινυλίου, μπόρεσαν ποτέ να το συγκρατήσουν από το να πραγματοποιήσει μια μοναδική ηλεκτρική επαφή ως ακουστικό ισοδύναμο της παθιασμένης ερωτικής ένωσης δυο νέων που βγαίνουν το πρώτο τους ραντεβού.

 

Οι φτηνές κολόνιες πίσω απ’ το αυτί πασαλειμμένες χύμα, τα καλοκαιρινά σινεμά με πασατέμπο και μπίρες, τα τριμμένα τζιν με το σηματάκι του Dark side of the moon ραμμένο πρόχειρα στην κωλότσεπη, η ποίηση σαν χαρακτηριστικό έμβλημα μιας εξαντλητικής εφηβείας, οι βραδιές για εξακρίβωση στο αστυνομικό τμήμα, τα πρώτα, ανεκπλήρωτα ερωτικά σχέδια, τα κρυφά, τσαλακωμένα σεντόνια, τα σπάνια, μεταχειρισμένα βινύλια, οι σκισμένες σελίδες των μαθητικών μας βιβλίων, οι σκοτεινές αγωνίες των εξετάσεων, ο ξέφρενος πυρετός των μπαρ, τα τσιγάρα που κόλλαγαν στο στόμα κι όταν ξεκόλλαγαν έπαιρναν και το μισό χείλι στην άκρη του φίλτρου κι ένας μακρύς, ερεθιστικός κατάλογος από κοντές φούστες με σκίσιμο, έγραψαν σιγά αλλά σταθερά το σενάριο.

 

Η ενηλικίωση μας έχει τους χρόνους, την ένταση και την θεαματικότητα του ροκ εν ρολ.

Εκεί αποκτήσαμε φίλους, σχέδια, αγωνίες. Εκεί αποκτήσαμε όνειρα. Γίναμε αυτό, που όταν ακόμα ήμαστε παιδιά, μας ήταν απαγορευμένο.

Σχεδόν εμείς, σχεδόν διάσημοι.

Το ροκ εν ρολ μας έσωσε τη ζωή, στέγασε την εφηβεία μας, ήταν το όχημα, το μέσον που θα μας πήγαινε μακριά. Μας πήγε.

Το πού τελικά φτάσαμε είναι εισήγηση σε συνέδριο εναλλακτικών, ιστορικό ζητούμενο που μένει να αποδειχτεί, συνέντευξη από καθέδρας των αυτοαποκαλούμενων εκφραστών του χώρου.

Σίγουρα, δεν ήταν ο ιδανικότερος τρόπος για να χαϊδέψουμε τα αυτιά όσων πιστεύουν σε άλλου είδους κληρονομιές. Σίγουρα, δεν ήταν το σταθερότερο βήμα που το εκτόπισμα του θα άνοιγε διάπλατα δρόμους στις μετέπειτα διεκδικήσεις μας. Ήταν όμως, ό,τι ονειρευτήκαμε για να εξουδετερώσουμε τον ήχο και την εικόνα ενός συστήματος που δεν μας περιέκλειε. Ό,τι μπορέσαμε να κάνουμε για να πολεμήσουμε συνολικά την νοοτροπία του που μας ενοχλούσε.

Πολλές φορές, συμβαίνει να επωμίζεσαι έναν ρόλο ζωής χωρίς να τον επιλέγεις συνειδητά, να σε διαλέγει αυτός για να τον εκπροσωπήσεις, αναγνωρίζοντας σου εκείνα τα χαρακτηριστικά που τροφοδοτούν την δυναμική του και συμβάλλουν στην περαιτέρω πορεία του.

 

Έτσι, απλά, εμπλακήκαμε. Παραδοθήκαμε στην δίνη του, γνέθοντας το κουκούλι της δικής μας αθωότητας, μένοντας μακριά από σταυροδρόμια.

Έτσι, απλά, αποφασίσαμε, σχεδόν καταστατικά, να αναγνωρίσουμε τους όρους του στην διεξαγωγή ενός παιχνιδιού που δεν έδινε φαβορί ή αουτσάιντερ, παρά μόνο τον χρόνο που απέμενε ως το τέλος, την κλεψύδρα που, μετρώντας ανάποδα, θα αποτελούσε το μοναδικό κίνητρο στο αντιμυθιστόρημα της ζωής μας.

Έτσι, απλά, γνωριστήκαμε.

 

Αυτή η γενιά είναι περιουσιακό μας στοιχείο.

Ίσως το μοναδικό που μπορούμε να δηλώσουμε στην εφορία χωρίς να κινδυνεύουμε να πληρώσουμε επιπλέον φόρο. Έχουμε ήδη πληρώσει πολύ, βλέποντας για δυο ολόκληρες δεκαετίες το φθαρμένο μας είδωλο στον καθρέφτη να απορεί.

Και απορούμε που απορεί. Και δεν μπορούμε να καταλάβουμε πως γίνεται να απορείς χωρίς να έχεις προλάβει καν να ρωτήσεις. Να δεις. Να μιλήσεις.

«Τη μέρα που καταστράφηκε ο κόσμος εμείς δεν είχαμε ακόμα γεννηθεί» έγραψε μια άλλη Νικολέτα. Είχε δίκιο.

 

Άλλη εποχή πια, άλλες συνήθειες. Η παλιά παραμένει, αντέχει ακόμα.

Παραγγέλνει έρωτες που στο σκοτάδι της νύχτας δείχνουν ασπρόμαυροι. Προσωρινά χαμένοι, όπως εσύ. Όχι για πολύ όμως, το ξέρω.

 

Τίποτα δεν τελειώνει πριν το τέλος.

Θα το δεις.

 

17

ΤΑ ΒΡΑΔΙΑ ΠΟΥ ΔΕΝ Μ’ ΑΓΚΑΛΙΑΖΕΙΣ ΚΡΥΩΝΩ.

Πεθαίνει το σώμα μου από την έλλειψή σου, τρέμουν τα χέρια μου, αφυδατώνομαι γιατί μου λείπει η υγρασία σου. Φαίνεται ότι εκτός των άλλων μου ρυθμίζεις και την κυκλοφορία του αίματος. Γιατί σε χρειάζομαι;

Δίπλα σου μαθαίνω πως είναι να ξανανοίγουν πληγές που έκαναν να επουλωθούν χρόνια. Είσαι τόσο γλυκιά όταν κοιμάσαι, ένα τρομαγμένο μωρό, κι όμως δεν μπορώ να σε ακουμπήσω, φαίνεται τόσο μακριά αυτό το ένα σώμα απόσταση που κάθε προσπάθεια να πλησιάσω θα ήταν μάταιη.

Για να σ‘ αγγίξω θα πρέπει να περάσω θάλασσα και είναι άγονη γραμμή. Φοβάμαι ότι αν σ‘ αγκαλιάσω θα χαθείς. Έχει πανσέληνο απόψε που λένε πως ευνοεί τα μεταφυσικά. Θα προσέχω τα εγκαύματα. Πρέπει να είμαστε ψύχραιμοι με τα φεγγάρια. Τα συναισθήματα να ελέγχονται, όπως ελέγχεται η κυκλοφορία στους δρόμους της Αθήνας την περίοδο των Ολυμπιακών Αγώνων. Γεμίσαμε πορτοκαλί σήματα, πορτοκαλί γραμμές, πορτοκαλί σημαίες. Και ήλιους.

Όταν βρίσκεις αυτό που θέλεις, χάνεις τον εαυτό σου. Είναι άδικο, αλλά συμβαίνει. Γιατί ζητάς απ‘ τους άλλους να είναι όσα δεν μπορείς να είσαι εσύ γι αυτούς;

Είναι και το ηλιοβασίλεμα. Πορτοκαλί. Την στιγμή ακριβώς που το θαυμάζεις, πεθαίνει. Ο ήλιος είναι εγωιστής, δεν θέλει να εμπλακεί σε ανταλλαγές συναισθημάτων, όταν έρχεται η σειρά του να μιλήσει, πέφτει και πνίγεται στη θάλασσα. Δεν αντέχει το πορτοκαλί, θέλει ή να είναι κίτρινος ή να μην υπάρχει καθόλου. Ακόμα και ο ήλιος φοβάται.

 

Πρέπει να πάμε για μπάνιο, να μαυρίσεις. Είσαι πολύ κίτρινη, λαμπερή, η εμφάνιση ξεγελά, κρύβει όλα όσα θέλουμε να αποφύγουμε, αυτά που προσπαθούμε να κρύψουμε απ‘ τον εαυτό μας. Όταν θα γίνεις πορτοκαλί δεν θα πεθάνεις. Θα σε φροντίζω εγώ για να μείνεις έτσι.

Δεν φτάνει το μακιγιάζ, το styling, η ψυχή δεν μακιγιάρεται γιατί όταν κλαίει μουτζουρώνει. Θες να ‘χεις μουτζουρωμένη ψυχή;

Ούτε και σε μένα αρέσει να μιλάω για μετά, αλλά φοβάμαι το πορτοκαλί σου που είναι λίγο. Περισσότερο φοβόμουν πριν. Όταν ακόμα μετρούσα αν θα αντέξω στους ρυθμούς που επέβαλες.

Η ελευθερία είναι το χολ που συνήθως αποθέτουμε τη σκλαβιά μας, μια γυάλα χωρίς χρυσόψαρα, ένα άδειο περίβλημα, τα εξωτερικά γυρίσματα μιας ταινίας που σταμάτησε από ξαφνική έλλειψη έμπνευσης.

Έχεις λάθος αντίληψη γι αυτήν, όταν φοβάσαι ότι θα την χάσεις είναι σαν να παραδέχεσαι ότι δεν την είχες ποτέ. Εγώ την είχα και μου πλεόναζε. Τώρα που την έχασα, την έχεις εσύ, δηλαδή εγώ πάλι. Είδες πως φροντίζω να την έχω ακόμα κι όταν την χάνω;

Εσένα δεν ξέρω αν έχω. Χρειάζομαι μια πιο μοναχική ζωή που δεν μπορείς να μου δώσεις. Γράφεις συνεχώς τηλέφωνα, πρέπει να σου αγοράσω μπλοκάκι. Να ‘χα χίλιες σιωπές να ακούς. Δεν έχω. Γιατί όλα έχουν φωνή, στις βραδινές περιπλανήσεις μας.

 

Στην Σαντορίνη το καλοκαίρι συνεχίζεται με την Joan Baez και την Πενέλοπε Κρούς που ήρθαν μεταμφιεσμένες στο νησί. Η Baez τραγουδάει Άσιμο, η Πενέλοπε ντύνεται σαν την Σεχραζάτ για να μην την αναγνωρίσουν. Κάνει παρέα με τον Σάκη τον μηχανικό.

Πολλές πισίνες φέτος, η αυτοκρατορία του χλώριου. Δεν μπορώ να σε δω εύκολα, σε κρύβει ο βράχος της Περίσσας που είναι ανάμεσα μας. Το φεγγάρι είναι πορτοκαλί, οι νότες στο «Hello» των Evanescence κόκκινες κι εγώ μαύρος. Το επόμενο επάγγελμα μου θα είναι να πουλάω cd στις παραλίες φωνάζοντας hey man. Ή να καθαρίζω πισίνες έχοντας πιει τρία κιλά κρασί. Δεν ξέρω κανέναν με το όνομα Κώστας, γιατί τον αναφέρεις τόσο συχνά; Μη το κάνεις αυτό, σε παρακαλώ, μου προκαλείς οίκτο. Μόνο στο μπαρ βρίσκω ησυχία. Το Tropical είναι το καταφύγιο μου όταν χαμηλώνει το φεγγάρι και αρχίζει από πορτοκαλί να ασπρίζει.

Πάρε με, πάρε με, μου λες. Πώς, που όταν πάω να σε πάρω με παίρνουν τα κλάματα; Πώς να σε πάρω; Θα ’πρεπε να σε είχα πάρει εκεί, μέσα στην πισίνα του Salty, μπροστά σε εκατό άτομα δύσκολο να σε πάρουν τα κλάματα. Θα ντρεπόμουνα. Όχι να σε πάρω, να με πάρουν τα κλάματα. Ήθελες να έρθω μέσα σου, να σε ανοίξω μέχρι να κοπείς στη μέση. Θα σ’ έσκιζα. Δεν γινόταν, έπρεπε πρώτα να βγεις εσύ. Σφηνωμένη. Είχες χαθεί μέσα σου και δεν μπορούσες να βρεις την έξοδο. Κολυμπούσες προς τα βαθιά χωρίς να το ξέρεις.

Η διείσδυση είναι εσωτερική, τρυπάει τις άμυνες, δεν πρέπει να μοιάζει με εισβολή. Ο έρωτας είναι κατοχή. Με όρους. Με χρώματα.

Οι εικόνες ξεγελούν.

Δε φτάνει το ανθρώπινο σώμα, οι αντιστάσεις του είναι λίγες, κοντέψαμε να σκοτωθούμε. Μη κλαις. Στο τέλος θα επιζήσεις.

Να φορέσεις το σχήμα μου. Με τόσο φως δεν βλέπαμε τη μύτη μας. Γαμιόμαστε τελικά για να σωθούμε ή για να σώσουμε τη στιγμή; Μπορεί και για τα δυο. Ή για να αντέξουν τα όνειρα. Πριν προλάβεις να τα καταγράψεις, πεθαίνουν.

Αν δεν ήταν ο Νίκος θα ‘χα κολλήσει την μηχανή σε κανα στύλο και θα ‘μουν τώρα αξιοθέατο στο Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης ή διακοσμητικό στην είσοδο κάποιου οινοποιείου της Σαντορίνης.

Κερδίζω και χάνω πάνω από εκατό φορές την ίδια παρτίδα που μόλις πάει να τελειώσει αρχίζει ξανά απ‘ την αρχή. Τις κινήσεις τις κάνουν οι ψυχές μας, όχι εμείς. Δεν το αντέχω αυτό. Δεν αντέχω άλλο τις υπαγορευμένες συμπεριφορές, τις υπαγορευμένες άμυνες, τα υπαγορευμένα παιχνίδια που θα καταλήξουν έτσι κι αλλιώς σε βάρος σου. Δεν αντέχω το βλέμμα σου που όταν με κοιτάζει είναι σαν να με χαϊδεύουν όλες οι ζωές που από παιδί κυνηγούσα. Είναι πορτοκαλί για λίγο, κοκκινίζει και μετά εξαφανίζεται. Μένει ένα άσπρο περίγραμμα που κοροϊδεύει την νύχτα.

Τώρα παίζει το «Let the Sunshine In», γιατί δεν αφήνεις λίγο τον ήλιο να μπει στις ζωές μας;

Η soul που ακούς θέλει ψυχή και συ την έχεις καταθέσει. Η Νικολέτα δεν την κατέθεσε ποτέ, έχει ένα φεγγάρι πορτοκαλί που δεν ασπρίζει.

Όμορφο όσο κανένα. Μοναδικό. Ανθεκτικό στους αποχρωματισμούς που προξενεί η σπατάλη του εαυτού σου. Γι αυτό σ‘ αρέσουν τα λαιβ, γι αυτό τα κυνηγάς. Γιατί η δική σου ζωή είναι βίντεο και όταν σε κάποια χρόνια η κασέτα απομαγνητιστεί, η εικόνα θα μείνει λευκή. Σαν το φεγγάρι σου. Με χιονάκια.

Η Αννούλα δεν έχει χιονάκια, είναι καθαρή σαν Αυγουστιάτικος ουρανός.

 

Θέλω να σταθώ δίπλα σου και δεν μ‘ αφήνεις. Σε τρομάζω. Ούτε το χέρι σου δεν μπορώ πια να κρατήσω. Χορεύεις για να ξεχάσεις, για να αλληλογραφήσεις ερωτικά, για να εκτονωθεί ο ατμός απ ‘τη χύτρα. Εγώ ακόμα προτιμώ τις κατσαρόλες, τα Ντεσεβώ που ασθμαίνουν στις ανηφόρες, τα τζιν που σκίζονται επειδή τα φοράς συνέχεια, τους zippo που δεν ανάβουν στις παραλίες, το ροκ εν ρολ που θεωρείς πεθαμένο. Τουλάχιστον αυτό έζησε. Με τον τρόπο που έζησε. Και ζει. Δεν θα πεθάνει ποτέ γιατί αυτοί που το παίζουν έχουν πιει το αθάνατο νερό. Εσύ πως ζεις; Κοροϊδεύοντας τους ζωντανούς;

Από ένα σημείο και μετά το ρεύμα κόβεται. Βυθίζεσαι στο σκοτάδι, δεν ξέρω τι να κάνω. Για να επικοινωνήσουμε πρέπει να βρω γεννήτριες να σε ηλεκτροδοτήσω.

Σε θέλω πολύ και συ φρικάρεις συνέχεια. Μήπως γιατί αυτό που σου συμβαίνει είναι αληθινό και ό,τι είναι αληθινό δεν αντέχεται;

Τα σκληρά θέλουν αποτοξίνωση, να κάνεις στους κυνισμούς, στις φρίκες, εγώ θα κάνω στις βότκες, έχουν κάψει τον λαιμό μου και η φωνή μου κοντεύει να χαθεί. Όταν μιλάω νομίζεις ότι τραγουδάει ο Tom Waits.

Πάω δυο δεκαετίες πίσω, αγαπώ τους κατεστραμένους. Χάνω την ψυχραιμία μου, την εμπιστοσύνη μου, τον αγώνα, εμένα. Εσένα; Τελικά μπορεί και να μην γουστάρω, ξέρεις. Μπορεί απλώς να ήθελα μια ιστορία παραπάνω, μια ζωή που να μοιάζει με όνειρο αλλά να είναι αληθινή, λίγο ροκ ακόμα στην άκρη των βράχων, μια τραγωδία σαν της Σαντορίνης που σε τρομάζει γιατί φοβάσαι τους γκρεμούς. Εγώ δεν τους φοβάμαι, οδηγώ σύρριζα για να ζαλίζομαι απ‘ το ύψος. Χωρίς φώτα. Πάω στη μια ρόδα, νιώθω την αναπνοή μου να κόβεται, ιδρώνω, αλλά εκεί.

Παίζεις; Αν δεν μπορείς, παράτα τα, ασχολήσου με το mountain bike. Ή μάθε καλύτερα τους κανόνες του παιχνιδιού. Συνεχώς κλέβεις. Συνεχώς.

Κι εγώ πονάω.

Αν δεν γίνεις σύντομα πορτοκαλί, θα έχουμε πρόβλημα.

(αποσπάσματα από τις συλλογή του Σταύρου Σταυρόπουλου ΓΙΑ ΟΣΟ ΡΟΚ ΑΝΤΕΧΕΙΣ ΑΚΟΜΑ, Απόπειρα 2005)

 

 

ΣΤΑΥΡΟΣ ΣΤΑΥΡΟΠΟΥΛΟΣ, ΤΙ ΓΙΝΟΝΤΑΙ ΟΙ ΛΕΞΕΙΣ ΟΤΑΝ ΜΕΓΑΛΩΝΟΥΝ,

(εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα, 2008. Κείμενα)

 

ΚΕΙΜΕΝΑ ΧΡΟΝΙΑ

 ΌΤΑΝ ΗΜΟΥΝ ΜΙΚΡΟΣ, ήμουν λιγόφαγος. Η μητέρα μου με κυνηγούσε να φάω. Κάθε πρωί μου ετοίμαζε ένα σάντουιτς να το πάρω μαζί μου για κολατσιό. Δεν το έτρωγα ποτέ. Σε ένα μεγάλο ντουλάπι πίσω απ’ το θρανίο μου, αποθήκευα σχολαστικά όλες εκείνες τις βιταμίνες που δεν κατέληγαν στο στομάχι μου. Ήταν ένα βουνό από αχρησιμοποίητα γεύματα, έμοιαζε με το μέλλον μου: όσο κι αν προσπαθούσα, δεν μπορούσα να το αποφύγω.

Μια μέρα η δασκάλα με ανακάλυψε. Τα σάντουιτς είχαν σαπίσει, η μυρωδιά ήταν ανυπόφορη· όλη η τάξη κρατούσε τη μύτη της. Στο διάλειμμα τα έβγαλε όλα και τα άπλωσε στο θρανίο μου: «Ορίστε τα χάλια σου», μου είπε. «Μήπως θα ήθελες να τους ρίξεις μια τελευταία ματιά;»

Τα κείμενα αυτά θυμίζουν εκείνα τα σάντουιτς του σχολείου – είναι, κατά ένα τρόπο, «τα χάλια μου». Οι ζαβολιές που μ’ αρέσουν. Στον ρόλο της μητέρας μου είμαι πλέον εγώ. Εγώ πρέπει να φροντίζω για το φαγητό μου -  άσε που πρέπει να το τρώω κιόλας.

Δημοσιευμένα την τελευταία εξαετία, στην πλειοψηφία τους στην εφημερίδα «metro», αλλά και στην «Ελευθεροτυπία», την «Καθημερινή», το «Δίφωνο» ή αλλού, γραμμένα κάτω από το πιεστικό βάρος της ύλης που κλείνει και τον αυστηρά περιορισμένο αριθμό των λέξεων που απαιτούνται, προσπαθούν να βγάλουν λίγο το κεφάλι τους έξω απ’ το νερό, να μουρμουρίσουν απόψεις και λόγια που διαρκούν μια μόνο στιγμή ή αντέχουν στο χρόνο: Σα φωτογραφίες που αποδεικνύουν απλώς ότι μεγαλώσαμε.

Κείμενα χρόνια, ερείπια. Που σουλατσάρουν σε βιβλία, σε πρόσωπα, σε καλοκαίρια, σε γεγονότα της προσωπικής μου επικαιρότητας. Για καταστάσεις του νου και γυναίκες που ευθύνονται για όσα συμβαίνουν. Κείμενα που κρυφοκοιτάζουν απ’ την κλειδαρότρυπα το χτες αλλά και το αύριο. Που κόβουν δρόμο, για να φτάσουν κατευθείαν στο τέλος. Ηδονοβλεπτικά, πλανόδια, αναπόφευκτα. Σαν αναβράζοντα δισκία. 

Στο τέλος τους υπάρχει ένα πλάγιο διακριτικό, μια ημερομηνία: Είναι η ημερομηνία που δημοσιεύτηκαν. Απέφυγα να αναφέρω το έντυπο – θα μου θύμιζε την τιμωρία της δασκάλας.

Πίστευα ότι ο ρόλος τους εξαντλήθηκε στις σελίδες των εντύπων που δημοσιεύτηκαν, όμως η επιμονή και οι προτροπές αναγνωστών και φίλων που δεν τα πρόλαβαν, με έκαναν να το ξανασκεφτώ. Προβληματίστηκα. Η έκδοσή τους σήμερα, ίσως σημαίνει ότι νίκησαν. Ότι επικράτησε η άποψή τους. Είχα χάσει για μια ακόμα φορά.

Έκανα, λοιπόν, μια επιλογή. Σε μερικά, μια επιμέλεια, κάποιες διορθώσεις. Να μπορούν να διαβαστούν και ως ενιαίο μυθιστόρημα που παλεύει να συγκροτηθεί σε μορφή, με ήρωα την καθημερινότητα μου. Δεν μπήκα στο κόπο να τα ταξινομήσω, να τα εντάξω σε θεματικές ενότητες. Θέλησα να αποφύγω το κλισέ της κατηγορίας. Τα χώρισα, πάντως, σε χρώματα. Έξι, όσα και τα χρόνια που περιέχονται. Αν ήταν επτά, θα ήταν ουράνιο τόξο. Λείπει το γαλάζιο. Μου αρέσουν περισσότερο έτσι, χωρίς ουρανό. Ξανακοιτάζοντάς τα, θυμήθηκα λεπτομέρειες που είχα ξεχάσει, ιστορίες που με είχαν σημαδέψει, όσο τις σημάδεψα. Περιστατικά που είχα ζήσει και είχαν αλλάξει το χρώμα της μνήμης μου. Γεγονότα που με είχαν αφήσει εκτός αγωνιστικής δράσης. Ξαφνικά, είχα νέα μου.

Τα κείμενα αυτά είναι μικρά, σα τα σάντουιτς της μητέρας μου. Όταν μεγαλώσουν, σχεδιάζουν να βρουν το χρώμα που τους λείπει και να το σκάσουν απ’ τις σελίδες.

 

Όταν μεγαλώνουν οι λέξεις ονειρεύονται να γίνουν ζωή.

 

Η ΕΚΚΡΕΜΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΦΩΤΟΣ 

(από τη συλλογή του Σταύρου Σταυρόπουλου ΤΙ ΓΙΝΟΝΤΑΙ ΟΙ ΛΕΞΕΙΣ ΟΤΑΝ ΜΕΓΑΛΩΝΟΥΝ, Ελληνικά Γράμματα 2008)

Δεν μπορώ να συνεχίσω. Θα συνεχίσω

ΣΑΜΙΟΥΕΛ ΜΠΕΚΕΤ

 

ΔΕΝ ΕΙΜΑΙ ΠΙΑ ΠΑΡΑ ΚΛΕΙΣΤΑ ΠΑΡΑΘΥΡΑ, κλειστά παράθυρα, κλειστά παράθυρα. Ο κόσμος που πέρασε άφησε τα σημάδια του ανορθόγραφα στο περβάζι. Κουτσουλιές, σαν των πουλιών. Ξέρεις τι θα μου λείψει περισσότερο από σένα; Οι κατολισθήσεις μας. Το φως που έμπαινε ανάμεσα στα κορμιά μας καθώς γκρεμιζόμαστε – μια μυστική δύναμη. Ήταν ένα φως με ίχνη, με αποτυπώματα. Τα φέρω ακόμα. Κοσμήματα από φως. Καμιά φορά, όταν ξυπνάω το πρωί, το ξεχνάω. Νομίζω ότι έχω γεμίσει διαφανείς κρυστάλλους. Μετά θυμάμαι. Κοιτάζω το σώμα μου και η οξύτητά του με τρομάζει. Αν σε ξύσω άραγε από πάνω μου θα χαθείς; Θα χαθούν όλα όσα κατόρθωσαν να είναι; Και το φως; Πώς να το πάρεις απόφαση το φως;

Έχω περισσότερα ερωτήματα από καταφάσεις. Δεν μπορούν εύκολα να σταθούν σ’ ένα κείμενο. Μήπως αν αναρωτιέσαι συνέχεια απαντάς σε όλα; Είδες, πάλι ρωτάω.

Τέλος πάντων, αυτό το χειμώνα έμαθα να κλίνω τα ανώμαλα ρήματα. Ξέρω απ’ έξω όλες τις πτώσεις, κάποια μέρα θα σου μιλήσω γι αυτές. Έγινα γενναιόδωρος με όσα χάνω· φαίνεται, δεν τα είχα ποτέ. Δεν μπορώ να πιστέψω ότι η απώλεια είναι τόσο αναίμακτη. Ούτε ότι συνηθίζει κανείς με τον καιρό τις συντέλειες του κόσμου.

Τελικά στα φεγγάρια με τους Ινδιάνους συμφωνούμε· έχουμε από 13. Συνεχίζουμε να ανάβουμε τα τσιγάρα μας απ’ αυτά – ως γνήσιοι αναγνώστες του Γκόρπα. Εκεί που τα χαλάμε λίγο είναι στην μέτρηση του χρόνου. Εμείς έχουμε μέρες, μήνες, χρόνια κι εκείνοι αιωνιότητα. Ποιος μετράει πιο σωστά, δεν ξέρω. Μπορεί κανένας.

Μου αρέσουν ακόμα οι Ινδιάνες, αλλά δεν έχω το κουράγιο να ζωγραφίζω άλλο το πρόσωπό μου. Αρκετές ζωγραφιές έχει πάνω του. Τις μισές μου τις έχεις κάνει εσύ. Άλλωστε, δεν υπάρχουν πια αληθινές Ινδιάνες. Περισσότερο φαντάζεσαι ότι υπάρχουν. Είναι τόσο μακρινή η εποχή τους, που μπερδεύεται με τα παραμύθια. Απ’ όσες έχουν ξεμείνει στις πόλεις καμία δεν λέγεται Σύννεφο με παντελόνια. Καμία δεν κρεμάει στα κοτσιδάκια της σούρουπα από τις παραλίες των νησιών. Έχουν φθαρμένα όνειρα, πλαστικά λόγια, αδύναμα σύμβολα. Έπειτα, είναι και οι δεσμοί αίματος που τις ενώνουν. Δεν τους πιστεύω. Δεσμά αίματος θα ήταν η ακριβέστερη έκφραση.

Το στερεοφωνικό συνεχίζει να απεργεί από την προηγούμενη άποψη. Δεν άλλαξαν και πολύ τα πράγματα από τότε. Συνεχίζουν να συζητούν για το Ασφαλιστικό. Ο Αλογοσκούφης και η Τρέμη μου φαίνονται σαφώς συμπαθέστεροι με κλειστή τη φωνή της τηλεόρασης. Ανοιγοκλείνουν το στόμα τους και συμπληρώνω εγώ τις λέξεις που θέλω. Συνεχίζω να χάνω. Είναι η τρίτη σερί εντός έδρας ήττα μου τον τελευταίο μήνα. Μου έκλεψαν πάλι λίγα από τα έμψυχα και τα άψυχα που μου έχουν απομείνει. Οι λαγοί τελειώνουν. Και τα καπέλα. Έχω κουραστεί με τα θαύματα που έχω επωμιστεί μέσα στο γήπεδο. Παίζω με κατεβασμένες κάλτσες. Βαρύ τερέν, όλο βρέχει. Ο κόσμος θα έπρεπε να αναβληθεί λόγω ακαταλληλότητας του αγωνιστικού χώρου.

Δεν φτάνει να ονειρεύεσαι. Ζωή είναι ό, τι γνωρίζουμε και αυτό που γνωρίζω δεν μου αρέσει. Ή δεν μου αρκεί. Είμαι διαυγής. Σχεδόν τρύπιος. Το κομμάτι που λείπει και επιτρέπει να δεις καθαρά μέσα μου, μου αφαιρέθηκε κάποτε, με κάποιο τρόπο. Απ’ το κενό αυτό εισβάλλουν οι άλλοι. Αν το βρω θα το χαρίσω σε μένα. Να κλείσει αυτή η εκκρεμότητα του φωτός. Αυτός ο φαύλος κύκλος της καθαρότητας. Ο Ρενέ Σαρ γράφει σε ένα στίχο του ότι «η διαύγεια είναι η πληγή η πιο κοντινή στον ήλιο».

Γράφω πληγές, ανάσες που δεν φτάνουν. Γιατί δεν έρχεσαι ποτέ όταν σε θέλω; Πρόσφατη έκθεση της WWF αποκαλύπτει ότι μέσα στα επόμενα 20 χρόνια, το 60% των δασών του Αμαζονίου, ενός από τους βασικότερους σταθεροποιητικούς πνεύμονες του παγκόσμιου κλιματικού συστήματος, θα έχει εκλείψει. Στην οδό Πλάτωνος έχω εγκαταστήσει τον δικό μου Αμαζόνιο· είναι μια μπλε πολυθρόνα. Με μια απλή κίνηση των ματιών μου αλλάζω τα δέντρα, όποτε δεν με ικανοποιεί η καρποφορία τους.

Έχω όλων των ειδών τα παραδείσια πουλιά. Εκτός από ένα.

 

 

OΛΗ Η ΔΥΣΤΥΧΙΑ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ

 ΤΗΝ ΠΕΡΑΣΜΕΝΗ ΕΒΔΟΜΑΔΑ μου τηλεφώνησε η Νικολέτα. Με ρώτησε αν έχει μεταφραστεί στην Ελλάδα το βιβλίο του Πιέρ Μπουρντιέ, «Η δυστυχία του κόσμου», το θέλει. Της είπα ότι η δυστυχία δεν μεταφράζεται. Την καταλαβαίνεις σε όλες τις γλώσσες του κόσμου, είναι παντού ίδια. Κάθομαι στο μπαλκόνι μου και κρατάω σημειώσεις. Θυμίζουν πρακτικά δίκης. Φυσάει πολύ, ο αέρας μου παίρνει τις σελίδες. Βιάζεται να διαβάσει τι γράφω, είναι περίεργος. Αναγκάζομαι να συγκρατώ τις λέξεις μια μια. Τις αγκαλιάζω. Το σημερινό κείμενο είναι στο έλεος του αέρα.

Γράφοντας, ξεχνάς να ζεις. Σε απορροφά, δεν βρίσκεις τον χρόνο που χρειάζεται. Δεν τον βρίσκω, ζούμε ακόμα; Ζούμε, αλλά νικημένοι. Με τις σημαίες μας μαζεμένες, με την άμμο στα μάτια, με την ζωή υπό μάλης. Ερωτευμένοι με τα χαράματα, δεν ξημερώνει ποτέ;

Αγγίζεις τους ανθρώπους για να τους ομορφύνεις ή για να τους αφήσεις το σημάδι σου; Όπως και να ναι, σε κάθε άγγιγμα τρέχουν δάκρυα απ’ τα μάτια μου. Τα όνειρά μου είναι λίγα, γεμάτα κύματα. Εμού του ιδίου. Τσακίζονται στα βράχια, εγώ συνεχίζω. Τα γράφω, τα βάζω σε μικρά κουτιά για να τα θυμάμαι. Είναι τα φέρετρά τους. Κάθε κουτί και άλλο χρώμα, κάθε χρονιά και διαφορετικό σχέδιο. Τα διατηρώ έτσι στη μνήμη μου. Έχει σημασία να θυμόμαστε όσα δεν έχουμε καταφέρει.

Πάντα, όταν ξεκινάω να γράψω δεν έχω θέμα. Το βρίσκω σιγά σιγά, πίσω από τις γρίλιες. Μου αποκαλύπτεται συνήθως μετά την μέση του κειμένου. Κομψά, σα να γδύνεται μια γυναίκα. Μετράω τις λέξεις, σε λίγο πρέπει να το βρω. Είναι διακόσιες πενήντα τέσσερις.

Πάμε σε εκλογές- τραγωδία. Με τις φωτιές πάνω απ’ το κεφάλι μας, να καπνίζουν οι κάλπες. Με το χάρτη να έχει γεμίσει κρυμμένους ήλιους. Για να συνεχιστούν οι μεταρρυθμίσεις που δεν ξεκίνησαν ποτέ. Με το πόρισμα Ζορμπά. Ένας ήρωας του Καζαντζάκη θα κρίνει τις εκλογές.

Ο Σαράντης γύρισε απ’ τις διακοπές του, ο Συνασπισμός θα μπει στην βουλή. Είμαι ήσυχος. Πριν φύγει υποστήριζε ότι η καλύτερη θέση στο κρεβάτι είναι κάτω απ’ το κρεβάτι. Τώρα θέλει να κατοχυρώσει ως πατέντα μια στάση στο σεξ· το επόμενο βιβλίο που θα μου ζητήσει θα είναι μάλλον ένα εναλλακτικό Κάμα Σούτρα. Η στάση θα λέγεται εξηνταοκτώμιση.

Δημοσκοπήσεις, γκάλοπ, ευρήματα. Κάλπες – τάφοι. Όλος ο χάρτης της Ελλάδας είναι κόκκινος. Σημαδεμένος, σαν ψηφοδέλτιο. Κράτος εγκληματίας. Ασύμμετρο. Ντρέπομαι. Θέλω να βάλω την γη στην τσέπη μου, να την προφυλάξω· αν είναι, να καούμε μαζί. Η τηλεόραση έχει γεμίσει αριθμούς, χωριά που καίγονται. Ανταποκρίσεις απ’ τη κόλαση, προθέσεις ψήφου. Δεν έχω άλλου είδους προθέσεις, θα είχα ψήφου; Τώρα; Τα τελευταία δέκα χρόνια είμαι ΔΓ/ΔΑ. Αμετακίνητος. Έμεινα εκεί, μου αρέσουν τα κεφαλαία με την μπάρα στη μέση, η επανάληψη του αρνητικού μορίου δεν. Μου αρέσουν ακόμα τα δάση.

 

Οι εκλογές μοιάζουν με το πρωτοχρονιάτικο λαχείο. Συμμετέχεις στην κλήρωση, αλλά δεν περιμένεις τίποτα. Το αγοράζεις από παράδοση. Για να τηρήσεις το έθιμο. Για να δοκιμάσεις τη σούπα. Όσες πιθανότητες έχεις να το κερδίσεις, άλλες τόσες υπάρχουν για να αλλάξει κάτι.«Αν οι εκλογές μπορούσαν να αλλάξουν τον κόσμο θα ήταν παράνομες». Το διάβασα σε ένα τοίχο της πλατείας Εξαρχείων. Ήταν γραμμένο με κόκκινο σπρέι, από σταθερό χέρι. Τα γράμματα δεν έτρεμαν. Τσάμπα τσακώνονται τα κανάλια. Το εγκυρότερο δελτίο ειδήσεων είναι στους τοίχους. Η δυστυχία δεν θέλει υπότιτλους, δεν έχει ποσοστά. Είναι διεθνής.

(αποσπάσματα από τις συλλογή του Σταύρου Σταυρόπουλου ΤΙ ΓΙΝΟΝΤΑΙ ΟΙ ΛΕΞΕΙΣ ΟΤΑΝ ΜΕΓΑΛΩΝΟΥΝ, Ελληνικά Γράμματα 2008)

 

 

 

ΣΤΑΥΡΟΣ ΣΤΑΥΡΟΠΟΥΛΟΣ, ΔΥΟ ΜΕΡΗ ΣΙΩΠΗ, ΕΝΑ ΜΕΡΟΣ ΛΕΞΕΙΣ, εκδόσεις Μεταίχμιο, 2009

 Ποιήματα που «φωνάζουν» για την ερημιά των λέξεων που απέμειναν,

για τη σιωπή του έρωτα που καραδοκεί,

που εισβάλλουν στον χώρο και τον χρόνο και διαπερνούν τα πάντα, αναγγέλλοντας το τέλος.

Κάτι σαν προανάκρουσμα του κενού, ενώ η ιστορία εκπνέει.

 

ΧΩΡΙΣΜΟΣ

 Καλά είμαι σου λέω

Αλήθεια

Καλά τα πάω

Παρακολουθώ τους σφυγμούς μου καθημερινά

Μέσω Ίντερνετ

Μετακινούμαι μόνο κάτω από υπόστεγα

Για να μη στάζουν οι παραλίες στα μάτια μου

Προβιβάζομαι σε ανύπαρκτο

Μελετάω στο κτίριο των τυφλών

Τα τελευταία ερείσματα φθινοπώρου

Δεν ονειρεύομαι πουθενά

Μιλάω με τις φωτογραφίες σου

Που μεγαλώνουν στη γλάστρα

Με φθαρμένα ψηφία μονότονους ήχους αξύριστες ματιές

Φτιάχνω τα φρένα του αυτοκινήτου μου

Για να ξαναχαλάσουν

Ασχολούμαι με τις ταινίες διπλής όψεως

Τα ξυραφάκια διπλής κοπής

Τις διπλές βότκες πορτοκάλι

 

Κάθε απόγευμα μετά τη δουλειά

Επισκέπτομαι το μπάνιο

Σιδερώνω το σώμα μου μ’ ένα σύρμα

Να φύγει ο έρωτας που σάπισε

Φροντίζω να αλλάζω τους εκδότες μου

Πριν μου γίνουν συνήθεια και πονέσω

Σπάω εταιρείες στη μέση

Και τις πουλάω για αθώα χαμόγελα

Ανταλλάσσω τη δυστυχία μου

Με παιδικά σχέδια

Σε μαγαζιά με αντίκες

Προσέχω να τρέφομαι σωστά

Με λέξεις βιολογικής καλλιέργειας

 

Και το βραδάκι πριν ξαπλώσω

 

Βγάζω τα μάτια μου

 

Και τα αφήνω αθόρυβα δίπλα στο πορτατίφ

Σ’ ένα πλαστικό ταπεράκι

Όπως κάνουν οι γέροι με τη μασέλα τους

Γιατί δεν αντέχω να σε βλέπω άλλο

 

Να γεμίζεις το κρεββάτι μου

 

Σπασμένα ποδήλατα

 

 

ΑΜΟΡΓΟΣ 1

 Ερωτευμένος με την σιωπή

Της μπλε πολυθρόνας μου

Το σαλόνι μια θάλασσα

Καταλήξεις όπως αρχαία απαρέμφατα

Φυτρώνουν στα χέρια μου

Γύρω απ’ τον λαιμό μου

Αγχόνη ο ήλιος

Πιάνεται απ’ τους ώμους μου να μη πέσει

Και σπάσει στα βράχια

Που περιμένουν από κάτω

Να τον καταπιούν

 

Η παραλία του χολ άφαντη

 

Βγάζω βρεγμένη άμμο συνέχεια

Απ’ τις τσέπες μου

Την αφήνω στο τραπέζι

Και εξατμίζεται

Αν ανοίξω κατά λάθος την πόρτα

Θα χυθεί η Αμοργός έξω

 

Και τότε

 

Όλοι θα ψάχνουν για κιβωτό

 

 

ΠΡΩΤΗ ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ

 Ανεβαίνοντας για τους Tiger Lillies

Ο Λυκαβηττός θύμιζε πρόχειρο διαγώνισμα

Χαλασμένο κλιματιστικό

Θάλασσα

Που πάνω της ταξίδευαν εκτάκτως

Το φόρεμά σου

Οι καταδύσεις μου

Τα μπλούζ του Junior Wells

Και το αγίνωτο σώμα της αγάπης

Που κρύωνε

 

Ήρθες

Κάθισες δίπλα μου

Σεπτέμβριος κανονικός

 

Κι έγιναν οι κερκίδες

 

Ολόμαλλες

 

ΛΙΓΟ ΑΚΟΜΑ  ΠΡΙΝ ΠΕΡΑΣΕΙ(Σ)

 Ερχόμουν από μακριά

Με τους χειροποίητους μύθους μου

Με τις φυσιογνωμίες των σωμάτων

Γεμάτες λάσπη

Είχα συνηθίσει πια

Να επιπλέω στην καθαρότητα

Ό,τι ήθελα να πω

Το έλεγα πρώτα στον εαυτό μου

Για δοκιμή

 

Μια μέρα

Άρχισα να σου μιλάω ακατάπαυστα

Και κόλλησαν τα χείλη μου Άνδρο

Όπως έβγαινε η φωνή μου

Λιγόστευα

 

Εσύ πάλι τι κάνεις;

Όποτε το θυμάσαι

Κατεβάζεις τα σκουπίδια στη θάλασσα

Ξεσκόνισε και λιγάκι

Τόσες λέξεις είναι πεταμένες στο πάτωμα

 

Δε βλέπεις ότι αν συνεχίσουμε έτσι

Θα μας φάει η σκόνη;

 

 

ΣΤΑΥΡΟΣ ΣΤΑΥΡΟΠΟΥΛΟΣ, Ο ΕΡΩΤΑΣ ΘΑ ΜΑΣ ΚΑΝΕΙ ΚΟΜΜΑΤΙΑ

(εκδόσεις ΑΠΟΠΕΙΡΑ  2010 , β’ έκδοση 2012, γ’ έκδοση 2019, δ’ έκδοση 2020)

 

Ύστερα από τόσες και τέτοιες φορμαλιστικές καταχρήσεις, παραδίδεται επιτέλους στις λέξεις — αυτές τις λίγες λέξεις που έμειναν — ο τάφος που τους αξίζει. Έχουν επιζήσει οι πιο καθαρές. Αυτές που, όπως και η ηρωίνη, έχουν την ύστατη ευκαιρία της απομάγευσης. Ο ελλειμματικός τους χαρακτήρας προδίδει σήμερα και το εύρος της παρέμβασής τους : Όλα έχουν ειπωθεί. Όλα ;

 

 

ΚΙ ΟΥΤΕ ΘΑ ΜΑΘΕΙ ΠΟΤΕ ΚΑΝΕΙΣ ΕΚΕΙΝΑ ΤΑ ΓΕΝΕΘΛΙΑ ΒΡΑΔΙΑ…

(…δυο σώματα που έβλεπαν γαλάζιο τον εαυτό τους έκαναν πα­ρέλαση χτυπώντας τα μαξιλάρια τους, ανάμεσα σε πατη­μένα καπέλα και ένδοξα άδικα…)

 

Έψαχναν τραυματιοφορείς, για να μεταφέρουν, όπως του άξιζε, το τέλος μιας αδημοσίευτης σχέσης.   ΘΑ ΘΥΜΑΜΑΙ πάντα το πρόσωπό σου — ένα βατερλό των ματιών. Δέρμα που τσακίζει, όπως σελίδα βιβλίου που σκοπεύεις να επανέλθεις. Τα φρύδια σηκωμένα · στον ουρανό. Η δικαιολογία του στόματος είναι παγί­δα. Στο κέντρο του σαγονιού είναι ζωγραφισμένη μια ελιά. Κάθεται μόνη της εκεί, από τότε, από τώρα, από πάντοτε · σαν κράτος που εγκατέλειψαν ξαφνικά οι πο­λίτες του.   Θα θυμάμαι πάντα το πρόσωπό σου γιατί ήταν ένα πρόσωπο ημιτελές που έμεινε στα μπετά όταν όλα τα δι­πλανά είχαν πουληθεί. Ήταν όμορφο, νυχτερινό, από­κρημνο — ένας τόπος εξαντλητικής νηστείας. Μια οστεώδης κατάνυξη από αμαρτίες και αγιότητες. Και τα μά­τια : Δύο καισαρικές τομές. Κάτι ανεπαίσθητες κορυφο­γραμμές φωτός. Ο χειρούργος πρέπει να ήταν τρελός. Κανείς ποτέ δεν τους έδωσε σημασία.   Θα θυμάμαι πάντα το πρόσωπό σου γιατί μου φέρνει στο νου τη θάλασσα. Έτσι θα το θυμάμαι πάντα: Ανε­ξάντλητο.   ΠΑΤΗΣΕΣ κάποια στιγμή ένα κουμπί και το μισό μου σώμα έμεινε ξαφνικά χωρίς φως. Φωτιζόταν μόνο το αριστερό μάτι, το χέρι και το πόδι — όλη η αριστερή πλευρά. Η δεξιά έμενε στο σκοτάδι. Το θέαμα είχε ενδιαφέρον σκηνοθετικά, αλλά έπρεπε να κοιτάξω για γεν­νήτρια. Ή τουλάχιστον να καλέσω ηλεκτρολόγο.   ΕΡΧΕΣΑΙ καμιά φορά — σπάνια, αλλά έρχεσαι — μεσάνυχτα περασμένα. Δίνεις μία στην πόρτα και μπαίνεις · όπως τότε που επιστρέφαμε φωτεινοί με τα πλοία στα λιμάνια. Κάθεσαι ήσυχα στο κρεβάτι μου και με κοιτάς. Ένας σπασμένος καθρέφτης λιώνει ανάμεσα στους ώμους σου, εκεί που παλιά ήταν το πρόσωπό σου. Βλέ­πω μέσα του τον επίλογο του εαυτού μου. Άρχισα να γερνάω, βλέπεις, και έχω αποκτήσει άλλες συνήθειες. Κόβω το τσιγάρο, κόβω σελίδες απ’ τα βιβλία, κόβω τα νύχια μου κάθε φορά. Προσπαθώ να κόψω δρόμο ξα­νά. Εσένα στάθηκε αδύνατον να σε κόψω. Τόσα χρό­νια έτρεμε το χέρι μου κάθε που πλησίαζε το νυστέρι. Κι ακόμα βρίσκομαι εδώ και σου μιλάω — δεν έχει σημασία που είναι η φωτογραφία σου — και ρωτάω τα νέα σου, και σου λέω οι άνθρωποι δεν μπορούν να ζουν, καταρ­γώντας ο ένας τον άλλον. Φυσικά, δεν ακούς.   Σκέφτομαι ότι για να έρχεσαι, δεν είχες φύγει ποτέ. Πώς γίνεται όμως να ξεπορτίζουν νυχτιάτικα οι φωτογραφίες ;   ΠΡΟΣΘΕΤΩ αγάπη στις λέξεις μου, εσύ λέξεις στη δική σου. Συνεχίζεις να την τυλίγεις σε κανόνες, κουτιά, γραμματικές εξηγήσεις. Προσπαθείς να επωφεληθείς απ’ την περιεκτικότητά της κι εκείνη αραιώνει, αραιώνει, αραι­ώνει. Είναι σαν να ρίχνεις συνεχώς παγάκια στο Jameson.   Εγώ συνεχίζω να σε πίνω χωρίς παγάκια, χωρίς συνοδευτικά. Όταν μεθάω, στερεώνεις τον εαυτό σου στον τοίχο και γίνεσαι πίνακας.   Σ’ αγαπώ, μου λες.   Κι εγώ σ’ αγαπώ.   Ε, και ;   ΤΟ ΚΑΚΟ με τον έρωτα είναι ότι κανείς πόλεμος δεν τε­λειώνει πια στο κρεβάτι.   ΧΑΜΟΓΕΛΑΕΙ. Το ίδιο πάντα χαμόγελο με το λακκάκι που έχω κι εγώ. Εκεί μέσα μαζεύονται τα μυστικά μας. Για να τα θυμόμαστε τους δίνουμε ονόματα ζώων. Η γά­τα είναι νυστάζω, αλλά μην το πεις.   Ο ΕΡΩΤΑΣ ανήκει στους ακρωτηριασμούς της νύχτας. Όταν τολμάς να είσαι αρτιμελής, δεν πλησιάζει. Κρύβε­ται πίσω απ’ τα διάσημα γένια του για να μην τυφλωθεί.   ΑΝΑΓΚΑΣΤΗΚΑ να δεχτώ πολλά. Μήνες κάτω απ’ την ανακριτική λάμπα, χωρίς φαΐ, χωρίς τον επιθεωρητή Κλουζώ που με γνώριζε, με ιδρωμένα ζυγωματικά.   Το βράδυ εκείνο — τρεις παρά τέταρτο ήταν στον κόσμο — ο αξιωματικός υπηρεσίας ήρθε στο κελί να με μεταλάβει. Παπά δεν ήθελα. Στο τόπο της εκτέλεσης έδεσα εγώ τα μάτια του δημίου.   Δεν ήθελα να βλέπει το πρόσωπό μου. Ούτε άντεχα να βλέπω άλλο τον εαυτό μου διπλασιασμένο. Απέναντι.   Κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσίν μου.  (κτερίσματα στίχων από τη συλλογή του Σταύρου Σταυρόπουλου  Ο ΕΡΩΤΑΣ ΘΑ ΜΑΣ ΚΑΝΕΙ ΚΟΜΜΑΤΙΑ, Απόπειρα 2010

Δευτέρα, 28 Ιουλίου 2025


Η ΑΓΑΠΗ ΕΙΝΑΙ ΜΙΑ ΕΠΟΧΗ ΒΑΘΥΤΕΡΗ ΑΠ’ ΤΗΝ ΑΝΟΙΞΗ

  (… μας περιβάλλει σαν μια τάφρος απ’ όπου είναι αδύνατο να ξεφύγει κανείς): Με τον παραπάνω αποφθεγματικό στίχο αρχίζει η ΡΑΨΩΔΙΑ, π...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ